Ο Νίκος Ζούδιαρης, ένας «εκτελωνιστής ονείρων», μας μιλά για τα εικοσιπέντε του χρόνια στη θάλασσα της δημιουργίας. Ονειροπόλος, μαχητικός, ποιητικός, χωρίς να φοβάται τα λόγια, μας θυμίζει την πορεία του και μας γνωρίζει τα υπέροχα μελλοντικά του σχέδια.
Γ.Κ. Κύριε Ζούδιαρη γνωρίζω πως πριν κυκλοφορήσουν τα πρώτα σας τραγούδια με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη το 1993, είχαν απορριφθεί από τη δισκογραφική εταιρεία που τελικά εκδόθηκαν. Αυτό σας πτόησε ψυχολογικά ή σας τροφοδότησε με περισσότερο πείσμα για να συνεχίσετε και να προχωρήσετε στην έκδοση της δουλειάς σας;
Ν.Ζ. Το πώς βρέθηκαν εκείνα τα τραγούδια μου, τα πρώτα, σε μία συγκεκριμένη εταιρεία και πώς απορρίφθηκαν και πώς βγήκαν στη συνέχεια, αφορά στη συγκυρία των γεγονότων. Ούτε όταν μου είπαν ‘’όχι’’ πικράθηκα ή πτοήθηκα, ούτε νόμισα πως κάτι έγινε όταν μήνες μετά μου είπαν ‘’ναι’’ από την ίδια δισκογραφική εταιρεία, εφόσον ανέλαβε την ευθύνη της παραγωγής η Δήμητρα Γαλάνη. Διευκρινίζω εδώ, γιατί δεν ανησύχησα στο «όχι»: τα τραγούδια που φτιάχνω είναι ο βαθύτερος τρόπος να διαβάζω και να εννοώ τη ζωή. Εν πολλοίς ανεξήγητος και σ’ εμένα. Ο τρόπος που αισθάνομαι, που αγαπάω, που στεναχωριέμαι, που σκέφτομαι.
Αυτό που με κάνει να εκφράζομαι σε μια τραγουδιστή γλώσσα του ασυνείδητου. Κουτσή, στραβή, δεν έχει σημασία. Εφόσον δεν είχα την πρόθεση να προσαρμοστώ σε αγοραίες συνήθειες, πόσο θα μπορούσε να με πτοήσει το «όχι» μιας εταιρείας; Ήμουν και 34 χρονών τότε και η πρώτη φορά που μιλούσα με δισκογραφική εταιρεία. Κάτι είχα δομήσει μέσα μου. Κάπου το «πήγαινα» έτσι κι αλλιώς.
Γ.Κ. Ο συγκεκριμένος δίσκος είχε μεγάλη απήχηση. Μέσα σε λίγους μήνες είχε ξεπεράσει τα 100.000 αντίτυπα. Όλη η Ελλάδα τραγουδούσε το ‘’Στην αγορά του Αλ Χαλίλι’’. Πώς εισπράξατε τότε την ευρεία αποδοχή του κοινού με την πρώτη σας στιγμή στο χώρο του τραγουδιού;
Ν.Ζ. Αισθάνθηκα μεγάλη χαρά και ταυτόχρονα μου έκανε και μεγάλη εντύπωση· διότι, πράγματι, εκείνον τον καιρό, αυτό το τραγούδι, όπου κι αν γύριζα το ραδιόφωνο – αγαπώ το ραδιόφωνο-, το άκουγα. Μαζί με όλα τα καλά, με πρώτο την αγάπη άγνωστων μου ανθρώπων, ερχόταν κατά πάνω μου κι ένας πρωτόγνωρος εξωτερικός «θόρυβος». Άγριο και μεγάλο μέρος του θορύβου ήταν η επερχόμενη εμπορευματοποίησή μου. Προβληματίστηκα. Κράτησα αποστάσεις από τα γεγονότα που μου τον προκαλούσαν. Κοίταξα, όσο μπορούσα να διατηρήσω την ησυχία μου και την προσωπική μου ζωή μακριά από τη φασαρία. Για να τα έχω.
Όντας κοινωνικός, έκρυψα όσο γινόταν τη φάτσα μου. Αρέσκομαι να δουλεύω στο παρασκήνιο. Να υπάρχω πίσω και ήσυχα, προστατεύοντας εκείνα όσα θεωρώ σημαντικά συστατικά του τρόπου που αντέχω να υπάρχω.
Γ.Κ. Στην αγορά του Αλ Χαλίλι έχετε πάει;
Ν.Ζ. Ναι, μετά. Αφού έγραψα το τραγούδι.
