Το κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη με τίτλο “Τσιτάχ. Η ερημιά του Τερματοφύλακα” σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός για δεύτερη χρονιά η Ερμίνα Κυριαζή μαζί με το Γιώργο Νινιό.
Ο ήρωας του έργου είναι ένας παλαίμαχος τερματοφύλακας, ο οποίος είχε γίνει γνωστός με το προσωνύμιο “τσιτάχ”, προφανώς λόγω της ελαστικότητάς του και των αντανακλαστικών του όταν έπαιζε στη συγκεκριμένη θέση. Σήμερα έχει προσκληθεί σε ένα σχολείο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Αθλητισμού με σκοπό να μιλήσει για τις εμπειρίες που αποκόμισε και μέσα από τις μνήμες και τα σταλάγματα από την καριέρα του να εξηγήσει στους μαθητές τα καλά και τα άσχημα της επαγγελματικής ενασχόλησης με τον αθλητισμό. Θυμάται το ξεκίνημά του στις αλάνες των μικρών κατηγοριών και τους πρώτους του αγώνες, τους τίτλους που τον έκαναν γνωστό στην ποδοσφαιρική πιάτσα, τη μεταγραφή σε μεγαλύτερη ομάδα, τη συμμετοχή του στην Εθνική και τις χαρές και τις λύπες που βίωσε τα χρόνια της ακμής του. Δεν παραλείπει να αναφερθεί και σε κάποιες πιο σκοτεινές στιγμές της πορείας του αυτής και το πως τις διαχειρίστηκε, αλλά και σε καθαρά προσωπικές στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή του και τον έφεραν στη σημερινή του κατάσταση. Μιλώντας στους μαθητές, προσπαθεί ίσως και ο ίδιος να ξεδιαλύνει αν ήταν η νίκη που κυνηγούσε, το ευ αγωνίζεσθαι, η προβολή, το χρήμα ή η αξιοπρέπεια. Τα λόγια δε βγαίνουν πάντοτε εύκολα και τα νοήματα και οι φράσεις συχνά δεν ολοκληρώνονται, αλλά η αφήγηση γίνεται από καρδιάς και με ειλικρίνεια.
Η Ερμίνα Κυριαζή μαζί με το Γιώργο Νινιό σκηνοθετούν το θεατρικό αυτό εγχείρημα, προσπαθώντας παράλληλα με τον αθλητή να σκιαγραφήσουν και τον άνθρωπο με τις αρετές και τις αδυναμίες του. Ο λαϊκός λόγος αποδεικνύεται ως ο καταλληλότερος για να περιγραφούν χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από τη μεγάλη καριέρα ενός ποδοσφαιριστή, καθώς είναι ένα μαζικό άθλημα με μεγάλη διείσδυση στα λαϊκά στρώματα. Οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες, οι στόχοι έρχονται εξελικτικά και προϊόντος του χρόνου μεγαλώνουν, καθώς οι πρώτες επιτυχίες γίνονται το εφαλτήριο για τα επόμενα που είναι (αναπόφευκτα) πιο μεγαλεπήβολα. Καμία μετάβαση πάντως δεν παρουσιάζεται ιδανική, ενώ γίνεται φανερό ότι τίποτε δεν επιτυγχάνεται χωρίς κάποιο (ψυχολογικό ή ηθικό) τίμημα, κάποιες φορές μικρότερο και κάποιες άλλες μεγαλύτερο. Η διήγηση άλλοτε είναι γρήγορη, παθιασμένη και ζωηρή και άλλοτε αργόσυρτη, σχεδόν κουρασμένη και συχνά με ελλειπτικό λόγο, σε άμεση συνάρτηση με τις διακυμάνσεις της ψυχολογίας του ήρωα του έργου. Αυτόν θα τον ήθελα λίγο πιο κινητικό στη σκηνή, καθώς το θρανίο δείχνει να τον κρατά κάπως δέσμιο γύρω του. Η αφήγηση δε χάνει το ενδιαφέρον της και δεν παρουσιάζει σημαντικές κοιλιές, καθώς οι παύσεις είναι όσες χρειάζονται για να υπάρχουν οι αναγκαίες ανάσες κατανόησης από το θεατή. Οι αντιθέσεις του τότε με το τώρα φανερώνουν πόσο απατηλό μπορεί να αποδειχθεί το παρελθόν, ενώ η μάχη της “αρετής” με την “κακία” είναι αδιάλειπτη. Ενδιαφέρουσα η χρήση μιας μαριονέτας η οποία γίνεται συχνά η σανίδα σωτηρίας του ήρωα και ίσως θα μπορούσε να είχε ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή στη ροή της παράστασης.
