«Είναι πιο εύκολο να γράψεις ένα άρθρο για την ιστορία του χριστιανισμού χωρίς να αναφέρεις τη λέξη Ιησούς παρά να γράψεις ένα άρθρο για την Άννα Βίσση χωρίς να χρησιμοποιήσεις τη λέξη Καρβέλας».
Ξέρω, είναι η χειρότερη εισαγωγή άρθρου που θα μπορούσατε να φανταστείτε.
Εντάξει.
Περίπου μια φορά κάθε σεζόν η Άννα Βίσση ερωτάται για την επιμονή της να τραγουδά μόνο Νίκο Καρβέλα. Συχνά ο δημοσιογράφος που ρωτά υπενθυμίζει στην τραγουδίστρια την πρώτη εποχή της καριέρας της, εποχή κατά την οποία το όνομά της φιγουράριζε δίπλα σε κείνα του Γιώργου Νταλάρα (ο τότε σύντροφός της), της Χαρούλας Αλεξίου (τραγουδούσαν μαζί σε μπουάτ και ήταν φίλες), του Μίκη Θεοδωράκη (έκανε το ντεμπούτο της σε δίσκο του) και του Κουγιουμτζή (υπέγραψε πολλά από τα πρώτα της τραγούδια). Μια γυναίκα στο προσκήνιο για δεκαετίες καλείται ξανά και ξανά να εξηγήσει γιατί αφού είχε την εκπληκτική τύχη να συναντηθεί με το καλλιτεχνικό της έτερον ήμισυ (ζητούμενο ίσως για όλους τους καλλιτέχνες του κόσμου) έκανε την απερίσκεπτη κίνηση να το ακολουθήσει και να συμπορευτεί μαζί του. Τα ηχηρά ονόματα εκτοξεύονται εκ του πονηρού : κοίτα σε ποια ύψη θα έφτανες κι εσύ τραγουδάς Καρβέλα.
Το να πείσεις τους αμφισβητίες για την αξία και την διαχρονικότητα των τραγουδιών που ο Καρβέλας έγραψε ειδικά για τη Βίσση είναι μάταιο. Στην Ελλάδα κοινό και κριτικοί δεκαετίες τώρα πάσχουν από υπαρξιακό άγχος, έχουν την ανάγκη να καταχωρηθούν στους «ποιοτικούς», να αποδείξουν σε κάποιο αόρατο ακροατήριο πως πράγματα ευτελή δεν τους αγγίζουν, η ψυχή τους θρέφεται από καθαρή Τέχνη την οποία και ασφαλώς μπορούν να αναγνωρίσουν (εντάξει, με λίγη βοήθεια). Ρατσιστές ως το πιο μύχιο εγώ τους θα δουν πρώτα “ποιος υπογράφει τι” και μετά θα αφήσουν τον εαυτό τους να το κρίνει. Έτσι όμως το παιχνίδι είναι χαμένο. Πρέπει πρώτα να ανήκεις στο σωστό group.
Οι Έλληνες ανακαλύπτουν κατά καιρούς πρόσωπα-σύμβολα της ικανότητάς τους να αντιλαμβάνονται το «εμπορικό» και να το μέμφονται. Είναι διαδικασία παραπλήσια με την κατασκευή του τρελού του χωριού. Το χαρακτηριστικότερο τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η Αλίκη Βουγιουκλάκη της οποίας το ταλέντο απαξιωνόταν συστηματικά από όλους ˙ διαδικασία που η ίδια η Αλίκη μαζοχιστικά επέτρεπε ώστε να επιβεβαιώνει την παραμονή της στην κορυφή του εγχώριου θεάματος. Πιο πρόσφατο παράδειγμα ο Γιάννης Σμαραγδής (κατά τη γνώμη μου έχει κάνει και καλό και κακό σινεμά) αλλά από τη δεκαετία του `90 και η Μιμή Ντενίση. Ο πανέξυπνος Λαζόπουλος αυτόν τον ελληνικό κομπλεξισμό διέγνωσε κι έδειξε με το δάχτυλο τη Ντενίση: την ονομάτισε χειρότερη ελληνίδα ηθοποιό που παίζει τα πάντα λάθος ξέροντας πως ένα μέρος του κοινού θα συγκατανεύσει ικανοποιημένο. Επιτέλους ξέρουμε από Θέατρο θα σκέφτηκαν.
