Λένε πως μια μέρα, ένας άνθρωπος, ένας χωρικός, την ώρα που πήγαινε στα χωράφια για να κάνει τις δουλειές του, άκουσε ξαφνικά φωνές δυνατές και τσιρίδες σαν σφύριγμα να έρχονται από μακριά. Γυρίζει τότε, κοιτάζει γύρω γύρω και βλέπει πιο πέρα, καταμεσής στο δάσος, να καίει μια φωτιά. Τραβά κατά ‘κει, φτάνει και βλέπει μέσα στη φωτιά, ένα φίδι, δράκος με τα όλα του, να καίγεται μέσα στης κόλασης τις φλόγες.
Του λέει τότε ο χωρικός: «Τι μου δίνεις, να σε γλιτώσω;», «εσύ ξέρεις τι ζητάς και τι έχεις στο μυαλό σου, μονάχα κάνε γρήγορα, γιατί χάνομαι!», του αποκρίνεται το φίδι. «Μπες εδώ μέσα στο σακί μου, να σε πάρω και να φύγω!», του λέει ο άνθρωπος. Κατεβάζει το σακί του από τον ώμο, το απλώνει στο χώμα, πετάγεται μέσα απ’ τις φλόγες το φίδι, κι έτσι έκαμε ο άνθρωπος και γλίτωσε το φίδι.
Λίγο παρακάτω που βρέθηκαν τώρα, μακριά απ’ τη φωτιά, το φίδι στάθηκε στο κορμί του, σήκωσε το κεφάλι του και λέει του χωρικού: «Θα σε φάω τώρα!». Ο άνθρωπος του απαντά: «Μα, εγώ σε γλίτωσα από τη φωτιά και τον χαμό σου, κι εσύ θέλεις να με κάνεις μια χαψιά; Έτσι θέλεις να με ξεπληρώσεις για το καλό που σου έκαμα;» «Θα σε φάω, δε γίνεται!», αποκρίνεται το φίδι. «Πρώτα, να πάμε να πάρουμε δυο συμβουλές για τούτο, κι ύστερα με τρως…», λέει ο χωρικός. «Ας είναι! Άντε, έλα να πάμε!», λέει τώρα το φίδι.
Πήγαν, λοιπόν, και κατέβηκαν λίγο πιο κάτω, στο γιαλό κι εκεί βρήκαν ένα βόδι. Του μιλά ο άνθρωπος και του λέει: «Βλέπεις, βόδι μου; Εγώ έσωσα τούτο το φίδι από το χαμό, κι αυτό, αντί να με ξεπληρώσει με καλό για το καλό που του έκαμα, θέλει να με φάει. Σου φαίνεται σωστό και δίκαιο αυτό; Εσύ τούτο πώς το κρίνεις;» Το βόδι γύρισε και κοίταξε το χωρικό, και τότε το φίδι λέει του βοδιού: «Εσύ τι λες;», «Αχ, καημένε! Εμένα ο αφέντης μου με κούρασε και μου τσάκισε τη ράχη από την πολλή δουλειά και τώρα με παράτησε εδώ, να ψοφήσω μοναχό μου σε τούτο το παλιοχώραφο. Υπάρχει, θαρρείς καλό σε τούτον τον κόσμο; Να τον φας, δράκε, τον άνθρωπο, τι άλλο του πρέπει; Άνθρωπος είναι…»
Ο χωρικός, σαν άκουσε τις κουβέντες του βοδιού, αναστέναξε και λέει: «Ωχ, ωχ! Ας πάμε να ακούσουμε τη γνώμη κάνα δυο ακόμα νοματαίων». Πηγαίνουν πιο κάτω και βρίσκουν ένα άλογο, το ρωτούν, και το άλογο έκαμε κι εκείνο παράπονα με τη σειρά του: «Πόσες συμφορές δεν τράβηξα! Κι εμένα ο δικός μου αφέντης μου πλήγωσε το κορμί και μου έγδαρε τη μέση και τώρα με παράτησε μέσα στα χορτάρια του κάμπου και τις βέργες. Στον κόσμο που ζούμε, τούτους τους καιρούς, θαρρείς πως οι άνθρωποι ξέρουν να κάνουν το καλό; Να τον φας, λοιπόν, φάε τον!». Ο άνθρωπος τα χρειάστηκε, μα λέει πάλι: «Πάμε και λίγο παραπέρα, να ρωτήσουμε, να σε χαρώ, πάμε πάλι…», παρακάλεσε ο χωρικός το φίδι.
Στο τέλος, εκεί που πηγαίνανε, συνάντησαν μιαν αλεπού. Τότε μίλησε ο άνθρωπος και λέει: «Βλέπεις, κυρά αλεπού, βλέπεις; Εγώ γλίτωσα τούτο το φίδι, που κινδύνευε να χαθεί, κι αυτό γυρίζει να με φάει!» Ακούει η αλεπού και ρωτάει: «Από τι κινδύνευε να χαθεί;». «Από μια μεγάλη φωτιά! Βλέπεις εκεί κάτω, ακόμα πώς καίει;», αποκρίνεται ο χωρικός. «Και πώς τα κατάφερες;», ρωτά ξανά η αλεπού. «Να, έσυρα το φίδι στο σακί αυτό, μπήκε μέσα και το πήρα μακριά και γλίτωσε», λέει ο χωρικός. «Μπα! και χώρεσε τέτοιος φίδαρος εκεί μέσα;», λέει τάχα η αλεπού. «Ναι, ναι, χώρεσε!», κάνει ο άνθρωπος. «Στα ψέματα χώρεσε εκεί μέσα;», ρωτά δίχως τάχα να πιστεύει η αλεπού. Τότε πετάγεται το φίδι και λέει: «Ναι, χώρεσα, χώρεσα!». «Μπα; Τόσο μεγάλος δράκος του λόγου σου και χώρεσες; Δεν το πιστεύω!», αποκρίθηκε και θαύμασε τάχα η αλεπού. «Ναι, ναι! Χώρεσα σου λέω!», λέει ο φίδαρος. «Αφού το λες, για μπες ξανά μέσα τώρα, να σε δω, χωράς;», κάνει η αλεπού. Κάνει, λοιπόν, ο φίδαρος μια έτσι και μπαίνει όλος μέσα στο σακί του χωρικού και μονάχα η ουρά του έμεινε απέξω! «Βάλε και την ουρά σου μέσα, να χωρέσεις όλος!», φωνάζει η αλεπού.
Βάζει τότε το φίδι μέσα και την ουρά του κι η αλεπού φώναξε του ανθρώπου: «Δέσε γρήγορα το στόμα, την άκρη του σακιού!». Έδεσαν, λοιπόν, μέσα στο σακί το φίδι και το σκότωσαν…