Μιλήσαμε με τον Τάση Παπαϊωάννου, διδάσκοντα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, για το εγχείρημα της ανακατασκευής μιας προσφυγικής παράγκας από το Δουργούτι. Ένα εγχείρημα που το συλλογικό είναι προϋπόθεση, και το χθες θέτει ερωτήματα στο σήμερα.
Συνέντευξη: Αγγελική Χατζή
Πώς προέκυψε η ιδέα της ανακατασκευής μιας προσφυγικής παράγκας από το Δουργούτι;
Ήταν πρόταση μιας πρωτοβουλίας κατοίκων που μένουν στο Δουργούτι, στο πλαίσιο του προβλήματος που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία και διεθνώς, σε σχέση με τα πολύ μεγάλα κύματα προσφύγων, που κυρίως από τον Νότο ανεβαίνουν προς τις βόρειες χώρες, αυτές που ονομάζουμε αναπτυγμένες. Σίγουρα έχει να κάνει με την ιστορία ακριβώς αυτής της περιοχής και μάλιστα μέχρι την περίοδο του ’60, που υπήρχαν ακόμα οι προσφυγικές κατοικίες, οι παράγκες, που είχαν με τα ίδια τους τα χέρια χτίσει οι πρόσφυγες όταν ήρθαν από τη Μικρά Ασία. Υπάρχουν φωτογραφίες, ενός Ελβετού φωτογράφου, του Hans Gerber, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, που, περιπλανώμενος μέσα σ’ αυτή την περιοχή στο Δουργούτι, έχει βγάλει φωτογραφίες των συνθηκών που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο. Ήταν μια παραγκούπολη, με χωματόδρομους, άθλιες συνθήκες στις οποίες οι πρόσφυγες ζούσαν και απαθανατίζει ακριβώς αυτές τις συνθήκες διαβίωσης. Ήταν μια συνθήκη πολύ κακή· νερά στους δρόμους, δεν υπήρχαν αποχετεύσεις, ούτε τα στοιχειώδη δεν είχαν οι άνθρωποι για να ζήσουν. Αυτή λοιπόν η μνήμη κάποιων μεγάλης ηλικίας κατοίκων της περιοχής, τους έκανε να θελήσουν να ξαναφτιαχτεί εν είδει μνημείου, εν είδει μνήμης αυτής της περιόδου, μια παράγκα, η οποία είναι αποτυπωμένη στις φωτογραφίες του Ελβετού. Με βάση αυτές τις φωτογραφίες, έγινε η πρόταση των κατοίκων προς συγκεκριμένους διδάσκοντες που θα ήθελαν να ασχοληθούν με αυτήν την ανακατασκευή, προκειμένου να βοηθήσουν σ’ αυτό το όραμα. Η πρότασή τους ήταν στην αρχή να υπάρξει μια ανακατασκευή σε κλίμακα 1:1. Πράγματι, ξεκινήσαμε λίγο φιλόδοξα, να υπάρχει μια τέτοια κατασκευή η οποία θα μπορεί προφανώς να στήνεται και να ξεστήνεται. Η πρόταση ήταν να μπορεί να πηγαίνει σε διάφορα σημεία του λεκανοπεδίου και βεβαίως σε περιοχές που έχουν προσφυγικές κατοικίες, υπήρξαν, δηλαδή, οι ίδιες περιοχές κατοικίας προσφύγων τότε. Αναφέρομαι στην Κοκκινιά, στη Νέα Ιωνία, στη Φιλαδέλφεια και όσους Δήμους θα ήθελαν να στήνεται εκεί. Όταν το μελετήσαμε λίγο καλύτερα, συνειδητοποιήσαμε ότι μια τέτοια προσπάθεια είναι ανέφικτη για πάρα πολλούς λόγους. Πρώτον, αυτή η παράγκα έφτανε σε ένα ύψος 7,5 μ. Εκ των πραγμάτων, θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να γίνει. Δε θα μπορούσε να είναι μετακινούμενη. Αν κατασκευαζόταν έτσι, θα έπρεπε να είναι σταθερή σε ένα σημείο. Υπήρχαν, όμως, και λόγοι ασφάλειας, επειδή ως κατασκευή δε θα πληρούσε τους όρους ασφάλειας ενός κτηρίου. Αν ανέβαινε κάποιος και έπεφτε, θα υπήρχαν σοβαροί λόγοι ευθύνης. Οπότε, μετά από συζητήσεις, καταλήξαμε στο να είναι μια μικρογραφία αυτής της παράγκας, σε κλίμακα 1:3. Τα 7,5 μέτρα θα καταλήξουν να είναι 2,5 μέτρα.
