Τι να πρωτογράψεις για μία τόσο σπάνια ακαδημαϊκό! Καθηγήτρια Γλωσσολογίας και Ελληνικής Γλώσσας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Συνεργάτιδα Γλωσσολογίας στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, μέλος της Διεπιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής του Κέντρου στο Ναύπλιο. Και πολλά πολλά άλλα. Μα πάνω απ’ όλα για μία «γραφιά», όπως αρέσει στη Νικολέττα Τσιτσανούδη – Μαλλίδη να αυτοπροσδιορίζεται.
Μία γυναίκα με ήθος, δυναμική προσωπικότητα, με ταπεινότητα και στυλ. Τη συναντώ στο διαχρονικό και ιστορικό ζαχαροπλαστείο «Βάρσος» στο κέντρο της Κηφισιάς. Η ίδια αγαπάει –όταν μπορεί και «ξεκλέβει» χρόνο από τα έδρανα και τα συνέδρια– να περπατάει και να συνομιλεί με τον γύρω κόσμο. Μεγάλη της αγάπη, η γλώσσα και η δυναμική της μέσα στον χρόνο. Γι’ αυτό άλλωστε την υπηρετεί με πάθος και φαντασία, στοιχεία που διακρίνουν την ακαδημαϊκή της καριέρα. Απολαύστε μία συνέντευξη ουσίας και δυνατών νοημάτων, από μία γυναίκα που δεν φοβάται τις λέξεις!
Είμαι αντιμέτωπος με ένα εντυπωσιακό βιογραφικό γεμάτο σπουδές, επαίνους, εμπειρία. Ποια είναι τα προσωπικά σας «παράσημα» από την έως τώρα πορεία σας;
Το πρώτο «παράσημο», για να παρακολουθήσω τον λόγο σας, είναι η επικοινωνία με ισοτιμία, με τους φοιτητές, με τους ανθρώπους. Η επικοινωνία χωρίς φόβο, η ανοιχτή πόρτα στους φοιτητές. Το δεύτερο είναι η ανατροφοδότηση των ιδεών. Δάσκαλος που επιστρέφει σπίτι του χωρίς να έχει ανατροφοδοτηθεί, χωρίς να έχει προσλάβει και μάθει ο ίδιος από αυτά που άκουσε, είναι στείρος δάσκαλος. «Δάσκαλε, άκουγε όταν μιλάς», κατά τον Μπρεχτ. Και πιστεύω αθεράπευτα στους νέους. Αυτή η νέα γενιά άλλωστε, η πιο αληθινή, η πιο ακομπλεξάριστη, μας δίδαξε την επιτακτική ανάγκη να ασχοληθούμε με το περιβάλλον, την αποδοχή της σεξουαλικότητας, την αντίδραση απέναντι στον εκφοβισμό, αυτή η γενιά ανέδειξε ως κορυφαία την αγάπη και τον σεβασμό στα ζώα. Δεν ήταν καθόλου δεδομένα αυτά. Και μας τα πρόσφερε η νέα γενιά. Τόπος στα νιάτα.
Ποια είναι η πιο δυνατή συμβουλή που δίνετε στους φοιτητές σας;
Μεγαλώνοντας συμβουλεύω όλο και λιγότερο, και πάντως, δεν κουνάω το δάχτυλο. Προτρέπω όμως τα νέα παιδιά να μην φοβούνται να επικοινωνήσουν και να μην αισθάνονται ότι αν εκφράσουν την άποψή τους, υπάρχει ο κίνδυνος να εμφανιστούν «υποδεέστεροι» ή «κατώτεροι» μιας περίστασης. Και μάχομαι ενάντια στη σιωπή των ακροατηρίων. Αρκετές φορές, νιώθω ότι αυτή τη σιωπή μπορεί να την έχουμε κληρονομήσει από τα παιδικά μας χρόνια… Θυμάμαι εκείνο το «ανάπαυση και προσοχή», που αργότερα θα μπορούσε να φέρει γραμμικότητα, στοίχιση, παθητικότητα. Προτρέπω ακόμη να μην φοβούνται να κάνουν λάθος. Ο φόβος μήπως κάνουμε λάθος αναστέλλει τη δυναμική της επικοινωνίας, μας κάνει παθητικούς κι αυτό είναι «βούτυρο στο ψωμί» των εξουσιών.
