Όταν συνάντησα τον Βασίλη Νικολαΐδη για τη συνέντευξη που θα διαβάσετε, ήμουν ήδη προβληματισμένος για το τι θα κατάφερνα να μεταφέρω στη συνέντευξη από τον πλούτο των ιστοριών που έχει να αφηγηθεί κάθε φορά που τον συναντώ. Για όσους νεότερους δεν έτυχε να γνωρίζουν το έργο του, να σημειώσουμε ότι ενώ ξεκίνησε ως σκηνογράφος, με τη στήριξη του Γιάννη Τσαρούχη ανέλαβε τη σκηνοθεσία της πρώτης του όπερας και έκτοτε: βιβλία, θεατρικές παραστάσεις, ραδιόφωνο στην ΕΡΤ, μουσική για το θέατρο, διδασκαλία σε νέους ηθοποιούς, είναι κάποια από τα πόστα όπου διοχέτευσε το αστείρευτο ταλέντο του και την ευγένεια της ψυχής του.
Ο Βασίλης Νικολαΐδης γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε αρχαιολογία στην Αθήνα και θεατρολογία στο Παρίσι, με ειδικό θέμα την σκηνοθεσία όπερας. Το 1985 αρχίζει να σκηνοθετεί κυρίως μουσικά έργα. Από το 1991 συνεργάζεται με την Εθνική Λυρική Σκηνή, από το 1993 με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και από το 2000 με το Εθνικό Θέατρο. Μέχρι σήμερα έχει σκηνοθετήσει περί τα ογδόντα πέντε έργα κάθε είδους, από μονόπρακτα μέχρι μεγάλες όπερες. Έχει γράψει δεκάδες μουσικά και θεατρικά άρθρα σε περιοδικά, διδάσκει υποκριτική σε ωδεία και Δραματικές σχολές κι έχει αδυναμία στις γάτες!
Κ. Νικολαΐδη, πού γεννηθήκατε και τι σπουδές έχετε κάνει;
Γεννήθηκα στην Αθήνα. Πήρα πτυχίο Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συνέχισα τις σπουδές μου στο Παρίσι, στο Τμήμα Θεατρολογίας κι έφτασα ως τον πρώτο χρόνο του Διδακτορικού (DEA), με ειδικό θέμα την σκηνοθεσία της Όπερας.
Πριν δύο χρόνια κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Άγρα» το βιβλίο σας “4 Συναντήσεις”, όπου καταθέτετε την εμπειρία σας από την επαφή που είχατε με τέσσερις κορυφαίες προσωπικότητες της τέχνης και του πολιτισμού μας. Μιλήστε μου για αυτό το πόνημά σας.
Θεώρησα χρέος μου να καταγράψω την προσωπική μου επαφή με 4 σπουδαίες προσωπικότητες του Θεάτρου, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Μάνο Χατζιδάκι, την Μαίρη Αρώνη και τον λιγότερο γνωστό στον τόπο μας, τον σκηνογράφο-ενδυματολόγο Νίκο Γεωργιάδη, που δούλεψε κυρίως στο εξωτερικό, με τον οποίον, ωστόσο, δούλεψα σχεδόν αποκλειστικά, στην Ελλάδα, για μια δεκαετία, ως τον θάνατό του. Και με τους 4 συνδέθηκα προσωπικά κι ο καθένας ξεχωριστά έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή και την εξέλιξή μου.

