από τον MANO ΣΦΕΡΑΤΟ
Την έπαιρνε τηλέφωνο όταν στο χωριό υπήρχαν αρρώστιες ή κηδείες. Ποτέ σε γενέθλια και γιορτές. Η Θάλεια ποτέ δεν κατάλαβε εάν η Φρόσω, η μάνα της, το έκανε εσκεμμένα ή απλά δεν τα θυμόταν. Μια φορά που τόλμησε να την ρωτήσει, εκείνη απάντησε με το μνημειώδες… ”ε! γιορτές είναι, σιγά το πράμα”. Απέφευγε να την ρωτάει το ο,τιδήποτε. Η Φρόσω είχε μια καταπληκτική ικανότητα να μαραζώνει τα πράγματα, να τα χαντακώνει. Γραμματιζούμενη δεν ήταν, έβρισκε όμως πάντα τις λέξεις να φορέσει τα μαύρα σε οποιαδήποτε φράση.
Από το χωριό, θα σας μιλήσω αμέσως παρακάτω γι’ αυτό, η Θάλεια είχε ξεκόψει χρόνια ολόκληρα. Από 17 χρονών, είχε ρίξει μαύρη πέτρα πίσω της. Τώρα στα πενήντα της, πήγαινε μια-δυο φορές το χρόνο, αν και απείχε μόλις μιάμιση ώρα από την Αθήνα, έτσι για λίγο, μόνο και μόνο για να πειστεί πόσο καλά έκανε και έφυγε από εκεί.
Ένα κοινό χωριό ήταν, το όνομά του δεν θα σας το πω, παρά μόνο το παρατσούκλι του. Το έλεγαν Κακό Χωριό. Άλλοι έλεγαν ιστορίες για έναν Τούρκο που τον είχαν πετάξει σε ένα πηγάδι και ξεψυχώντας, καταράστηκε τον τόπο, άλλοι για μία παπαδιά που σκοτώθηκε από το σταυρό που έπεσε πάνω της μέσα στην εκκλησία.
Οι θρησκευόμενοι έλεγαν πως έκλεβε το παγκάρι της εκκλησίας. Η Θάλεια ακόμα θυμάται τους ευκάλυπτους που έκοψαν από τον περίβολο του ναού για να φτιάξουν μία αποθήκη για τον παπά. Τότε ήταν που, δακρυσμένη, αποφάσισε να φύγει μακριά από αυτό και τους ανθρώπους του.
Πάντα αναρωτιόταν αν το χωριό ρήμαζε τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι στοίχειωναν το χωριό. Ο άντρας της, ο Τάκης, της έλεγε πως καμιά σημασία δεν έχει αυτό το ερώτημα. Πως τόπος και άνθρωποι έχουν γίνει ένα και το αυτό και καλά θα κάνει να μην πολυπηγαίνει εκεί, ούτε αυτή, ούτε τα παιδιά.
Εκείνος πήγε δυο-τρεις φορές και δεν ξαναπάτησε. Ήταν και αλαφροΐσκιωτος, ήρθε και φάτσα με τον παπά που βρώμαγε από λιβάνι και αμορφωσιά και απέφευγε ακόμα και να μιλάει γι’ αυτό. Έλεγε απλά «κακό χωριό-κακός παπάς-κακό τέλος».
Η Θάλεια, όταν γυρνούσε από τα καταραμένα τριήμερα, είχε ένα αποκαρδιωμένο βλέμμα. Έκανε συνεχώς μπάνιο, σα να ‘θελε να βγάλει από πάνω της την κακία. Μετά από μερικές μέρες ερχόταν στα ίσα της, χαμογελούσε και ξέχναγε.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ως συνήθως, μιας και η αναγνώριση έδειχνε τον αριθμό που καλεί, ο Τάκης έφευγε μακριά, τα παιδιά έτρεχαν να το δώσουν στην Θάλεια. Εκείνη καταλάβαινε πως κάποιος πέθανε. Σαν μια καμπάνα να ακουγόταν και όλοι σταυροκοπιούνταν.
Σήκωσε το τηλέφωνο.
-Έλα μάνα
-Έλα Θάλεια μου, εδώ έχει παλιόκαιρο. Εκεί;
-Εδώ, μάνα, βρέχει και μυρίζει ωραία το χώμα. Εκεί δεν έχετε χώμα
να μυρίζει;
Η Φρόσω δεν απάντησε στην αισιοδοξία της κόρης της. Συνέχισε ακάθεκτη την επίθεση.
-Αχ Θάλεια μου, πόσο ζήλεψα!
-Τι ζήλεψες ρε μάνα; Την έπεσε στον μπαμπά καμιά Ρουμάνα;
Αποπειράθηκε να κάνει χιούμορ, με απεγνωσμένο τρόπο.
Η μεγάλη της κόρη κρυφάκουγε, ο μικρός της έτρεξε και έφερε τα αυτοκινητάκια του να παίξει δίπλα της (αυτό έκανε όποτε μιλούσε η μάνα του με την γιαγιά), ενώ ο Τάκης είχε βάλει ακουστικά και άναβε κεράκια για να φέρει θετική ενέργεια.
Η Φρόσω, μετά την αισιοδοξία, αδιαφόρησε και για το χιούμορ της κόρης της. Αισθανόταν έτσι και αλλιώς πως την είχε χάσει εδώ και πολλά χρόνια. Δεν ήταν μία απ’ αυτούς.
-Τώρα μόλις γύρισα από την κηδεία του μπάρμπα σου, του Στέφανου.
