Είναι από τους ανθρώπους που έχουν σατυρίσει και στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα της εποχής με την αγχίνοια που πρέπει να διέπει έναν δημιουργό ταγμένο στην τέχνη και τη μαθητεία. Ο Γιάννης Μηλιώκας έχει καυτηριάσει κοινωνικά θέματα μέσω των τραγουδιών του, έχει συγκινήσει και έχει χαρίσει απίστευτες στιγμές ψυχικής ανάτασης στο κοινό. Ο άνθρωπος που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με μια κασέτα, ο εθνικός μας προφήτης- Να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλάκες- παραμένει ένας αιώνιος μαθητής, ένας ελεύθερος άνθρωπος κι ένας αήττητος τεχνίτης σε ότι επιλέγει κάθε φορά.
Στην πρώτη μας τηλεφωνική μας επικοινωνία ήταν θετικός να μας μιλήσει, έτσι ορίσαμε σύντομα και μία δεύτερη τηλεφωνική επαφή (αναγνωριστική θα ήταν αλλά το κατάλαβα μετά) θεωρώντας- εκ μέρους μου- ότι θα είναι και αυτή που θα γίνει η ηχογράφηση της συζήτησης. Αφού ξεκινήσαμε τη συνομιλία, με το “στρίβειν δια του αρραβώνος” και διάφορες πληροφορίες που ενδεχομένως να μην είχα, η συζήτηση προχωρούσε ομαλά και με τεράστιο ενδιαφέρον. Αισθάνθηκα ότι δε συνομιλώ με έναν άνθρωπο που έχει καταπιεί το ρόλο του σοφού, ένιωσα απλά ότι η συνομιλία μας δικαιώνει το θαυμασμό που του έχουμε. Αφού πέρασε αρκετή ώρα μου είπε: “Έχουμε ήδη πει πολλά, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε τη συνέντευξη τώρα κι αν μας βγει μας βγήκε, αν όχι το αφήνουμε για μία άλλη φορά“. Το δάχτυλο μου ήταν σε ετοιμότητα αθλητή που ακούει τον εναρκτήριο πυροβολισμό… REC
Ξεκινήσατε ως ζωγράφος αλλά παράλληλα επιλέξατε να γράψετε και τραγούδια με αρκετά καυστικό στίχο. Τι σας οδήγησε εκεί;
Το κίνητρο ήταν η διαφορά που έβλεπα μεταξύ του μέσα μου με το γύρω μου. Αλλιώς αισθανόμουν τα πράγματα και η αλήθεια είναι ότι έβρισκα και πολλούς ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονταν έτσι. Τα περισσότερα τραγούδια μέχρι τότε περιέγραφαν μία άλλη ζωή, κάποιων άλλων κατοίκων, ενός άλλου πλανήτη. Δεν άκουγα κάτι που να μοιάζει με αυτό που αισθάνομαι.
Η ζωγραφική πώς ξεκίνησε; Ακολουθήσατε κάποια σχολή;
Ξεκίνησα αρχικά με την αντιγραφή. Μου φάνηκε πανάκριβος ένας πίνακας για να τον αγοράσω και αποφάσισα να μάθω να ζωγραφίζω. Αισθάνθηκα γελοίος όταν μου είπαν την τιμή. Λέω κάποιος κοροϊδεύει κάποιον. Έτσι, βρέθηκα μέσα σε μία εβδομάδα να ζωγραφίζω είκοσι ώρες τη ημέρα. Έμαθα πάρα πολλά πράγματα μέσα από τη ζωγραφική. Εκτός από τα άπειρα χρώματα που ανακάλυψα, γιατί μέχρι τότε ήξερα τα βασικά, το κυριότερο ήταν η προοπτική.