Ο Τσαρούχης ήταν η κύρια πηγή της πρώτης μου εργασίας στη Σορβόννη, που αφορούσε την παράσταση της όπερας «Μήδεια» του Κερουμπίνι, σε σκηνοθεσία Μινωτή και με την Μαρία Κάλλας στον κεντρικό ρόλο. Ο Τσαρούχης υπέγραφε τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης αυτής που γύρισε τον κόσμο. Έγραψε τον πρόλογο στην πρώτη έκδοση του βιβλίου μου για την Κάλλας κι ήταν ο πρώτος που μου συνέστησε να γίνω σκηνοθέτης, κι όχι σκηνογράφος, όπως ήταν η πρώτη μου επιθυμία. «Να γίνεις σκηνοθέτης, μου είπε. Να έχεις όλη την ευθύνη μιας παράστασης κι όχι να υφίστασαι όλους τους αμόρφωτους, όπως εγώ…»

Με τον Χατζιδάκι συνεργάστηκα στα προγράμματα της «Ορχήστρας των Χρωμάτων». Έζησα κοντά του όλη την προετοιμασία και τον πυρετό των συναυλιών της Ορχήστρας και συνειδητοποίησα πόσο η αγνή, σχεδόν παιδική, ματιά που είχε για τα πράγματα, ο ενθουσιασμός της δημιουργίας, οφειλόταν στο ότι δεν άφησε ποτέ το παιδί που υπήρχε εντός του να χαθεί και να εξαφανιστεί… «Ξέρεις αυτό δεν είναι εύκολο» μου έλεγε… Αργότερα κατάλαβα πόσο γενναίο ήταν κάτι τέτοιο… Η καθημερινή επαφή με τον σπουδαίο αυτόν άνθρωπο ήταν σχολείο, σχολείο δημοκρατικότητας, ποιητικής αντιμετώπισης των πάντων, μάθημα καθαρής καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Με την Αρώνη, βρεθήκαμε πολύ κοντά. Με αφορμή κάποιες εκπομπές που κάναμε στο Τρίτο, γίναμε ουσιαστικοί φίλοι, κάναμε και θέατρο στο ραδιόφωνο. Έμαθα πολλά κοντά της, πολλά μυστικά της Τέχνης του Θεάτρου. Την έζησα ως το τέλος και μπορώ να πω με βεβαιότητα πως η Αρώνη υπήρξε ένα βαθύτατα ευαίσθητο κι αγνό πλάσμα, παρόλο που η εικόνα που έβγαζε προς τα έξω ήταν αυτή μιας κοσμικής κυρίας με μανιέρες συμπεριφοράς. Κι αυτό το λέω με απόλυτη βεβαιότητα.

Για τον Γεωργιάδη έγραψα κάποια πράγματα πιο πάνω. Η στενή συνεργασία μαζί του μου έδειξε έναν άλλο τρόπο δουλειάς, που βασίζεται σε βαθύτατη μελέτη εποχής και στυλ. Τίποτε δεν ήταν τυχαίο, τίποτα δεν παρουσιαζόταν στη σκηνή αν δεν υπήρχε εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση. Ο Γεωργιάδης ήταν ένας επιστήμονας του θεάτρου και κοντά του έζησα μοναδικές στιγμές θεατρικής τελειότητας.

Εδώ πρέπει να τονίσω πως τα κείμενά μου δεν είχαν σκοπό κάποιας προσωπικής προβολής. Μέλημά μου ήταν να φανούν πτυχές της προσωπικότητας και της Τέχνης αυτών των σημαντικών ανθρώπων, άγνωστες ίσως στους περισσότερους.
Το 1982 εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο σας για τη Μαρία Κάλλας, “Οι Μεταμορφώσεις μιας τέχνης”, το οποίο επανεκδόθηκε το 1995 και το 2007.Ποιά ήταν η αφορμή για να γράψετε για την Κάλλας; Ποιο χαρακτηριστικό της σας εντυπωσιάζει;
Θα σας απαντήσω με κοινότοπο τρόπο. Αγάπησα ουσιαστικά την Όπερα ακούγοντας τη φωνή της Κάλλας. Ήταν για μένα μια αποκάλυψη που με ώθησε, από τα χρόνια της εφηβείας μου, να ασχοληθώ και να αφοσιωθώ σ’ αυτό το είδος Τέχνης, για πολλούς δύσκολο και δυσπρόσιτο. Η Κάλλας ήταν για μένα το κλειδί για να μπω και να γνωρίσω έναν μαγικό κόσμο. Άκουσα πολύ τις ηχογραφήσεις της, έβλεπα φωτογραφίες και φιλμαρισμένα στιγμιότυπα από τις παραστάσεις της και ο μύθος εντεινόταν. Έκανα πολλές προσπάθειες να απαγκιστρωθώ, άκουσα κι άλλους καλλιτέχνες, πάντα όμως επέστρεφα…
Στη διάρκεια των σπουδών μου στο Παρίσι, μελέτησα παραστάσεις της, τόσο την «Μήδεια» που ανέφερα παραπάνω, όσο και τις παραστάσεις της που σκηνοθέτησε ο μέγας Λουκίνο Βισκόντι. Κι αυτή ήταν η μαγιά για το βιβλίο μου, που ασχολείται αποκλειστικά με τους ρόλους της, τις «μεταμορφώσεις» της. Δεν με απασχόλησε καθόλου η ιδιωτική της ζωή. Μειώνεις νομίζω την μεγάλη της προσφορά, με το να ασχολείσαι με παραμέτρους που δεν έχουν σχέση με την Τέχνη της.
Όντας σπουδαία μουσικός, χωρίς όμως ιδιαίτερη ακαδημαϊκή παιδεία, η Κάλλας επαναπροσδιόρισε με τον δικό της προσωπικό τρόπο την λυρική Τέχνη. Φτάνω στο σημείο να πω πως η ερμηνεία της σε κάποια έργα, όπως πχ, η «Μήδεια» ή η «Υπνοβάτις», η δική της προσέγγιση, είναι πιο σημαντική… από τα ίδια τα έργα. Έδωσε ζωή σ’ ένα είδος, το ρομαντικό μπελκάντο, το ανέδειξε κι έδωσε καινούργια ώθηση στην Όπερα γενικότερα, ώστε σήμερα να μιλάμε για το «πριν» και το «μετά» την Κάλλας.
