Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου έχει γράψει πολλά συμφωνικά έργα και ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων συνθετών που διαθέτουν κλασική μουσική παιδεία.
Έχει γράψει όμως και ορισμένα από τα πιο αληθινά κι ατόφια λαϊκά τραγούδια. Εντυπωσιάζεσαι δε, όταν ακούς και τα δημοτικοφανή του τραγούδια σε ικαριώτικα γλέντια· απόδειξη πως δεν ανήκει αποκλειστικά και μόνο σε ένα μουσικό είδος.
Εκτός των άλλων, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι ένας βαθιά μορφωμένος και καλλιεργημένος άνθρωπος, καλοσυνάτος, χειρίζεται άριστα την ελληνική γλώσσα και κατέχει ένα πλουσιότατο λεξιλόγιο, έχει αστείρευτο χιούμορ, και μόνο 5′ να κάτσεις και να μιλήσεις μαζί του φεύγεις σοφότερος…
Να είναι υγιής και δημιουργικός! Σε αυτούς τους γκρίζους καιρούς τον έχουμε απόλυτη ανάγκη.
Χρόνια Πολλά κε Δημήτρη Παπαδημητρίου!
Κε Παπαδημητρίου, από ένα βιογραφικό σας στο διαδίκτυο, διάβασα πως γεννηθήκατε στη Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας και μεγαλώσατε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου· κι ύστερα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Υπάρχει κάποια ανάμνηση, κάποια στιγμή από εκείνα τα χρόνια που να έχει χαραχτεί πολύ έντονα στη μνήμη σας;
Από τη Σαουδική Αραβία δε θα μπορούσα να θυμάμαι απολύτως τίποτε. Ήμουν νεογέννητο βρέφος όταν επέστρεψαν η μητέρα μου και ο πατέρας μου με τα δυο μου αδέρφια στην Αλεξάνδρεια, τη βάση της οικογένειας. Εκεί, δηλαδή, όπου είχαν και οι ίδιοι γεννηθεί και σπουδάσει. Υιοθέτησα κάποιες ασπρόμαυρες φωτογραφίες ως συγκεχυμένες εικόνες ανάμνησης, μια μικρή εξωλέμβια, που ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε κυρίως για να βλέπει τον περίφημο βυθό της Ερυθράς, πολλές φωτογραφίες που τράβηξε κυρίως της μητέρα μου, όμορφης και νέας· διηγήσεις, επίσης, για την τρομερή ζέστη και τη μικρή κοινωνία των δυτικών διπλωματών που έκαναν -αν και σχεδόν υποχρεωτικά- πάντα με κέφι παρέα. Και τους πολύ αριστοκρατικούς Σαουδάραβες ευγενείς και βασιλείς, με τους οποίους υπήρχε καλόπιστη και επιτυχής επαγγελματική συνεργασία. Όμως, της πανέμορφα ποιητικής Αλεξάνδρειας έχω χιλιάδες εικόνες, αφού μεγάλωσα έως τα επτά εκεί. Θα μιλούσα για δύο μεγάλα κεφάλαια: από το 1959 έως το 1964, όταν αποφασίστηκε η παλιννόστηση, και από το 1964 έως το 1966, οπότε και επιχειρήθηκε αυτή η απόφαση. Η πρώτη είναι παραδεισένια, ανέμελη και η δεύτερη τραυματικά βεβαρημένη. Βλέπετε, στην πραγματικότητα διαφύγαμε πάμπτωχοι για να έρθουμε σε μια επίσης πτωχή αλλά και εχθρικά προς εμάς διακείμενη ελληνική κοινωνία. Η Αλεξάνδρεια παραμένει πάντα για μένα ο χαμένος παράδεισος, αφού και η ίδια ως τέτοια είναι σκιά του εαυτού της. Ξαναπήγα για τα εγκαίνια της περίφημης βιβλιοθήκης, όπου πρωτοπαρουσίασα μέρος του “Καβάφη”.
Το 1978 μπαίνετε στη Νομική Σχολή Αθηνών και ξεκινάτε μαθήματα πιάνου, ενώ ταυτόχρονα μπαίνει στη ζωή σας το Τρίτο Πρόγραμμα και ο Μάνος Χατζιδάκις. Είναι, πράγματι, ο άνθρωπος που σας παρότρυνε να αφοσιωθείτε στην τέχνη της μουσικής;
Το 1978 είχα ήδη δίπλωμα κλασικής κιθάρας και πτυχίο πιάνου, το “υποχρεωτικό”. Απλά τότε παρουσίασα το πρώτο μου έργο για πιάνο χωρίς να πολυπαίζω πιάνο· “το βυθισμένο εμπορικό για τη Φοινίκη”, που το έπαιξε ο δάσκαλος του αδελφού μου Γιώργου (και για πολύ λίγο δικός μου), ο Γιάννης Τζόνκερ. Η ενθάρρυνση της ενασχόλησης με το τραγούδι -όχι με την μουσική, αφού ήδη είχα γράψει αρκετά πράγματα- ανήκει στο Μάνο Χατζιδάκι, με το ανίκητο ιστορικό επιχείρημα της μονοκρατορίας του τραγουδισμένου μέλους στην ελληνική ιστορία, από τον Όμηρο έως σήμερα, σε όλες τις γνωστές του εκφάνσεις. Ομηρικά έπη, αρχαίο θέατρο, αττική κωμωδία, βυζαντινοί – θρησκευτικοί ύμνοι και τραγούδια, δημοτικά τραγούδια, ακριτικά, μεσαιωνικά έπη, ρεμπέτικο, λαϊκό κ.λπ.. Ο Έλληνας τα κάνει όλα με το τραγούδι, από το ευτελέστατο μέχρι το ύψιστο. Θα είναι μάλλον στο DNA μας. Όμως ναι -τι περίεργο!-, ισχύει. Ο λόγος δε χώρισε ποτέ από τη μουσική στο τραγούδι. Ίσως για αυτό έχουμε τη σπουδαιότερη ποίηση στον πλανήτη μέχρι σήμερα.