Ποια βήματα ακολουθήσατε;
Ξεκινήσαμε αυτήν την προσπάθεια με μια ομάδα κατοίκων από το Δουργούτι, με κάποιους συναδέλφους από το Πολυτεχνείο και αρκετούς φοιτητές και μεταπτυχιακούς της Σχολής Αρχιτεκτόνων. Σε συνεννόηση με την κοσμήτορα της σχολής, πήραμε άδεια για να μπορούμε να δουλεύουμε εκεί, χρησιμοποιώντας και το εργαστήριο προπλασμάτων της σχολής και ξεκινήσαμε. Αυτό τι σήμαινε; Έπρεπε από τις δύο φωτογραφίες να μπορέσουμε να κάνουμε τα σχέδια αυτής της παράγκας, μία προσπάθεια πολύ πολύ λεπτομερή, ώστε να μπορέσουμε να την ανακατασκευάσουμε. Μέσα από τις φωτογραφίες, έγιναν τα σχέδια, κατόψεις, τομές και 3d ώστε να έχουμε μια εικόνα όσο το δυνατόν πιο κοντινή αυτής της παράγκας. Αυτό ήταν το πρώτο σκέλος της προσπάθειας που τελείωσε τον περασμένο Μάιο. Μετά, περάσαμε στο δεύτερο στάδιο που ήταν η συλλογή υλικών. Μια από τις προδιαγραφές τις κατασκευής της παράγκας, γιατί μας αρέσει να προσθέτουμε συνεχώς δυσκολίες στο εγχείρημα, ήταν να κατασκευαστεί και αυτή με τους όρους που είχαν κατασκευάσει και οι πρόσφυγες τις δικές τους παράγκες. Πώς δηλαδή; Βρίσκοντας ολόγυρα διάφορα υλικά, πεταμένα, άχρηστα ή ξύλα και ό,τι έφερνε ο χείμαρρος, ο οποίος υπήρχε και πέρναγε μέσα από τον οικισμό. Έτσι λοιπόν ξεχυθήκαμε στην Αθήνα, σε κάδους απορριμμάτων κ.τ.λ. και παίρναμε, μαζεύαμε υλικά που πετιόντουσαν από τις ανακαινίσεις, παλιές πόρτες, παλέτες, διάφορα κυρίως ξύλινα στοιχεία και λαμαρίνες, γιατί θέλαμε και κάποιο υλικό για να φτιάξουμε τις λαμαρίνες της στέγης. Όλα αυτά τα μαζέψαμε και τα συσσωρεύσαμε στη σχολή. Μετά από αυτό, ξεκινήσαμε με το να κόβουμε αυτά τα υλικά σε κλίμακες και σε διατομές που είχαμε ήδη μελετήσει. Αυτή τη στιγμή σε αυτό το στάδιο είμαστε, όχι σε όλα τα στοιχεία αλλά σε πάρα πολλά εξ αυτών. Όταν ολοκληρώσουμε και τα υπόλοιπα, πλέον είμαστε στο τελευταίο στάδιο, που σημαίνει ότι θα αρχίσουμε να στήνουμε αυτήν την παράγκα. Αυτό θα γίνει στον χώρο της σχολής αρχιτεκτόνων. Στην ουσία, μέσα από αυτά τα μικρά κομματάκια ξύλων, δοκίδων και τα λοιπά, θα αρχίσουμε να φτιάχνουμε ακριβώς αυτό το ομοίωμα, σε κλίμακα 1:3. Αυτό είναι ο στόχος, αυτό προσπαθούμε να κάνουμε. Υπάρχει ένα πρόβλημα λόγω διαθεσιμότητας όλων, ο χρόνος ο οποίος δεν υπάρχει. Παρ’ όλα αυτά δεν το βάζουμε κάτω και θα προσπαθήσουμε κάποια στιγμή να το ολοκληρώσουμε.
