Επιμέλεια: Δημήτρης Φιλελές
Α. ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
ΑΚΟΥΣΤΕ…τον θαλασσινό ποιητικό λόγο του Νίκου Καββαδία τη μοναχική ώρα της προσευχής καταμεσής στο πέλαγος…
ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
Βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
Κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
Μπρος σ’ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
Μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
Προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
Κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με τη βαριά βλακώδη τους μορφή
Βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
Κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
Κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
Εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
Και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
Που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
Από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
Κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών…»
Το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Νίκος Καββαδίας
Ποιητική συλλογή «Μαραμπού», εκδ. Κέδρος.
Β. GUEVARA
ΑΚΟΥΣΤΕ…ένα ποίημα του Νίκου Καββαδία γραμμένο για τον μεγάλο επαναστάτη Τσε Γκεβάρα
GUEVARA
Στο Θανάση Καραβία
Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: “Καμάρι μου, κοιμήσου”.
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ’ είδες και πού σ’ είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος το ‘λεγε, ποιος το ‘λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ’ τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ’ ανοιχτά.
Στ’ όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ’ τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.
T’ όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ΄ ένα αλώνι).
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ’ αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Βρείτε εδώ το πρώτο μέρος του αφιερώματος