Εμφανιστήκατε στη μουσική δημιουργία το 1982 με τα “Τοπία”, έναν αριστουργηματικό ορχηστρικό δίσκο, progressive και new age μουσικής· έργο που επανακυκλοφόρησε διεθνώς, πολύ αργότερα, από τη SONY CLASSICS και σήμερα θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους και σπανιότερους δίσκους διεθνώς. Είστε από τους πρώτους συνθέτες στην Ελλάδα που ασχολήθηκαν με την ηλεκτρονική μουσική στα αρχικά τους βήματα. Ήταν εύκολη ή δύσκολη η εμφάνισή σας στη δισκογραφία με ένα τέτοιο “δύσκολο” έργο;
Στην Τέχνη για όλους μας υπάρχει μόνο μία σωστή οδός. Όμως, είναι μοναδική και διαφορετική για τον καθένα, είναι η δική μας ορθή οδός, δύσκολη ή εύκολη, δεν έχει σημασία. Αρκεί να είναι η ορθή. Είχε ειλικρίνεια η πρώτη μου αυτή δημόσια μουσική δήλωση. Εννοώ το δίσκο αυτόν, τα “Τοπία”, που και τώρα με υπερηφάνεια θα ξαναέβγαζα. Γιατί αυτό σημαίνει ο πρώτος δίσκος: μια συνθήκη συνεννόησης, μια αρχική δήλωση πίστης και φιλίας, μια εγκαθίδρυση της γλώσσας επικοινωνίας με το κοινωνικό σύνολο, ένα αληθινό κοινωνικό συμβόλαιο ή μνημόνιο. Το κοινωνικό σύνολο βασικά ελέγχει ‘ηθικά’ τη δήλωση αυτήν. Κυρίως ‘ηθικά’ και πολύ δευτερευόντως μουσικά… τεχνικά δε, καθόλου, αφού μουσική δεν ξέρει. Όμως ναι, πολύ δύσκολα τον έβγαλα το δίσκο. Ξεπέρασα τα οικονομικά εμπόδια χρηματοδοτώντας ο ίδιος τον δίσκο ολικά. Θα έπρεπε να βγει, λοιπόν, αμέσως. Όμως, σκόνταψα στο φιλικό ελληνικό φθόνο. Με μπλόκαρε σχεδόν εννέα μήνες. Με έσωσε ένας, σχεδόν άγνωστος μου, ξένος δισκογραφικός παράγων, που τον έπεισαν τα ίδια τα “Τοπία”. Άκουσε τυχαία κάποια δέκα δευτερόλεπτα, από λάθος, του δίσκου και φρόντισε να τον πάρει σπίτι του να τον ακούσει όλο. Για αυτό πάντα το λέω και το επαναλαμβάνω στους μαθητές μου: κάθε δέκα τυχαία δευτερόλεπτα ενός έργου πρέπει να περιέχουν όλα τα επιχειρήματα του γιατί το έργο αυτό αξίζει να υπάρχει.
Θυμάμαι πως, πριν χρόνια, σε μια εκπομπή στην τηλεόραση, καλεσμένος της Μαλβίνας Κάραλη, είχατε πει ότι από αυτά που σας έχουν γοητεύσει από την επαφή σας με τον κόσμο, ως συνθέτης, είναι η δήλωση μιας εμπειρίας ενός οδηγού ταξί, λέγοντάς σας ότι έκανε έρωτα, ακούγοντας τα “Τοπία” σας. Τι ρόλο έχει παίξει στη δική σας ζωή ο έρωτας;
Ο έρωτας είναι η ίδια η ζωή, όταν μεταφράζεται σε σωματική γλώσσα για να βεβαιώσει τις διδαχές της. Οι θεμελιώδεις έννοιες που διατρέχουν έναν άνθρωπο περνούν μέσα από αυτήν τη σωματική γλώσσα, γιατί είναι η μόνη σίγουρη οδός που θα βεβαιώσει διδαχή. Πώς αλλιώς θα μάθει ο αλαζών εαυτός μας τι σημαίνει προδοσία ή πίστη; Μοναξιά ή συντροφικότητα; Σεβασμός και συνύπαρξη; Χωρισμός, απογοήτευση; Όνειρο και Ελπίδα; Ο έρωτας είναι η προβολή όλων των τρισδιάστατων και διάσπαρτων σημείων των εννοιών της ζωής, πάνω σε ένα επίπεδο που ταυτίζεται με το δέρμα μας. Μη θεωρείτε πνευματική έκπτωση την σωματικότητα των βιωμάτων. Στο αρχαίο δράμα το κεντρικό συστατικό πάθος σημαίνει σωματικό πάθημα. Αλλιώς δεν υφίσταται τραγωδία. Ο Οιδίποδας τυφλώνεται, η Ιοκάστη αυτοκτονεί, η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της κ.λπ.. Ο έρωτας είναι το πάθος ως σωματική διδαχή της ζωής. Η σωματικότητα των αξιών της. Το σώμα είναι η πύλη του πνεύματος για τα περισσότερα πράγματα, αλλά όχι και το πέρας της γνώσης. Ο έρωτας, αρχικά, είναι το σώμα σε πνευματική μορφή. Μετά, γίνεται το ανάποδο, δηλαδή, το πνεύμα σε σωματική μορφή.