Γ.Κ. Αλκίνοος Ιωαννίδης και Απόστολος Ρίζος: δύο ‘’μουσικά σας παιδιά’’. Ποιος είναι ο κοινός άξονας αυτών των δύο τραγουδιστών και ποιες οι διαφορές τους;
Ν.Ζ. Όσον αφορά στις διαφορές, όλοι είμαστε διαφορετικοί, έτσι κι αλλιώς· κι ας περπατάμε στον ίδιο δρόμο. Όσον αφορά κάτι κοινό, πάλι ο δρόμος είναι.
Γ.Κ. Έχετε επηρεαστεί από κάποιους στιχουργούς και συνθέτες στον τρόπο που γράφετε;
Ν.Ζ. Φυσικά! Οι κρυφοί μου δάσκαλοι, οι μυστικοί, οι μεγάλοι μου δάσκαλοι είναι πρωτίστως τροβαδούροι. Δηλαδή, συνθετο-στιχουργοί ή στιχουργο-συνθέτες. Άπιαστοι μάστορες της τέχνης του ταιριάσματος λόγου με μουσική. Ολοκληρωμένες ποιητικές και μουσικές φυσιογνωμίες. Dylan, Johnny Cash, Neil Young, Cohen, J. J. Cale, κ.ά., και οι – της αυτής κατηγορίας από την ελληνική σκηνή -, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας. «Δούλευαν» ακατάπαυστα μέσα μου, ακόμα κι όταν κοιμόμουν.
Τέτοιοι δάσκαλοι είναι ανεξάντλητοι, μη κοροϊδευόμαστε από τον καιρό. Στα βιβλιοπωλεία ο Καζαντζάκης μπορεί να περιμένει δίπλα στον Καζαμία χρόνια τον «πεινασμένο». Αν και δε μου αρέσει να μπαίνω σε ονοματολογία, πάνω σ’ αυτή την τροβαδούρικη βάση μου, έχτισαν μεμονωμένα σπουδαίοι συνθέτες και στιχουργοί – ποιητές. Θάνος Μικρούτσικος, Άλκης Αλκαίος, Νίκος Καββαδίας, Μάνος Χατζιδάκις , Νίκος Γκάτσος, Δήμος Μούτσης, κυρίως.
Γ.Κ. Έχετε γράψει τους στίχους και τη μουσική σε όλα σας τα τραγούδια. Από τις λίγες εξαιρέσεις που έχετε δημιουργήσει μεμονωμένα, είναι στην ‘’Εχεμύθεια’’ (Αρλέτα), ως συνθέτης σε στίχους του Άλκη Αλκαίου, το «Όσο τα ίδια αγαπάς» σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, αλλά και ως στιχουργός στα τραγούδια: ‘’Κι όλα αρχίζουν αλλιώς’’ (Ελ. Αρβανιτάκη) σε μουσική Δημήτρη Παπαδημητρίου, ‘’Επισκέπτες’’ (Ελ. Αρβανιτάκη) σε μουσική Θοδωρή Παπαδόπουλου, ‘’Οι μεγάλες αγάπες’’ (Ελ. Τσαλιγοπούλου) σε μουσική Μανώλη Καραντίνη και το ‘’Από ‘δω’’ (Διον. Τσακνής) σε μουσική Δημήτρη Μπαρμπαγάλα. Μιλήστε μου για αυτές σας τις συνεργασίες.
Ν.Ζ. Με τον Μανώλη, τον Δημήτρη και τον Οδυσσέα, έγινε όπως γίνεται με τους φίλους. Όλα σίγουρα. Αγαπησιάρικα κι ωραία παίξαμε με τα υπάρχοντά μας.
Το ‘’Κι όλα αρχίζουν αλλιώς’’ γράφτηκε για τις ανάγκες της ταινίας του Ινδαρέ ‘’Ο τσαλαπετεινός του Wyoming’’σε μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ήταν η αφορμή να γνωριστούμε καλύτερα με τον Δημήτρη και την Ελευθερία.
Για τους ‘’Επισκέπτες’’ μου τηλεφώνησε η Ελευθερία. Αφορούσε σ’ έναν δίσκο που ετοίμαζε. Προηγουμένως είχαμε συνεργαστεί στον δίσκο μου Poster. Αφού άκουσα τη μουσική, πίστεψα ότι μπορώ να καταφέρω κάτι και το έγραψα.
Εξαιτίας ενός δίσκου, αφιέρωμα στην ποίηση του Αλκαίου, στον οποίο συμμετείχα ανάμεσα σε αρκετούς συναδέλφους, γνωρίστηκα με τον Άλκη και την Αρλέτα. Φυσικά και τους αγαπούσα από μακριά ως καλλιτέχνες, αλλά τότε τους αγάπησα κι ως ανθρώπους. Τι να πω; Να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Πρόσωπα της ψυχής μου.