Ο Χρήστος Λαμπράκης υπήρξε ένας άνθρωπος ο οποίος οραματίστηκε και θεμελίωσε το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Πώς κρίνετε σήμερα το παρόν και το μέλλον του ιδρύματος;
Αλήθεια, δεν μπορώ να θυμηθώ πώς ήταν τα μουσικά πράγματα σ’ αυτόν τον τόπο πριν το «Μέγαρο». Ο Χρήστος Λαμπράκης, εμπνευσμένος Μαικήνας, άλλαξε το μουσικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου και ανέδειξε όλες τις Ελληνικές σημαντικές αξίες, μετακαλώντας συγχρόνως μεγάλους καλλιτέχνες απ’ όλο τον κόσμο.
Στην «εποχή Λαμπράκη» το χρήμα, απαραίτητη προϋπόθεση για την ουσιαστική δημιουργία, έρρεε άφθονο, χάρη στους χορηγούς που εκείνος εξασφάλιζε κάθε φορά. Δυστυχώς όμως όλα έχουν ένα τέλος. Η εποχή της κρίσης έπληξε καίρια και το Μέγαρο. Οι χορηγίες σταμάτησαν και ο Λαμπράκης δεν πρόλαβε ή δεν θέλησε να υπολογίσει το επόμενο βήμα κι έτσι η Ε.Λ.Σ που λογικά έπρεπε να μεταφερθεί στο κέντρο της Αθήνας, στο έξοχο καινούργιο κτίριο, που πρόλαβε να ολοκληρωθεί, ζώντος του Λαμπράκη, μεταφέρθηκε «στου Διαβόλου τη μάνα», στα νέα κτίρια του Νιάρχου, στο Φάληρο.
Ο Λαμπράκης πέθανε και το Μέγαρο πέρασε στο Δημόσιο, όπου ψυχορραγεί καθημερινώς. 150.000 τ.μ μαρμαμαροντυμένων χώρων ρημάζουν ερημωμένα κι ανεκμετάλλευτα, ενώ ο Έλληνας θαυμάζει και λατρεύει αστόχαστα τον νέο «Πύργο της Βαβέλ». Κρίμα!
Το 2000 τιμηθήκατε με το βραβείο Σκηνοθεσίας «Κάρολος Κουν», για την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη (Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος). Αυτό ήταν ένα κλειδί και για άλλους χώρους εκτός από την Επίδαυρο;
Δεν θα χαρακτήριζα την «Ειρήνη» ένα κλειδί για την μετέπειτα πορεία μου. Μάλλον το αντίθετο… Μέχρι τότε με αντιμετώπιζαν πολύ θετικά, σαν έναν ανερχόμενο και φερέλπιδα νέο σκηνοθέτη. Κανείς όμως δεν περίμενε το βραβείο και μάλιστα με το «καλημέρα» στην Επίδαυρο…. Και μιλάω κυρίως για το κύκλωμα των κριτικών και των δημοσιογράφων, στο οποίο δεν εντάχθηκα ποτέ. Δεν αρνήθηκα ή δεν αποποιήθηκα τίποτε, απλώς δεν εντάχθηκα. Οι ίδιοι άνθρωποι λοιπόν που έγραψαν ύμνους για την «Ειρήνη» και τα προηγούμενα έργα μου, αμέσως έγιναν εχθρικοί και δεν αναγνώρισαν την όποια σημασία της επόμενής μου παράστασης αρχαίου δράματος, τις «Βάκχες», που θεωρώ ως μια πολύ σημαντική προσπάθεια προσέγγισης του δυσκολότατου αυτού έργου.