Η μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ήρθε το 1993 με την τηλεοπτική “Αναστασία”, ένας δίσκος που ξεπέρασε τις 100.000 πωλήσεις κι έγινε πλατινένιος. Κι από εκεί, ξεκινά μία δυνατή συνεργασία με τη σεναριογράφο Μιρέλλα Παπαοικονόμου στις σειρές: “Αναστασία” (1993-1994), “Μη φοβάσαι τη φωτιά” (1994-1995), “Απών” (1995-1996), “Λόγω Τιμής” (1996-1997), “Η Ζωή που δεν έζησα” (1998-1999), “Λένη” (2003-2004), “Όνειρο ήταν” (2003), “Έτσι ξαφνικά” (2004-2005). “Μωβ-ροζ” (2005-2006, “Ιωάννα της καρδιάς” (2006-2007).
Θέλω να μου μιλήσετε για τη συνεργασία σας με τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου.
H Μιρέλλα είναι μία πολύ σπουδαία καλλιτέχνιδα. Ειλικρινής και ευθεία στην παρατήρηση, την κρίση και την ποιητική ανασύνθεση της ζωής, με αγάπη και ταυτόχρονα δικαιοσύνη στους χαρακτήρες. Χωρίς περιττές ωραιολογίες και μοντερνισμούς μανιέρας έγραψε για τη σύγχρονη νεοελληνική μυθολογία της καθημερινότητας δίνοντάς της, πολλές φορές, τις μεγάλες διαστάσεις που της αξίζουν. Η περιγραφή μου αυτή πάει και στο ίδιο το πρόσωπο. Επίσης, αν μιλούμε για ταύτιση του έργου με τον χαρακτήρα του συγγραφέα είναι ένα τρανό παράδειγμα. Αληθινή φίλη. Αδέκαστη κριτής. Καλός και βαθύς άνθρωπος. Τώρα μάλιστα, από ‘δω και μπρος, θα προσφέρει το πιο σημαντικό έργο της. Την ευχαριστώ, γιατί έδωσε νόημα στην ευτέλεια που λέγεται τηλεόραση και σε μένα την ευκαιρία να επιχειρήσω το αντίστοιχο για τα μουσικά τηλεοπτικά δεδομένα και να χρησιμοποιήσω την τηλεοπτική δύναμη υπέρ του ποιοτικού ελληνικού τραγουδιού.
Είστε ένας από τους πιο πολυβραβευμένους συνθέτες για τη μουσική σας στον κινηματογράφο. Έχετε γράψει μουσική για το θέατρο και την τηλεόραση. Για ποιο από τα τρία γράφετε με μεγαλύτερη ευκολία;
Νομίζω ότι το σινεμά προηγείται -για την φύση μου- σε ευκολία και ακολουθεί το θέατρο, που το υπεραγαπώ. Η τηλεόραση είναι πολύ πιο δύσκολη, αν την πάρεις στα σοβαρά, λόγω πολλαπλασιασμού όλων των μεγεθών. Λειτουργεί δε, παράλληλα και ως soundtrack της καθημερινότητάς μας, δηλαδή, εκτός μυθοπλασίας. Είναι η μουσική που θα ταιριάξει στα ενδότερα των νοικοκυριών, των σαλονιών και των κρεβατοκάμαρων και την στιγμή που κάποιος δεν βλέπει, αλλά ακούει. Πρέπει να οσμίζεσαι τη ζωή παράλληλα με το σενάριο. Όπως και το ίδιο το τηλεοπτικό σενάριο διαφέρει του κινηματογραφικού. Η κοινωνική τομή που συντελείται με μια επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά είναι πολλαπλάσια πλατύτερη από ό,τι με το σινεμά και το θέατρο. Όχι τόσο βαθειά και υψηλή, όμως. Αλλά το πλάτος της επίδρασης στην κοινωνία είναι και αυτό σημαντικό. Είναι αυτό που λέμε λαϊκότητα.
