Ο Γιώργος Γαλίτης -κωμικοποιός, ηθοποιός, συγγραφέας και γελοιογράφος- μας μίλησε με τρυφερότητα για τις τέχνες του. Συζητήσαμε για την κωμωδία και το απαιτητικό κοινό της, τη γελοιογραφία, το κόμικ και το χιούμορ που καλλιεργείται, που μας εξυψώνει, που δεν τελειώνει ποτέ, που είναι δύσκολο, αλλά γεμίζει τις καρδιές με τον πιο όμορφο τρόπο.
Βιβλίο με χίλιους αναγνώστες ή προφίλ στα social media με 10.000 views;
Η σχέση μας με το βιβλίο είναι πιο δυναμική και πιο ιδιαίτερη από αυτήν που έχουμε με τις οθόνες. Η αγορά ενός βιβλίου γίνεται συνειδητά. Άλλος είναι ο κόσμος που σε ακολουθεί διαδικτυακά κι άλλος είναι ο κόσμος που θα έρθει στο θέατρο να σε δει σε μια παράσταση ή θα μπει σε ένα βιβλιοπωλείο για να αγοράσει το βιβλίο σου. Ουσιαστικότερο κοινό είναι αυτό που σε επιλέγει με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, καλό είναι να υπάρχει και όλο το άλλο. Δημοσιεύω κι εγώ στα social media κι έχω κοινό που με ακολουθεί και μάλιστα ενεργά, αλλά ξέρω ποιοι είναι εκείνοι που θα πάρουν και το βιβλίο χωρίς καν να το πολυδιαφημίσω.
Πότε σκιτσάρετε; Είναι καθημερινή διαδικασία;
Σκιτσάρω όταν συμβαίνει κάτι που μου τραβάει το ενδιαφέρον. Όταν δημοσιεύω κάτι, σίγουρα έχει μόλις ολοκληρωθεί. Αυτή είναι η μανία μου, να βρίσκω κάτι που μου κάνει εντύπωση ή θεωρώ άξιο σχολιασμού και να το φτιάχνω αμέσως. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν το κάνω, με τρώει. Τα σκίτσα μου είναι απλά στη γραμμή τους. Οι ιδέες στηρίζονται σε μια ατάκα αλλά και σε κάτι οπτικά απλό. Όσο πιο καθαρό, άμεσο και γρήγορο είναι ένα σκίτσο τόσο πιο μεγάλη επιτυχία έχει, νομίζω. Το κόμικ θέλει άλλη δουλειά, έχει άλλη λειτουργία κι είναι μια πολύ πιο χρονοβόρα διαδικασία. Οι σπουδαίοι σκιτσογράφοι, από τον Γιάννη Ιωάννου, τον αγαπημένο μου, μέχρι τον Μητρόπουλο, έχουν μια απλή γραμμή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απλοϊκή. Η ευχέρεια φαίνεται έτσι κι αλλιώς. Ο Ιωάννου, ας πούμε, έκανε πολιτικό κόμικ τη δεκαετία του ‘80 και του ’90 και οι οπτικές γωνίες του ήταν πολύ ωραίες, θύμιζαν ταινία, αλλά τα σκίτσα ήταν λιτά, ασπρόμαυρα και ουσιαστικά.
Προηγείται η εικόνα ή οι λέξεις;
Ανάλογα την ιδέα. Κάποιες φορές μπορεί να είναι και μόνο μια εικόνα, χωρίς ατάκα, όπως εκείνο το σκίτσο μου το Χριστουγεννιάτικο που έδειχνε τον νεογέννητο Ιησού στο γαϊδουράκι με τη Παναγία και τον Ιωσήφ σε μια όχθη και μια ίδια εικόνα μεταναστών μ’ ένα μωράκι στη θάλασσα. Η αντιστοιχία των δύο είχε μεγάλη δύναμη. Και δεν είχε κείμενο. Όσο ανατρεπτικό και να ναι ένα σκίτσο, πάντως, η εικόνα με το λόγο πρέπει να είναι δεμένες, ενιαίες. Καμιά φορά ο κόσμος προσέχει μόνο την ατάκα αλλά εμένα μ’ αρέσει και το σκίτσο να είναι υψηλής ποιότητας κι αισθητικής.
Και το θέατρο;
Αυτά τα δύο, τη γελοιογραφία και το θέατρο, δεν μπορώ να τα διαχωρίσω. Το θέατρο με έχει βοηθήσει πολύ στο στήσιμο μιας εικόνας και στο πως πρέπει να στέκεται μια φιγούρα υποκριτικά στο πλάνο, στο χαρτί κι αντίστοιχα το σκίτσο μ’ έχει βοηθήσει στο θέατρο. Τους ρόλους μου τους σκιτσάρω πρώτα, ας πούμε, πριν αρχίσω να τους δουλεύω. Κατά τη διάρκεια των προβών, τα κείμενά μου είναι πάντα γεμάτα σκίτσα κι αυτό το κάνω γιατί με βοηθάει να οπτικοποιώ αυτό που θα ήθελα να δώσω στον κάθε ρόλο. Οπότε οι τέχνες αυτές συνομιλούν, για μένα. Το σκίτσο, όμως, έχει και μια απόσταση. Δεν είναι σαν να είμαι εγώ, είναι λες και το ίδιο το σκίτσο σχολιάζει την επικαιρότητα. Το κάθε δημιούργημα, βέβαια, από κάποιο σημείο κι έπειτα, φεύγει και έχει τη δική του πορεία. Φεύγει από εμάς που τα δημιουργήσαμε.