Ο καλλιτέχνης λοιπόν αξιολογεί την τέχνη του και την κοστολογεί όσο εκείνος θεωρεί. Σε πολλές περιπτώσεις η αξία του έργου ανταποκρίνεται σε υψηλό κόστος, άρα, αυτό σημαίνει ότι αυτόματα απευθύνεται και σε υψηλά κοινωνικά στρώματα…
Έχεις θέσει τρία θέματα. Αρχικά τι αισθάνεται αυτός ο οποίος διαθέτει το έργο του, την εμπορική πλευρά και το κοινό που τα αγοράζει. Ο καλλιτέχνης ο οποίος θα αντιληφθεί ότι αυτό το έργο θα κοστολογηθεί πανάκριβα ή πάμφθηνα έχει μπει σε μία διαδικασία οικονομικού ενδιαφέροντος, οπότε θα πρέπει να αφήσει τα πινέλα του, να κάνει ένα τσιγάρο, να πάει μία βόλτα και να επιστρέψει. Γιατί αυτό δεν πρέπει να υπάρχει το κεφάλι του. Το έργο του πρέπει να εκφράσει αυτό που εκείνος θέλει και όχι την οικονομική – εμπορική αξία του πίνακα που θέλει να δημιουργήσει.Πρέπει να αποστασιοποιηθεί από το χρήμα.
Χοντρά χοντρά θα ξεχώριζα αυτούς των οποίων οι πίνακες έχουν αναγνωριστεί μετά θάνατο και τους προ του θανάτου -από αυτούς καταργούνται εκείνοι οι οποίοι έγιναν πλούσιοι εν ζωή-, εκείνoυς που τα εμπορεύονται και γνωρίζουν ότι μπορούν να τα δώσουν σε υψηλή τιμή και τους ανθρώπους οι οποίοι έχουν μία ανικανότητα να παρουσιάσουν τα δικά τους χαρίσματα, που πιθανόν να μην υπάρχουν. Έτσι αγοράζουν αξίες γύρω τους για να υποθέσουμε ότι μέσα σε αυτές τις αξίες αναλογεί και η δική τους αξία. Τρία παραμύθια σε ένα.
Στα τραγούδια σας έχετε χρησιμοποιήσει και σκληρές φράσεις οι οποίες σήμερα ίσως κινδύνευαν να χαρακτηριστούν. Έχουμε γίνει κάπως συντηρητικοί; (Ανοργασμικιά, Αλλού τρως, Αν σε είχα εγώ γυναίκα)
Ναι, θα έλεγα ότι είναι λίγο υποκριτικό, γιατί ως άντρας είμαι κι εγώ μέλος της αγέλης των ανδρών και βλέπω τον τρόπο και μαθαίνω να συνυπάρχω με ανθρώπους που άλλα λένε μπροστά στις γυναίκες και άλλα από πίσω. Το σπορ αυτό φυσικά το έχουνε και οι γυναίκες. Όταν έγραφα αυτά τα αιχμηρά τραγούδια ήταν η εποχή που όλοι έλεγαν ψέματα σε όλους και όλοι εκθείαζαν όλους. Δηλαδή έψαχναν λεξικό να βρουν την ομορφότερη και ρομαντικότερη λέξη ενώ ήταν κάτι γαϊδούρια όρθια. Ούτε λίγο ούτε πολύ “Στο διπλανό τραπέζι ένας θεός με παίζει“. Κάτσε, μην σαλτάρουμε τελείως! Γέμισε ο κόσμος θεούς και θεές. Θέλω να κατεβάσουμε λίγο τον πήχη γιατί το παραχέσαμε. Δεν ξέρω αν το θυμάσαι η “Ανοργασμικιά” τελειώνει με τον τύπο που ενώ τη βρίζει, χτυπάει το τηλέφωνο, το σηκώνει, λέει αυτή: “Μωρό μου” κι απαντάει αυτός “Αγάπη μου” (γέλια)
Ακούγοντας τα τραγούδια σας αναρωτιέμαι λίγο για το πίσω μέρος, δηλαδή τι σκεφτόσασταν πριν την κάθοδο στην Αθήνα; Πάω με μία κασέτα και αν γουστάρουν καλώς, αν όχι δεν πειράζει;
Ο χειρότερος εχθρός μας είναι ίδιος μας ο εαυτός. Εγώ έγραψα αυτά που με απασχολούσαν και τα έκανα μία κασέτα. Την άκουσα μία, δυο, τρεις, την έδωσα και στους φίλους μου να την ακούσουν. Βρέθηκα μπροστά στην ανησυχία και στην ανασφάλεια του αν αυτά τα τραγούδια μπορούν να κυκλοφορήσουν δισκογραφικά ή όχι. Άφησα την κασέτα είκοσι μέρες ένα συρτάρι και την εικοστή πρώτη σκέφτηκα ότι εγώ δεν είμαι ειδικός για το αν αυτά τα τραγούδια μπορούν να κυκλοφορήσουν ή όχι…
Υπάρχουν στην Αθήνα οι ειδικοί κι επειδή δεν θέλω μετά από είκοσι χρόνια να λέω ότι είχα μία κασέτα στο συρτάρι την οποία δεν πήγα ποτέ -εδώ θέλει τόλμη να υπερασπιστώ την πρότασή μου- πήρα το αεροπλάνο και κατέβηκα. Άφησα σε επτά δισκογραφικές από μία κασέτα και μου απάντησε μία.Έτσι ξεκίνησε. Ο χειρότερος εχθρός μου εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν να γίνει ο εαυτός μου.