Για να πάρετε μιαν ιδέα της όλης αντιμετώπισης: Μετά από μια επιτυχία σε τέτοιο είδος, θα πίστευε κανείς πως μετά την «Ειρήνη» οι προτάσεις για έργα του Αριστοφάνη θα έπεφταν βροχή… Πλανάσθε πλάνην οικτράν. Ξέρετε πότε μου ξανάδωσαν Αριστοφάνη; Το 2010, δέκα χρόνια αργότερα… Τότε έκανα τους «Ιππείς». Οφείλω φυσικά να ομολογήσω πως ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης, αυστηρότατος θεατρικός κριτικός, με στήριξε με ζέση ως το τέλος, χωρίς να τον γνωρίζω δε καν προσωπικά. Και ο Γεωργουσόπουλος δεν μου έχει γράψει ποτέ κακή κριτική… Δεν εξαφανίστηκα όμως, δούλεψα στο ΚΘΒΕ, σε πολλά ΔΗΠΕΘΕ προ κρίσης, στον ΘΟΚ…
Έχω υπογράψει ως σήμερα 90 παραστάσεις κάθε είδους, από όπερα με 150 πρόσωπα επί σκηνής, έως μονολόγους. Και αν και με στενοχωρεί σήμερα που η νυν διοίκηση της ΕΛΣ, μετά από 20 περίπου μουσικά έργα που έχω σκηνοθετήσει στην Λυρική, στο Μέγαρο κι αλλού, με αγνοεί προκλητικά, δεν μεμψιμοιρώ. Αισθάνομαι απολύτως χορτασμένος.

Πως ήταν ο Νίκος Κούρκουλος ως διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου;
Πιστεύω ακράδαντα πως ο Νίκος Κούρκουλος υπήρξε ο σημαντικότερος διευθυντής του Εθνικού τα τελευταία 30 χρόνια. Ανοιχτός, ακομπλεξάριστος, δεν αντιμετώπισε το πρώτο μας θέατρο σαν χώρο δικής του προβολής, αλλά σαν χώρο, όπου όλοι δικαιωματικά πρέπει να δουλέψουν και να δοκιμαστούν. Άνοιξε τις πόρτες του Εθνικού σε όλους τους ενδιαφέροντες καλλιτέχνες της εποχής, έξω από κυκλώματα και παρεούλες και τους έδωσε βήμα να εκφραστούν.
Ίσως το αδύνατό του σημείο να ήταν το θέμα του ρεπερτορίου, αλλά σε όλους μας έδωσε την ευκαιρία να υλοποιήσουμε πολλά όνειρά μας. Προσωπικά του οφείλω πολλά. Μου ανέθεσε τον «Πέερ Γκύντ» του Ίψεν, που είχε πολλά χρόνια να παρουσιαστεί στο Εθνικό και τον «Ιππόλυτο», σε μία επετειακή παράσταση του 2004, για τα 50 χρόνια των Επιδαυρίων, όπου και αναβιώθηκε η μουσική του Μητρόπουλου, που ακουγόταν στο ίδιο έργο, στην πρώτη φεστιβαλική παράσταση, το 1954. Του είμαι ευγνώμων.
Απ’ τους/τις πολιτικούς που έχουν ως τώρα διατελέσει Υπουργοί Πολιτισμού, ποιον ή ποιαν θεωρείτε σημαντικότερο/η;
Φαντάζομαι να ξέρετε τι θα σας απαντήσω… Φυσικά η Μελίνα Μερκούρη και μάλιστα μακράν όλων των άλλων. Και μπορώ να σας πω και τον λόγο. Η Μελίνα, αν και υπερφιλόδοξη, όταν ανέλαβε το ΥΠΠΟ, είχε πίσω της μια πορεία δεδομένη και ολοκληρωμένη. Είχε ήδη ολοκληρώσει την καλλιτεχνική της καριέρα και στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχαιρε τεράστιας εκτίμησης για τον αντιδικτατορικό της αγώνα. Ήταν γνωστή κι αγαπητή παγκοσμίως.
Είχε δε ζήσει, ως γόνος πολιτικών, μέσα στην πολιτική. Άρα ήταν το ιδανικό πρόσωπο, στην κατάλληλη θέση. Εξάλλου δεν περίμενε να δικαιωθεί από τον ρόλο της Υπουργού, ούτε χρήματα να αποκτήσει, ούτε δόξα. Γιαυτό και αφιερώθηκε στον νέο της ρόλο ουσιαστικά και με όλη της την ύπαρξη. Έκανε πράγματα, πρότεινε, ονειρεύτηκε, διεκδίκησε τόσα, όσα κανείς πριν ή μετά απ’ αυτήν. Άρα, το ότι υπήρξε η σημαντικότερη και ουσιαστικότερη Υπουργός Πολιτισμού τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.
Ποιους θεωρείτε ως τους σημαντικότερους Έλληνες σκηνοθέτες του 20ου αιώνα;
Ο 20ος αιώνας θεωρείται ο αιώνας των σκηνοθετών. Άρα είναι φυσικό να έχουν υπάρξει σημαντικοί σκηνοθέτες και στον τόπο μας. Ο καθένας για άλλο λόγο. Ο Ροντήρης, πρώτος από τους παλιούς, μέγας δάσκαλος ηθοποιών, θεωρείται σημαντικός γιατί πρώτος έβαλε τον θεμέλιο λίθο για την ουσιαστική αναβίωση του Αρχαίου Δράματος. Ο Μινωτής, ακολουθώντας τα χνάρια του, συνεχίζει αυτήν την παράδοση, έχοντας δίπλα του αρωγό το τεράστιο τάλαντο της Κατίνας Παξινού.