Έχετε σχεδόν ισόβια σχέση με το συνδυασμό εικόνων και μουσικής, όμως, η μουσική σας έχει τη δική της αυτονομία και διακατέχεται από ένα αίσθημα μοναχικότητας. Ωστόσο, η μοναχικότητα συνυπάρχει με τον ερωτισμό. Αγγίζετε τις ψυχές μας, κε Παπαδημητρίου! Πώς φαντάζεστε τον ιδανικό ακροατή σας να ακούει μουσική; Μόνος στο δωμάτιό του ή με παρέα;
Σας ευχαριστώ πολύ για τις τιμητικές παρατηρήσεις σας. Θα έλεγα ότι επιθυμώ να μιλήσω σε όλους ανεξαιρέτως, αλλά το περισσότερο …ιδιαιτέρως. Όμως να, το περίεργο: κάποια τραγούδια ομαδοποίησαν τη βαθύτερη επικοινωνία μετατρέποντας την από ατομική σε συλλογική και παράλληλα εξέφρασαν το σύνολο, όπως θα γινόταν σε ατομικό, ψυχολογικό επίπεδο. Το “Λόγω Τιμής”, το “Αν είσαι πλάι μου ” αλλά και το “Σκάκι ” ή οι “Μάγισσες της Σμύρνης ” είναι κάποια παραδείγματα αυτής της αντινομίας. Νομίζω πως η ανώτερη μορφή ομαδοποιημένης, συλλογικής απεύθυνσης είναι αυτή που δε βασίζεται στην ενστικτώδη αγελοποίηση του φανατισμού αλλά στη σκεπτόμενη και ευαίσθητη κοινή μας χορδή. Η ομαδοποιημένη ατομική ευαισθησία είναι σπάνιο και ακριβό πράγμα για μια κοινωνία και την επιδιώκω.
Μελετώντας το έργο σας διαπιστώνει κανείς μία μουσική ποικιλία στις συνθέσεις σας. Η μουσική σας ταυτότητα έχει σχεδόν όλα τα είδη. Εμπεριέχετε έναν τεράστιο μουσικό κόσμο μέσα σας. Πείτε μου τις επιρροές σας, όχι μόνον τις μουσικές.
Είναι σημαντικό να ξεχωρίσουμε τις έννοιες “μουσικό είδος” και “συνθετικό προσωπικό ύφος”. Ο Χατζιδάκις λ.χ. ή ο Ρότα ή ο Θεοδωράκης είναι αναγνωρίσιμοι και στη ροκ και στη λαϊκή αλλά και στη λόγια πτυχή τους. Αυτό απετέλεσε για μένα έμπνευση. Το μυστικό είναι η αληθινή έκφρασή σου, πέρα από το είδος, δηλαδή όχι η ρηχή μίμηση της τεχνοτροπίας αλλά η αφομοιωμένη γνώση των ειδών· δηλαδή μέσα από τις ποικίλες μουσικές γλώσσες των ειδών πρέπει να εκφράζεται αυθεντικά και πρωτογενώς το περιεχόμενο και η αισθητική σου. Όλα τα είδη τα αγάπησα βαθειά και με ταπεινότητα, και ως session μουσικός τα υπηρέτησα πολύ και επαγγελματικά. Έχω παίξει κλασσική μουσική με κιθάρα και πιάνο και ολίγον βιολί, ρεμπέτικα με όλα τα μπουζουκοειδή, αλλά και ακορντεόν, πιάνο, λαϊκή κιθάρα κ.λπ., πολλά έθνικ, όπως λατινοαμερικάνικα όργανα: τσαράγκο, κένα, αυλό του Πανός, ανατολικά, όπως σάζι, λαούτο, ούτι κ.λπ., κρουστά με τονικότητα, όπως μεταλλόφωνο, βιμπράφωνο, μαρίμπα, ξυλόφωνο κ.λπ., ροκ όργανα, όπως ηλεκτρική κιθάρα, μπάσο, ντραμς και αρμόνιο, ηλεκτρονικά όργανα, όπως τα πρώτα μονοφωνικά συνθεσάιζερς, τα μετέπειτα πολυφωνικά αλλά και τα σάμπλερς και πάει λέγοντας. Έτσι, πέραν του να παίζω μουσική αυθεντική του κάθε είδους αυτοσχεδίασα για ώρες τη δική μου έκφραση πάνω σε όλα αυτά. Αυτό μου έδωσε πρόσβαση στην ειλικρινή μου ύπαρξη στα είδη αυτά, να νιώθω την αληθινή προσωπική μου πνοή. Αυτό καθιστά αυτά τα διαφορετικά είδη αδέρφια ως συνθετικό ύφος.