Και τελικά ήρθε η θετική απάντηση…
Ετοιμαζόμουν να παρουσιάσω μία έκθεση στην Αυστραλία. Θα άφηνα τη γκαλερί μου σε μία φίλη από τη Θεσσαλονίκη και θα πήγαινα εκεί. Με τα χρήματα που θα έβγαζα θα έκανα μία προσπάθεια ξανά, μόνος μου. Δηλαδή δεν είχα αξιώσεις να γίνω πλούσιος. Με ενδιέφερε να έχω το απαραίτητο καθημερινό ποσό που θα με βοηθούσε να υπηρετήσω τα σχέδιά μου. Δύο ώρες πριν κλείσω τη συμφωνία με τη γκαλερί μου τηλεφώνησαν από την εταιρεία (Minos) και μου είπαν να κατέβω για το συμβόλαιο. Νομίζω ότι τελευταία στιγμή έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στη ζωή μου.
Όπως;
Ένα καλοκαίρι βρέθηκα στη Ρόδο ακολουθώντας ένα φίλο από την Αθήνα για διακοπές. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειριστήκαμε τα χρήματά μας ήτανε από γελοίος έως προσβλητικός για τα χρήματα και για εμάς τους ίδιους. Με την τελευταία μου δραχμή κάλεσα ένα φίλο, εξηγώντας του ότι η κατάσταση είναι έτσι, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είμαι έτοιμος για οποιαδήποτε εργασία. Τελικά, βρίσκομαι σε μία ταβέρνα στην οποία είχαν κιθάρα κι όλο τον εξοπλισμό. Εγώ ήμουν έτοιμος να ακούσω ότι πάω για μπογιατζής ή για κάτι άλλο και βρέθηκα κιθαρίστας, με κιθάρα ξένη και μηχάνημα με την τελευταία δραχμή και τρεις μέρες νηστικός.
(…) Δεν χρειάζεται πάντα να οδηγείς εσύ τη ζωή σου σε τέτοιες καταστάσεις καμιά φορά σε οδηγεί η ίδια η ζωή. Είχα τρία ατυχήματα και γλίτωσα από του χάρου τα δόντια. Το μάθημα από αυτά τα ατυχήματα ήταν τελικά η τύχη μου η ίδια. Δεν δικαιούμαι βέβαια να το χαρακτηρίσω ατύχημα γιατί μία εβδομάδα αφού είχα γλιτώσει από το χειρότερο έμπαιναν στο μυαλό μου κάποιες σκέψεις. Έλεγα: “Αν τελείωνε η ζωή σου εδώ,έχεις κάνει περίπου τον κύκλο που φανταζόσουν; Έφτασες εκεί που ήθελες; Είσαι στον σωστό δρόμο;” Η απάντηση ήταν ότι ήμουν εντελώς αλλού!