Η Θάλεια σταυροκοπήθηκε, όχι για τον μακαρίτη (αν το χωριό είχε μασκότ, αυτός θα είχε κερδίσει την θέση), αλλά γιατί ένιωσε πως η μάνα της μόλις είχε ξεκινήσει και δεν θα τέλειωνε σύντομα.
Η φωνή της Φρόσως έδειχνε ενθουσιασμό και βιάση.
-Να τον δεις, μόνο αυτό σου λέω Θάλεια μου. Ωραίος, ήτανε και ομορφάντρας, τα
μάγουλά του ήτανε βαθουλωμένα όμως. Είχε την κακιά αρρώστια, τον είχε αφήσει μισό, όμως, Θάλεια μου, ήταν όμορφος μέσα στην κάσα.
Οι προτάσεις έφευγαν σαν ριπές από το στόμα της. Η Θάλεια ένιωσε πως κάθε φράση ήταν ένα καρφί στο φέρετρο. Η μάνα της είχε κερδίσει και μάλιστα κατά κράτος αυτή την φορά. Μοιραία η κόρη κάθισε οκλαδόν και απλά άκουγε με κλειστά τα μάτια.
-Του ‘χανε κουμπώσει στραβά το σακάκι οι κακάχρηστοι, το ‘φτιαξα βέβαια και τους έβαλα τις φωνές. Αλλά αχ Θάλεια μου πόσο ζήλεψα, πόσο!
Η Θάλεια δεν άντεξε, έπρεπε να παίξει τον ρόλο της για μία ακόμα φορά σε αυτό το μακάβριο τηλεφώνημα.
-Με τι ζήλεψες ρε μάνα; Με τι;
-Ζήλεψα Θάλεια μου, ζήλεψα. Ξέρεις τον κατάχωσαν στον οικογενειακό τάφο μας, γιατί άδειασε μία θέση, της θείας Αιμιλίας, τη βάλανε στο οστεοφυλάκιο. Έτσι, τον βόλεψαν δίπλα στον παππού τον Κώστα! Πόσο ζήλεψα δεν λέγεται…
Η Θάλεια άφησε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα και είπε ξέπνοα.
-Εντάξει μάνα, θεός σχωρές τον! Σ’ αφήνω τώρα γιατί έχω φαΐ στη φωτιά.
Η Φρόσω, ικανοποιημένη από τη νίκη της, είπε:
-Εμείς φάγαμε ψαρόσουπα μετά την κηδεία και τώρα είμαστε εντάξει. Άντε
θα τα ξαναπούμε όταν είναι, φίλα μου τα παιδιά.
Αυτό το «θα τα ξαναπούμε όταν είναι», την Θάλεια την κατατρόμαξε. Ο μικρός γιος έπαιζε με τα αυτοκινητάκια, όπως πάντα όταν έπαιρνε τηλέφωνο η γιαγιά, αναπαριστώντας ένα τροχαίο δυστύχημα, που αν πραγματικά συνέβαινε θα είχε δεκάδες νεκρούς. Του τα μάζεψε με τρόπο, είπε «αγόρι μου μην τα βάζεις να τρακάρουν όποτε μιλάω με την γιαγιά» και πήγε να κάνει μπάνιο.
Μετά από εννέα μέρες, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Είδε τον αριθμό, ήταν ο ξάδελφός της, έμενε και αυτός στο χωριό. Τσακισμένος από την επιλογή του να παραμείνει εκεί.
-Θάλεια καλησπέρα, νομίζω πως πρέπει να έρθεις στα μέρη μας. Η φωνή του ήταν παγωμένη και αλλόκοσμη.
-Τι έγινε; είπε ανήσυχη
-Τη μάνα σου την βρήκαν νεκρή πάνω στον τάφο του Στέφανου.
-Όχι ρε πούστη μου! φώναξε η Θάλεια και άρχισε να κλαίει.
-Έλα από εδώ αύριο, είναι λίγο περίεργα
τα πράγματα….
Η Θάλεια έφτασε νωρίς το πρωί. Ο τραγόπαπας λιβάνιζε όλο το χωριό από τα ξημερώματα. Την κοίταξε μέσα στα μάτια, με τρόπο που την έκανε να ανατριχιάσει. Ήταν σχεδόν δαιμονισμένος. Προσποιήθηκε την αδιάφορη και πήγε γρήγορα στο κακοσυντηρημένο ιατρείο του χωριού. Εκεί ήταν ο αστυνόμος. Ο γιατρός έλεγε ”δεν καταλαβαίνω”.
-Ούτε εγώ απάντησε ο αστυνόμος…
Η μάνα της ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Το στόμα της θεάνοιχτο, μία φρίκη κυριαρχούσε από τα χέρια μέχρι και το φοβισμένο βλέμμα που είχε παγώσει μαζί της. Στο λαιμό της, ήταν στριφογυρισμένο ένα κομποσκοίνι, τέτοιο που κρατάνε οι παπαδιές.
-Κάποιος την έπνιξε, είπε στη Θάλεια ο αστυνόμος, πάνω στον τάφο του θείου σου, ακριβώς στα εννιάμερά του. Και δίπλα βρέθηκε αυτό! Και της έδειξε ένα κόκκινο παλιοκαιρισμένο φέσι, μέσα σε μία σακούλα που χρησιμοποιεί η αστυνομία για τα στοιχεία ενός εγκλήματος.
Ο παπάς μπήκε μέσα με το λιβανιστήρι. Ο αστυνομικός έφυγε γρήγορα, ο γιατρός προσποιήθηκε πως έπρεπε να πάει τουαλέτα. Η Θάλεια κοιτούσε παγωμένη.
Ο παπάς- μοχθηρά – την ρώτησε:
-Ζηλεύει κανείς;