Παρεμπιπτόντως, έχω μελοποιήσει κι ένα ποίημα του Κωστή Παλαμά, «Το γυμνό τραγούδι», όπως και το ποίημα του François Villon, «Μπαλάντα κόντρα στις αλήθειες». Το πρώτο για λογαριασμό του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο επετειακό έτος 2003, εξήντα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή, με ερμηνευτή τον Σταύρο Ψαρουδάκη. Προς τον Villon είχα κινηθεί με θαυμασμό από έφηβος, καλύτερα μου τον γνώρισε κοντά στο 2000 ο Θάνος Μικρούτσικος. Το εν λόγω ποίημα το ‘χα καιρό μελοποιήσει και το ερμήνευσε ο ο Διονύσης Τσακνής το 2009.
Γ.Κ. Το 2007 εκδώσατε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης το CD ‘’Για ποιο ταξίδι μου μιλάς;’’ το οποίο περιλαμβάνει και διηγήματα. Πώς αποφασίσατε να συνδυάσετε συνθέσεις και διηγήματα και ποιο από αυτά τα διηγήματα μπορείτε να διηγηθείτε στο κοινό σαν ιστορία;
Ν.Ζ. Είχα αυτομολήσει στην αγορά από το 2005 με ένα δισκάκι πέντε τραγουδιών, το Poster. Είχα ιδρύσει μια δισκογραφική εταιρεία (Music Poster) τότε – την έκλεισα στην αρχή της «κρίσης», το 2011 -, επιχειρώντας επί των δικών μου «επιτευγμάτων». Καλλιτεχνικά; Πανευτυχής. Εμπορικά; Πανευτυχείς όλοι οι άλλοι. Λίγο μετά εξέδωσα, σε συνεργασία με τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης», το ‘’Για ποιο ταξίδι μου μιλάς;’’. Θέλησα να παίξω δημιουργικά βάζοντας ένα επιπλέον στοιχείο στο κάδρο, τα διηγήματα. Τα διηγήματα σε συνδυασμό με τα τραγούδια με ξεβόλευαν σωστά και με έσπρωχναν να γίνω κι εγώ μαζί τους οτιδήποτε ένας ιδιοπαθής θα μπορούσε να γίνει.
Τα πάντα μπορώ να διηγηθώ απ’ αυτά, ανά πάσα στιγμή. Να τα πω και με διαφορετικό τέλος. Με διαφορετική αρχή, άμα το φέρει ο λόγος. Να τα ανακατέψω, άμα τύχει. Όλα φόρμες είναι , αρκεί ο οίστρος να βάλει κάτι μέσα. Νομίζω πως είμαστε χτισμένοι από πραγματικά και φανταστικά τούβλα. Οι υποθέσεις μας, οι εμμονές μας, οι φόβοι μας, η κοσμοθεώρησή μας, η ιδιοσυστασία μας γενικά, είναι ίσως και πιο σημαντικά δομικά στοιχεία από το πόδι μας ή το χέρι μας, ας πούμε. Ναι, μου αρέσει να φτιάχνω ιστορίες. Και τον βοριά κάνω στο αυτί του καλοκαιριού. Να ενεργοποιώ όλα τούβλα μου αναμιγνύοντάς τα. Συνεπαίρνομαι από αυτές τις άρρητες πραγματικότητες για τις οποίες μόνο οι τέχνες μπορούν να μιλούν. Εκεί λαθροβιώ μέχρι τώρα, μπαινοβγαίνοντας στην πραγματική πραγματικότητα, όχι και με μεγάλη αποτυχία.
Γ.Κ. Πολλά τραγούδια σας έχουν αναφορές στο παραμύθι, όπως το ‘’Στην αγορά του Αλ Χαλίλι’’, το ‘’Ήρθε ένας μάγος’’, ο ‘’Ντόπιος’’, ο ‘’Ήλιος του Αλωνάρη’’, τα ‘’Παραμύθια στον τσίγκο’’ κ.ά. Σας αρέσει να πατάτε πάνω σε ένα μύθο για να δημιουργείτε;
Ν.Ζ. Δεν έχω χρησιμοποιήσει εσκεμμένα ποτέ κανένα μύθο. Ούτε αισθάνομαι να έχω κάποια κεντρική επιρροή που να βασίζεται σε κάποιον μύθο, μα καταλαβαίνω γιατί με λένε «παραμυθά». Έτσι τρέχει το δικό μου ποτάμι. Μπαίνω συνήθως – χωρίς να είναι λογική η συμπεριφορά μου, ενώ πάντα ξέρω τι θέλω να πω-, σε μια έμμετρη μυθιστορία. Σ’ έναν έμμετρο αφηγηματικό συλλογισμό που πάνω στο θέμα νιώθω. Ίσως το μεγαλύτερο παραμύθι που υπάρχει στα τραγούδια που προανέφερες, να είναι το ίδιο το Ύφος. Μετά απ’ αυτό θα έβαζα κι ένα παιγνίδι με τον χρόνο που μου συμβαίνει συνήθως εκεί. Δεν ξέρω πώς το ‘μαθα αυτό και δεν ξέρω και γιατί να μη γινόταν, αφού δεν έχω βρει ακόμα άλλον τόσο γοητευτικό τρόπο για μένα ώστε να διατυπώνομαι. Συχνά αυτό με κουράζει, βέβαια.
