Το έργο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Έρικ-Εμμάνουελ Σμιτ (Eric-Emmanuel Schmitt) με τίτλο “Μικρά Συζυγικά Εγκλήματα” (Petits crimes conjugaux) σκηνοθετεί στη σκηνή του Μικρού Άνεσις ο Σωτήρης Τσαφούλιας.
Γραμμένο το 2004, παρακολουθεί την ιστορία του Ζιλ και της Λίζα, ενός ζευγαριού που συμβιούν πολλά χρόνια ως ζευγάρι. Μετά από ένα ατύχημα που είχε, ο Ζιλ επιστρέφει στο σπίτι του θεραπευμένος μεν σωματικά, αλλά με ολική απώλεια μνήμης. Τον συνοδεύει η γυναίκα του η Λίζα, η οποία θα γίνει το προσωρινό δεκανίκι το οποίο θα τον στηρίξει στην αγωνιώδη του προσπάθεια να ξαναθυμηθεί και να επανασυνδεθεί με το παρελθόν του. Η αναζήτηση αυτή και η κατάδυση στο χαμένο παρελθόν θα εκκινήσει από κάποια απλά, καθημερινά στοιχεία της μεταξύ τους σχέσης και θα συνεχίσει βαθύτερα, αγγίζοντας ευαίσθητες ψυχολογικές χορδές του διπόλου άντρα-γυναίκας και προσπαθώντας να καταδείξει ποια μπορεί να είναι τα στοιχεία εκείνα που τους ενώνουν και ποια εκείνα που τους χωρίζουν. Τα ερωτήματα είναι απλά, αλλά θεμελιώδη, με διάσταση πανανθρώπινη σε ότι αφορά τη συντροφικότητα και τα στοιχεία που μπορεί να μας ωθούν ή να μας απωθούν στο εκάστοτε έτερον ήμισυ. Ο έρωτας, ο πόθος, η επιθυμία, η αγάπη γίνονται η κινητήριος δύναμη μιας σχέσης, αλλά πόσο αυτή μπορεί να αντέξει στη φθορά του χρόνου και στη συνήθεια της καθημερινότητας; Τα όποια ψέμματα είναι εφήμερα, κρατούν λίγο και γίνονται το εργαλείο ώστε τελικά η αλήθεια να προβάλλει στο προσκήνιο, κινητοποιώντας μια εφ’ όλης της ύλης αναθεώρηση της σχέσης των δύο, με στόχο τη συζυγική τους ανανέωση και επιβίωση. Η μετάφραση της Λουκίας Μητσάκου είναι εύστοχη και λειτουργική, σε γλώσσα καθημερινή και κατανοητή, δείχνοντας να μην παραλείπει τίποτα από την ουσία του κειμένου.
Ο Σωτήρης Τσαφούλιας σκηνοθετεί την παράσταση, στοχεύοντας μέσα από την προβληματική της να καταδείξει ότι αυτή αφορά την πραγματική ζωή, ότι καταγράφει θέματα που τα περισσότερα ζευγάρια αντιμετωπίζουν ή θα αντιμετωπίσουν και θέλοντας να προκαλέσει το θεατή να ταυτιστεί (μερικώς έστω) ή τουλάχιστον να προβληματιστεί τόσο με τις φωτεινές στιγμές των δύο πρωταγωνιστών, όσο και με τις σκοτεινές τους. Η ψυχολογική ενδοσκόπηση ξεκινά από την επιφάνεια, συνεχίζοντας όλο και βαθύτερα, χωρίς πρόθεση κριτικής και ψόγου, αλλά με μια διάθεση δημιουργικής διερεύνησης των αιτίων, των δεδομένων, των “θεραπειών” και της όποιας απόδοσης ευθυνών. Αποφεύγει επιμελώς μια γλυκανάλατη ρομαντική κομεντί, διατηρεί το (συχνά πικρό) χιούμορ των χαρακτήρων, δε φοβάται να δώσει χώρο στις αλήθειες και τις αντιπαραθέσεις και χρησιμοποιεί τις ανατροπές για να κλιμακώσει το ρυθμό και την ένταση των λόγων και των παραγόμενων συναισθημάτων. Οι παύσεις και οι σιωπές είναι εμφατικές και δίνουν ένα στίγμα κατανόησης, σκέψης και αναζήτησης διεξόδων και λύσεων. Η μουσική έχει κι αυτή ενεργή συμμετοχή στη διατήρηση στο θεατή μιας θετικής αύρας, αίσθησης και προοπτικής που διατρέχει την παράσταση ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του ζευγαριού. Υπήρξαν κάποιες (λίγες) στιγμές που μερικές σκηνές είχαν μια επαναληπτικότητα ή λίγο μεγαλύτερη διάρκεια, χωρίς όμως να αλλοιώσουν στο ελάχιστο την αξία και την ποιότητα της σκηνοθετικής πρόθεσης και προσέγγισης.