Ο Γιώργος Νινιός στον ομώνυμο ρόλο έχει μια καταλυτική ευθύτητα και αμεσότητα και κοιτά το θεατή στα μάτια, μετατρέποντας το λόγο και τις αναμνήσεις του σε μια ενδελεχή ακτινογραφία της ανθρώπινης του φύσης. Χαίρεται, στενοχωριέται, ενθουσιάζεται, απογοητεύεται και ακόμα κι όταν ο λόγος του γίνεται βαρύς, κουρασμένος ή απολογητικός, δεν παύεις να διακρίνεις κάποια ίχνη, κάποιες πινελιές του αρχικού εφηβικού ενθουσιασμού που τον οδήγησε ψηλά. Δε διστάζει να αναμετρηθεί με το συναίσθημα, δε φοβάται να κάνει δυσάρεστες παραδοχές και ακόμα κι όταν νιώθεις ότι ακουμπά τον πάτο κι αγγίζει το ναδίρ, βρίσκει τα στηρίγματα που χρειάζεται για να επιπλεύσει και να μείνει στην επιφάνεια. Το χιούμορ δεν τον εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις στιγμές που καπνίζει και πετά τη στάχτη στη χούφτα του πριν τη βάλει στην τσέπη του. Η αναδρομή στην οποία επιδίδεται κάποιες στιγμές μοιάζει με απολογία στην οποία ξεγυμνώνει τον εαυτό του με την εκφορά του λόγου του, το βλέμμα και τις εκφράσεις του προσώπου του. Το τσαλάκωμα είναι οικειοθελές, μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ για μια ελάχιστη κάθαρση που αναζητά στα μάτια και την κατανόηση των μαθητών στους οποίους θεωρητικά απευθύνεται και πρακτικά στο θυμικό του θεατή.
Η σκηνογραφική ιδέα ανήκει στην Ερμίνα Κυριαζή με ένα θρανίο να αποτελεί το κέντρο δράσης του ηθοποιού και τη μαριονέτα (κατασκευή: Βασίλης Βασιλάκης) να έχει ενεργή συμμετοχή στην εξέλιξη της παράστασης. Οι φωτισμοί του Βασίλη Πετεινάρη εστίασαν σωστά στον πρωταγωνιστή, αλλά όχι πάντα εύστοχα στη μαριονέτα. Η μουσική και οι στίχοι ήταν του Γιώργου Νινιού και έδωσαν τις αναγκαίες ανάσες που είχε ανάγκη το κείμενο. Στην περιγραφή του αγώνα ήταν ο Χρήστος Κυριαζής.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, παρακολούθησα μια παράσταση ενός σύγχρονου νεοελληνικού κειμένου που με αφορμή το ποδόσφαιρο διερευνά την ψυχοσύνθεση ενός παλαιού τερματοφύλακα-πρωταγωνιστή που βρίσκεται πλέον σε μία εμφανή και συνεχόμενη παρακμή. Αρετές, ελαττώματα, δόξα, πάθη, νίκες και ήττες γίνονται οι αναμνήσεις του που περνούν μπροστά από το θεατή ρεαλιστικά, αυθεντικά, χωρίς κανένα καλλωπισμό, σε μια γλώσσα λαϊκή μεν, απόλυτα κατανοητή δε. Οι όποιες αστοχίες είναι λίγες και δεν επηρεάζουν επ’ ουδενί το πολύ καλό τελικό αποτέλεσμα. Ο Γιώργος Νινιός προσθέτει άλλη μία αξιοσημείωτη και συναισθηματικά φορτισμένη ερμηνεία στο ενεργητικό του αποτελώντας μια εξαιρετική επιλογή σε ένα δύσκολο ρόλο.