“ Η αγάπη και η αλληλεγγύη των ζώων αντίδοτο στην κακία και την αδιαφορία των ανθρώπων.
Μια πραγματική ιστορία. “
Η ιστορία μας αναφέρεται σ’ ένα ημίαιμο Corgi, θηλυκού γένους σκυλάκι, τρίχρωμο (μαύρο, καφέ και άσπρο), με το όνομα Roxy και διάρκεια ζωής 11 χρόνων (1995-2006), που αποφασίζω να την φέρω σήμερα στη δημοσιότητα (εάν βέβαια γίνει δεκτή για δημοσίευση) από την εφημερίδα Ἡ ΠΟΛΗ ΖΕΙ” (προηγούμενος τίτλος Ἡ ΠΑΤΗΣΙΩΝ ΖΕΙ”), την οποία παρακολουθώ για την προσπάθειά της, σε όλα αυτά τα φύλλα, ανελλιπώς, να μεταφέρει μηνύματα, όχι μόνο για επαναφορά της οικονομικής ζωής μας στα περασμένα ζηλευτά χρόνια,
αλλά και την ανάγκη συμφιλίωσης με διαφορετικούς πολιτισμούς και την καλλιέργεια της ανθρώπινης αλληλεγγύης, που φαίνεται ότι μάς εγκαταλείπει. Μια φορά, λοιπόν, κι έναν καιρό (αφού η ιστορία μας μοιάζει με παραμύθι), στην οδό Αλκαμένους, μεταξύ tης Αγαθουπόλεως και της Θήρας, στον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας, ζούσε το σκυλάκι που προαναφέραμε και είχε φθάσει στην οικογένειά μας από τη μικρή μας θυγατέρα, που την επέλεξε ως το πιο συνεσταλμένο, φοβισμένο από τα επτά σκυλάκια που γεννήθηκαν σε φιλικό της σπίτι.
Ενώ η Roxy μας μεγάλωνε και μας έδειχνε την χαρά της για πολλά πράγματα και ιδιαίτερα για την επιστροφή μας στο σπίτι, οπότε η υποδοχή του καθενός ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό και αδύνατον να περιγραφεί, χωρίς να χάσει την αξία του, ήρθαν οι πρώτες δυσκολίες με την τότε ένοικο του πέμπτου ορόφου, η οποία με
σημείωμά της, ανυπόγραφο βέβαια, μας απείλησε ότι “την επόμενη φορά που θα γαβγίσει θα φάει φόλα”.
Το πρόβλημα όμως της Roxy ήταν η απουσία των μελών της οικογένειάς μας, αφού ο γιος μας ζούσε σε άλλο σπίτι, η μεγάλη κόρη μας επίσης είχε παντρευτεί και η μικρή μας έπρεπε να συνεχίσει τις σπουδές της στην Αγγλία. Έτσι στο σπίτι η Roxy έμεινε με τον πατέρα και τη μητέρα της οικογένειας, που όμως κι εμείς είχαμε τις δουλειές μας και απουσιάζαμε σχεδόν όλη την ημέρα. Τα πράγματα όμως για τη Roxy έγιναν πιο δύσκολα, όταν η μικρή κόρη κάλεσε τη μητέρα της να την επισκεφτεί στην Αγγλία. Από τα πέντε λοιπόν μέλη της οικογένειας στο σπίτι είχε μείνει ο πατέρας και η Roxy. ́Ένα βράδυ αυτής της περιόδου λίγο πριν τα μεσάνυχτα η Roxy έκανε το βραδινό της περίπατο κι εγώ αποφάσισα μία ολιγόωρη έξοδο, προς την Πατησίων. Επανήλθα κατά την πρώτη και ημίσεια πρωινή (01:30) και το σπίτι ήταν “ ́άδειο” αφού η Roxy απουσίαζε. Η αγωνία και ο τρόπος αναζήτησης δεν είναι δυνατό να περιγραφεί, διότι θα μειώσει την ένταση των συναισθημάτων και το βαθμό της ανησυχίας μου. Κατάφερα εν τούτοις ν’ αποκοιμηθώ και το πρωί έκανα τις τελευταίες προσπάθειες
αναζήτησης, ψάχνοντας τους γύρω δρόμους, θέτοντας σε κίνηση τον κινητήρα του αυτοκινήτου, που γνώριζε από πολύ μακριά και έτρεχε να επιβιβαστεί”, ρωτώντας περίοικους, κλπ. κλπ., χωρίς βέβαια αποτέλεσμα.
