Σήμερα μιλάμε με τη Δήμητρα Τρυπάνη και την Ηρώ Μπέζου για το «Φουλάρι», που ξεκινάει κι επίσημα το ταξίδι του μεθαύριο, 13/03 στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας». Μια ραδιοφωνική όπερα, μια πολυφωνική «καστανή» κωμωδία, ένα έργο προορισμένο για να ακουστεί και όχι για να ιδωθεί.
Μια πολυφωνική «καστανή» κωμωδία, μια «ραδιοφωνική όπερα»! Σπάνιο και πρωτότυπο. Πώς επιλέξετε αυτό το είδος;
Δήμητρα Τρυπάνη: Τον όρο «καστανή» κωμωδία τον χρησιμοποίησα για πρώτη φορά σε μία πρόβα μας μεταξύ σοβαρού και αστείου, θέλοντας να υπογραμμίσω ότι το έργο είναι μια κωμωδία που δεν είναι όμως ούτε μαύρη, ούτε «λευκή». Είναι μια γλυκόπικρη ας πούμε κωμωδία, που ενώ ξεκινά ανάλαφρη και αστεία, σιγά σιγά αποκτά και κάποιες μελαγχολικές αποχρώσεις.
Το «ραδιοφωνική όπερα» προέκυψε επίσης ως μια προσπάθεια ορισμού της παράστασης «το Φουλάρι», ενός έργου προορισμένου πρωτίστως να ακουστεί και όχι να ιδωθεί –εξ ου και το «ραδιοφωνική». Ο όρος όπερα προκύπτει από τα χαρακτηριστικά του έργου που συνδιαλέγονται με κάποιες από τις συμβάσεις του οπερατικού είδους.
Ποιες ήταν οι σκέψεις σας μετά την πρώτη ανάγνωση του κειμένου της Ηρώς Μπέζου;
Δ: Παρότι το κείμενο το έβλεπα σε «δόσεις» καθώς γραφόταν, όταν το διάβασα ολόκληρο, πέραν της συγκίνησης, της ευγνωμοσύνης και του θαυμασμού προς την Ηρώ, σκέφτηκα ότι πραγματικά μου δώρισε ένα κείμενο που ήταν χίλιες φορές καλύτερο από αυτό που είχα φανταστεί βάσει των πρώτων σκέψεων και ιδεών που μοιραστήκαμε. Και ότι δεν υπήρχε ούτε μισή λέξη που να θέλω να αλλάξει. Αυτό είναι, νομίζω, μια σπάνια συνθήκη μεταξύ συνεργατών στο χώρο μας και νιώθω πολύ τυχερή. Επίσης, ένιωσα μια τεράστια ευθύνη για το πώς θα το διαχειριστώ μέσα στη μουσική σύνθεση.
Πείτε μας λίγο για τη μέθοδό σας «From Ear to Body» και πως αυτή βοήθησε στο να χτιστεί Το φουλάρι.
Δ: Η μέθοδος ακουστικής επανεκκίνησης “From Ear to Body” αποσκοπεί στο να «ξανακουρδίσει» το αυτί δημιουργώντας νέους διαφορετικούς τρόπους σύνδεσής του με τον εγκέφαλο, να συνδέσει την ακουστική αντίληψη με το σώμα, αλλά και να επανορίσει το τι σημαίνει «χορικότητα», ήχος δηλαδή που προκύπτει από την απολύτως κουρδισμένη συλλειτουργία μιας μικρής ή μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Είναι μία μέθοδος που ξεκίνησα να διαμορφώνω πριν από 20 χρόνια στη Βρετανία και έχει πια αποκτήσει παγιωμένα χαρακτηριστικά, τόσο στις ασκήσεις που περιλαμβάνει, όσο και στην ηχητική αισθητική που απορρέει από τη χρήση τους.
Χωρίς τη μέθοδο αυτή δεν θα υπήρχε το Φουλάρι, γιατί δεν αποτελεί μόνο το βασικό ασκησιολόγιο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η εκμάθηση του έργου, αλλά είναι και η δεξαμενή εργαλείων και τεχνικών με τη χρήση των οποίων γράφτηκε το έργο.