Ο Κουν έφερε το νέο αίμα, γνώρισε την σύγχρονη θεατρική παγκόσμια παραγωγή, αλλά και την σημαντική Ελληνική δραματουργία, στον τόπο μας, χρησιμοποιώντας μια νέα, απλή και καθημερινή υποκριτική οδό. Ωστόσο και στο Αρχαίο Δράμα υπέγραψε τις δυο πιο σημαντικές παραστάσεις Τραγωδίας και Κωμωδίας που έχει δει ως τώρα ο τόπος μας. «Πέρσες» και «Όρνιθες», βοηθούμενους από περίφημους συνεργάτες, Τσαρούχης, Χρήστου, Χατζιδάκις. Ο Αλέξης Σολομός, πανέξυπνος και τεράστιας μόρφωσης σκηνοθέτης, άφησε το στίγμα του στο Ελληνικό θέατρο. Κυρίως όμως θεωρείται ο πρωτεργάτης της αναβίωσης της Αρχαίας Αττικής κωμωδίας στην Ελλάδα. Ανέβασε όλα τα έργα του Αριστοφάνη στην Επίδαυρο, έγραψε και δε κι ένα περίφημο βιβλίο για τον Αριστοφάνη, γνωστό παγκοσμίως. Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου υπήρξε επίσης σημαντικός σκηνοθέτης. Ρωσσοθρεμένος, με όπλο την μέθοδο υποκριτικής του Στανισλάφσκι, υπέγραψε σημαντικότατες παραστάσεις.
Δυστυχώς πέθανε πριν ολοκληρώσει το έργο του. Ο Μίνως Βολανάκης, με εφόδια την κουλτούρα και την ευφυΐα του, έκανε σύγχρονες αναγνώσεις σε γνωστά έργα, αποκαλύπτοντας μας τον πλούτο κειμένων, τον οποίο αγνοούσαμε. Οι περίφημες μεταφράσεις του αποδεικνύουν όλη του την εμβέλεια. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, κυρίως τα πρώτα χρόνια της πορείας του, έφερε το νέο αίμα στο θέατρό μας, και μας γνώρισε παλιά έργα, του Κρητικού κυρίως και του Επτανησιακού Θεάτρου, τα οποία αγνοούσαμε. Και οι παραστάσεις του στο Αρχαίο Δράμα, στις αρχές της καριέρας του, υπήρξαν σημαντικές.
Τέλος ο Λευτέρης Βογιατζής, για να περιοριστούμε στους μη ζώντες, ανέδειξε κλασσικά κείμενα, αλλά και Έλληνες συγγραφείς, μέσα από μια εξαιρετικά απαιτητική αισθητική αναζήτηση.
Παξινού, Μινωτής, Χατζιδάκις, Κουν, Γκάτσος, Τσαρούχης, είναι μερικές από τις προσωπικότητες, με τις οποίες έχετε ασχοληθεί. Τι κοινό τους χαρακτήριζε ή πόσο διαφορετικοί ήταν μεταξύ τους;
Όλες αυτές οι προσωπικότητες (και πολλές ακόμα) χαρακτηρίζονται από ένα και μόνο στοιχείο, σημαντικό και αξεπέραστο: μια βαθειά Ελληνικότητα. Ο καθένας, στον τομέα του, συνέτεινε ώστε μια χώρα, τσακισμένη από πολέμους κι εμφυλίους, να αποκτήσει έναν χαρακτήρα, μια νέα φυσιογνωμία, ένα καινούργιο προφίλ. Ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Γκάτσος, ο Ρίτσος έδωσαν ένα ποιητικό πρόσωπο σ’ αυτόν τον τόπο.

Ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Χατζηκυριάκος Γκίκας εξέφρασαν εικαστικά το πρόσωπο αυτό, βασισμένοι στην Παράδοση. Ο Μινωτής, ο Κούν, η Παξινού, η Αρώνη, η Λαμπέτη, ο Χορν καθόρισαν το θεατρικό προφίλ του Νεοέλληνα. Ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης με τα τραγούδια τους, του έδωσαν την μουσική του γλώσσα. Όλοι είναι σημαντικοί κι αναντικατάστατοι.