Ανεβαίνοντας στο σπίτι να ετοιμαστώ για τη δουλειά, ψυχικά και σωματικά καταβεβλημένος, άκουσα να καλεί το τηλέφωνο (ώρα περί την εβδόμη πρωινή). Στην άλλη άκρη της γραμμής η μεγάλη μας θυγατέρα:”Μπαμπά η Roxy είναι εδώ, μην την ψάχνεις, θα σού πω όλη την ιστορία…” Ερχόμαστε τώρα να ξετυλίξουμε το κουβάρι της απόδρασης και της ανεύρεσης της Roxy μας. Η Roxy μένουσα τα μεσάνυχτα μόνη στο σπίτι, πήγε από την ανοιχτή πόρτα στο πίσω μπαλκονάκι της κουζίνας και επειδή κάποιος την τρόμαξε (καταλάβατε ήδη ποιός), ανέβηκε, πατώντας σε διάφορα πράγματα στα κάγκελα και έπεσε στο κενό, από τον τέταρτο όροφο. Για καλή μας τύχη, κατά την πτώση ανεκόπη η ορμή της από τα κλαδιά του φίκου της αυλής μας και από εκεί βρέθηκε στην αυλή της απέναντι πολυκατοικίας. Από την ανοιχτή πόρτα μπήκε στην άγνωστη σε αυτήν πολυκατοικία και σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός ενοίκου της, ανεβοκατέβαινε τρέχοντας στα σκαλιά από το ισόγειο έως τον πέμπτο όροφο, εμφανώς τρομοκρατημένη. Από εκεί είτε βρήκε την πόρτα της εξόδου ανοικτή σε κάποια στιγμή που κάποιος την άνοιξε, είτε την εξεδίωξαν και έτσι βγήκε ελεύθερη στο δρόμο. Όπως ήταν αναμενόμενο έσπευσε αμέσως να βρεθεί στην είσοδο της δικής μας πολυκατοικίας, όπου και ανέμενε κάποιος να της ανοίξει. Στη φάση αυτή μία νεαρή ένοικος άνοιξε την πόρτα να εισέλθει, αλλά δεν επέτρεψε στη Roxy την είσοδο, πιστεύοντας ότι περίμενε κάποιον από τους συνοδούς της να φθάσει και να εισέλθουν μαζί. Δεν ξέρουμε πόση ώρα παρέμεινε μπροστά στην κλειστή είσοδο της πολυκατοικίας, αλλά φαίνεται όχι για πολύ, όπως θα δούμε από τα γεγονότα που ακολούθησαν. Από τις πληροφορίες που μπορέσαμε να συλλέξουμε μπορούμε να παρακολουθήσουμε την αγωνιώδη προσπάθειά της να βρεθεί κοντά σε δικούς της ανθρώπους. Σύμφωνα λοιπόν με κάποιες μαρτυρίες το σκυλί τις πρώτες μεταμεσονύχτιες ώρες εθεάθη τρέχοντας πανικοβλημένη σε δρόμο της πλατείας Αμερικής που είναι το κατάστημα του γιου μας και το οποίο είχε επισκεφθεί δύο τουλάχιστον φορές. Επειδή το κατάστημα βέβαια ήταν κλειστό, εικάζεται ότι δεν παρέμεινε εκεί, αλλά άρχισε πάλι ν’ αναζητά άλλη γνώριμη πόρτα για να εισέλθει. Άλλες μαρτυρίες τη φέρουν να έχει επιστρέψει στην Αλκαμένους και από εκεί ανεβαίνοντας την Αγαθουπόλεως, διασχίζοντας την Αχαρνών και τη Φυλής, έφθασε στην Ιεροσολύμων, ανάμεσα στην Αγαθουπόλεως και την Αγ. Μελετίου, όπου ήταν το σπίτι της μεγάλης μας κόρης, που είχε κι αυτή μια σκυλίτσα με το όνομα Σάσα. Η ώρα ήταν ήδη η έκτη πρωινή. Τώρα εδώ χρειαζόμαστε τη βοήθεια ειδικών για τον τρόπο επικοινωνίας των σκύλων, τη μεταφορά μηνυμάτων για την ανάγκη παροχής βοήθειας σε κινδυνεύοντα γενικώς άτομα και την έκφραση