Η Ναταλία Τσαλίκη στο ρόλο της Λίζας έχει μια αφοπλιστική αμεσότητα στο λόγο και στην κίνησή της και καταφέρνει να αποτυπώσει στη σκηνή όλη τη συναισθηματική παλέτα από την οποία περνάει η ψυχοσύνθεση της ηρωίδας της, αλλάζοντας τον τόνο της φωνής της, τις εκφράσεις του προσώπου της, το βηματισμό, αλλά και την στάση του σώματός της. Έχει κατανοήσει στη λεπτομέρεια τις λεπτές ισορροπίες της σχέσης της με το σύζυγό της είναι πάντοτε καίρια και μετρημένη, χωρίς καμία υπερβολή φωνητική ή ψυχολογική, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πόσο καλή ηθοποιός είναι. Ο Άρης Λεμπεσόπουλος ερμηνεύει το Ζιλ, που ξεκινά από την αμηχανία της σχεδόν πλήρους αμνησίας και ανάγκης για μια νέα, συνολική προσαρμογή στο παρόν και συνεχίζει με μία εφ’ όλης της ύλης αναμέτρηση με το παρελθόν του(ς). Προσαρμόζει το προσωπικό του ερμηνευτικό στυλ στις ανάγκες του ρόλου του και καταφέρνει να γίνει το αντίπαλον δέος, αλλά και το συμπλήρωμα της Λίζας, με συνέπεια και ρεαλισμό, αποφεύγοντας επιμελώς την εύκολη συγκίνηση ή τις αχρείαστες κορυφώσεις. Οι δύο πρωταγωνιστές έχουν πολύ καλή χημεία στη σκηνή και πείθουν ως ένα ζευγάρι το οποίο προσπαθεί να πολεμήσει τη φθορά του χρόνου και να στηριχθεί σε όλα αυτά που εξακολουθούν να τους ενώνουν, αλλά αναζητά και κάποιες αλλαγές που θα τους δώσουν τα εχέγγυα μιας επιτυχημένης συνέχειας.
Το σκηνικό του Δημήτρη Πολυχρονιάδη άφησε το χώρο σε κάποια σημεία μάλλον γυμνό και χωρίς προσωπικότητα, αν και σε γενικές γραμμές κατάφερε να αποδώσει το καθιστικό ενός αστικού διαμερίσματος. Τα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου απλά, καθημερινά, κομψά χωρίς υπερβολές και αρκετά ταιριαστά με την προσωπικότητα των δύο χαρακτήρων. Η μουσική του Χρήστου Θάνου κατάφερε να δώσει τις απαραίτητες ανάσες στο λόγο και τη ροή του έργου και αποτέλεσε ενεργό κύτταρο της παράστασης. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου είχαν κάποια προβλήματα στην εστίαση στους πρωταγωνιστές, αλλά και μια προτίμηση σε γενικού χώρου πλάνα που δεν ήταν πάντα ταιριαστοί.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Μικρό Άνεσις, παρακολούθησα μια παράσταση που ασχολείται με τις σχέσεις και τις ισορροπίες ενός ζευγαριού που δοκιμάζεται από τη φθορά του χρόνου και τα προσωπικά πάθη των πρωταγωνιστών. Η σκηνοθετική προσέγγιση παρουσιάζει με ρεαλιστικό τρόπο τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ήρωες και με μια αμεσότητα που αγγίζει το θεατή, καθώς έχει οπωσδήποτε βρεθεί σε παρόμοια θέση. Το χιούμορ δίνει τις απαραίτητες ανάσες στο λόγο και τις δραματικές του κορυφώσεις, ενώ οι ανατροπές έχουν σωστό timing και ανανεώνουν το ενδιαφέρον του κοινού. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι πολύ καλό, δένει αρμονικά στη σκηνή και πείθει για τους προβληματισμούς του και τα υπαρξιακά του θέματα. Μια πολύ καλή δουλειά που αξίζει της προσοχής του θεατρόφιλου κοινού.