Η ποιητική συλλογή της Γαβριέλλας Κασάπη “σΤα καλύτΕΡά μΑΣ” έρχεται για να απαντήσει αυτά τα ερωτήματα και λειτουργεί σαν μια πύλη, η οποία σε οδηγεί σε μια βαθιά προσωπική εξομολόγηση όσων βιώνει ένας άνθρωπος μέσα στην κατάθλιψη.
Έτσι, οι λέξεις, οι στίχοι και τα ποιήματα (όπως και το μικρό διήγημα της συλλογής) μιλούν για τις αιτίες που οδήγησαν σε αυτή τη σπηλιά, για το πως μοιάζει ο κόσμος από εκεί, για την δυσκολία να λειτουργεί καποιος που είναι εκεί όπως οι άλλοι, να αγαπά, να ερωτεύεται, να ζει. Σκιαγραφούν τον φόβο να μην μαυρίσει η ζωή των άλλων από τη μαυρίλα που υπάρχει μέσα του και τη δυσκολία να ζητά βοήθεια.
Η συγγραφέας μας πιάνει από το χέρι και μαζί της βουτάμε και αναδυόμαστε από τα βαλτόνερα της κατάθλιψης.
Ο καθαρά ειρωνικός τίτλος του βιβλίου έρχεται σε αντίθεση με τα παραπάνω επίτηδες και αφορά στην τάση των ανθρώπων να απαντούν πάντα με τον ίδιο τρόπο στην ερώτηση “Τι κάνεις;”. Δυστυχώς, η απάντηση είναι τις περισσότερες φορές “καλά”. Δεν έχει σημασία αν είναι αλήθεια, εξού και το “δυστυχώς”. Δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είναι ειλικρινής. Το θέμα είναι όμως ότι είμαστε όλοι άνθρωποι. Έχουμε σκέψεις και συναισθήματα όλων των χρωμάτων. Δεν είναι εφικτό να είμαστε πάντα καλά και είναι κρίμα να πιστεύουμε ότι είναι καλύτερα να κρύβουμε το σκοτάδι μας, γιατί αυτό θα βρει τρόπο να βγει εν τέλει, και τις συνέπειες θα τις βιώσουμε εσωτερικά.
Με αυτή τη συλλογή, εκτός των άλλων, η Γαβριέλλα Κασάπη επιδιώκει να θίξει αυτό ακριβώς το θέμα.
Κείμενο οπισθόφυλλο
“Πολλοί πιστεύουν πως ο μαυροφορεμένος κύριος, γνωστός ως Θάνατος, έρχεται μια φορά στη ζωή μας, όταν είναι η ώρα να αλλάξουμε κόσμους. Εγώ, όμως, ξέρω πως, όσο αναπνέουμε, εκείνος κάθεται στη μεγάλη πολυθρόνα του και αφήνει τη γυναίκα του να μας επισκέπτεται πότε – πότε. Πώς το ξέρω; Ήρθε στο σπίτι μου. Σαγηνευτική και μαυροντυμένη. Μου δώρισε έναν μικρό θάνατο και μου έδωσε ένα στυλό στο χέρι. Τώρα ζω ξανά για να πω την ιστορία.
47 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΓΡΑΜΜΕΝΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΦΑΚΟ, ΑΥΤΟΝ ΤΉΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ.”