Ποια είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του κτιριακού κελύφους και τι μαρτυρούν για τη ζωή που φιλοξενούσε;
Οι παράγκες ήταν κατασκευές οι οποίες έγιναν κυρίως από πλίνθους ενώ πάρα πολλές από αυτές έχουν και πανοσηκώματα με ξύλινη κατασκευή. Όταν είχαν ανάγκη για χώρο μεγαλύτερο και περισσότερο, ανάλογα και με το πώς η οικογένεια μεγάλωνε, υπήρχε μια διαδικασία προσθετική. Προσέθεταν έναν ακόμα χώρο από πάνω. Προφανώς, η προσθήκη γινόταν καθ’ ύψος και όχι κατ’ επέκταση, γιατί οι καλύβες ήταν κολλητά η μία στην άλλη. Πρόκειται για μονόχωρες κατοικίες, δεν υπήρχαν περισσότεροι χώροι. Κάτω υπήρχε ένα δωμάτιο, από πάνω προστίθετο κάποια στιγμή επέκταση ενός ακόμα δωματίου, με ξύλινη κατασκευή και με μπαγδατί, με κεκλιμένη στέγη από λαμαρίνα, και ακριβώς από πάνω, μια ταράτσα ξύλινη, μια πλατφόρμα δηλαδή, που ανέβαιναν με μία δεύτερη σκάλα για να απλώνουν τα ρούχα. Μάλιστα, τα ρούχα τα άπλωναν ψηλά γιατί τότε ο ένας έκλεβε τον άλλον, οπότε εκεί πάνω ήταν με κάποιο τρόπο εξασφαλισμένα.
Είναι σημαντικό χαρακτηριστικό αυτών των κτισμάτων ότι ήταν μονόχωρα, το αποχωρητήριο αν υπήρχε, ήταν έξω. Χρησιμοποιούσαν ό,τι έβρισκαν προκειμένου να μη μπάζει ο χώρος τα νερά της βροχής. Κάτω στο δάπεδο, είχαν πατημένο χώμα και στην ουσία ζούσε όλη η οικογένεια μέσα σ’ αυτόν τον χώρο, όλοι μαζί δηλαδή. Είχαν κουρελούδες, τις οποίες άπλωναν κάτω, είχαν στρώματα τα οποία τα άπλωναν όταν ήταν να κοιμηθούν και μετά τα μάζευαν. Φυσικά χώροι όπως μπάνια και λουτρά ήταν κάτι άγνωστο για εκείνη την περίοδο. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής, ο ένας δίπλα στον άλλο, ο ένας παρακολουθώντας μ’ έναν τρόπο τη ζωή του άλλου. Ας πούμε η ταινία «Συνοικία το όνειρο», παρουσιάζει μια αντίστοιχη γειτονιά της Αθήνας και περιγράφει λίγο πολύ τον τρόπο ζωής. Ό,τι, δηλαδή, σημαίνει αυτή η συλλογική κατοίκηση, ο ένας να είναι σχεδόν μέσα στο σπίτι του άλλου. Σε δεύτερη φάση, αυτές οι παράγκες, ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων, έπαιρναν προσθήκες από πάνω, ξύλινες κατασκευές, δεν αφορούσαν μόνο εσωτερικό χώρο αλλά και εξωτερικό. Είχαν κι έναν χώρο βεράντας, στην οποία ανέβαιναν μια ξύλινη απότομη σκάλα. Υπήρχε ένας ημιυπαίθριος χώρος, μια βεράντα στεγασμένη στοιχειωδώς κι ο δεύτερος εσωτερικός χώρος, που προαναφέρθηκε, πάνω από το δωμάτιο που υπήρχε στο ισόγειο. Με κουφώματα, πόρτες, παράθυρα, τα οποία προφανώς είτε ήταν ιδιοκατασκευές, είτε ήταν κουφώματα που έβρισκαν έτοιμα και τα προσάρμοζαν στο οίκημά τους. Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί, μια εικόνα παραγκούπολης που η μια παράγκα δίπλα στην άλλη και συγκροτούσαν έτσι αυτόν τον οικιστικό ιστό, με εξαιρετικά στενά δρομάκια και με την εικόνα των νερών που κυλούσαν στους δρόμους, όταν οι νοικοκυρές έπλεναν τα ρούχα.