Γνωρίζετε, φαντάζομαι, πως ο Μίκης Θεοδωράκης, εδώ και πολλά χρόνια, σε συνέντευξή του σας ξεχώρισε ως το σημαντικότερο νέο Έλληνα συνθέτη. Με ποιους συνθέτες νιώθετε αυτό που λέμε ‘εκλεκτική συγγένεια’;
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν για μένα ένα ορόσημο, ένας πανίσχυρος πόλος στο τραγούδι και την πολιτική ζωή. Ήρθε να συμπληρώσει το Μάνο Χατζιδάκι που και αυτός το 1980 με παρουσίασε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά μαζί με πέντε άλλους συνθέτες, που όλοι, νομίζω, τον βγάζουνε ασπροπρόσωπο. Σημασία έχει να σας μιλήσουμε όλοι εμείς για νεότερούς μας ή, απλά, όχι γνωστούς. Και θα ήθελα να αναφέρω πολλά ονόματα, και όχι κατά σειρά σπουδαιότητας αλλά όπως μου έρχονται στον νου τυχαία. Στο τραγούδι ο Κώστας Μάκρας, ο Μάκης Καραντωνίου, ο Άγγελος Αγγέλου, ο Ευαγγελίδης, ο Κώστας Κανελλόπουλος, η Νεφέλη Λιούτα, η Ιφιγένεια Κορολόγου, η Φένια Χρήστου, ο Μαθές, ο Λάμπουρας, ο Στεφάνου, ο Ρέτσος, ο Μαυροσκούφης, οι Mottet και είναι και άλλοι που τώρα δε μου έρχονται. Στη κλασική πολύ ταλαντούχοι και με έργο είναι ο Τάσος Ρωσόπουλος, ο Αχιλλέας Γουάστωρ, ο Κωστής Κριτσωτάκης, ο Θοδωρής Αμπαζής σε ένα μη στερεότυπο εκφραστικά ύφος και βέβαια οι γνωστοί Μωυσίδης και Μιχάλης Οικονόμου, ανάμεσα σε πολλούς ακόμη. Πολλοί εξ αυτών με τον άλφα ή βήτα τρόπο στήριξαν και στηρίζουν τις προσπάθειές μας με νέα πρόσωπα ως “ελληνικό σχέδιο” στη Στέγη.
Ποιους καλλιτέχνες θεωρείτε σημαντικούς στη ζωή σας;
Η προσωπικότητα ενός ανθρώπου, πόσω μάλλον ενός επιδόξου καλλιτέχνη, λαξεύεται από χιλιάδες περίτεχνες σφυριές που είναι οι προϋπάρχοντες μεγάλοι δημιουργοί. Δε χρειάζεται να τους γνωρίσει από κοντά, αλλά και αν τους γνωρίσει ακόμα καλύτερα. Μαθαίνει και μαθήματα ζωής. Οι εκ του μακρόθεν, λοιπόν, είναι εκατοντάδες: ζωγράφοι, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, αρχιτέκτονες, χορευτές και χορογράφοι. Ο Παρθένης, ο Ιακωβίδης, ο Γκίκας, ο Μόραλης, ο Μπουζιάνης, ο Κόντογλου· Αισχύλος, ο Αριστοφάνης, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής, ο Καραγάτσης κι ο Τσίρκας -φίλοι των γονέων μου, ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Καρυωτάκης …O Πικιώνης, ο Κωνσταντινίδης, ο Frank LLoyd Wright, o Le Corbusier… O Νουρέγιεφ, η Πλισέσκαγια, τα Μπαλέτα του 20ού αιώνα. Από κοντά ως δάσκαλοι ή συνεργάτες, ή μάλλον και τα δύο, ο Χατζιδάκις ο, ο Κακογιάννης, ο Θεοδωράκης, ο Ελύτης, ο Καψάλης ο Γκανάς, ο Κοροπούλης, ο Γιώργος Πέτρου, ο Γιώργος Μπλάνας, ο Νίκος Κούρκουλος, ο Διαγόρας Χρονόπουλος, ο Κώστας Τσιάνος. ο John Williams -o κινηματογραφικός, ο Vladimir Ashkenazy, ο Ozawa , ο Sir Neville Mariner, που εισέπνευσα κι εγώ πλάι τους λίγο από τον ίδιο αέρα. Ακόμα, ο Βεργίτσης, ο μέγας μοντέρ Γιάννης Τσιτσόπουλος.
Ενώ έχετε γράψει πολλά συμφωνικά έργα και ανήκετε στην κατηγορία των μεγάλων συνθετών με κλασική μουσική παιδεία είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως έχετε γράψει και ορισμένα από τα πιο αληθινά κι ατόφια λαϊκά τραγούδια, καθώς επίσης εντυπωσιακό είναι και το να ακούς να παίζουν σε πανηγύρι στην Ικαρία το δημοτικοφανές “Να ‘χε η νύχτα άκρη”. Δεν είστε, δηλαδή, από τους συνθέτες που ανήκουν αποκλειστικά και μόνο σε ένα μουσικό είδος. Συμφωνείτε;
Επεδίωξα να μη βαρεθώ ποτέ και έτσι επεκτάθηκα σε πολλά είδη, με τη διάθεση του εξερευνητή και με τον τρόπο που σας ανέπτυξα. Ο ιστορικός μου προορισμός είναι, ωστόσο, ενοποιητικός: ως μέλος της νέας εθνικής σχολής επιχειρώ κι εγώ τη σύνδεση του ελληνικού μελωδισμού με το συμφωνικό ήχο, υπερβαίνοντας και γεφυρώνοντας τις θεμελιώδεις διαφορές στα μουσικά συστήματα Ανατολής και Δύσης. Ο εθνικός μελωδισμός υπάρχει και εξελίσσεται στο λαικό τραγούδι και τα παρακλάδια του. Άρα, υπηρετώντας τα δύο αυτά είδη τα μαθαίνεις, τα εξελίσσεις και επιχειρείς τις καινοτομίες σου. Σημαντικός αρωγός είναι το κοινωνικό σύνολο που αντιδρά στα αποτελέσματα της δουλειάς σου, κατευθύνοντάς σε σχεδόν άμεσα. Η δική μου άποψη δεν είναι η παράθεση ελληνικού και δυτικού ύφους, το ένα δίπλα στο άλλο, αλλά η δημιουργία μιας ενιαίας γλώσσας. Έτσι, αυτές οι διασκεδαστικές περιπλανήσεις μου έχουν και κάποιο νόημα. Όσον αφορά δε, στα δημώδη που έχω γράψει θα είναι τιμή μου να ξεχαστεί και να σβήσει ως μνήμη το όνομά μου, καταχωρίζοντας τα κομμάτια άμεσα στη δημοτική μας παράδοση.