Ζούμε σε μία εποχή όπου τα παιδιά κάνουν πολλά ορθογραφικά λάθη, ασυνταξίες και γενικά η επαφή τους με τη γλώσσα είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ποια είναι τα εφόδια για να αλλάξει αυτή η κατάσταση;
Δεν συμμερίζομαι ότι η επαφή με τη γλώσσα είναι ανύπαρκτη. Ίσως αλλάζουν οι μορφές της επαφής μας με τη γλώσσα, λόγω και της γιγάντωσης του τεχνολογικού παράγοντα και της τυραννικής ταχύτητας. Όσο για τα ορθογραφικά λάθη στα οποία αναφέρεστε, πάντοτε εκδηλώνονταν. Εδώ βέβαια, χρειάζεται και μια γενναία αυτοκριτική, γιατί τα παιδιά παραλαμβάνουν αυτό που τους έχουμε δώσει εμείς. Και η κατάκτηση της γλώσσας είναι μία διαρκής διεκδίκηση, που χρειάζεται συστηματική δουλειά, με φαντασία.
Στο διαδίκτυο πρέπει να χρησιμοποιούμε λέξεις-κλειδιά για να ανεβαίνουν στους αλγόριθμους. Φτωχαίνει έτσι η γλώσσα και η γραφή με δομικό τρόπο;
Η τεχνολογία σε κάποιες περιπτώσεις φάνηκε να απειλεί τον πλούτο της επικοινωνίας και τη γλωσσική έκφραση, γιατί συχνά είναι λιτή και αφαιρετική, με σλόγκαν και λέξεις-κλειδιά. Από την άλλη αυτό είναι και επιβεβλημένο. Δεν με τρομάζει και δεν εμποδίζει και κάποιον που χρησιμοποιεί λέξεις-κλειδιά να εμβαθύνει στη συνέχεια. Με προβληματίζουν οι ταχύτητες, λείπει συχνά η εστίαση. Ωστόσο, όποιος έχει τη βούληση και τη διάθεση, μπορεί να εμβαθύνει. Θέλει μια οριοθέτηση η επαφή με την τεχνολογία. Και ψυχραιμία.
Πόσο δύσκολο είναι να αφομοιώσεις μία λέξη που προκύπτει απ’ τις αλλαγές μέσω του politically correct; Για παράδειγμα, άτομα με ειδικές δεξιότητες, άτομα με αναπηρία, κ.λπ.
Δεν είναι δύσκολο να την αφομοιώσουμε. Το δύσκολο είναι να αλλάξουμε πραγματικά τη συμπεριφορά μας. Οι λέξεις είναι οχήματα που μας οδηγούν κάπου. Είμαστε όμως ειλικρινείς και διατεθειμένοι να ακολουθήσουμε τον δρόμο; Από την άλλη, οι λέξεις γκρεμίζουν, δομούν και αναδομούν πραγματικότητες και κανονίζουν τη συμπεριφορά μας. Αυτό που διεκδικώ είναι η αλλαγή στις συμπεριφορές. Αν μείνουμε μόνο στην ηχητική μορφή και δεν πιάσουμε τη βαθύτερη σημασία της όποιας αλλαγής, τότε θα έχουμε χάσει. Παρατηρούμε βίαιες αλλαγές των περιεχομένων των λέξεων, όπως στην εποχή της κρίσης, της πανδημίας, τα τελευταία χρόνια. Παρατηρούμε ενός είδους μεταμφίεση της γλώσσας, τη γλώσσα να μη χειραγωγεί, αλλά να χειραγωγείται. Για παράδειγμα, μέσα στην πανδημία, λέξεις όπως η «κανονικότητα» και η «πειθώ», το βράδυ μιας Πέμπτης είχαν μία σημασία και το πρωί της επόμενης Παρασκευής μία άλλη, χωρίς απαραίτητα τη συγκατάθεση της κοινότητας. Το να είσαι επαρκής ομιλητής ή ακροατής απαιτεί πολλές δεξιότητες, είναι μια ολόκληρη επιστήμη – ή και περισσότερες. Τα κείμενα, ειδικά της δημόσιας σφαίρας, δεν είναι πάντα αθώα, άρα χρειάζεται η καλλιέργεια του γραμματισμού από τη νηπιακή ακόμη ηλικία.
Ζούμε σε μια κοινωνία που επικρατούν έμφυλα στερεότυπα. Νιώσατε ποτέ κάποια συμπεριφορά ρατσιστική, μέσα στην καριέρα σας, λόγω του φύλου σας;
Ναι, φυσικά και βίωσα. Υπήρξα μία από τις πρώτες γυναίκες δημοσιογράφους σε νεαρή ηλικία, στην επαρχία. Αντιμετώπισα αρκετές δυσκολίες, δεν άφησα όμως να γίνουν εμπόδιο. Και βέβαια, ο ρατσισμός ή ο σεξισμός μπορεί να εκδηλώνεται και μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Αποφάσιζα να τον αντιπαλέψω «μιλώντας» μέσα από τη δουλειά μου. Εκεί προσπαθούσα να επενδύω την ενέργειά μου, ως αντίδοτο απέναντι σε κάθε δυσκολία ή επιθετική συμπεριφορά.
