Μια πόλη, οι κόρες της, μια κόρη, από μακριά.
Λείπουν και αυτό πονάει, αλλά έχει και ποίηση ταυτόχρονα [τι υπάρχει ακριβώς, που και με ποιόν τρόπο δεν είναι ποτέ δεδομένο].
Μια πόλη, μια κόρη, μόνο ιδέες πλέον, έχει και αυτό τη χρηστικότητα του [ο γείτονας μας ο Π., κάτι ήξερε πού κατοικούσε επίμονα σ’ αυτές
/ οι πόλεις μπορούν να πάρουν πολλές μορφές].
Πότε θα σας ξαναδώ, να σας πω όλα αυτά που βλέπω από δω, όλα αυτά που νιώθω για σένα’
που δε λένε να τελειώσουν.
Τους δυνητικούς νοητικούς και σωματικούς τόπους που τρεμοπαίζουν ανυπόμονοι δίπλα μας, αόρατα βόρεια σέλατα.
Πότε, ποτέ, πάντα, άπειρο, μηδέν, ένα.
Τα τρία συνεχή που με περιέβαλαν και με περιβάλλουν, που με ματώνουν και με προκαλούν να αναπνέω’ που έχουν τόσες επιλογές εκτός από μια.
Πότε.
Όποτε πάντως, εγω θα επιμένω να είμαι στους πιο μεγάλους χώρους. Τουλάχιστον το ζήτημα του που – του ανοιχτός ή κλειστός, το εχω επιλύσει.
Εκεί Θα συνεχίζω να νικάω. Γιατί δε δεχόμαστε να οπτικοποιήσουμε την ήττα, υπέροχα άτοποι, υπέροχα έγχρονοι.
Τα αδύνατα είναι αδύνατα, όσο και εμείς είμαστε άτρωτοι.
Αν δεν τρέξει λίγο αίμα, λίγα ή περισσότερα δάκρυα, δε γίνεται τίποτα.
Χαμογέλα λοιπόν.