Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια σημαντική αύξηση του αριθμού των παιδιών που προσκομίζουν κάποια διάγνωση από τα Κέντρα Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕΔΑΣΥ). Ειδικότερα δε, σε σχέση με τα παλαιότερα έτη, κατά τα οποία δεν υπήρχε ούτε ο θεσμός της διάγνωσης ούτε της Ειδικής στήριξης και εκπαίδευσης, θα έλεγε κανείς ότι ο αριθμός των περιστατικών έχει εκτοξευτεί.
Στη σύγχρονη πραγματικότητα, οι γονείς, παρά τις πολλές υποχρεώσεις και τους γρήγορους ρυθμούς ζωής, είναι αρκετά ενημερωμένοι σχετικά με θέματα ψυχικής υγείας και εκπαίδευσης των παιδιών. Αφιερώνουν αρκετό χρόνο στα παιδιά και προβληματίζονται αναφορικά με τον τρόπο διαπαιδαγώγησής τους και τις συμπεριφορές που αναπτύσσουν. Λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντός τους, προκύπτει και μια διαρκής παρατήρηση, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε αύξηση των ερευνών και τελικά των διαγνώσεων μαθησιακών δυσκολιών, ψυχικών νόσων και άλλων διαταραχών (π.χ. αυτισμός).
Οι έρευνες, λοιπόν, που αφορούν τα τρέχοντα εκπαιδευτικά και παιδιατρικά ζητήματα αυξάνονται και πραγματοποιούνται με μεγαλύτερη έμφαση στη λεπτομέρεια, τα διαγνωστικά εργαλεία βελτιώνονται και εξειδικεύονται με σκοπό την πιο εύστοχη διάγνωση, οι ειδικοί αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη εμπειρία. Υπάρχει, επομένως, μια συνεχόμενη ανατροφοδότηση μεταξύ των αναγκών που προκύπτουν και της επιστημονικής εξέλιξης που καλείται να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για μια αμφίδρομη σχέση που οδηγεί πράγματι στη βελτίωση της ποιότητας ζωής παιδιών και γονέων.
Όμως ο κλάδος της Ειδικής Αγωγής και οι συνεχείς διαγνώσεις αντιμετωπίζονται πολλές φορές με καχυποψία. Η ισχύς και η αναγκαιότητά τους τίθενται διαρκώς υπό αμφισβήτηση και ίσως αυτή να είναι μια λογική σκέψη όσων δεν έχουν επαφή με τον συγκεκριμένο κλάδο ή εμπειρία με άτομα που αντιμετωπίζουν μαθησιακές ή και άλλες δυσκολίες. «Και εμείς δυσκολευτήκαμε, αλλά τι πάθαμε;» είναι η συχνή κι αχρείαστη ερώτηση-σύγκριση που ακούγεται σε διάφορες συνθήκες. Τι θα έπρεπε, λοιπόν, να κάνουμε; Να αφήσουμε τους μαθητές με δυσκολία συγκέντρωσης, υπερκινητικότητα και αυτισμό να παιδεύονται να παρακολουθήσουν απνευστί ένα μάθημα διάρκειας σαράντα πέντε λεπτών; Γιατί να συνεχίσουν οι μαθητές να υφίστανται την ίδια ταλαιπωρία, ενώ πλέον έχουν τη δυνατότητα για μια καλύτερη ποιότητα εκπαίδευσης;
Αυτό που ενδεχομένως να λειτουργεί με τρόπο ακυρωτικό ως προς τις διαγνώσεις και τον κλάδο της Ειδικής Αγωγής κι Εκπαίδευσης (και όχι άδικα) να είναι ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται η παροχή υποστήριξης στα παιδιά με διάγνωση. Τα ΚΕΔΑΣΥ λειτουργούν στο πλαίσιο της ενιαίας εκπαίδευσης με βάση τις ευρωπαϊκές επιταγές και τον εκσυγχρονισμό και ο στόχος τους εκτός από διαγνωστικός είναι και ενταξιακός. Ωστόσο, μήπως είναι καιρός να απομακρυνθούμε από την τυφλή αντιγραφή των ξενόφερτων μοντέλων και να επικεντρωθούμε σε έναν πιο εξατομικευμένο τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας; Για παράδειγμα, το αγγλικό μοντέλο που είναι κατά βάση ενταξιακό, υποστηρίζεται από τις κατάλληλες υποδομές και γι’ αυτό μπορεί και είναι λειτουργικό. Αντιθέτως, όταν γίνεται προσπάθεια πιστής «αντιγραφής» αυτού από το ελληνικό σχολείο, που στερείται όχι μόνο υποδομών διευκόλυνσης ΑΜΕΑ, αλλά και άλλων βασικών, δεν θα λέγαμε ότι μπορεί να εφαρμοστεί. Επομένως, ίσως ο προβληματισμός να περιορίζεται στην πραγματικότητα στον τρόπο εφαρμογής της παρέμβασης κι όχι σε αυτόν της διάγνωσης.