Ποιες μυθικές παραστάσεις που δεν προλάβατε να δείτε ως θεατής θα θέλατε να είχατε δει;
Θα ήθελα πολύ να έχω δει κάποιες παραστάσεις της Κάλλας που άφησαν εποχή, κυρίως την «Τραβιάτα», την «Μπολένα» και την «Υπνοβάτιδα», σε σκηνοθεσία Βισκόντι. Την «Μήδεια» επίσης , στην οποία τόσο αναφέρθηκα πιο πάνω. Τυχερός θα ήμουν αν είχα δει την «Νόρμα», που τραγούδησε η Κάλλας στην Επίδαυρο. Θα ήμουν ο ευτυχέστερος των θνητών αν είχα δει κάποιες από τις σημαντικές παραστάσεις του Στρέλερ, όπως η «Όπερα της πεντάρας» ή ο «Γαλιλαίος».
Θα ήθελα πολύ να έχω δει τον «Μακμπέθ» ή τον «Τίτο Ανδρόνικο», με τον Λώρενς Ολίβιε και την Βίβιαν Λη… Από το Ελληνικό Θέατρο και τι δεν θα ‘δινα να είχα δει την «Εκάβη», την «Μήδεια» ή τον «Αγαμέμνονα» της Παξινού, επίσης την «Επίσκεψη της Γηραιάς Κυρίας» ή την «Μπερνάρντα Άλμπα» και πάλι της Παξινού, όλα σε σκηνοθεσία Μινωτή. Θεωρώ άτυχο τον εαυτό μου που δεν έχω δει το «Λεωφορείον ο Πόθος», με την αξεπέραστη ερμηνεία της Λαμπέτη. Αυτά μου έρχονται πρώτα στο νου.
Έχετε κάνει και πολλά χρόνια Ραδιόφωνο, ως παραγωγός εκπομπών κυρίως στο Τρίτο και στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Τι θυμάστε από τις προσωπικότητες που φιλοξενούσατε στις εκπομπές σας;
Το Ραδιόφωνο καλύπτει ένα μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων μου, πριν να ασχοληθώ κυρίως με το θέατρο. Ήταν μια εξαιρετική περίοδος για μένα, ένα ουσιαστικό σχολείο. Εκπομπές για την μουσική , το Θέατρο , την Όπερα. Από τις εκπομπές μου παρήλασαν σπουδαίες προσωπικότητες του θεάτρου και της μουσικής: Αλέξης Μινωτής, Μαίρη Αρώνη, Λυδία Κονιόρδου, Βασίλης Παπαβασιλείου, Νίκος Τζόγιας, Μαρία Αλκαίου, Ρένη Πιττακή, Ραλλού Μάνου, Αρλέτα, Γιάννης Μαρκόπουλος, Χρήστος Λεοντής, Νότης Μαυρουδής, Γιώργος Κουρουπός, Κική Μορφονιού, Σπύρος Σακκάς και τόσοι άλλοι.

Θέατρο στο ραδιόφωνο, αφιερώματα, πολλά ευτράπελα, άκρως συγκινητικές στιγμές… Ένας οργασμός, ένα πανηγύρι και ποιότητες που έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί… Ήταν βλέπετε ακόμη Radio days στις δόξες τους…. Σήμερα το καλό Ελληνικό Ραδιόφωνο είναι ένα παρελθόν. Ούτε να μιλήσουν δεν μπορούν οι παρουσιαστές. Άσε τα λάθη της γλώσσας… Θλίψη και ανία. Οι όποιες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Γράφατε και στο περιοδικό «το Τέταρτο» κ. Νικολαΐδη, όσο καιρό το διηύθυνε ο Μάνος Χατζιδάκις;
Το «Τέταρτο» υπήρξε μια ειδική περίπτωση στον χώρο. Ούτε πριν αλλά ούτε και μετά κυκλοφόρησε ένα τέτοιο έντυπο, αφιερωμένο στον Πολιτισμό, μέσα από την ιδιαίτερη ματιά ενός Χατζιδάκι. Δούλεψα κοντά του τόσο, όσο και ο ίδιος έμεινε. Έφυγα ένα τεύχος πριν από την δική του αποχώρηση. Σιγά-σιγά το έντυπο παρήκμασε και σε λίγο σταμάτησε να κυκλοφορεί.
Βλέπετε ο Χατζιδάκις είχε εμπιστευτεί πρόσωπα αφερέγγυα, που του υποσχέθηκαν πράγματα που δεν μπορούσαν να υλοποιήσουν… Οι ώρες που περνάγαμε κοντά του ήταν ωστόσο μαγικές, άλλος ένας χώρος που λειτούργησε κάτω από την εμπνευσμένη του παρουσία. Τα όνειρα όμως συνήθως κρατούν λίγο…
Έχετε επιμεληθεί πολλές εκδόσεις δίσκων με αρχειακό υλικό για τις εταιρείες Σείριος, Sony, Λύρα κ.α. Έχετε άλλο ανέκδοτο υλικό στο αρχείο σας που να είναι υπό έκδοση;
Και να έχω, αυτό δεν έχει πια καμιά σημασία, γιατί η δισκογραφία δεν υπάρχει πια και κανείς δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τέτοια ντοκουμέντα. Άρα τα κρατώ και τα μοιράζομαι με τους φίλους μου.
