Οι μικρές ιστορίες ταιριάζουν στο καλοκαίρι γιατί έχουν μικρή διάρκεια και μέσα τους χωράνε ολόκληροι κόσμοι. 8 άνθρωποι, λοιπόν, συναντήθηκαν υπό τον ήλιο και έγραψαν για εμάς και εσάς αυτά τα μικρά διηγήματα με θέμα το καλοκαίρι, ο καθένας και η καθεμία από τη δική του/της σκοπιά και πένα. Τους ευχαριστούμε όλους/όλες μαζί και τον καθένα/καθεμία ξεχωριστά για αυτές τις εμπνευσμένες λέξεις που βάλανε στη σειρά και μας φέρανε ένα βήμα πιο κοντά στον ήλιο!
Καλοκαιρινές εικόνες του απώτερου παρελθόντος
Κάθε φορά που πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ, μεταξύ των όσων ψωνίζω είναι και ένα παγωτό σε χορταστική –οικογενειακή το λένε– συσκευασία, καθότι είμαι λάτρης του, κάνει δεν κάνει καλό στη σιλουέτα μου. Τότε έρχεται στο νου μου ο παγωτατζής του δρόμου του παρελθόντος και, μα τω Θεώ, στη ζυγαριά της νοστιμιάς εκείνου με αυτό του τώρα, το τάσι γέρνει πάντα προς τη μεριά εκείνου του, τριτοκοσμικού θα το έλεγα, παγωτού.
Ο παγωτατζής, με την πάλλευκη μπλούζα και τον πάλλευκο σκούφο, διαλαλούσε το εμπόρευμα του παραδείσου εν μέσω του δρόμου και η πιτσιρικαρία τριγύριζε το παράξενο τσίγκινο καρότσι φλερτάροντας με το βαρελάκι του, που το σκέπασμά του, άγνωστο γιατί, μού έφερε στη μνήμη τον Αλαντίν του παραμυθιού. Η απορία μου, που δεν την έλυσα ποτέ, ήταν πώς διατηρούσε παγωμένη και αφράτη εκείνη την ευωχία! Με πάγο βέβαια, αλλά και πόσο μπορούσε ν’ αντέξει ο πάγος τόσες ώρες και με, αν όχι καύσωνα, εκεί στους 38-40 βαθμούς υπό σκιάν και καμιά δεκαριά βαθμούς παραπάνω στο μέσον του δρόμου όπου τριγυρνούσε;
Η νοστιμιά του παγωτού εκείνου, αν και απαγορευμένου από τους γονείς μας (πόσα συν δίνει τελικά το άτιμο το απαγορευμένο!), δε συγκρίνεται, ρε παιδί μου, ούτε με τις ακριβότερες σημερινές βιομηχανικές παραγωγές, που σου χορταίνουν το μάτι πριν καλά καλά σε χορτάσουν με το περιεχόμενο της ευρηματικής τους συσκευασίας. Τρέχουν τα σάλια και μόνο στην ανάμνηση. Τώρα, αν τηρούνταν οι απαραίτητοι κανόνες παστερίωσής του και γενικής υγιεινής, δεν μπορώ να το ξέρω — ούτε και τα πιτσιρίκια ασχολούνταν με τέτοια ψιλά γράμματα, φαντάζομαι.
Να σημειώσω εδώ, ότι τούτο το είδος επαγγελματία του δρόμου το συνάντησα και στη Σμύρνη όπου πήγα πριν μισό αιώνα πάνω κάτω, αλλά, όσο κι αν φανεί παράξενο, και πριν μία εικοσαετία σε μια πόλη της Γηραιάς Αλβιώνος, όπου σπούδαζε το παιδί μου.
Μου έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη η εικόνα το καροτσιού εκείνου, που συχνά πυκνά συνυπήρχε με ένα άλλο παρόμοιο όχημα, το οποίο, σε αντιδιαστολή με το πρώτο, έβγαζε μυρωδάτους καπνούς από ένα φουγάρο. Η φωτιά που έκαιγε κάπου στα σωθικά του, κρατούσε ζεστούς τους ξηρούς καρπούς του –στραγάλια, πασατέμπο, αράπικο φιστίκι και το λίγο ακριβότερο Αιγίνης– και η μυρωδιά που εξέπεμπαν ήταν ο καλύτερος κράχτης και διαφήμιση του λαχταριστού καρπού.
Χωνάκια μικρά και μεγάλα, φτιαγμένα από εφημερίδες ή περιοδικά και αμφιβόλου, για τα σημερινά δεδομένα, υγιεινής, που τότε δεν ενδιέφεραν και πολύ το μερακλή πελάτη, έμοιαζαν σαν στοιβαγμένες βαρκούλες στα πλευρά του ιδιότυπου αυτού πλοιαρίου.
Καλοκαίρι, λοιπόν, παγωτατζής, πασατεμπάς και υπαίθριο σινεμά, γραφική ελληνική πατέντα, λίγο τριτοκοσμική ίσως κανένας πει, μα αξιολάτρευτη και αξέχαστη.
Έπαιρνες, να πούμε, τον αχνιστό σου πασατέμπο, έμπαινες στη μοσχομυριστή από το αγιόκλημα και το γιασεμί υπαίθρια «αίθουσα» (ιδέ μάντρα), στρωνόσουνα και απολάμβανες στη μεγάλη οθόνη το αμερικάνικο όνειρο, καθώς και το εκκολαπτόμενο ελληνικό. Και άρχιζες το ηδονικό τσάκα τσούκα του πασατέμπου και ήταν τυχερός ο μπροστινός σου αν εσύ τηρούσες τουλάχιστον ένα στυλ ευγένειας και δεν άρχιζες το φτου και φτου, πράγμα συνηθέστατο στο χειρισμό του αξιολάτρευτου σπόρου. Κάτι καντήλια έπεφταν, είτε αναμμένα είτε σβηστά ενίοτε, γιατί η ηχορύπανση ήταν δυνατότερη από τα κινηματογραφικά δρώμενα, αλλά οι αίτιοι γρήγορα αναγκάζονταν να μετριάσουν την απόλαυσή τους «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Θυμάμαι ότι όλο ήθελα να ρωτήσω και όλο το ανέβαλα –σαν περίεργο πλάσμα που ήμουν– πώς τα κατάφερνε τελικά ο κινηματογραφιστής, ο ιδιοκτήτης του κινηματογράφου, και καθάριζε τελικά τα βουνά του πασατέμπου μαζί με τους δικούς του. Πώς ξεδιάλεγαν την ήρα από το στάρι, το χοντρό χαλίκι από τα τσόφλια. Δεν ήταν χαλί να τα κρύψεις από κάτω του… Τι είδους κόσκινο χρησιμοποιούσαν και το βράδυ όλα ήταν comme il faut; Για σκεφτείτε το λίγο… Κάθε μέρα, κάθε μέρα, δύο παραστάσεις, απογευματινή και βραδινή, πώς να μαζευτεί αυτό το σκουπιδαριό μέσα από το βότσαλο;
Μεγάλωσα και έμεινα με την απορία και πια δεν υπάρχει κανείς να μου την λύσει. Μία η απορία μου αυτή, όπως και κείνη η άλλη με το παγωτό του δρόμου, πώς και κατάφερνε να παραμείνει «παγωτό» με καύσωνα και για ώρες…
Παρακαλώ, αν κάποιος μπορεί να με διαφωτίσει, θα κάνει ένα πολύ καλό δώρο στις αναμνήσεις μου και θα του το χρωστάω.