Επιστρέφοντας στην Άννα (Αχ, γιατί να μην είχες γίνει μια δεύτερη Αλεξίου;; Ίσως γιατί γενικώς δε γουστάρει να είναι «δεύτερη», λέμε τώρα) πέρα από το προφανές που είναι πως δίπλα στον Καρβέλα μεγαλούργησε εμπορικά, κατόρθωσε επίσης να τραγουδήσει και μια σειρά από τραγούδια που δείχνουν να παραμένουν ακμαία δίχως να φθείρονται από το πέρασμα του χρόνου. Φυσικά η τελική απόφαση του Χρόνου -για να μιλήσουμε θεωρητικά και ταυτόχρονα ποιητικά- δεν έρχεται ποτέ : ο Χρόνος κυλά ακατάπαυστα και πιθανόν θα έρθει η στιγμή που ακόμα και δημιουργοί που τους θεωρούμε διαχρονικούς θα καταλήξουν λησμονημένοι, τα πάντα είναι σχετικά. Ωστόσο μέσα στο ταπεινό σύμπαν του ελληνικού τραγουδιού δεν έχει ακόμα φανεί ημερομηνία λήξης για το «12», τα «Πράγματα», τις «Καλοκαιρινές Διακοπές», ακόμα και για ορισμένα λαϊκότροπα τραγούδια που αν πιστέψουμε την ίδια την Άννα Βίσση δεν ήταν το καλύτερο της να τα ηχογραφήσει.
Μέσα σ` όλα τ` άλλα το καλλιτεχνικό δίδυμο παρουσίασε rock operas και τραγούδια όπως το «Δε θέλω να ξέρεις» και το «Γκάζι» (μας αρέσει δεν μας αρέσει τέτοιου είδους κομμάτια δεν υπήρξαν στην ελληνική δισκογραφία πριν τον Καρβέλα -οι δε απομιμήσεις τύπου «Ούτε ένα ευχαριστώ» που ακολούθησαν από άλλους μόνο για εισαγωγή στον ΩΡΥΛΑ κάνουν-) και επίσης συζητήθηκε απίστευτα για έναν σκανδιναβικού τύπου χωρισμό που ήθελε τους δυο τους να βγαίνουν για φαγητό ή να πηγαίνουν σινεμά με τα νέα τους ταίρια δίχως να πολυσκοτίζονται για τα ερωτηματικά που προκύπτουν.
Γιατί μπορεί ζώντας πια σε μια εποχή παρακμιακή να αδιαφορούμε (τόσα έχουμε δει, ακούσει και υποψιαστεί) αλλά στα 90`ς το ελληνικό κοινό ήθελε ξεκάθαρες αφηγήσεις για τα προσωπικά των διασήμων του. Οπότε οι σκανδαλώδεις φήμες που ακούστηκαν ήταν στην ουσία η απάντηση του ίδιου του κόσμου, η προβολή μιας φαντασίωσης πάνω σε δυο πρόσωπα τα οποία δεν απασχολούσαν επιφανειακά -όπως οι «ποιοτικοί» και οι δήθεν έλεγαν και λένε γι` αυτούς- αλλά πολύ ουσιαστικά την κοινωνία μέσα στην οποία εργάζονταν και παρήγαγαν την τέχνη τους.