Μεγαλώνοντας στον Πειραιά στα εφηβικά σας χρόνια, θα έλεγε κανείς πως έχετε και βιωματική σχέση με τον λαϊκό ήχο. Προσωπικά, όταν ακούω την “Αναστασία”, που είναι ένα σύγχρονο ελληνικό τραγούδι, ακούω τις επιρροές σας από τα σμυρναίικα και τα λαϊκά τραγούδια. Σας επηρέασαν πράγματι αυτά τα ακούσματα;
Ναι, ο παράνομος λαϊκό-ρεμπέτικος Πειραιάς της χούντας με καθόρισε. Έμαθα το εξαφανισμένο τότε από τη μουσική τρίχορδο μπουζούκι από κάποιους ηλικιωμένους μπουζουκοπαίχτες σε καφενεία της πειραϊκής και του Άγιου Νείλου. Στη κλασική μουσική τότε, ως έφηβος, ανήκα αναφανδόν στη ρομαντική ιδεολογία. Έτσι, καθώς ο αληθινός ελληνικός ρομαντισμός κρύβεται είτε στο δημοτικό τραγούδι, κυρίως τις Παραλογές, είτε, ακόμα περισσότερο, στο ρεμπέτικο. Από τις φυλακές και τα ναρκωτικά μέχρι την εξωραϊσμένη από τις διώξεις ελεύθερη κοινωνικά σκέψη, στον ακαριαίο σε ευαισθησία στίχο, τόσα πολλά κοινά υπάρχουν με το Βερλαίν, τον Ουάιλντ, το Ρεμπώ, τον Μπωντλαίρ. Με αποκορύφωμα τον Άκη Πάνου οι μορφές του λαϊκού μας και του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι αναμφισβήτητα ρομαντικές. Δίκαια, λοιπόν, το ρεμπέτικο και το λαϊκό μοιράστηκε την κυριαρχία του επάνω μου μαζί με τον Chopin, τον Tchaikovski, τον Wagner κ.λπ.. Πιάνο και μπουζούκι ήσαν οι πύλες για να διαβεί η ίδια ψυχή. Στους γύρω μου θα φάνταζα σχιζοφρενής. Όμως, αισθανόμουν ότι έχω δίκιο. Και σήμερα έχω ήδη έργα που ο σαφής ελληνικός μελωδισμός γίνεται ασμένως αποδεκτός από τους δυτικόφρονες όσο και από τους λαϊκούς συναδέλφους εξίσου και είμαι υπερήφανος για αυτό. Στο κοινό μιας πρόσφατης συμφωνικής συναυλίας μου συνυπήρξαν ο Γιώργος Κουμεντάκης, ο Μιχάλης Οικονόμου, ο Τάσος Ρωσόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Χρίστος Νικολόπουλος και η Γιώτα Γιάννα. Τους εκτιμώ και τους αγαπώ όλους, όχι με τον ίδιο τρόπο αλλά για τον ίδιο λόγο.
Τώρα που το σκέφτομαι, και στα πρώτα έργα σας, πειραματιζόσασταν με λαϊκού ήχους· στο δίσκο “Αρχάγγελος του πάθους” (1987), στο soundtrack της ταινίας του Νίκου Βεργίτση –η τέταρτη κατά σειρά βράβευσή σας στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης-, το ένατο μέρος του δίσκου έχει τον τίτλο “Φα ελάσσων. Ελληνικός χορός (Ζεϊμπέκικος)”.
Ναι, το Ζεϊμπέκικο στον Αρχάγγελο οδήγησε και εμένα αλλά και άλλους να παραδεχτούν ότι η γέφυρα είναι εφικτή. Είναι μια από τις πρώτες πολύ εύγλωττες απόπειρες. Ωστόσο, εγώ δε μιλώ για το κραυγαλέο που ούτως ή άλλως δεν κομίζει Γλαύκα εις Αθήνας. Ο Σκαλκώτας το έκανε αριστουργηματικά με τους δημοτικούς χορούς, άρα γιατί όχι με τους λαϊκούς; Μιλώ για την ίδια τη γλώσσα του συνθέτη.
Είκοσι δύο χρόνια έχουν περάσει από την κυκλοφορία του ιστορικού δίσκου “Τραγούδια για τους μήνες” (1996), με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ένας δίσκος με μελοποιημένη ποίηση (Σαπφώ, Καρυωτάκης, Πολυδούρη, Ελύτης, Γκανάς και δημοτικά δίστιχα), που ξεπέρασε τις 150.000 πωλήσεις και ψηφίστηκε ως ένας από τους δέκα καλύτερους δίσκους ελληνικού τραγουδιού όλων των εποχών, από πολλά μουσικά περιοδικά. Μιλήστε μου για τη συνεργασία σας με την Ελευθερία Αρβανιτάκη.