Γ.Κ. Ως παιδί, σας άρεσαν τα παραμύθια που είχαν ηρωικό τέλος;
Ν.Ζ. Επίτρεψέ μου να τοποθετηθώ πρώτα ως προς τα παραμύθια, γενικά. Μ’ άρεσε, θυμάμαι, ν’ ακούω παραμύθια. Μου ‘φτιαχναν εικόνες για εποχές και ζωές που δεν έζησα. Ευχαριστιόμουν εντελώς με τα παραδοσιακά που ήξεραν οι θειάδες μου στο χωριό. Ήταν έξυπνα. Αισωπικής μάλλον καταγωγής. Τα Δυτικά παραμύθια με τους καλούς βασιλιάδες, τις μοσχαναθρεμμένες πριγκίπισσες και το γενναίο πριγκιπόπουλο, εκτός του ό,τι τα βαριόμουν γιατί καταλάβαινα το τέλος απ’ την αρχή, φοβόμουν πως θα με κάνουν βλάκα. Ο ρεαλισμός του Άντερσεν, το έτσι είναι η ζωή, με στεναχωρούσε αφόρητα, με θύμωνε και δεν ήθελα καν να θυμάμαι τα παραμύθια του, γιατί μου ήταν αδύνατον να μπω μέσα στις βασανιστικές του ιστορίες και να τις αλλάξω.
Όσο για εκείνα με ηρωικό τέλος, σαν αγοράκι, μου πρόσφεραν ένα αίσθημα δικαιοσύνης απ’ τη μια, μα με λυπούσε πάντα ο θάνατος των ηρώων. Πάντως, από την εποχή μου των παραμυθιών, έχω στο υπόγειο ένα πορτοκαλί πλαστικό πιστόλι που όποτε θέλω σκοτώνει όλους τους κακούς του κόσμου, χωρίς εγώ να παθαίνω τίποτα. Τελευταία, το σκέφτομαι έντονα.

Γ.Κ. Από την ενηλικίωσή σας τι θυμάστε πιο έντονα;
Ν.Ζ. Τι να θυμάται ένα δέντρο που έχει μεγαλώσει; Γιατί να σημαδεύει περιστατικά του κορμού του, της φυλλωσιάς του; Είναι το δέντρο· είναι όλες οι στιγμές μαζί και προς τα πάνω. Εξακολουθεί να μεγαλώνει, να μεγαλώνει, να μεγαλώνει ώσπου να ξεραθεί. Κι αυτό μεγάλωμα είναι. Αλλά τι να θυμηθεί; Τι να θυμηθώ; Δεν έχω…
Γ.Κ. Από το 1977 έως το 1993 δουλεύατε ως εκτελωνιστής. Πώς συνδυάζεται ένα εντελώς βιοποριστικό και συγκεκριμένο επάγγελμα με κάτι πολύ δημιουργικό, όπως είναι το τραγούδι;
Ν.Ζ. Κοίταξε, το ένα ήρθε μέσα απ’ το άλλο. Η ανάγκη για δουλειά, εφόσον αστόχησα στις σπουδές και τις εγκατέλειψα, με έφερε σ’ έναν απροσδόκητο κόμβο, το λιμάνι. Κι αναφέρομαι στο λιμάνι του Πειραιά. Εκεί τελειώνει η στεριά κι αρχίζει η θάλασσα. Εκεί τερματίζουν τα τρένα κι αρχίζουν τα καράβια. Εκεί ο αποχαιρετισμός και το καλωσόρισμα. Μια φορά, χειμώνας ήταν, όπως το ‘φερνε ο αέρας στην ακτή Κονδύλη ένωσε τον καπνό του τρένου με τον καπνό του καραβιού που μόλις είχε δέσει.
Κάθε δουλειά, αν δεν την πάρεις με φόβο, είναι δημιουργική. Πόσο μάλλον σε τέτοια μέρη, που μ’ ό,τι είχα στο κεφάλι μου, πήγα και κόλλησα κόσμους, μουσικές, τραγούδια. Ούτε ήξερα, ούτε αποφάσισα ποτέ μου τι θα γίνω. Μόνο πήγαινα. Πήγαινα σφυρίζοντας. Σα να έφυγα μια μέρα για καφέ και βρέθηκα στη Βραζιλία. Ψαχουλεύοντας τη ζωή μου σ’ αυτό το προκυμιαίο ζυμωτήριο, έφτασα να κάνω εκτελωνιστικές εργασίες. Κι όπου πήγαινε ο φόβος μου πήγαινα. Έτσι ξεμυαλισμένος, ποτέ δεν αισθάνθηκα πως δουλεύω για να ζήσω. Το τραγούδι κι ζωή ήταν παντού και ένα. Το ξεστράτημα με τράβαγε κι αποδείχτηκε ακριβό σε κάθε του ερμηνεία. Βέβαια, απέκλεια πράγματα που δεν ήθελα να μου συμβούν, όμως αυτά που μου συνέβησαν μου ήταν όλα άγνωστα. Άρα, απέκλεια από τα γνωστά. Άφησα τα άγνωστα να μου συμβούν.