Σε ποιο βαθμό μία κοινωνία μπορεί να επηρεάσει τη γλώσσα ενός λαού ή το αντίστροφο;
Και τα δύο σε απόλυτο βαθμό. Η γλώσσα είναι η κοινωνία, διαμορφώνεται από ανθρώπους. Οι άνθρωποι είμαστε ατελείς, και το σύστημα της γλώσσας επίσης. Η γλώσσα έχει κοινωνικοποιητική λειτουργία, μας βοηθά να γινόμαστε ενεργά μέλη μιας κοινότητας. Από την άλλη, μία γλώσσα που χειραγωγείται ή είναι ιδεολογικά επιβαρυμένη, μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες εικόνες και αντιλήψεις για την κοινωνία. Γι’ αυτό επιμένω ότι η εκπαίδευση και ο πολιτισμός ήταν, είναι και θα είναι το μόνο ουσιαστικό μας αποκούμπι. Αν και μερικές φορές, ο πολιτισμός δεν μπορεί να καταστείλει τη βαρβαρότητα…
Η δραματοποίηση μέσω των λέξεων γίνεται αυθόρμητα; Οφείλεται στη δημοσιογραφική βλέψη ή είναι μια ευρύτερη πρακτική των εξουσιών;
Σε ό,τι αφορά τα ΜΜΕ, η δραματοποίηση υπηρέτησε κατά καιρούς την εμπορευματοποίηση ή την επιδίωξη της χειραγώγησης. Ο φόβος, για παράδειγμα, είναι μέσο εξουσιασμού των μαζών. Από την άλλη, η υπερβολή «πουλάει» και αυτό είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί, δεν μπορεί να φυσικοποιείται. Σκεφτείτε πόσες φορές χρησιμοποιείται η λέξη «σοκ». Η εκπαίδευση των ακροατηρίων στην ένταση και την «σαρκοβορία» είναι επικίνδυνη, μπορεί να οδηγεί στην αναισθητοποίηση. Οι λέξεις θέλουν από εμάς προσοχή, σεβασμό στο περιεχόμενό τους. Η υπερχρήση αδυνατίζει αυτό το περιεχόμενο, το ξεθωριάζει. Κι όταν πραγματικά το χρειαστούμε, πώς θα το αναπαραστήσουμε; Οφείλουμε να αναστοχαζόμαστε όταν πρόκειται για τη γλωσσική χρήση και στη δημόσια σφαίρα και στις προσωπικές μας σχέσεις, στη σφαίρα του ιδιωτικού, του συναισθήματος. Ο στείρος ή εσκεμμένα συγκρουσιακός λόγος, μπορεί να επιφέρει παράλυση, σύγχυση ή κατακερματισμό. Και οι διαιρέσεις δεν βοηθούν την κοινωνία, ειδικά σε εποχές κρίσης. Με αυτό βέβαια, δεν εννοώ ότι δεν έχουμε χρέος να αντιπαλεύουμε πρακτικές και πολιτικές που μας θίγουν.
Είστε η ιδρύτρια και διευθύντρια του καταξιωμένου θεσμού του Διεθνούς Θερινού Πανεπιστημίου «Ελληνική Γλώσσα, Πολιτισμός και ΜΜΕ», που έχει χαρακτηριστεί ως ένα «ακαδημαϊκό θαύμα». Τι πιστεύετε ότι έκανε αυτόν τον θεσμό τόσο ιδιαίτερο, τι σας λένε οι φοιτητές και οι συνάδελφοί σας. Και πού θα πραγματοποιηθεί φέτος το θερινό πανεπιστήμιο «της καρδιάς μας», όπως το αποκαλούν οι φοιτητές σας;
Η επιτυχία του θεσμού οφείλεται στη στρατιά των ανθρώπων που το πίστεψαν και το υποστήριξαν, και στη σκληρή δουλειά. Οφείλεται στις διεθνείς συνεργασίες και πάνω από όλα στους νέους, στη συμμετοχικότητά τους, στο χαμόγελο, στην αλληλεπίδραση. Άλλωστε, όπως συνηθίζω να λέω, εάν δεν εμπλέξουμε τους νέους στα όμορφα πράγματα, αυτά δεν πρόκειται να γίνονται ομορφότερα.