Η Ελευθερία Αρβανιτάκη θα μείνει στην ιστορία ως η πιο ιδιαίτερη μεγάλη φωνή της εποχής μας. Κατάγεται από την ελληνική θάλασσα και από την ύλη από την οποία πλάστηκαν τα σύννεφα στον αττικό ουρανό. Μεταφέρει στους Έλληνες λόγια ακριβά και δύσκολα και τους τα κάνει δικά τους. Ο ήχος της ηδύφωνος, δηλαδή πολύ χαρακτηριστικός, πολύ θηλυκός και αισθησιακός, η άρθρωση της διάφανη και ευγενής, που κάνει τα ελληνικά να ακούγονται υπέροχα, η ερμηνευτική στάση της πάντα δουλεμένη επάνω στην ουσία της μουσικής που υπηρετεί και κυρίως εσωτερική. Αντιλήφθηκε ότι το λαϊκό ελληνικό τραγούδι έρχεται απευθείας από τις θρησκευτικούς ύμνους και όχι από το θέατρο, όπως αυτό της Δύσης. Έτσι, απέφυγε τις θεατράλε λαοπλάνες υπερβολές που οδηγούν στην λήθη κάθε ελληνική μουσική ερμηνεία. Της οφείλουμε την αναβίωση του ρεμπέτικου, την επανεμφάνιση των μελοποιημένων ποιημάτων με αξιώσεις λαϊκών τραγουδιών για τις μάζες και τη διατήρηση της δημόσιας ευπρέπειας και μετά τη μεγάλη δόξα.
Εγώ, προσωπικά, της οφείλω πολλά περισσότερα. Είναι μια σπουδαία κολώνα στην προσωπική μου ιστορία. Μαζί με κάποιες ακόμα γυναίκες, μια από αυτές την αναφέραμε πιο πριν, τη Μιρέλλα, μοιράστηκα κομμάτια της καλλιτεχνικής ζωής μου μαζί τους και από τη δική τους ύλη έφτιαξα κομμάτια από εμένα. Την ευχαριστώ.
Κάπου είχατε πει για την Ελευθερία πως η φωνή της φέρει αισθήματα, συγκινήσεις και είναι φορέας κόσμων, για αυτό και τόσο ξεχωριστή. Γιατί δε ξανασυναντηθήκατε δισκογραφικά για μία ακόμη ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά; Μήπως φοβηθήκατε τη σύγκριση με τα “Τραγούδια για τους μήνες”;
Στην Τέχνη καλό είναι το λακωνίζειν. Αυτό που ειπώθηκε ακέραιο δε χρήζει επεξηγήσεων, παραρτημάτων και αναλύσεων. Αν ήθελε κάτι άλλο να πει θα το έλεγε με άλλα κομμάτια, άλλου συνθέτη κι εγώ, αντίστοιχα, με άλλον τραγουδιστή. Το πράξαμε, λοιπόν, και οι δυο με μεγάλη επιτυχία. Ευτυχώς, είχαμε μεγάλες στιγμές και με άλλους. Περνώντας τα χρόνια, ξαναμαζεύονται τα νέα, ανείπωτα νοήματα και αισθήματα· σαν το ‘μαλλί της γριάς’, στην περιστροφή του τσίγκινου κυλίνδρου, από το πουθενά μαγικά, παράγεται ένα μικρό νέφος από ζάχαρη. Αυτό θα γίνει πολύ περισσότερο. Μπορεί να μας ανήκει ακόμα κάτι από το μέλλον. Θα δούμε.
Μιλήστε μου για τη γνωριμία σας με τον Οδυσσέα Ελύτη, λίγο πριν φύγει από τη ζωή, όταν μελοποιούσατε τα ποιήματά του για τα “Τραγούδια για τους μήνες”.
Ελάχιστη ήταν τότε η συνάντηση -λεπτών. Κυρίως με την Ιουλίτα Ηλιοπούλου μίλησα. Σε εκείνην οφείλεται και η επαφή και εν πολλοίς η άδεια. Την αντιλήφθηκα ως μια πολύ δροσερή και ευφυή νέα ποιήτρια και ταυτόχρονα ένα ζων ποίημα του Ελύτη. Όμως, τον ίδιο τον είχα χαρεί κάποια δεκαετία νωρίτερα, στα δεκαεννιά μου, στην παρέα του Ζώναρς, στο τακτικό ραντεβού του της Τρίτης με το Νίκο Γκάτσο. Τον συναντούσα τυχαία και στο Κολωνάκι πιο μετά, στη Μαρασλή, με το ναυτικό καπέλο και τα γυαλιά ηλίου. Χαιρετιόμασταν πάντα. Όμως, λίγα λόγια ανταμείφθηκαν. Εκείνος μίλαγε κι εμείς ακούγαμε, εννοείται, οι νεώτεροι. Εγώ τα πιο πολλά του τα είπα με τα τραγούδια μου, όταν μεγάλωσα. Ο Ελύτης, όταν μίλαγε, έκρυβε ένα μέρος του βάρους των λεγομένων του στο ηχόχρωμα και τον μελωδισμό της φωνής του. Μέσα από αυτό καταλάβαινες ακόμα περισσότερα. Τον θυμάμαι και ως ήχο, με συγκίνηση.