Οπωσδήποτε η Άννα Βίσση κι ο Καρβέλας έχουν και αντιπαθητικές πλευρές. Παρακολουθείς συνεντεύξεις της Άννας Βίσση από τη δεκαετία `96-2006 (η πιο εμπορική της εποχή) και σου ακούγεται επηρμένη, σχεδόν αλαζονική.
Ο δε Καρβέλας έδωσε πολλές φορές την εντύπωση πως προσεγγίζεται μόνο εάν εκ των προτέρων τον αποδεχτείς με όρους αποθέωσης. Ίσως βέβαια όλο αυτό να αποτελεί την άμυνα ενός ανθρώπου ταλαντούχου απέναντι σε συστήματα που τα θεωρεί κακοποιητικά. Ίσως πάλι το mainstream πρόσωπο της Βίσση να ήταν απλώς μια περσόνα για τα ΜΜΕ, άλλωστε η συγκεκριμένη καλλιτέχνης εκφράζεται με σοκαριστικά διαφορετικό τρόπο στα 70`ς και με επίσης διαφορετικό στα 80`ς – λες και μιλά άλλη προσωπικότητα κάθε δεκαετία.
Στα lgbt rights θέλουμε δε θέλουμε πρωτοπόρησαν. Όχι για το πρόσφατο «Αφού», ούτε επειδή ο σκύλος του Νίκου ήταν gay (lol), ούτε επειδή έγραψε κάποτε για την τότε γκόμενά του το τραγούδι «Αν είσαι gay, αν είσαι str8, αν είσαι bi μου είναι αδιάφορο, εγώ σε θέλω μ` έναν έρωτα παράφορο». Αυτά είναι τύπου ανέκδοτα.
Το 2006 σε συνέντευξή της στο Χατζηνικολάου η Βίσση ανέφερε ένα περιστατικό όπου τραγούδησε ένα ζεϊμπέκικο όταν της το ζήτησε ένα gay αγόρι που μόλις είχε χωρίσει. Από μόνη της ξεκίνησε αυτή την κουβέντα (ο Χατζηνικολάου μάλιστα φάνηκε αρκετά ψαρωμένος από την εκτός ροής πληροφορία) ώστε να υποστηρίξει το πόσο φυσιολογική της φαίνεται αυτή η «ιδιαιτερότητα».
Είχε την τρέλα να το κάνει μόνο και μόνο επειδή πίστευε πως κάποια παιδιά εκεί έξω μπορεί τη βλέπουν σαν είδωλο. Η αφήγηση συμπεριέλαβε και τις αντιδράσεις των θαμώνων : κάποιοι γιούχαραν, κάποιοι χειροκρότησαν, το αγόρι πάντως χόρεψε. Χρόνια μετά έδωσε μια ολιγόλεπτη ομιλία στα πλαίσια του πρώτου κυπριακού parade. Αλλά κι ο Καρβέλας από τα eighties ακόμα υιοθετούσε μια συμπεριφορά που έκανε τους πάντες τότε να τον περνάνε για bisexual.
Για μια 25ετία (1983-2008) δημιουργούσαν σε απόλυτη συμπόρευση. Αν εκείνη του χρωστά αμέτρητες επιτυχίες εκείνος -σύμφωνα με τα δικά του λόγια- της χρωστά την έμπνευση ακόμα και για έργα που ερμηνεύτηκαν από άλλους (όπως το θεατρικό έργο Bryan που ανέβηκε με πρωταγωνίστρια τη Ζέτα Δούκα). Έγινε μια παύση που έδωσε από τη μεριά της το album «Απαγορευμένο» και σύντομα το ξανάπιασαν από κει που το `χαν αφήσει. Τώρα φαίνονται πιο cool από ποτέ όσον αφορά αυτό που έχουν. Ειδικά η Βίσση μοιάζει με παλιά ροκού που δεν μασάει από βλακείες και παράλληλα βγάζει έναν (υγιή) θυμό και μια σοφία.
Και για όσους δεν κατάλαβαν : Άνναααααααααααααα!
Discussion about this post