Υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων: εκείνοι που μισούν και εκείνοι που αγαπούν τα περιστέρια. Κάτι, όμως, διαφεύγει σε όλους.
Σφίγγεται η ψυχή μου κάθε φορά που βλέπω ένα πεθαμένο περιστέρι στην άκρη του δρόμου. Και τις προάλλες, είδα νύχτα, η ώρα δύο παρά, ένα ζουμπουρλούδικο περιστεράκι πάνω στην οροφή ενός αμαξιού. Του μίλησα. Ήξερα πως ήταν άρρωστο. Μιλώ στα περιστέρια, κυρίως στα αδύναμα, στα αρρωστιάρικα. Βλέπω κάτι δικό μου σε αυτά, όσο κλισέ κι αν ακούγεται. Η περιουσία τους, το φτέρωμά τους, η δική μου, το σαρκίο μου.
Τέλος πάντων, άλλοι, κι ανάμεσά τους και εκείνος που αγαπώ, τα μισούν, τα σιχαίνονται, τα διώχνουν. Λένε, δικαίως (με την δικαιοσύνη της λογικής και την επιχειρημάτων, εννοώ, διότι υπάρχουν αρκετά άλλα «δικαίως» σε αυτήν την θανατένια ζωή μας), ότι τα περιστέρια είναι οι αρουραίοι του ουρανού, γεμάτα αρρώστιες και μικρόβια.
Δεν μου είναι κατανοητό γιατί θα πρέπει να μισώ ένα πλάσμα βρόμικο. Τα περιστέρια είναι εμφανώς βρόμικα. Εννοώ, δεν τα φοβάμαι. Ούτε μού ξεπετάγεται η βρομιά τους σε χρόνο ανύποπτο, να με μιάνει, να με πληγώσει. Πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, έλεγαν οι αρχαίοι εμού πρόγονοι (συγγνώμη για το εμού, δεν γνωρίζω ποιος διαβάζει το κείμενο και εάν προσβληθεί ή παρεξηγηθεί με το να τον αποκαλέσει μία άγνωστη απόγονη των αρχαίων Ελλήνων) και, προσωπικά, γουστάρω να μετρώ τα πράγματα και τις καταστάσεις με μέτρο τον άνθρωπο.
Τα περιστέρια είναι η άλλη όψη των ανθρώπων μιας πόλης. Είμαστε κι εμείς κάπως βρόμικοι, πιο κεκαλυμμένα από δαύτα βεβαίως, είμαστε αχόρταγοι και άπληστοι, όλο ψίχουλα θέλουμε, όλο μασούλημα, όλο σκρολάρισμα, όλο κουτσομπολιό κι όλο φασαρίες. Για να μη βαριόμαστε. Κουρνιάζουμε τις νύχτες στις φωλιές μας κι αν κανείς από εμάς ξεμένει μεσάνυχτα και βάλε στην άκρη του πεζοδρομίου, μένει μόνος. Παρίας. Απόκληρος. Σκληρή η φύση, σκληρότερη η κοινωνία των ανθρώπων.
Τα περιστέρια πάχυναν, βάρυναν, ξέχασαν λίγο πολύ τα φτερά τους -κάποια παρασύρονται από αυτοκίνητα. Η τόση αυτο-εξημέρωσή τους τους οδηγεί στην καταστροφή. Αυτό μού θυμίζει την ανθρώπινη μοίρα. Πόσο μακριά από τους αρχαίους ημών πιθήκους-εαυτούς μας, σε μερικές δεκαετίες δεν ξέρω αν θα έχουμε νύχια ή δόντια (κλάψτε τα μανικιουράδικα, αδερφές μου νυχούδες!) και πεθαίνουμε αιματηρά πάνω στις ασφάλτους του πολιτισμού που φτιάξαμε με τόσο κόπο. Τώρα, ο πολιτισμός μάς μασά, μας χωνεύει και μας κουτσουλά αλύπητα και αδυσώπητα. Κουτσουλιές τοξικές, χολερικές, σαν αυτές των περιστεριών. Τρώνε ό, τι να ’ναι κι αυτά, όπως κι εμείς. Εμείς, αναβράζουσες βιταμίνες, ψυχοφάρμακα, κόκα κόλα ζήρο, άηκος, φακές μπελούνγκα και λάτε με γάλα σόγιας. Αυτά, φυλλαράκια από τυρόπιτα Μαμ στο κέντρο, σουσάμια κουλουριών, δακρυγόνα, πλαστικά, άρρωστες πρασινάδες από τα κατουρημένα πάρκα της Αθήνας.
Για να μην σας ταλαιπωρώ αδίκως, καταλήγω: τα περιστέρια τα συμπαθώ επειδή είναι γλυκούλια και σιχαμένα at the same time. Το ίδιο συμβαίνει με τους ανθρώπους. Είμαι επίμονα ρομαντική. Για κάθε δέκα καθίκια, υπάρχει ένας Άγγελος εκεί έξω. Για κάθε εκατό βρωμοπετεινά του αστικού ουρανού, υπάρχει ένα που θα φέρει σε μια καρδιά την ειρήνη. Τα χημικά των μπάτσων στις πορείες εχθρεύονται περιστέρια τε και ανθρώπους. Σημειωτέον. Βέβαια, τα περιστέρια γαμιούνται πολύ περισσότερο μεταξύ των από ό, τι δίποδα παιδάκια-πουλάκια. Μάλλον, θα αφανιστούμε πρώτα εμείς κι έπειτα εκείνα. Ας είναι…