Λένε οι ιστορίες των παλιών πως μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν στα μέρη της Ανατολής δυο φίλοι. Στον ίδιο τόπο γεννήθηκαν. Ο ίδιος ήλιος τους έθρεψε, τις ίδιες ιστορίες ακούσανε, περπάτησαν και παίξανε στην ίδια γειτονιά στην άκρη του χωριού τους. Και μόλο που είχανε λίγα χρόνια διαφορά ταιριάξανε τα χνώτα τους και κάμανε παρέα.
Τον έναν τον έλεγαν Γιαζίντ κι έχουν να πουν όσοι τον ήξεραν καλά πως ήτανε μικρός στα χρόνια, με μια βιάση σε όλα του και χαλινάρι στη γλώσσα του δεν έβαζε. Τον άλλον, τον μεγαλύτερο, τον έλεγαν Χαμάντ. Τούτος λένε πως ήτανε άνθρωπος αλλιώτικος. Στα λόγια μετρημένος μα γλυκομίλητος και πριν κατιτίς να κάνει ή να ξεστομίσει, έβαζε το νου του να σκεφτεί και μια και δυο φορές.
Ήρθε λένε τώρα μια μέρα -πώς το έφερε η τύχη- που πήραν την απόφαση να κάμουνε μαζί ένα ταξίδι σε τόπο γειτονικό.
Ο ένας είχε κάποιους να συναντήσει και ο άλλος κάτι να αγοράσει. Σηκώθηκαν νωρίς το πρωί πριν ακόμα βγει ο ήλιος κι αρχίσει να ζεματάει τον κόσμο, φόρτωσαν τις καμήλες τους με όσα χρειάζονταν για το δρόμο, νερό και φαγί, και κίνησαν μέσα στη δημοσιά.
Οι ώρες κυλούσαν και βρέθηκαν να ταξιδεύουν μέσα στην άμμο της ερήμου. Όπου και να γύριζες τα μάτια σου παντού αντίκριζες μια θάλασσα από άμμο να απλώνεται τριγύρω. Ο Γιαζίντ και ο Χαμάντ για να περάσει η ώρα άρχισαν να πιάνουν την κουβέντα. Κουβέντιαζαν δίχως έγνοια καμιά, για τούτο για κείνο και για τ’ άλλο. Ο ήλιος έλιωνε τα σίδερα κατά το μεσημέρι κι οι δυο φίλοι αντίκρισαν από μακριά μια όαση μικρή. Ήτανε αυτή στου δρόμου τα μισά και οι ταξιδιώτες στάθηκαν να ξεκουραστούν κάτω από τη σκιά των φοινικιών. Μάζεψαν κάμποσα χαμόξυλα, άναψαν μια μικρή φωτιά κι έβγαλαν από το σακούλι του ο ένας λίγο τσάι κι ο άλλος ένα τσαγερό. Πήραν και από μια χούφτα χουρμάδες κι άρχισαν να τρώνε και να πίνουν, να διώξουν τη σκόνη του ταξιδιού απ’ το λαρύγγι τους.
Λένε οι ιστορίες πως στα ξαφνικά άρχισε ένας καβγάς, ακούστηκαν φωνές, κι έτσι που είχαν αρπαχτεί με τις κουβέντες, σηκώνει το χέρι ο Γιαζίντ και «τσαφ!» χτυπάει τον φίλο του τον Χαμάντ.
Ο Χαμάντ έσκυψε το κεφάλι μα δεν είπε τίποτα. Πήρε ένα ξύλο και σκάλισε στην άμμο: «Σήμερα ο καλύτερός μου φίλος, με χτύπησε!» Ο Γιαζίντ διάβασε τα λόγια του Χαμάντ και λένε πως ντράπηκε μα δε μίλησε. Ετοιμάστηκαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, ανέβηκαν στις καμήλες , έσιαξαν τα μαντήλια τους και κίνησαν. Οι ώρες πέρασαν, μακρύ το ταξίδι, ο δρόμος μέσα στην άμμο ατέλειωτος και καμιά φορά βλέπουν ξανά μια όαση. Τούτη δω ήταν μεγαλύτερη, είχε κάμποσα δέντρα και στη μέση μια λίμνη. Στην άκρη της λίμνης ένα πηγάδι.
Ο Χαμάντ μουρμουράει και λέει: «Θα πλύνω τα μούτρα μου, να δροσιστώ λιγάκι…», μα έτσι όπως έσκυψε στη λίμνη, ζαλίστηκε και με ένα «πλατς!» βρέθηκε μέσα στα νερά. Η λίμνη ξεγελούσε, γιατί λένε πως τα νερά της δεν ήτανε ρηχά. Ο Χαμάντ τα χρειάστηκε κι άρχισε να βουλιάζει. Ο Γιαζίντ τον είδε, παρατάει την καμήλα του και με δυο δρασκελιές στάθηκε δίπλα στα νερά. Κάνει μια βουτιά και την επόμενη στιγμή αρπάζει τον Χαμάντ απ’ το χέρι, τον τραβάει κοντά του και τον βγάζει απ’ το νερό.
Ο Χαμάντ τα χρειάστηκε. Σαν ήρθε μετά από ώρα στα συγκαλά του τραβάει μέσα από το ρούχο του ένα μαχαίρι, βρίσκει μια πέτρα μεγάλη και δίχως να μιλήσει αρχίζει να σκαλίζει πάνω της: «Σήμερα, ο καλύτερος φίλος, μου έσωσε τη ζωή…» Ο Γιαζίντ σίμωσε πιο κοντά, διάβασε τούτα τα λόγια και παραξενεύτηκε. Γυρίζει κοιτάζει τον Χαμάντ και τον ρωτάει: «Στ΄αλήθεια, Χαμάντ, δε σε καταλαβαίνω. Γιατί πριν όταν σε χτύπησα έγραψες στην άμμο και τώρα γράφεις στην πέτρα;» Ο Χαμάντ κοιτάζει στα μάτια τον Γιαζίντ, χαμογελάει και του λέει:
«Άκου, να σου πω: Όταν ένας φίλος μας προσβάλλει, πρέπει να το γράφουμε στην άμμο, γιατί ο άνεμος θα την παρασύρει στο πέρασμά του, οι λέξεις που γραφτήκαν θα σβηστούν, χάνονται και ξεχνιούνται. Όταν ένας φίλος μάς βοηθάει και στέκεται το πλευρό μας, πρέπει τούτο να το γράφουμε, να το σκαλίζουμε στην πέτρα, γιατί από κει κανένας δεν μπορεί να το σβήσει, για να μείνει πάντα χαραγμένο στο μυαλό μας, να μην το ξεχάσουμε ποτέ…»
Photo Credits: Freepik
Discussion about this post