Γ.Κ. Και πώς μπορούσατε να αλλάζετε τις φόρμες σας και να φεύγετε μέσα από αυτό που κάνατε, έστω όχι για βιοπορισμό και να δημιουργείτε τόσο σημαντικά τραγούδια, όπως αυτά που βγάλατε στη δισκογραφική επιφάνεια;
Ν.Ζ. Η μουσική με απασχολούσε από παιδάκι και για να γίνω εδώ πιστευτός, πρέπει να πω ότι οχτώ χρονών είχα φτιάξει μια κιθάρα κανονική. Αυτοσχέδια, μα κανονική. Με έναν τενεκέ, ένα μακρύ ξύλο –πώς είχα δέσει τώρα το ξύλο με τον τενεκέ δε θυμάμαι- κι είχα τεντώσει από τη μια άκρη στην άλλη κομμάτια ψαροπετονιές, για χορδές. Όταν όμως έπαιζα αυτό το πράγμα, που φαντάζομαι στα αφτιά τρίτων ήταν σίγουρη φασαρία, εγώ νόμιζα πως έπαιζα σπουδαία πράγματα κι ένας κόσμος μαγικός φανερωνόταν μπροστά μου. Στη συνέχεια ο αυτοσχεδιασμός μου με οδήγησε στο λιμάνι. Κι επειδή όλα αυτά έγιναν ο μυστικός μου στοιχειωμένος κόσμος, απέκτησα κι ένα κασετοφωνάκι στο οποίο κατέληγα με ανυπομονησία.
Οτιδήποτε με συγκινούσε ή με απασχολούσε, το έντυνα μουσικές και το ‘λεγα στο κασετόφωνο. Δεν ήταν ένα παραμιλητό. Το δομούσα σε τραγούδια, σε ιστορίες, ή δεν ξέρω τι… Γύμναζα ένα ύφος χωρίς να το χω σκοπό. Από έρωτα. Έφτιαχνα έναν κόσμο μέσα στον οποίο ήθελα να υπάρχω, κι απ’ αυτόν μπαινόβγαινα στον γνωστό. Ήταν το μυστικό μου. Στο μυαλό μου, όσο κι αν έφευγα, απ’ όπου κι αν ερχόμουν, οι κρυφοί μου δάσκαλοι, μουσικοί και ποιητές, με τροχοδρομούσαν σαν φωτιές μέσα στη νύχτα.
Μου έδειχναν προς τα πού μπορώ να χαθώ ταιριαστά μ’ εμένα. Όλα είναι μια αδιάκοπη συνέχεια. Τα διαδικαστικά αλλάζουν, όπως ο καιρός περνάει σε αλλεπάλληλα τοπία μπροστά απ τα μάτια. Πίσω απ’ τα μάτια, ο ίδιος βλέπων. Όταν βρισκόμουν δηλαδή σε εκτελωνιστικές εργασίες, ονειροπαρμένος με την ποίηση και τη μουσική ήμουν. Κι όταν δημοσιοποιήθηκαν τα τραγούδια μου και μαθεύτηκε το μυστικό μου, κάτι σαν εκτελωνιστής ονείρων ένιωθα.
Γ.Κ. Πώς βλέπετε τη δισκογραφία σήμερα; Ουσιαστικά τη μη υπάρχουσα δισκογραφία, αλλά στο Youtube ακούμε καθημερινά νέες δημιουργίες. Ποια η γνώμη σας;
Ν.Ζ. Η τεχνολογία αυτήν τη στιγμή εμφανίζει τα πάντα. Το YouTube δίνει τη δυνατότητα στους πάντες να εμφανίζουν τα πάντα. Είναι ένα καινούργιο κόλπο. Πού θα καταλήξει όλο αυτό το φαινόμενο, δεν ξέρω. Το παρακολουθώ να διαμελίζει τα πάντα. Να μην επιτρέπει λόγω δομής ή ατέλειας, γιατί όχι και σκοπιμότητας, στους σημερινούς καλλιτέχνες να προβάλουν ολοκληρωμένα την προσωπικότητά τους. Αρκεί να φανταστώ πως θα προσλαμβάνονταν από το κοινό, αν κυκλοφορούσε σήμερα, το The Wall των Pink Floyd. Κατακερματισμένο σε τραγούδια πλέοντα σε ένα μπάχαλο από συνάφειες και πληροφορίες, δε θα γινόταν αντιληπτό το καλλιτεχνικό μέγεθος του concept.