Υπάρχουν θέματα που αποφεύγετε να αγγίξετε;
Όλα τα θέματα εμπνέουν. Τα δικά μου σκίτσα έχουν μια πικρή διαπίστωση. Ακόμα και σε πολύ θλιβερά γεγονότα, όπως για παράδειγμα σε αυτό των Τεμπών, εγώ στέκομαι με μια άλλη ματιά, κάπως μελαγχολική. Η τέχνη είναι ελεύθερο πεδίο. Προσπαθώ να έχω μια ανθρωπιστική αντιμετώπιση, όσο γίνεται, να τα παρουσιάζω γλυκά, να αντιμετωπίζω ό,τι παράλογο βλέπω με ευαισθησία και τρυφερότητα. Επίσης, ως σατιρικός καλλιτέχνης (γιατί ασχολούμαι πολλά χρόνια με τη σάτιρα και την κωμωδία και στην τηλεόραση και στο θέατρο και με τα κείμενά μου) θέλω να σατιρίζω τους δυνατούς, την εξουσία. Η σάτιρα κι η κωμωδία είναι είδη αναρχικά και μέρος της λειτουργίας τους είναι ακριβώς αυτό. Ο σχολιασμός, φυσικά, πάει και στους πιο κάτω, με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα. Είμαστε ένας λαός που τα περνάμε όλα λίγο ξώφαλτσα κι επιπόλαια. Ο στόχος είναι να γίνει ο κόσμος λίγο πιο ανθρώπινος, σωστά;
Σας αρέσει να διδάσκετε;
Δεν έχω διδάξει ποτέ ως τώρα. Μου έχουν προτείνει ανά περιόδους να διδάξω σε σχολές θεάτρου, αλλά δεν το έχω κάνει. Από το θέατρο ζω, αυτή είναι η δουλειά μου, στο σκίτσο είμαι ερασιτέχνης, δεν έχω κάποια σταθερή συνεργασία με μια εφημερίδα. Θα μου άρεσε βέβαια να κάνω κάποια στιγμή μια μόνιμη συνεργασία με κάποια εφημερίδα…μπορεί και να συμβεί. Τα σεμινάρια, όμως, αυτά, της γελοιογραφίας, που θα πραγματοποιήσουμε στον Ιανό μου φαίνονται πολύ γοητευτικά. Δε θα μάθουμε μόνο για το σκίτσο, αλλά θα μελετήσουμε γενικότερα το χιούμορ και την κωμωδία. Αν κάποιος θέλει να γίνει σκιτσογράφος πρέπει να έχει αρχικά προσωπική άποψη, αλλά είναι απαραίτητο να έχει και γνώσεις. Να ξέρει τη δουλειά των Monty Python, του Buster Keaton, του Τσιφόρου, τους κωμωδιογράφους μας, τον Αριστοφάνη. Αυτά είναι τα εφόδιά μας και ισχυροποιούν την πένα μας. Όπως ένας συγγραφέας πρέπει να διαβάζει για να γράφει. Όπως, αν δε βλέπεις θέατρο δεν μπορείς να κάνεις θέατρο. Όπως, αν δεν παρατηρείς τους ανθρώπους, δεν μπορείς να τους ζωγραφίσεις. Κι ύστερα, αφού έχεις τη γνώση, ψάχνεις το προσωπικό σου ύφος.
Οι δεξιότητες καλλιεργούνται…το χιούμορ;
Καλλιεργείται ναι. Διαβάζεις και μελετάς. Για να σταθούμε κάπου πρέπει να μορφωθούμε πάνω στο αντικείμενό μας και να γίνουμε έτσι πιο ώριμοι. Το χιούμορ καλλιεργείται ας πούμε διαβάζοντας τα διηγήματα του Τσέχωφ. Τελευταία, διαβάζω τον Ζοφερό Οίκο του Ντίκενς, ένα σκοτεινό μυθιστόρημα, μεγάλο, δύσκολο αλλά με χαρακτήρες τόσο σπουδαίους και χιούμορ τόσο υψηλού επιπέδου που είμαι σίγουρος ότι διδάσκομαι κι από αυτό. Συνήθως τα σκοτεινά πράγμα μας διδάσκουν πως να παίρνουμε κάτι θλιβερό και να μπορούμε να το αναποδογυρίσουμε και να βγάλουμε την κωμική πλευρά του. Αυτή είναι γνώση που χρειαζόμαστε.
