«Ξέρω ότι η ζωή μου θα είναι ένα ατελείωτο ταξίδι
σε φουρτουνιασμένη θάλασσα,
γι’ αυτό πρέπει να κάνω γερό το σκαρί μου»
Νικολά ντε Σταλ (5.1.1914-16.3.1955)
«Θέλω να πετάξω. Ν.».
Έπεσα πάνω σ’ αυτό το παράξενο σημείωμα κάτω από ένα βουνό από βιβλία στο γραφείο-σαλόνι μου (δεν υπάρχει ουσιαστικά βιβλιοθήκη στο σπίτι μου παρά ντάνες βιβλίων παντού, από τα πατώματα μέχρι το ταβάνι). Μετά θυμήθηκα: θα είχε παραπέσει από τον Νικολά (είτε το άφησε επίτηδες;) εκείνο το βράδυ που τα πίναμε και μου μιλούσε για ένα δεύτερο ταξίδι στο Μαρόκο που σχεδίαζε. (Την πρώτη φορά, το 1936, περιπλανιόταν επί δεκαπέντε μήνες σαν νομάδας στη χώρα, ρουφώντας φως και σχήματα – «παρατηρώ και ζωγραφίζω», μου είχε τηλεγραφήσει.)
Τελευταία τον είχα συναντήσει στο ατελιέ του στην Αντίμπ. Δούλευε πάνω σ’ ένα τεράστιο έργο, τουλάχιστον έξι μέτρα, έναν κατακόκκινο καμβά σαν λουτρό αίματος και ζωγράφιζε όρθιος με κοντάρι, φορώντας μόνο τη σκελέα που του είχα φέρει από την Αμοργό (τις έραβε από παλιά λιόπανα μια γριά στη Λαγκάδα), παραζαλισμένος από τις λαδομπογιές, το νέφτι, το τερεβινθέλαιο, το λινέλαιο.
«Αυτό που κάνω, απέχει τόσο πολύ απ’ αυτό που ονειρεύομαι, που μου έρχεται να βάλω τα γέλια – από λύπηση για τον εαυτό μου», γύρισε και μου είπε τότε ο πιο γκανιάν ζωγράφος του 20ού αιώνα και αγαπημένος φίλος που νοσταλγώ.
«Πρέπει να εργάζεσαι πολύ, ένας τόνος
πάθος κι εκατό γραμμάρια υπομονή»*
«Να είσαι καλλιτέχνης σημαίνει να ζεις χωρίς να κάνεις υπολογισμούς, αλλά περιμένοντας το καλοκαίρι σαν το δέντρο που δε βιάζεται να βγάλει χυμούς».
«Όλα πρέπει να πηγάζουν από μέσα μου, να ζωγραφίζω από προσωπική, εσωτερική ανάγκη. Μόνο έτσι ίσως καταφέρω να φτιάξω ένα καλό σχέδιο, μια καλή ζωγραφιά».
«Η πινελιά γυρεύει να βρει τη μορφή της και μάχεται ενάντια στις άλλες μορφές στον καμβά. Το αποκορύφωμα αυτής της μάχης είναι η γέννηση του πίνακα».
«Για μένα το ένστικτο έχει μια ασυνείδητη τελειότητα, ενώ οι πίνακές μου ζουν μες στη συνειδητή ατέλεια. Πρέπει να εργάζεσαι πολύ, ένας τόνος πάθος κι εκατό γραμμάρια υπομονή».
«Ποτέ δεν ζωγραφίζει κανείς αυτό που βλέπει ή αυτό που πιστεύει ότι βλέπει. Ζωγραφίζει με χίλιες δονήσεις τον κλονισμό που έχει υποστεί».
«Το μαύρο δίνει το φως, το λευκό τη μορφή».
«Η μόνη μου εμμονή ήταν, είναι και θα είναι να ζωγραφίζω σε όποια πνευματική ή οικονομική κατάσταση κι αν βρίσκομαι».
«Η έκταση του πίνακα είναι ένας χώρος όπου μέσα του πετούν ελεύθερα όλα τα πουλιά του κόσμου».
*Μετάφραση: Γκανιάν
Το «ανέφικτο αριστούργημα»
Γόνος παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Αγίας Πετρούπολης, εγκαταλείπει τη Ρωσία διωγμένος από την Επανάσταση ως γιος αξιωματικού του τσαρικού στρατού, μετά το θάνατο των γονιών του θα τον μεγαλώσουν στενοί οικογενειακοί φίλοι στις Βρυξέλλες, σπουδάζει ζωγραφική στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, ταξιδεύει ασταμάτητα (Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Μαρόκο, Αλγερία), στον πόλεμο υπηρετεί στη Λεγεώνα των ξένων στην Τυνησία, έπειτα εγκαθίσταται στο Παρίσι και ξαναρίχνεται με τα μούτρα στη ζωγραφική επηρεασμένος από τους Σεζάν, Μπρακ, Βαν Γκογκ, Ματίς, Σουτίν, αλλά και τους Ρέμπραντ, Βερμέερ, Ρούμπενς, Ελ Γκρέκο, παλεύει μεταξύ αφαίρεσης και αναπαράστασης λαχταρώντας να ζωγραφίσει το «ανέφικτο αριστούργημα», συμμετέχει σε μια ομαδική έκθεση μαζί με τον Καντίνσκι ανάμεσα στους άλλους, τότε είναι που θα καταστρέψει πολλά από τα προηγούμενα έργα του, ρίχνεται σε όλο και μεγαλύτερες τίγκα στην πάστα συνθέσεις, κάνει ατομική έκθεση στο Παρίσι και λίγο αργότερα στις ΗΠΑ, όσο πιο διάσημος γίνεται, τόσο αδειάζει από έργα το ατελιέ του, έχει μετακομίσει πλέον στην Κυανή Ακτή και στην παλέτα του το μπλε του κοβαλτίου και το κίτρινο λεμονί, σαν το λαμπρό καλοκαιρινό φως και τη θάλασσα της Μεσογείου, προστίθενται στο γκρίζο και το μαύρο, η δόνηση του χρώματος κυριαρχεί στην πάστα, για να πηδήξει στα σαράντα ένα του στο κενό από το μπαλκόνι του στην Αντίμπ – καλλιτεχνικό αδιέξοδο ή ανεκπλήρωτος έρωτας;- αφήνοντας πίσω του ανολοκλήρωτο το «Κοντσέρτο», μια ιλιγγιώδη κόκκινη επιφάνεια 3,5 χ 6 μέτρα που θα δυσκολευτούν πολύ να περάσουν από την πόρτα του ατελιέ του οι κληρονόμοι.
Ακροστιχίδα Γκανιάν#18-ντε Σταλ
Γιατί
Κλαις
Αντί
Να
Ικανοποιείς
Αφροδίσιες
Νοσταλγίες;