Όσο για τη δισκογραφία, στη χώρα μας τουλάχιστον, όπως είπες, δεν υπάρχει. Να ‘μαστε καλά να τη θυμόμαστε. Δισκογράφος είναι αυτός ο οποίος πληρώνει για να παραχθεί ένα μουσικό έργο. Η δισκογραφία πια στηρίζεται στο management τραγουδιστών και τραγουδιστριών. Αναμασάει τα ίδια και τα ίδια. Δε ρισκάρει πουθενά και σε τίποτα. Άντε και κάποιοι που τους ξέφυγαν μέσα στον κόρφο τους. Δεν κατηγορώ τους ανθρώπους που το υπηρετούν, μήτε αυτούς που τα καταναλώνουν. Μιλάω για το πώς έχει.
Το ποιος έχει, θα το δούμε όταν – δεν ξέρω από πού, πώς, πότε – θα ξεφυτρώσουν οι μεγάλοι περίεργοι της συνέχειας συνθέτες, στιχουργοί, αυτοί που θα τραγουδήσουν τους ανομολόγητους καημούς και τους ευσεβείς μας πόθους. Γιατί όχι και τους ασεβείς. Αλλά, γιατί ταυτόχρονα είμαι τόσο βέβαιος ότι θα εμφανιστούν; Τους αισθάνομαι γύρω να ‘ρχονται, να είναι. Σαν ήδη να έχουν εμφανιστεί και δεν το ξέρουμε; Απ’ τις χαραμάδες του «κόλπου» θα περάσουν. Έτσι γίνεται κατά καιρούς. Εκεί που δεν το περιμένεις ακούς αυτό που έρχεται σαν μέσα απ’ τους αιώνες για να συνεχιστεί η ζωή. Όχι αυτό που μιμήθηκε σωστά. Το άλλο.
Γ.Κ. Ποια η γνώμη σας για τα ραδιοφωνικά playlist που ουσιαστικά είναι prokat λίστες τραγουδιών και πώς βλέπετε τη δική σας δημιουργία μέσα σε αυτές τις λίστες;
Ν.Ζ. Τα playlists είναι μία αγριότητα. Μεσοτοιχία με τη λογοκρισία. Μα και τη δε λογοκρίνεται στο βωμό του κέρδους και της συντήρησης; Καλοί κι άνθρωποι αρκεί να μην ενοχλούν τα δομημένα συμφέροντα των καθεστώτων. Δεν αναρωτιέμαι. Ξέρω. Πώς θα πούμε την σκλαβιά ελεύθερη αγορά; Με οδηγία της ΕΕ. Το κόλπο της playlist ισχύει, νομίζω, στην ΕΕ κι από εκεί ήρθε. Ευνοείται η οικονομία χωρίς ανθρώπους. Στο βάθος κρύβεται μια πολιτική πρακτική που όλο αναβάλλει να τρομάξει, ενώ είναι πάρα πολύ τρομακτικός ο κόσμος σήμερα.
Γ.Κ.. Μετά την κατάρρευση της ΑΕΠΙ ποια η θέση σας για το μέλλον της συλλογικής διαχείρισης των πνευματικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα;
Ν.Ζ. Δυστυχώς, το τέλος της εγκληματικής ομηρίας μας από την ΑΕΠΙ, φαίνεται να οδηγεί παραδόξως σε μια άλλου είδους πρωτοφανή ομηρία, κρατική αυτή τη φορά, αν πάρουμε στα σοβαρά ένα μέρος της τελευταίας τροπολογίας της Υπουργείου Πολιτισμού καθώς αποτυπώνει την πρόθεση της κυβέρνησης. Δε θα σταθώ σε νομικού τύπου πιθανά προβλήματα, όσο ενημερωμένος κι αν είμαι, αλλά στην πρόθεση της κυβέρνησης και πόσο αυτή συνάδει με τα αιτήματα της «ηγετικής ομάδας» του ΔΣ του σωματείου «ΑΣΜΑ» του οποίου υπήρξα στρατιώτης στην πρώτη γραμμή ως μέλος της προσωρινής Διοικούσας Επιτροπής.