Τελειώνει ποτέ το χιούμορ;
Ποτέ. Ο Mel Brooks έλεγε πως δεν υπάρχουν όρια στο ανθρώπινο πνεύμα. Όσο είμαστε άνθρωποι κανονικοί κι έχουμε πνεύμα και το καλλιεργούμε, το χιούμορ δεν τελειώνει. Όλοι οι μεγάλοι χιουμορίστες βλέπουν τον κόσμο και σχολιάζοντάς τον θέλουν να τον κάνουν καλύτερο. Είναι μια φιλοδοξία. Δεν το καταφέρνουμε, αλλά και μόνο που θα ζεσταθεί κάπως η καρδιά κάποιου είναι πολύ σημαντικό. Καμιά φορά, ανεβάζω κάτι και βλέπω τα σχόλια από κάτω και πραγματικά χαίρομαι. Αυτό που πρέπει να αποφεύγουμε είναι να γεμίζουμε το κεφάλι μας με σκουπίδια. Απ’ το να είμαστε συνέχεια στα κινητά μας, πράγμα που μας κάνει ασυγκέντρωτους, καλύτερα να ανοίξουμε ένα βιβλίο. Έτσι δουλεύει το μυαλό. Έτσι έχει γίνει, αλλά πρέπει να επιλέξουμε, να επιλέξουμε τη μουσική που θα ακούσουμε κι όχι να μας έρθει έτοιμη, να επιλέξουμε ένα βιβλίο. Θέλει προσπάθεια.
Έχει τύχει να μετανιώσετε για κάποια γελοιογραφία που δημοσιεύσατε;
Όχι δεν έχω μετανιώσει ποτέ για κάτι που έχω κάνει. Ακόμα και μέσα στο βιβλίο μου «Επιστροφή στην κανονικότητα» είναι σχεδόν όλα μου τα σκίτσα. Κι αν μερικά δεν τα έβαλα, έγινε πιο πολύ για να αποφύγω μια επανάληψη, γιατί ίσως δε χρειάζονταν. Ό,τι έχω κάνει υπάρχει ανεβασμένο online. Ο μόνος λόγος να σβήσω μια δημοσίευση θα είναι επειδή λόγω βιασύνης μπορεί να έκανα κανένα ορθογραφικό λάθος. Πρώτα σκέφτομαι πολύ καλά τι θέλω να φτιάξω, τι θέλω να πω. Το κοσκινίζω. Υπάρχουν φορές που έχω δουλέψει πολύ πάνω σε σκίτσα και δεν είχαν επιτυχία κι άλλες φορές που ανέβασα κάτι, χωρίς να είμαι σίγουρος ότι είναι καλό (στην κωμωδία μπορείς να κάνεις μόνο υποθέσεις) και είχε μεγάλη απήχηση τελικά. Και στο θέατρο είναι έτσι. Αν γελάσουν στην πρόβα οι ταξιθέτριες και οι τεχνικοί -αυτά είναι τα πρώτα τεστ- καταλαβαίνω ότι κάτι καλό φτιάξαμε. Αλλά ποτέ δεν μπορείς να προβλέψεις τις αντιδράσεις του κοινού. Στην κωμωδία το κοινό -και ειδικά το ελληνικό- είναι πολύ δύσκολο και απαιτητικό. “Ήρθα και πρέπει να με κάνεις να γελάσω”. Δύσκολα σου χαρίζεται. Τώρα, κάνουμε με το Θανάση τον Κουρλαμπά το έργο «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» που έχει και κωμικά και δραματικά στοιχεία. Παρατηρώ ξανά πως οι κωμικές στιγμές μάς είναι πιο δύσκολες, θέλουν άλλη ταχύτητα, άλλο timing, άλλη ακρίβεια, ενώ οι δραματικές είναι πιο προστατευμένες.
Πώς φαντάζεστε τον πιο φανατικό σας αναγνώστη;
Και στο θέατρο και σε ό,τι κάνω απευθύνομαι πάντα στον πιο απαιτητικό, γιατί αυτός με κάνει να γίνομαι καλύτερος. Τον φαντάζομαι ως ένα δύσκολο άνθρωπο, ο οποίος διαβάζοντας το βιβλίο θα κάνει μόνο «χμμ χμμ» από ψηλά, αλλά και με επιδοκιμασία. Τον φαντάζομαι να έχει μια έκφραση «για να δούμε τι θα δούμε». Δεν πείστηκε αμέσως, αλλά κάτι του έκανε και ίσως να το ξαναδεί στο μέλλον. Ο πιο αγαπημένος αναγνώστης είναι αυτός που ξαναγυρίζει στο βιβλίο.
* Τα σεμινάρια του Γιώργου Γαλίτη «Η τέχνη της γελοιογραφίας» στον ΙΑΝΟ, ξεκινούν την Κυριακή 26 Νοεμβρίου. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.