Αναθεωρήσατε δηλαδή;
Βεβαίως! Γιατί όταν γλιτώσεις από του χάρου τα δόντια αναθεωρείς σοβαρά μέσα σου για το αν είναι σωστό αυτό που κάνεις. Είχα πολλές εκκρεμότητες που η θεωρία και η καθημερινότητα με είχαν παρασύρει σε χρονοδιαγράμματα τα οποία δεν πραγματοποιούνται στο διάστημα μιας ζωής. Κάθε τρακάρισμα ήταν λύκειο, πανεπιστήμιο και μεταπτυχιακό μαζί. (γέλια)
Αναθεωρήσατε και σε προσωπικό επίπεδο;
Είχα μία ένοχη για τη συμπεριφορά μου αλλά συγχρόνως ένα τμήμα της ψυχής μου έλεγε “Δεν φταίω εγώ” Μέχρι που συνειδητοποίησα -μετά από τα ατυχήματα- ότι εγώ δεν φεύγω ποτέ. Εγώ απλά πηγαίνω…
Την περίοδο της μεγάλης επιτυχίας εικάζω πως θα γινόταν χαμός από θαυμάστριες. Καταχραστήκατε τη φήμη σας;
Ενέδωσα, αλλά πολύ σύντομα πέρασε από το μυαλό μου η εξής σκέψη: Εσύ ας πούμε ωραίο παιδί είσαι, ψηλό παιδί, λεπτό και τον χρόνο είχες ας πούμε και δέκα γνωριμίες. Μετά τη δισκογραφία πήγες στον Φουστάνο (σ.σ πλαστικός χειρουργός) ας πούμε; Αυτό το κατασκεύασμα που είχε κάποιος στο μυαλό του για εμένα ήταν ένα ψέμα κι εγώ δε μπορώ να υποστηρίξω ένα ψέμα. Στην παρέα για να τους πειράξω καμιά φορά λέω: Από τους γνωστούς αυτής της χώρας είμαι ο πιο ελεύθερος κι από τους ελεύθερους ο πιο γνωστός! (σ.σ γέλια)
Άλλου είδους καταχρήσεις;
Ναι, έκανα ένα αλκοόλ τεστ, πως λέμε κρας τεστ. Πέρασα στα τρία μπουκάλια ουίσκι καθημερινά για έξι μήνες αλλά μετά διαπίστωσα ότι η μαγκιά κάθε δέκα χρόνια αλλάζει. Η μαγκιά της ηλικίας ήταν και μαγκιά της εποχής. Υπάρχουν οι κολλημένοι μάγκες και αυτοί που λένε ότι μέχρι εδώ, εντάξει το δοκίμασα, δε θέλω το ίδιο. Ποιος μπορεί να πάει στην ίδια τάξη πενήντα χρόνια;
Θυμόσαστε τους μουσικούς που έπαιξαν στους πρώτους δίσκους σας;
Όταν ετοιμαζόμαστε να κάνουμε τον δίσκο σκέφτηκα ότι ο στίχος μπορεί να είναι μάπα και δεν σκεφτόμουν ότι θα είμαι αυτός που θα τα τραγουδήσει. Μου είπαν: Μην είσαι μ****** εσύ θα τα πεις. Πώς θα τραγουδήσει κάποιος άλλος αυτά τα πράγματα, δεν γίνεται. Και λέω αφού σας αρέσουν τόσο γιατί δεν βάζουμε τα αστέρια της μουσικής να παίξουν; Δηλαδή, Αντύπας στα τύμπανα, στο μπάσο Γιάννης Λασκαράκης, στην κιθάρα ο Σπάθας… Έτσι, ξεκίνησε με τους καλύτερους κι ο κόσμος έδωσε μεγαλύτερη προσοχή, γιατί άκουσε ένα εξαιρετικό παίξιμο. Εκείνη την εποχή οι καλοί μουσικοί δεν έπαιζαν σε τέτοιου είδους τραγούδια, οι δίσκοι έμοιαζαν περίπου με ντέμο. Το δικό μου ήταν άψογο! Είχα και μία τρέλα με τους μουσικούς γιατί ήμουν και δώδεκα χρόνια κιθαρίστας. Δε μπορούσα να υποκύψω σε μέτριες λύσεις. Ο ένας καλύτερος από τον άλλον πάντα!