Αυτός ο τρόπος ζωής εκφράζει νομίζω τη συλλογικότητα. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν ο ένας δίπλα στον άλλον, ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Ήταν μια γειτονιά με στοιχεία αλληλεγγύης, κάτι πολύ σημαντικό. Αντιμετώπιζαν την κατάσταση, τη φτώχια και τα δεινά που η ζωή του επιφύλασσε όλοι μαζί. Αυτό το «όλοι μαζί» είναι το πιο χαρακτηριστικό που θα μπορούσε κανένας να πει για τους ανθρώπους αυτούς. Με ό,τι βέβαια σημαίνει η συγκατοίκηση με πάρα πολλούς. Υπήρχε η αλληλεγγύη αλλά και τα κουτσομπολιά, οι ιστορίες και άλλα που νομίζω ήταν κάτι που δε θα μπορούσε να αποφύγει κανένας. Αυτή είναι η ιστορία της γειτονιάς αυτής. Την περίοδο της κατοχής ήταν ένας χώρος αντίστασης, αριστερών κυρίως ανθρώπων, οι οποίοι πάλευαν, όχι μόνο για τη ζωή τους αλλά για να αλλάξουν τους όρους αυτής της ζωής, προσδοκώντας πάντα σε ένα καλύτερο μέλλον.
Με ποιον τρόπο το πλούσιο ιστορικό φορτίο της παραγκούπολης της γειτονιάς αυτής συνδέεται με το σήμερα;
Συνδέεται εμμέσως σε ό,τι αφορά στον τόπο μας, στην χώρα μας, αλλά όχι ακριβώς. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να φύγουν από τις χώρες τους, όπου αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα ύπαρξης των ιδίων, αναγκάζονται να ταξιδεύουν μέσα σε περιοχές πάρα πολύ επικίνδυνες. Πάρα πολλοί από αυτούς κάνουν το απονενοημένο να προσπαθήσουν να περάσουν το Αιγαίο και γνωρίζουμε τι αντιμετωπίζουν. Πολλοί πνίγονται, κυρίως γυναίκες και παιδιά, άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν σχέση με τη θάλασσα, όμως προσδοκώντας πάντα σε μια καλύτερη ζωή. Είτε από αφρικανικές χώρες, είτε από ασιατικές, ιδίως από τη Συρία, το Αφγανιστάν κάνουν αυτήν την κίνηση, πρόσφυγες και μετανάστες, προκειμένου να βρούν νέους όρους ζωής, μια νέα πατρίδα. Οι Έλληνες γνωρίζουν πάρα πολύ καλά και από την ιστορία τους και ότι οι ίδιοι υπήρξαν μετανάστες, οι ίδιοι υπήρξαν πρόσφυγες. Δεν έχουν περάσει δα και τόσα πολλά χρόνια, ταξιδεύοντας είτε στην Αμερική, είτε στην Αυστραλία, είτε στη Γερμανία, ακριβώς για να βρουν καλύτερους όρους. Άρα, λοιπόν, είναι κάτι που το γνωρίζουν αλλά από την κυβέρνηση αντιμετωπίζεται με φράχτες, με κυνήγι των μεταναστών και των προσφύγων. Εν πάσει περιπτώσει, όσοι έρχονται στη χώρα μας ζουν σε αντίστοιχες συνθήκες με τους πρόσφυγες του ’22 που ήρθαν από τη Μικρά Ασία, μετά τη μικρασιατική καταστροφή στην Ελλάδα και αντιμετωπίστηκαν από την ελληνική κοινωνία του τότε, λίγο πολύ με τους ίδιους όρους που αντιμετωπίζουμε εμείς σήμερα τους πρόσφυγες. Ήταν κάτι ξένο, κάτι που δεν το ήθελαν κοντά τους, παρόλο που ήταν Έλληνες της Μικράς Ασίας. Νομίζω με τέτοιο τρόπο αντιμετωπίζονται σήμερα αυτοί οι άνθρωποι, οι δυστυχείς, με καμία μέριμνα από το κράτος. Ζώντας σ’ αυτά τα απίστευτα στρατόπεδα, στην ουσία, συγκέντρωσης που κάνουν στα νησιά ή στην ενδοχώρα, μέχρι να πάνε αυτοί οι άνθρωποι στις χώρες στις οποίες επιθυμούν ζητώντας άσυλο. Όμως υπάρχουν και καταυλισμοί, οι οποίοι προσομοιάζουν πάρα πολύ στις παραγκουπόλεις εκείνης της περιόδου, λόγω του ότι είναι κατασκευές που φτιάχνουν οι ίδιοι, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Χρησιμοποιώντας υλικά που έχουν πεταχτεί, φτιάχνοντας υποτυπωδώς κάποιον χώρο, με ζελατίνες, λαμαρίνες, ξύλα, όπως όπως, προκειμένου κάπως να στοιβαχτούν από κάτω, να ζήσουν μέσα σε αυτές τις ιδιοκατασκευές. Αυτό δεν είναι μόνο χαρακτηριστικό στον τόπο μας, είναι σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία. Είναι πολύ γνωστό ότι στο κέντρο του Παρισιού υπάρχουν τέτοιες παραγκουπόλεις, σε εγκαταλελειμμένες σιδηροδρομικές γραμμές, σε χώρους που είναι κάτω από γέφυρες. Πρόσφυγες, μετανάστες ή μειονότητες ανθρώπων, όπως οι Ρομά που προσπαθούν και αυτοί με τους καλύτερους όρους να ζήσουν σήμερα. Είναι οι εγκαταλελειμμένοι, είναι οι άνθρωποι που δεν τους δίνει η κοινωνία χώρο να υπάρξουν. Άρα λοιπόν ναι, νομίζω εκείνη η σκέψη ξεκίνησε από τους ανθρώπους του Δουργουτίου και η παράγκα δεν συμβολίζει μόνο το τότε, δε συμβολίζει μόνο ένα στοιχείο μνήμης συλλογικής, ένα στοιχείο που πρέπει να υπάρχει μέσα στο πέρασμα του χρόνου, αλλά είναι κι ένα πολύ σημαντικό καμπανάκι να πούμε ότι αυτή η ιστορία συνεχίζει και κάτι πρέπει να κάνουμε ως κράτος πρόνοιας.