αλληλεγγύης που τα χαρακτηρίζει. Με τη Σάσα λοιπόν είχαν πολύ καλή γνωριμία, αφού είχαν περάσει τις καλοκαιρινές τους διακοπές μαζί σ’ ένα χωριό της Εύβοιας. Στο σπίτι όμως αυτό στην Αθήνα, η Roxy είχε πάει μόνο μια φορά. Αφού έφθασε λοιπόν τώρα εκεί, πλησίασε την πολυκατοικία, που έχει μπροστά της πολύ μεγάλο ελεύθερο χώρο και ξάπλωσε “κλαίγοντας”, ζητώντας βοήθεια. Η φίλη της η Σάσα την άκουσε και πήγε στο κρεβάτι και ξύπνησε, τραβώντας την, την κόρη μας. Όταν αυτή βγήκε στο μπαλκόνι του διαμερίσματος (πρώτου ορόφου) όπου έμενε, αντίκρυσε τη Roxy. Κατέβηκε τρέχοντας, την πήρε στην αγκαλιά της την ανέβασε στο σπίτι και η κατάστασή της ήταν τουλάχιστον απελπιστική. Το σκυλί είχε λαχανιάσει, η καρδιά του κτυπούσε τόσο γρήγορα που νόμιζες ότι θα σπάσει, το στόμα του ήταν στεγνό και χρειάστηκε να πιει 3-4 μεγάλα μπολ νερό και ν’ αρχίσει κάπως να ηρεμεί. Η συνέχεια βέβαια, στο γιατρό, που ευτυχώς δεν διαπίστωσε κατάγματα ή άλλα σοβαρά τραύματα και βρεθήκαμε πάλι μαζί στο σπίτι. Επειδή όμως η αδιαφορία, και το χειρότερο η κακία για τα ζώα, από μερικούς δεν έχει όρια, αξίζει να αναφέρω και το τραγικό τέλος της Roxy. Τα καλοκαίρια στο χωριό, όταν πηγαίναμε όλοι για μπάνιο στη θάλασσα, η Roxy έμενε ελεύθερη στο σπίτι μας και όταν υπολόγιζε την ώρα της επιστροφής μας, μάς περίμενε έξω από την κλειστή πόρτα του garage για να μάς υποδεχτεί και να είναι μαζί μας. Αυτό είχε γίνει αντιληπτό και είχε γίνει θέμα συζήτησης στη γειτονιά και στο καφενείο. Επειδή όμως αυτή η συμπεριφορά σε κάποιον δεν άρεσε ή τη ζήλευε, αυτός ο “άνθρωπος” προόριζε μια καλή “φόλα” για τη Roxy, που τής στέρησε τη ζωή μέσα σε φριχτούς πόνους κι εμάς μάς γέμισε θλίψη, πόνο και μεγάλη στενοχώρια για το χαμό της, που μέχρι σήμερα που γράφω την ιστορία της, δεν έχει σβηστεί.
Κλείνω ελπίζοντας να μεταφέραμε κι εμείς μερικά μηνύματα στους
συνανθρώπους μας, γι’ αυτά τα απροστάτευτα κι αξιαγάπητα ζωάκια!!
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Κ. ΑΡΓΥΡΗΣ