Η διδασκαλία του έργου προέκυψε μετά από ένα εντατικό εργαστηριακό κύκλο διάρκειας πέντε μηνών. Σε τι διέφερε η διαδικασία αυτή από άλλες, προηγούμενες της καλλιτεχνικής σας πορείας;
Δ: Η διαδικασία των εργαστηριακών προβών του Φουλαριού αφορούσε μια ομάδα 45 ετερόκλιτων συμμετεχόντων/ουσών – επαγγελματιών χορευτών, μουσικών, ηθοποιών, εκπαιδευτικών, σπουδαστών από καλλιτεχνικές σχολές – οπότε η διαφορά της σε σχέση με προηγούμενους ανάλογους εργαστηριακούς κύκλους είχε να κάνει με το να βρεθεί γρήγορα ο βέλτιστος τρόπος εκμάθησης του έργου, ο οποίος για πολλούς/ές από τους συμμετέχοντες/ουσες δεν περνούσε μέσα από την ανάγνωση παρτιτούρας – έπρεπε δηλαδή να μάθουν όλο το έργο με το αυτί. Ευτυχώς η μέθοδος “From Eat to Body” είχε ήδη αποδείξει επανειλημμένα ότι λειτουργεί, οπότε σε αυτήν στηριχθήκαμε για να δημιουργηθεί η πολυπόθητη «χορικότητα», η ραχοκοκαλιά του Φουλαριού.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που είχατε να αντιμετωπίσατε και ποια η μεγαλύτερη χαρά που σας έδωσε;
Δ: Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν και είναι να λειτουργήσει συγκινησιακά το Φουλάρι ως «ραδιοφωνική όπερα» και για τους ακροατές-θεατές του, όπως λειτουργεί για τους ερμηνευτές του.
Ένα μικρό, αγαπημένο σας στιγμιότυπο από τις πρόβες;
Δ: Είναι πολύ δύσκολο να απομονώσω ένα μόνο αγαπημένο στιγμιότυπο, θα αναφέρω όμως το πιο πρόσφατo, την πρώτη πρόβα που κάναμε με το ensemble των μουσικών οργάνων, πριν λίγες μέρες. Ξαφνικά ακούσαμε το έργο όπως θα είναι επί σκηνής. Ήταν πολύ όμορφο να βλέπεις στα πρόσωπα 60 ανθρώπων τη χαρά, τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση που προκαλεί –και πάντα θα προκαλεί– ο ήχος των φυσικών μουσικών οργάνων, ειδικά όταν αυτά είναι παιγμένα από εξαιρετικούς μουσικούς, όπως οι φίλοι συνεργάτες μας στο Φουλάρι.
Πώς ξεκίνησε «Το Φουλάρι»; Σας ώθησε ίσως κάποια προσωπική εμπειρία; Κάτι που σας προβλημάτιζε την περίοδο εκείνη;
Ηρώ Μπέζου: Το Φουλάρι ξεκίνησε από επιθυμία της Δήμητρας. Αφορούσε εξ αρχής δικές της υπαρξιακές ανησυχίες και την ανάγκη να αυτοσαρκαστεί και να σαρκάσει. Η ιδέα της για έναν νέο δημιουργό που δυσκολεύεται να ενταχθεί σ’ έναν κύκλο όπου «θα έπρεπε» να λειτουργεί φυσιολογικά μου φάνηκε πολύ ελκυστική. Η μόνη δική μου κομβική παρέμβαση στην ιστορία είναι η παρουσία του «φίλου». Η έννοια της φιλίας με απασχολεί πάντα σε οτιδήποτε έχω αποπειραθεί να κατασκευάσω και με ακολουθεί σταθερά ο προβληματισμός ως προς το τι εκπροσωπούν για μας οι φίλοι μας.