Τι ρόλο έχει διαδραματίσει η προσφυγική κατοίκηση στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της Αθήνας;
Είναι γνωστό, και υπάρχουν πάρα πολλές μελέτες πάνω σε αυτό, ότι ο μεγάλος πληθυσμός προσφύγων που ήρθαν στην Αθήνα αλλά και αλλού, παρόλες τις συνθήκες που περιγράφουμε τις δύσκολες, τις εξαιρετικά δύσκολες, έφερε έναν άλλον πολιτισμό από τη Μικρά Ασία. Πάρα πολλοί από τους Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν αστοί, δεν ήταν απλά αγρότες ή εργάτες, και έφεραν μαζί τους κι έναν πολιτισμό σε όλα τα επίπεδα. Από το κομμάτι το ιστορικό, το αρχιτεκτονικό μέχρι και στον τρόπο με τον οποίο μαγείρευαν. Η μαγειρική της Σμύρνης, η μουσική, το ρεμπέτικο, οι ρίζες τους είναι στη Μ. Ασία. Ενώ στην αρχή ο προσφυγικός πληθυσμός αντιμετωπίστηκε με πάρα πολύ αρνητικό τρόπο και επιφυλάξεις σιγά σιγά άρχισε να μπολιάζεται με τη νεοελληνική κοινωνία, να γίνεται σώμα της και να υπάρχει ακριβώς αυτή η ώσμωση, που πάντα συμβαίνει ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς, πόσο μάλλον όταν αυτοί στο βάθος τους έχουν κοινή ρίζα. Όπως λέει κι ένας μεγάλος γεωγράφος και ιστορικός ο Braudel, οι πολιτισμοί είναι συνέχειες, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Αυτό το πάρε δώσε που συνέβη τότε, συμβαίνει και σήμερα με όλους τους μετανάστες και πρόσφυγες που έρχονται στον τόπο μας. Πλέον μιλάμε για μια πολυπολιτισμική κατάσταση στην Αθήνα, γειτονιές που θυμίζουν άλλες χώρες, όπως η China town κ.τ.λ. Έχουμε κι εμείς αυτές τις γειτονιές, με αυτά τα χαρακτηριστικά. Με αυτό το μπόλιασμα, νομίζω ότι οι πολιτισμοί αναζωογονούνται. Αυτό είναι κάτι, ας το θεωρήσουμε δεδομένο, με το οποίο πλουτίζουν, παρά χάνουν και νομίζω είναι κάτι το σημαντικό.