Από τα έργα που έχετε ανεβάσει, ξεχωρίζετε κάποιες στιγμές, κάτι που σας έχει μείνει μέσα στο χρόνο ή μια παράσταση που θα θέλατε να ξανα-ανεβάσετε;
Πολλές παραστάσεις μου νοσταλγώ, είμαι όμως ήσυχος γιατί καμιά δεν έκανα τυχαία. Στο πλαίσιο της δυνατότητάς μου, κάθε φορά, ήμουν νομίζω ειλικρινής. Δεν κορόιδεψα, δεν υπεξέφυγα. Το αν είχαν επιτυχία ή όχι, αυτό είναι ένα άλλο θέμα. Γενικά δεν ντρέπομαι για ό,τι έχω κάνει. Ίσως κάποια στιγμή να μου δοθεί η ευκαιρία να ξανακάνω τις «Βάκχες». Είναι ένα έργο που δεν εξαντλείται ποτέ.

Διδάσκετε πολλά χρόνια σε Ωδεία και Δραματικές σχολές. Μαθήματα υποκριτικής σε νέους τραγουδιστές και μέλλοντες ηθοποιούς. Τι έχετε να πείτε γι’αυτήνσας την εμπειρία;
Διδάσκω από το 1995, στην αρχή νέους τραγουδιστές, στο πλαίσιο του μαθήματος της «Μελοδραματικής», αργότερα νέους εκκολαπτόμενους ηθοποιούς. Σήμερα εργάζομαι στην Δραματική Σχολή «Μαίρη Τράγκα». Τα πράγματα στις μέρες μας έχουν δυστυχώς πολύ αλλάξει. Τα παιδιά απομακρύνονται μέρα με τη μέρα από τον χώρο της γνώσης και της μόρφωσης. Είναι πλέον εντελώς αμόρφωτα και αυτό εξ’ αιτίας της εκπαίδευσης στα σχολεία, όπου μέσα σε ένα χαοτικό περιβάλλον, το παιδί δεν δομεί και δεν συστηματοποιεί την γνώση του. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Έγινε συστηματικά κι ηθελημένα. Έτσι όλα εξαρτώνται από την οικογένεια που θα βοηθήσει ή όχι την ανάπτυξη του παιδιού.
Κάποτε μας έλεγαν πως το σύστημα σε λίγο θα εκπαιδεύει χειριστές κομπιούτερ… Γελάσαμε τότε. Αυτό όμως έγινε. Όσο πιο αδαής κι ανενημέρωτος είναι ο πολίτης, τόσο πιο εύκολα μπορούν να τον χειριστούν. Δυστυχώς. Η πληροφορία απ’ την άλλη είναι δίπλα, ο καθένας μπορεί να ψάξει και να βρει το οτιδήποτε. Δεν το κάνουν όμως γιατί δεν ξέρουν τι να ψάξουν…. Έτσι, όπως είναι φυσικό και η δουλειά μας έχει δυσκολέψει. Πρέπει να μιλάς και να αναφέρεσαι στα αυτονόητα, χωρίς καθόλου να είσαι σίγουρος πως η δουλειά σου θα πιάσει τόπο.
Και η κατάσταση του Θεάτρου σήμερα;
Νομίζω τα πράγματα δεν είναι ευοίωνα. Κάθε χρόνο βγαίνουν δεκάδες παιδιά από τις Δραματικές Σχολές. Τι τους τράβηξε για να ακολουθήσουν αυτό το δρόμο; Μα, φυσικά η Τηλεόραση, που μπορεί εν μία νυκτί να κάνει γνωστό το οποιοδήποτε παιδάκι, αν τύχει το σίριαλ να έχει επιτυχία. Και μετά; Κάπως πρέπει να υπάρξουν αυτά τα παιδιά.