Πώς είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ λόγου και μουσικής σε μια τέτοια παράσταση;
Η: Όλα είναι μουσική. Υπάρχουν, αν δεν κάνω λάθος, 2 μικρές στιγμές μέσα στο έργο που είναι «ελεύθερες». Όλα είναι είτε μελοποιημένα, είτε ρυθμολογημένα, αλλά και η ρυθμική πρόζα σε πολλές στιγμές ορίζεται και τονικά με ακρίβεια, κι ας μην είναι απόλυτα σαφές στον ακροατή. Πρόκειται για μια παράσταση ήχου και με αυτό το σκεπτικό δομήθηκε και δουλεύτηκε στις πρόβες.
Στη δική σας δημιουργική διαδικασία, στο γράψιμο, έπαιξε ρόλο το ότι το συγκεκριμένο έργο ήταν προορισμένο για να ακουστεί και όχι για να ιδωθεί;
Η: Φυσικά. Με γοητεύει ούτως ή άλλως η μουσικότητα στα κείμενα και ο εσωτερικός τους ρυθμός, αλλά ειδικά στο Φουλάρι, γνωρίζοντας ότι προορίζεται για την Δήμητρα, αυτή ήταν η βασική προτεραιότητα. Επίσης, επειδή καταλάβαινα ότι αποτελεί στ’ αλήθεια αφορμή για την μουσική δημιουργία, φρόντισα να αποφορτίσω το κείμενο –κι εμένα– απ’ τη φιλοδοξία να στέκεται αυθύπαρκτα. Εννοώ ότι άφησα τον χώρο να ολοκληρωθεί από την συνθέτρια, να μην είναι πλήρες παρά μόνον όταν θα συμπληρωθεί από την μουσική/ρυθμική δουλειά για την οποία προορίζεται. Είναι συναρπαστικό να φτιάχνεις κάτι που δεν είναι ολόκληρο. Αποδέχεσαι εξαρχής ότι δεν έχεις τον πλήρη έλεγχο της δουλειάς σου.
Πώς ελπίζετε να συνδεθεί το κοινό με «Το Φουλάρι»;
Η: Ελπίζω να γελάσουν έστω μια φορά και να συγκινηθούν έστω για μια στιγμή.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που είχατε να αντιμετωπίσατε και ποια η μεγαλύτερη χαρά που σας έδωσε;
Η: Επειδή στην παράσταση συμμετέχω και επί σκηνής, η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν σαφώς το κομμάτι της αφομοίωσης και εκτέλεσης όλης της ηχητικής πληροφορίας. Είναι πολύ απαιτητικό έργο για κάποιον που δεν έχει μουσικές γνώσεις και μελέτησα πολύ και πολύ καιρό για να φτάσω στο σημείο να νιώθω κάποια ασφάλεια. Όπως και οι υπόλοιποι ερμηνευτές φυσικά. Η μεγαλύτερη χαρά είναι το ότι φτάνει επιτέλους να γίνει πραγματικότητα, μετά από τόσον καιρό που το δουλεύουμε, ότι είμαστε μια ομάδα αγαπημένων ανθρώπων, και το ότι, πέρα από τους 12 βασικούς ερμηνευτές και τους εξαιρετικούς μουσικούς που ζωντανεύουν το φουλάρι, έχουμε την στήριξη και την συνεργασία ενός σπουδαίου φωνητικού συνόλου από καλλιτέχνες που μας τιμούν με την συμμετοχή τους και έχουν αγκαλιάσει την παράσταση με τρομερή αγάπη.
Ένα μικρό, αγαπημένο σας στιγμιότυπο από τις πρόβες;
Η: Η πρώτη φορά που η Δήμητρα μάς παρουσίασε ολόκληρο το έργο μόνη της, πριν 1,5 χρόνο στο στούντιο του Γιώργου Νικόπουλου στο Παγκράτι και όλοι ενθουσιασμένοι αποφασίσαμε να κάνουμε τα αδύνατα δυνατά για να φτάσει κάποια στιγμή να παρουσιαστεί στον κόσμο.