Ποιο τραγούδι γράψατε εξαιτίας χωρισμού σε βαθιά στεναχώρια;
Έκανα ένα συνειρμό με τον Τσομπανάκο της ΕΡΤ και το Ποιμενικό. Πώς σας ήρθε η ιδέα να το αποδώσετε με αυτόν τον ιδιωματισμό;
Η έμπνευση ήταν ο παππούς μου. Ο παππούς μου ήταν κινητό θέατρο. Μιλούσε έτσι ενώ ζούσε στη Θεσσαλονίκη, όχι σε χωριό. Αφιερώναμε μία ώρα την ημέρα για να περιγράψουμε αυτά που έλεγε κι έκανε. Να φανταστείς ήμασταν με τον αδερφό μου (ο αδερφός μου τεσσάρων ετών τότε) στην ταβέρνα του παππού και ήμασταν τα γκαρσονάκια. Μεγάλη ταβέρνα με δεκαεπτά γκαρσόν. Το μαγαζί είχε ημιυπόγεια αυλή οπότε ένα βράδυ που έβρεξε πάρα πολύ, κατέβηκαν τα νερά από τις σκάλες και έσπασαν την πόρτα. Αφού ανέβασαν ό,τι μπορούσαν σε ψηλά σημεία για να μην πάθουμε ηλεκτροπληξία, στεκόταν ο παππούς μου στο κέντρο της ταβέρνας και έλεγε τραβώντας τα μαλλιά του: “Πω, πω τι πάθαμαν“. Πηγαίνει ο αδερφός μου, τον τραβάει από τις τσέπες -γιατί μέχρι εκεί έφτανε- και του λέει: “Παππού… Τι πά-θα-με“. Βρήκε την ώρα να του κάνει μάθημα (γέλια)
Πώς σας φαίνονται οι καλλιτέχνες τώρα με την έξαρση της χρήσης των σόσιαλ μίντια;
(…) Η ευθυκρισία μου και η αντιληπτικότητα μου δεν έχουνε πάει περίπατο. Θα σου έλεγα λοιπόν ότι πραγματικά αν αφιέρωναν το χρόνο που αφιερώνουν στο να μεθοδεύσουν έναν μηχανισμό για να παρουσιαστούν, για να γράψουν καλύτερα τραγούδια θα ήταν πραγματικά αξιόλογο. Δηλαδή, αντί να ασχοληθούν δέκα ώρες με τα τραγούδια, ασχολούνται πέντε ώρες με αυτά και άλλες πέντε ώρες για να τα προωθήσουν μέσα από τα κανάλια τα γνωστά. Θα μπορούσαμε να έχουμε αριστουργήματα εάν καλλιτέχνες μας και οι πνευματικοί άνθρωποι δεν προσπαθούσαν οι ίδιοι να προωθήσουν μεθοδευμένα το έργο τους.
Καταναλώνονται στον πανικό τους, στην αγωνία τους για την εικόνα τους με λάθος τρόπο, σε λάθος μέρη. Εγώ το λέω κάπως άγαρμπα και άκομψα. Το χάρισμα που έχει ένας καλλιτέχνης πρέπει να το χαρεί κι όχι να αισχροκερδεί. Δεν υπάρχει δόξα και χρήμα μαζί. Ή θα ανήκει στην κατηγορία του 9: των χρημάτων ή του 10: της δόξας. Αυτοί με το 9, με τα χρήματα δηλαδή, πληρώνουν τους γύρω τους για να παρουσιάσουν δόξα. Είναι το 9 που παριστάνει το 10 και ο 10 που, ντρέπεται να πει ότι είναι 10, έχει κατέβει στο 9. Αυτό ζούμε. Αλλά δεν είμαστε τυφλοί, αντιλαμβανόμαστε… άλλος ενστικτωδώς, άλλος συνειδητά…
Γιοκαρίνης, Λάκης με τα ψηλά ρεβέρ, Ζιώγαλας. Αυτή η συνομοταξία η δική σας ήταν λίγο… “σαν τη μύγα μες στο γάλα” εκείνη την περίοδο;
Σαν κάτι καινούργιο. Σαν να ήμασταν συνεννοημένοι από κάθε γειτονιά μιας πόλης… Γράψαμε αυτό που νιώθαμε ότι λείπει από την πιάτσα. Θέλαμε να ακούσουμε αλλιώς τα πράγματα και όχι όπως οι παλιοί που -έμοιαζαν με τους Φλινστόουνς- είχαν κολλήσει κάπου κι αυτό το κάπου απέδιδε και ο ένας μιμούνταν και επαναλάμβανε τον άλλον. Αυτό αφορούσε την προηγούμενη γενιά.