Αφήνω στην άκρη σοβαρές εξελίξεις που συμβαίνουν τώρα, εντός και εκτός συνόρων, κατά της κρατικής παρέμβασης και υπέρ άλλης καθαρής λύσης και προχωρώ: Τι δουλειά έχει η αλεπού (ΥΠΠΟ) γύρω από την κότα με τα χρυσά αυγά (πνευματικά δικαιώματα); Να τη φάει; Δε μπορεί ακριβώς, λέω. Να την παντρευτεί για να τρώει από την προίκα; Μάλλον ναι. Γιατί φαγώθηκε η «ηγετική ομάδα» του «ΑΣΜΑ» να τεθεί σε κρατική διαχείριση το τραγούδι; Αυτά συμβαίνουν στα καθεστώτα. Επειδή, τι; Λέω: Για να χειραγωγηθεί το τραγούδι;
Δεν ξέρω ποιος είναι ο λαγός του αλλουνού σ’ αυτό το παρατραβηγμένο παιχνίδι σε βάρος όλων μας, αλλά κάποιος είναι ο λαγός και κάποιος πάει να κλέψει τον αγώνα. Μόνο διχασμό και οικονομική καταστροφή μας προκαλείτε κυρίες και κύριοι, ένθεν κακείθεν. Δεν το καταλαβαίνετε; Προσωπικά πια, δε βρίσκω κανένα λόγο να σας εμπιστεύομαι.
Οδηγείτε σε ανώμαλες εξελίξεις τις οποίες θα πληρώσουμε όλοι στο τέλος. Μετά την οικογένεια Ξανθόπουλου, η Πολιτεία και το σωματείο της; Το ‘να κακό στ’ άλλο κακό, φίδι φαρμακωμένο. Κι άντε πάλι αγώνες να απελευθερωθούμε. Να μπούμε σε νέες μακροχρόνιες διενέξεις με όποια κυβέρνηση (αποδειχτήκαμε μικρότεροι των περιστάσεων) ή να περιμένουμε πάλι έναν Νίκο Ξυδάκη (τον πρώην υπουργό) να κάνει το απονενοημένο σωστό; Οσμίζομαι και κάτι σαν πολιτικό χούι, μέσα σ’ όλο αυτό το χάλι: «δεν υφίσταται τίποτα, αν δεν το έχουμε φτιάξει εμείς». Κατακλεμμένος από την ΑΕΠΙ μα όχι άναυδος, από την αρχή του έτους συμβάλλομαι, ευτυχώς, με τη στρατηγικά χιλιο-συκοφαντημένη «ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ» (συνεταιριστικός μη κερδοσκοπικός οργανισμός).
Τι χρειάζεται, κατά την ΥΠΠΟ, ένας νέος οργανισμός όταν υπάρχει ήδη η «ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ» με όλα τα εχέγγυα να εξελιχθεί σ’ έναν πρότυπο ευρωπαϊκό οργανισμό με τη δουλειά όλων μας γιατί τα δικαιώματά μας μάς ανήκουν. Σε όλη την Ευρώπη οι δημιουργοί συστήνουν τους οργανισμούς τους, τούς διοικούν, τους εποπτεύουν, τους ελέγχουν και εδώ δημιουργοί απαιτούν από την Πολιτεία να τους πιάσει το χέρι για να τους διαχειριστεί το δικαίωμα. Καμία δουλειά δεν έχει η Πολιτεία στη διαχείριση του δικαιώματός μας.
Το ΥΠΠΟ μπορεί να επιβάλει πρόστιμα, να ανακαλεί άδειες, όχι να συστήνει οργανισμούς έστω μικρής διάρκειας. Αυτή είναι δουλειά των δημιουργών στους οποίους ανήκει το δικαίωμα και είναι η περιουσία τους. Αν παρεμβαίνει το κράτος στη διαχείριση της περιουσίας μας τότε δεν θα είναι πολύς ο χρόνος όταν το πνευματικό δικαίωμα θα το ακούσουμε φόρο και χαράτσι.
Ένας λόγος που ακούμε και φτιάχνουμε μουσική και τραγούδια είναι για να ξεχνάμε τη ζωή που μας προσφέρει διαχρονικά το κράτος. Δεν είναι δυνατόν τώρα το κράτος να εγγυάται το τραγούδι και τη μουσική. Θα τρελαθούμε;
Γ.Κ. Ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους σας είναι το ‘’Νερό κι αλάτι’’ με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά. Αφορμή για να γίνει αυτή η δουλειά ήταν η αείμνηστη Γιώτα Τσουκαλά. Μιλήστε μου για αυτήν τη δισκογραφική σας συνάντηση.
Ν.Ζ. Μιλάμε για το 2003. Η Γιώτα, καταπληκτική ραδιοφωνικός παραγωγός στου ΜΕΛΩΔΙΑ, μας έφερε σε επαφή με τη Μαργαρίτα. Όλα ωραία και καλά ως εκεί, αλλά αυτό το σπουδαίο κορίτσι έφυγε άτυχο πολύ νωρίς. Μας νίκησε. Όταν θυμάμαι το «Νερό κι αλάτι», η συγκίνησή μου συγκεντρώνεται στο πρόσωπο της Γιώτας. Στην πρόθεση του δίσκου, όπως τον προετοιμάσαμε, τον ολοκληρώσαμε και τον ζήσαμε όλοι μαζί στο στούντιο. Πρόσωπα μνήμες. Πρόσωπα γύρω και μέσα απ’ αυτά έρχονται στο μυαλό μου. Στιγμές απ’ το στούντιο, συζητήσεις, γέλια, πείσμα, ποτά.