Όσο για φέτος, το πρόγραμμα θα γίνει στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Νέων Αυλώνα, από 4-7 Ιουλίου 2023. Φοιτητές μας θα είναι για πρώτη φορά οι νεαροί κρατούμενοι των φυλακών. Πρόκειται για μα βαθιά ανθρωπιστική πρωτοβουλία και στροφή του θεσμού αυτού, τον οποίο στηρίζει η ακαδημαϊκή κοινότητα, καθώς και πλήθος δημοσιογράφων, καλλιτεχνών και διανοουμένων. Φέτος, το ειδικότερο θέμα της δράσης θα είναι η ενσυναίσθηση στη γλώσσα. Το πρόγραμμα οργανώνεται από το Εργαστήριο Μελέτης Κοινωνικών Θεμάτων, Μέσων Ενημέρωσης και Εκπαίδευσης του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών της Σχολής Επιστημών Αγωγής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, σε συνεργασία με την ελληνική αντιπροσωπεία του Διεθνούς Επιμελητηρίου Συγγραφέων και Καλλιτεχνών που εδρεύει στη Βαρκελώνη, και το Γαλλικό Τμήμα του Ομίλου Ευρωπαϊκού Τύπου. Μετά την Άνδρο, τη Σύρο, την Ύδρα και το Καστελλόριζο, μετά τα ηλιόλουστα νησιά μας, θα αναζητήσουμε το φως στα κελιά των νεαρών κρατουμένων. Ίσως είναι η μεγαλύτερη πρόκληση γι’ αυτόν τον θεσμό. Και θα καταθέσουμε όλες μας τις δυνάμεις για να προσφέρουμε στους κρατούμενους ένα πρόγραμμα υψηλών προδιαγραφών.
Ένα από τα τελευταία σας βιβλία φέρει τον τίτλο «Φοβογλώσσα». Δεν υπάρχει πιο άρτιος τίτλος, για να περιγράψει τη σχέση της γλώσσας με τα Μ.Μ.Ε. Πείτε μου δυο λόγια περί αυτού.
Στη «Φοβογλώσσα» που συγγράψαμε μαζί με τον καθηγητή του Χάρβαρντ, Νικόλα Πρεβελάκη, συζητάμε για τον σύγχρονο φόβο, ως ψυχολογικό-κοινωνικό φαινόμενο αλλά και ως μέσο εξουσιασμού. Με την κατάθεση αυτού του νεολογισμού, δοκιμάζουμε και τις θέσεις μας απέναντι στον μη εστιασμένο φόβο και την επίδρασή του στην ανάπτυξη της δημοκρατικής διαβούλευσης, χωρίς να κρύβουμε την αμηχανία και τον περισπασμό, ίσως και την επιφύλαξη απέναντι στον πληθωρισμό της εκφοβιστικής πληροφορίας. Έμφαση δίδεται στον ρόλο της γλώσσας απέναντι σε αυτή την κατάσταση κρίσης, που σχετίζεται με την πανδημία, αλλά και σε προηγούμενες, όπως η οικονομική. Διαπιστώνουμε ότι σε σχέση με τη γλωσσική χρήση, εφαρμόζονται κοινές πατέρνες που αφορούν τον ιδεολογικό εμποτισμό και τη χειραγώγηση, με την επισήμανση ότι η γλώσσα δεν χειραγωγεί απλώς, αλλά χειραγωγείται και η ίδια, όταν επιστρατεύεται με συγκεκριμένες βλέψεις. Εισάγω ως νέο όρο τη «φοβογλώσσα», για να δείξω την έντεχνη εκμετάλλευση των γλωσσικών μορφών, με στόχο την ταχεία και άκρως επηρεαστική επιβολή συγκεκριμένων στάσεων και συμπεριφορών στους λαούς, στο όνομα του αγαθού της ζωής. Η φοβογλώσσα χαρακτηρίζεται για την εξουσιαστική λειτουργία της, εκπέμπεται από τον πολιτισμικά και οικονομικά «ανώτερο» και απευθύνεται στον «υποδεέστερο» ο οποίος, αποδεχόμενός την, αυτόματα αναγνωρίζει τη θέση του ως «κατώτερος», όλο αυτό μοιάζει με μία «εισβολή»…
Ποιες προσωπικότητες καθόρισαν την επιλογή σας να ακολουθήσετε ακαδημαϊκή καριέρα, και μάλιστα στον κλάδο της Γλωσσολογίας;
Ήμουν μαθήτρια του Δημήτρη Μαρωνίτη στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης. Εμπνεύσθηκα από αυτόν τον σπουδαίο Καθηγητή, όπως και ολόκληρες γενιές. Και φυσικά σημαντικό ρόλο έπαιξαν όλοι οι καθηγητές μου στη Γλωσσολογία στο Α.Π.Θ. στα τέλη της δεκαετίας του ’80, που τότε ήμασταν μόλις εφτά παιδιά στη συγκεκριμένη κατεύθυνση της Γλωσσολογίας. Μέντοράς μου βέβαια, ο καθηγητής μου, ο Ναπολέων Μήτσης. Στη συνέχεια, η ενασχόλησή μου με τη δημοσιογραφία άφησε το δικό της σημάδι. Άλλωστε, όταν με ρωτούν τι δουλειά κάνω, απαντώ με μία λέξη: Γραφιάς. Νιώθω ότι η περιγραφή αυτή τα καλύπτει όλα.