Δόθηκε σύνθημα χωρίς να δοθεί σύνθημα. Ξαφνικά βρέθηκαν σε όλες τις εταιρείες, τέτοιες παραγωγές χωρίς να έχουμε ακούσει ο ένας τον άλλον, αλλά ταυτόχρονα. Κατά κάποιο τρόπο λειτούργησε καθησυχαστικά αυτό για εμάς. Έφυγε η αγωνία του καθενός για το τι μπορεί να ακολουθήσει. Σταδιακά καταλάβαμε ότι όλο αυτό το πράγμα ήρθε για να καλύψει κάποιες εσωτερικές και εξωτερικές ανάγκες ανθρώπων της δικής μας γενιάς.
Όπως μου έχει πει και ο Ζιώγαλας -κάπου το πήρε το αυτί του- η συμμορία της εποχής εκείνης είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια σχολή ή παρέα. Αυτό που λέγεται σήμερα ροκάδες. Τόσα χρόνια αυτόνομο δεν ήταν ούτε το λαϊκό, ούτε το ελαφρολαϊκό, ούτε το ρεμπέτικο, ούτε το κανταδώρικο. Όλα έκαναν έναν κύκλο δέκα- είκοσι ετών κι έκλειναν. Αυτό όμως είναι ανοιχτό κεφάλαιο από το 1980, σχεδόν 40 χρόνια!
Είπατε τώρα την λέξη κανταδόρικο και μου ήρθε στο μυαλό το τραγούδι “Βόλτα σε ένα παπούτσι” το οποίο είναι εξαιρετικά επίκαιρο.
Αυτό το τραγούδι το έγραψα όντας κλεισμένος και εγώ μέσα στο σπίτι. Τσίμπησα μία γρίπη, ήμουν κουρασμένος και βρέθηκα σε απομόνωση. Έπρεπε οπωσδήποτε να ξεκουραστώ, να γίνω καλά. Δηλαδή ύπνο και κοτόσουπα. Βρέθηκα σε ένα δωμάτιο το οποίο είχε απέναντι μία ντουλάπα με κάποια συρτάρια κι εγώ ήθελα να γράψω.. Ε, τι να γράψω περισσότερο από αυτό που έβλεπα; Έγραψα το μικρόκοσμο μου. Ήμουν και εγώ τότε κορώνα-χτυπημένος από το ’88, 30 χρόνια πριν.
Τον Μπ. Μπαταμανίδη τον έχετε ακουστά;
Δεν ήξερα ότι ο Μπάτμαν είναι Πόντιος! (σ.σ γέλιο. Ακολουθεί μία σύντομη αναφορά) Μου αρέσει αυτό που ακούω. Μου αρέσουν οι χαμογελαστοί άνθρωποι γιατί έχουν περισσότερη αισιοδοξία και σιγουριά γι’ αυτό που κάνουν! Όλοι οι άλλοι έχουν μια αμφιβολία με την οποία ακυρώνουν την καλή πρόθεση κάποιου να ακούσει αυτό που έχουν να του πουν.
Ειδικά το τελευταίο διάστημα που ζούσαμε κάθε μέρα και μία “κηδεία”. Τώρα οι μουτρωμένοι δε μπορούν να βγουν έξω και αναγκάζονται να υποστούν τα μούτρα τους μόνοι τους. Αυτή είναι η τιμωρία πια. Τίποτα δε μπορεί να έχει τη δύναμη του τυχαίου. Τίποτα δε μπορεί να αλλάξει αρκετά πράγματα όσο το τυχαίο. Ένας προγραμματισμός δεν μπορεί να έχει τη δύναμη.