Γ.Κ. Φέτος κλείνετε εικοσιπέντε χρόνια δημιουργίας, κε Ζούδιαρη! Θέλω να μου εκφράσετε τις εικόνες σας, τις σκέψεις σας και τα συναισθήματά σας για τις παρακάτω δισκογραφικές σας δουλειές:
α)’’Στην αγορά του κόσμου’’
Η εποχή της αθωότητας. Τελευταία νύχτα στο στούντιο. Ευγνώμων, πλήρης ονείρων, έφτασα από τη Μεσογείων στο Ίλιο πετώντας με τα πόδια χωρίς να το καταλάβω.
β)’’Όπως μυστικά και ήσυχα…’’
Η ζωή όταν αλλάζει, αλλάζει.
γ)’’Αφήλιο’’
Στούντιο, σπίτι, στούντιο και σπίτι, στούντιο, σπίτι. Σεβαστουπόλεως, Αστυδάμαντος, Ιλίσια, πονόδοντος κι ένας σκύλος που πέθανε.
δ)’’Ένας κύκνος κλαίει’’
Δερβενοχώρια, ασυμφωνία, Χρήστος κι ένας που αγαπήθηκε.
ε)’’Poster’’
Απόλυτη άγνοια κινδύνου. Το πείσμα που σώζει.
Γ.Κ. Ετοιμάζετε κάτι δισκογραφικά αυτήν την περίοδο;
Ν.Ζ. Ναι, ετοιμάζω. Σίγουρα θα εκδοθούν ή τέλος πάντων κάπως θα κυκλοφορήσουν. Έχω στα σκαριά ένα δίσκο, των πέντε – έξι τραγουδιών, που θα τον ερμηνεύσουν κάτι τεράστιοι φίλοι μου. Μ’ αρέσουν τα μικρά δισκάκια. Οι φίλοι μου είναι εκεί, σημαντικοί. Και μια κουβέντα να τραγουδήσουν, φτάνει. Άρα, ένας μικρός δίσκος είναι εντάξει, χωράμε. Ταυτόχρονα, δουλεύω· αργά, αλλά δουλεύω, δύσκολα, αλλά δουλεύω να μελοποιήσω Byron σε καινούργιες μεταφράσεις ιδιαίτερης φόρμας, όσο ποιο κοντά στο αγγλικό κείμενο σε συνεργασία με έναν σπουδαίο μεταφραστή, ποιητή, πανεπιστημιακό, καθηγητή ευρωπαϊκής λογοτεχνίας τον Γιώργο Βάρσο.
Έχουμε βρει κι έναν τρόπο μελοποίησης – μετάφρασης που θα έχει αξία όταν μαθευτεί μιας και θα αποτελεί βάση του ύφους. Έργο το οποίο ευελπιστώ να είναι έτοιμο σε κανα χρόνο. Είναι πρωτόγνωρο για μένα, γιατί χρειάζεται να δομηθεί μέσα από τους άπειρους στίχους και εκατοντάδες στροφές που έχει γράψει ο Byron – όλοι οι Ρομαντικοί έγραφαν σε έκταση, έτσι κι αλλιώς-, το μέγεθος της ιδιαιτερότητάς του σε όλες της τις διαστάσεις.
Να βρεθούν εκείνες οι ικανές στροφές που θα μπορούν να φανερώσουν τον μεγάλο αυτόν ποιητή. Δεν τον γνωρίζουμε τον Byron, εδώ, στη χώρα που αγάπησε. Τον έχουμε κάπως ως δωρητή φιλέλληνα. Δεν γνωρίζουμε και για ποιο λόγο αγάπησε την Ελλάδα. Ούτε μισό στίχο του δεν ξέρουμε. Όλο αυτό συμβαίνει, επειδή, κατά τη γνώμη μου, έτυχε κακής μετάφρασης. Έχω διαβάσει σχεδόν όλες τις μεταφράσεις που κυκλοφορούν –όσες, τέλος πάντων, έχουν πέσει στην αντίληψή μου – και κυρίως αυτές που έχουν επικρατήσει. Πιστεύω ότι στο τέλος, θα τα καταφέρουμε με τον Γιώργο. Κάτι θα είναι αυτό· για εμάς, σίγουρα.
Γ.Κ. Θα ήθελα κάτι από τις μελλοντικές σας δημιουργίες.
Ν.Ζ. «Ούτε ένα χτες δεν έχει μείνει
μόνο των αισθήσεων η ηχώ
όσο κι αν φοβάμαι μη χαθώ
φοβάμαι μη δε γίνει»