Βρίσκεστε σε μια περίοδο επανέναρξης των εργασιών, τι χαρακτήρα θέλετε να δώσετε στη δημιουργική διαδικασία;
Ο χαρακτήρας που θέλουμε να δώσουμε είναι λίγο πολύ ο χαρακτήρας που δημιούργησε αυτές τις παράγκες τότε. Δηλαδή, μιας συλλογικής προσπάθειας πολλών ανθρώπων. Τότε οι άνθρωποι δεν τα έχτιζαν, φυσικά, ο καθένας μόνος του αλλά ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Θα έλεγε κανείς ότι όλοι είχαν ένα μερτικό στο σπίτι του άλλου. Αυτό είναι κάτι σημαντικό να ειπωθεί. Είναι κάτι που δε χαρακτηρίζει μόνο τις παραγκουπόλεις αλλά και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Όταν κάποιος έχτιζε το σπίτι του, βοηθούσε όλο το χωριό, η κοινότητα, σε αντιδιαστολή με αυτό που συμβαίνει σήμερα. Αυτό το στοιχείο της συλλογικότητας είχε τεθεί εξ αρχής και θα συνεχίσει. Αν δε μπορέσει να συνεχίσει, εκ των πραγμάτων το εγχείρημα ακυρώνεται. Δε μπορεί να συνεχίσει, με την έννοια ότι όλοι μαζί αποφασίσαμε να κατασκευάσουμε αυτήν την παράγκα. Έχει ιδιαίτερη σημασία να συμμετέχουν νέα παιδιά, φοιτητές, φοιτήτριες, ούτως ώστε μέσα από αυτήν τη διαδικασία να έχουν και μια βιωματική σχέση με αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε. Με τη συμμετοχή των φοιτητριών και των φοιτητών, είτε προπτυχιακών, είτε μεταπτυχιακών της Σχολής Αρχιτεκτόνων, σε αυτή την προσπάθεια, πλησιάζουμε στο τέλος. Θα προσπαθήσουμε να κάνουμε άλλη μία απεύθυνση για να συμμετέχουν κι άλλοι ώστε να αποτελέσει γεγονός στη Σχολή Αρχιτεκτόνων. Νομίζω Είναι πάρα πολύ σημαντικό μάθημα, μιας αρχιτεκτονικής, η οποία γίνεται από τα κάτω, που δε γίνεται με τους όρους που οι φοιτητές και οι φοιτήτριες διδάσκονται. Έχει τεράστια σημασία να την προσεγγίσουν, να την κατανοήσουν, να καταλάβουν τις συνθήκες μιας αρχιτεκτονικής της αυτοστέγασης, που χτίζεται διαρκώς μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Άρα πέρα από το συμβολικό, προσπαθούμε να δώσουμε και εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
Στην πραγματικότητα δημιουργείτε ένα κινητό μνημείο. Ποια πορεία οραματίζεστε να ακολουθήσει;
Στην περίπτωση που όλα πάνε καλά, έχουμε ήδη έρθει σε επαφή με δήμους και συλλογικότητες που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον, ώστε η παράγκα να μεταφέρεται και να στήνεται σε διάφορες περιοχές. Πλέον, λόγω μικρότερου μεγέθους θα είναι πιο εύκολο να μεταφέρεται και να στήνεται κάθε φορά. Αλλά δε θα είναι μόνο αυτό. Ήδη υπάρχει πάρα πολύ υλικό, φωτογραφικό και εποπτικό γενικότερα, που αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο, αλλά όχι μόνο σε αυτήν, με την προοπτική να γίνεται κάθε φορά μία έκθεση που θα απευθύνεται στους ανθρώπους της γειτονιάς. Ενδεχομένως, ομιλίες, προβολές ή άλλες εκδηλώσεις, ούτως ώστε να ξαναμπαίνει με τον τρόπο που προσπάθησα να περιγράψω το πλησίασμα της προσφυγιάς και έχει να κάνει προφανώς με την κατοίκησή της αλλά και όλα τα προβλήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους αυτούς.
Ποια είναι τα επόμενα βήματά σας;
Τα επόμενα βήματα είναι να βρούμε όλοι χρόνο, διάθεση και όρεξη να συνεχίσουμε αυτό το εγχείρημα. Νομίζω ότι θα το καταφέρουμε στο τέλος. Πάντα υπάρχει μια δυσκολία να αυτό-οργανωθεί κανείς. Από τη στιγμή που θα επανεκκινήσει, νομίζω θα τα καταφέρουμε. Άλλωστε, είμαστε στη διαδικασία πάνω από έναν χρόνο και μέχρι στιγμής έχουν πάει καλά τα πράγματα. Παράλληλα, προγραμματίζουμε ένα event, μια καμπάνια ώστε να γνωστοποιηθεί περαιτέρω το εγχείρημα. Είναι προφανές ότι υπάρχει στην ομάδα και κόσμος εκτός της Σχολής Αρχιτεκτόνων. Το κάλεσμα είναι ανοιχτό, δεν περιλαμβάνει μόνο συγκεκριμένες ομάδες. Είναι ανοιχτό προς όλους, προς όποιον θα ήθελε να έρθει και να βοηθήσει.