Να ξεκαθαρίσουμε λίγο τι σημαίνει τυχαίο. Τυχαίο είναι αυτό το οποίο συμβαίνει στους τυχερούς. Η τύχη μας λοιπόν μας έφερε να βρεθούμε ενώπιος ενωπίω ή μάλλον απέναντι στον ίδιο μας τον εαυτό… και να μου το θυμάστε ότι ήταν ο μοναδικός τρόπος. Αυτό το αίσθημα που θα εισπράξουμε (μοναξιάς, κοινωνικότητας, παγκόσμιας αίσθησης των πραγμάτων) θα μας οδηγήσει στην αξιολόγηση των επιλογών και από τα δέκα που είχαμε στο μυαλό μας ως προτεραιότητα, τα έξι τα βλέπω να φεύγουν εκτός. Το αποτέλεσμα θα είναι πάρα πολύ καλό. Λίγο κουράγιο- γιατί δεν είναι δυνατόν να παραγγείλεις delivery την ώρα που κολυμπάς- να φτάσουμε στη στεριά και όλα θα πάνε καλά! Είμαι σίγουρος!
Ο Γιάννης Μηλιώκας ασχολείται με την ηχοληψία, διερευνώντας οδούς που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα πιστεύοντας ακράδαντα ότι η τέχνη της Ηχοληψίας δεν έχει τελειώσει. Αντίθετα, έχει πολύ δρόμο μπροστά. Ο ίδιος είναι κλεισμένος στο στούντιο του, μελετώντας ενδελεχώς τα πάντα γύρω από αυτό το θέμα. Πρόσφατα χάρισε ένα τραγούδι του (υπογράφει τους στίχους και τη μουσική) “Με ένα χρώμα” στη Βιολέτα Ίκαρη. Το 2010 κυκλοφόρησε το βιβλίο “Μαίανδρος: Η Γυμναστική των Αρχαίων Ελλήνων“-μετά από οκταετή έρευνα- από τις εκδόσεις Κάκτος. Το βιβλίο ανιχνεύει όλα όσα διδάσκουν οι αρχαίοι, σχετικά με έναν καλύτερο τρόπο ζωής αλλά περιλαμβάνει και πρακτικές συμβουλές για ευεξία, υγεία και μακροζωΐα, κανόνες που ακολουθεί και ο ίδιος.
Γυμνάζεται, μελετά, και έχετε κατακτήσει την ελευθερία του, πράγμα που σημαίνει για εκείνον, ο χρόνος που αφιερώνει στον εαυτό του, στην εξέλιξη την μαθητεία. Θα με βρουν με ένα μολύβι στο χέρι, λέει. Γιατί ο Γιάννης Μηλιώκας από όλους τους ρόλους που καλείται να παίξει στη ζωή προτιμά αυτόν του μαθητή, κι ας γίνεται πότε πότε για κάποιους δάσκαλος κι άλλοτε συμφοιτητής. Απεχθάνεται την προχειρότητα γι’ αυτό και για ό,τι κάνει δαπανά πολύ χρόνο. Αναζητά τις ουσιαστικές του ανάγκες για πράγματα που θεωρεί ότι το απασχολούν και αν όντως συμβαίνει αυτό. Δεν είναι ο 2 σε έναν καβγά, γι΄αυτό και αφήνει τους “ετοιμοπόλεμους” με την ασπίδα τους παρατεταμένη. Πιστεύει στην αλλαγή που ξεκινά από μέσα μας και μετά απλώνεται στην κοινωνία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Μηλιώκας δεν είναι απλά δάσκαλος αλλά ολόκληρη σχολή.
Τραγούδια που έχουμε ξεχωρίσει & δεν είναι από τα ευρέως γνωστά: εδώ, εδώ, εδώ, εδώ,
*Η συζήτηση διήρκησε σχεδόν δύο ώρες. Δύσκολο το έργο του να επιλέξεις ή να αξιολογήσεις κάτι ως λιγότερο ή περισσότερο ενδιαφέρον. Προσπάθησα να σας δώσω μία γενική εικόνα για τα όσα ειπώθηκαν με το τελευταίο “μονόπρακτο” … Ελπίζω να επέλεξα σωστά
*Ευχαριστώ τον κ. Ηλία Μπενέτο για την επαφή, τον Γ. Μηλιώκα για την εμπιστοσύνη κι εσάς που μας διαβάσατε