Δουλεύουν οπουδήποτε, κάνουν άσχετες δουλειές, βγάζουν μικροποσά, φτιάχνουν ομαδούλες, νοικιάζουν ένα χώρο, οτιδήποτε, ανεβάζουν κάτι, συνήθως ανασκολοπίζοντάς το, αν πρόκειται για γνωστό κείμενο, φωνάζουν τη μάνα τους, τον πατέρα τους, τον μπατζανάκη τους, που έρχονται και πληρώνουν για να δουν ό,τι τους παρουσιάσουν κι ύστερα τα παιδιά επαίρονται ότι «σκίσανε» και ήταν και sold out… Mέσα σ΄ όλον αυτόν τον κυκεώνα φυσικά υπάρχουν κι αξιόλογοι άνθρωποι… Άντε να τους βρεις…
Το στίγμα βεβαίως της «παρακμής» πάντα δίνεται από ψηλά. Καθοριστική για το Ελλ. Θέατρο υπήρξε η παρουσία του Χουβαρδά στο τιμόνι του Εθνικού θεάτρου, ο οποίος ακριβώς μετά τον Κούρκουλο, επέβαλε μια μεταμοντέρνα αντιμετώπιση, κωφεύοντας σε οτιδήποτε άλλο. Από τη στιγμή αυτή μας πήρε και μας σήκωσε. Βλέπουμε το οτιδήποτε, χωρίς κανένα σεβασμό σε κείμενα, στυλ, ιδεολογίες κι όλα πια είναι νόμιμα και θεμιτά. Είναι η παντοδυναμία του «γιατί όχι»… Και «γιατί ναι» ρε!

Ποια έργα Θεάτρου ή όπερες εύχεστε να σκηνοθετήσετε στο μέλλον;
Πολλά και κανένα… Δουλεύω πια όταν οι συνθήκες μου το επιτρέπουν. Έχω παραιτηθεί σε πολλές περιπτώσεις, ακόμα και από το Εθνικό, όταν αισθάνομαι πως με υποτιμούν, αν και έχω ανάγκη τη δουλειά μου, ζω απ’ αυτήν. Είμαι εδώ, ακόμα νομίζω ενεργός. Τα τελευταία χρόνια, χάρη στον Λουκά Καρυτινό και τον Δήμο Αθηναίων, ξαναβρήκα το αγαπημένο θέατρο της παλιάς Λυρικής, το «Ολύμπια», όπου, νομίζω, ανεβάζουμε παραστάσεις με πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερη πρωτοτυπία: κλασικά κείμενα, μέσα από την μουσική που έγραψαν γι’ αυτά σημαντικοί συνθέτες.
Θέατρο και μουσική σε ενιαίο σύνολο. Μέχρι στιγμής έχουμε ανεβάσει το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ, μέσα από την μουσική του Μέντελσον και τον «Πέερ Γκυντ» του Ίψεν, μέσα από την μουσική του Γκριήγκ. Για τον Απρίλιο έχει προγραμματιστεί μια νέα παραγωγή: Ο «Έγκμοντ» του Γκαίτε, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, μέσα από την μουσική του Μπετόβεν.
Εκκρεμεί επίσης και το «Καμ μπακ» του Βασίλη Κατσικονούρη, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο, που ο κορωνοιός το σταμάτησε λίγο πριν ανέβει. Ας ευχηθούμε πως ο εφιάλτης αυτός κάποια στιγμή θα σταματήσει.
Τελευταία ασχολείστε και με το τραγούδι. Πώς προέκυψε αυτό;
Το τραγούδι είναι παλιά μου αγάπη. Πάντα τραγουδούσα. Τα τελευταία χρόνια βέβαια λόγω της κύριας δουλειάς μου, όλα αυτά είχαν πάει πίσω. Εδώ και 2 χρόνια, επειδή έχω περισσότερο χρόνο, ξαναδοκίμασα. Κοντά μου σ’ αυτό το εγχείρημα ο φίλος μου Νίκος Χατζηελευθερίου, υπέροχος κιθαρίστας.

Έχουμε κάνει αρκετές συναυλίες με τραγούδια του Λόρκα, τραγούδια από το θέαμα, τραγούδια σε στίχους Γκάτσου. Έχουμε ένα ρεπερτόριο περίπου 100 τραγουδιών. Κι απ’ τη στιγμή που η φωνή μου ακόμα ανταποκρίνεται και το κάνουμε κέφι, συνεχίζουμε. Μάλιστα αυτές τις μέρες θα μπούμε και στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε κάποια τραγούδια με την προοπτική ενός cd, με θεατρικά τραγούδια κι όχι μόνο.
Αγαπάτε πολύ τις γάτες, τι δηλώνει αυτό για τον εαυτό σας;
Αγαπώ τις γάτες γιατί είναι περήφανες, ανεξάρτητες, με δυνατή προσωπικότητα. Έρχονται κοντά σου μόνο όταν το θέλουν εκείνες. Απ’ την άλλη είναι πολύ τρυφερά κι αισθαντικά ζώα. Ομολογώ πως μου πάει η ιδιοσυγκρασία τους. Ποτέ μου δεν ήθελα εξηρτημένα από μένα ζώα, που να δείχνουν τυφλή υπακοή. Εξάλλου έχουμε και παράδοση στην οικογένεια. Η γιαγιά μου είχε 48 γάτες… εγώ μόνο 3!