Από τις πιο σημαντικές σας συνεργασίες είναι αυτή με τον ερμηνευτή Γιώργο Φλωράκη. Μιλήστε μου για τη συνεργασία σας στο CD “Οι μπαλάντες της οδού Ατθίδων”, που κυκλοφόρησε από την MLK το 2016.
Ο Γιώργος Φλωράκης είναι μια αρχαγγελική φωνή κι ένας σπάνιος, μοναδικός άνθρωπος. Το μουσικό ηχοχρωματικό δέσιμο με την συνταρακτική ποίηση του Καψάλη ήταν τέλειο. Άλλωστε, όταν τα έγραφα, ήδη αυτόν σκεφτόμουν. Ο Καψάλης είναι ένας μεγάλος σύγχρονος ποιητής. Ο κύκλος αυτός νομίζω ότι περιγράφει πολύ ξεκάθαρα τον εσώτερο εαυτό μου, των πολύ τελευταίων χρόνων. Γι’ αυτό και άργησα να την εκδώσω. Ήταν λίγο παραπάνω εξομολογητική από ό,τι ήθελα. Μόνο όταν πέρασα σε άλλα στάδια μπόρεσα να την εκδώσω. Είναι ο Φλωράκης μια φωνή που θα ήθελα να έχω αν τραγουδούσα. Μια άλλη είναι ο Καζαντζίδης ή ο Μπιθικώτσης. Υπάρχουν και άλλοι.
Θέλω να μου πείτε τώρα για τις τελευταίες σας παραγωγές σε CDs.
Εκτός από τις “Μπαλάντες της οδού Ατθίδων” θα αναφερθώ στα μεγαλύτερα συμφωνικά έργα της δικής μου συνθετικής εργασίας . Έτσι, μετά τα “Τοπία”, την “Ελένη”, τον “Καβάφη” και τον “Άνθρωπο που του πήραν τον ίσκιο του” (Σεφέρης) παρουσίασα σε συναυλίες και CD: α) τους “Μύθους του Αισώπου”, που είναι και για παιδιά και για μεγάλους και που έχουν και μεγάλη εμπορική κίνηση (Καμεράτα-Πέτρου), β) το “Σατυρικόν” του Πετρώνιου σε ορατοριακή μορφή (Συμφωνική ΕΡΤ, Χορωδία Πολυτεχνείου-Καρυτινός), γ) το “Χρονικό ενός πρώιμου φθινοπώρου” (ΚΟΑ -Πέτρου), δ) “Ερωτικός λόγος”, μουσικό παλίμψηστο επάνω στο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη (ΕΡΤ- Οικονόμου), ε) “Εφτά ζωγραφικά soundtracks”, μουσικές μονογραφίες επάνω σε επτά ζωγράφους (Συμφωνική, ΕΡΤ -Πέτρου) -υπό έκδοσιν, ζ) “Οι πλανόδιοι των ονείρων” -υπό έκδοσιν, η) οι “Μάσκες” -υπό έκδοσιν. Στο χώρο του λόγιου τραγουδιού για μικρά σύνολα: α) “Τα τραγούδια της αιώνιας φυγής” από το ‘Το χειμωνιάτικο ταξίδι’ του Μύλλερ, β) από τους “Έρωτες του ποιητή” του Χάινε δύο κύκλοι εφτά τραγουδιών σε μετάφραση Διονύση Καψάλη και ερμηνεία Γιώργου Φλωράκη, γ) “Ο μεγάλος αιρετικός – Α΄ μέρος”, φετινό έργο που το παρουσιάζω και συναυλιακά με τη Βερόνικα Δαβάκη, τον Χάρη Αδριανό και τον Πάνο Παπαϊωάννου. Και αυτά υπό έκδοσιν, δηλαδή, εντός του επομένου τριμήνου θα αρχίσουν να εκδίδονται. Τα εκδοθέντα υπάρχουν και στο Spotify. Έπεται και το “Λόγω Τιμής”, είκοσι χρόνια μετά -για να πούμε και για τα μελλούμενα.
Το 2007 κυκλοφόρησε ο Καβάφης σας. Μια σπάνια έκδοση, υπερπαραγωγή θα έλεγα, που κυκλοφόρησε με τρία CDs συνοδευόμενα από ένα πολυτελές λεύκωμα με τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη -κι αυτή τη στιγμή, δυστυχώς, είναι εξαντλημένη από την εταιρεία, και φέρει τον εύστοχο τίτλο «…που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός». Γιατί δεν το επανεκδίδετε, έστω σε λίγα αντίτυπα, αυτό το σημαντικό έργο σας;
Μια πυρκαγιά στην αποθήκη της εταιρείας διανομής του δίσκου κατέστρεψε δύο χιλιάδες ακριβά αντίτυπα και με έριξε οικονομικά στο βάραθρο, μιας που ήταν, εν αγνοία μου, ανασφάλιστα. Αυτό, βέβαια, ανέβασε κατακόρυφα την τιμή των διασωθέντων πρώτων δύο χιλιάδων που πουλήθηκαν ως συλλεκτικά! Όταν βρεθούν χρήματα βλέπουμε. Συνήθως επενδύω στο μέλλον ό,τι το παρελθόν μου παρέχει. Αλλά έχετε δίκιο. Θα πρέπει να ξαναβγεί.