Με τη μουσική του επενδύει, τα τελευταία 16 χρόνια, ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, θεατρικές παραστάσεις και σημαντικές τηλεοπτικές σειρές, ενώ πρόσφατα έγραψε τη μουσική για τη θεατρική παράσταση ”Κίεβο” που ανεβαίνει αυτόν τον καιρό στην κεντρική σκηνή του θεάτρου Επί Κολωνώ. Μελαγχολικές μουσικές αποχρώσεις, μοιάζουν να προσπαθούν να ανακαλέσουν κρυμμένα συναισθήματα. Σπούδασε πιάνο, θεωρία της μουσικής, διεύθυνση χορωδίας και σύνθεση στο Εθνικό Ωδείο. Μετεκπαιδεύτηκε στη σύνθεση, τη μουσικολογία και τη δραματουργία στο Παρίσι. Ζει και δημιουργεί στην Αθήνα. Μεγάλωσε στο κέντρο της.
Τον συναντήσαμε στο πάρκο Φιξ-Κλωναρίδη, την Κυριακή 25 Νοεμβρίου, στο πλαίσιο της εκδήλωσης «Κήποι της Αθήνας» αλλά και στο πλαίσιο του project «Η Πατησίων μας». Με τον «αέρα» του οικοδεσπότη και την αμεσότητα ενός καλού συνομιλητή που είχες την τύχη να καθίσεις δίπλα του στο ίδιο παγκάκι της γειτονικής σου πλατείας, μας μίλησε για την Πατησίων που αγαπάει και ονειρεύεται, για το όραμα του Αθηναϊκού Καλλιτεχνικού Δικτύου αλλά και για την πραγματική συναναστροφή, το αντίδοτο στην απομόνωση και τη θλίψη.
Κύριε Στρόφαλη είστε μέλος του Αθηναϊκού Καλλιτεχνικού Δικτύου, καλλιτεχνικός σύμβουλος στην «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων, είστε μουσικός και συνθέτης. Αλλά έχουμε ακούσει ότι έχετε κι ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Πατησίων συγκεκριμένα.
Ζω στο κέντρο χρόνια. Έχω γεννηθεί κι έχω μεγαλώσει στον Άγιο Παύλο και από το 1997 και μέχρι πριν από δύο χρόνια ζούσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Η Πατησίων, όμως, για μένα είναι η εφηβεία μου. Τα Σάββατα για τους μαθητές του σχολείου μου σήμαιναν πλατεία Βικτωρίας, Φωκίωνος Νέγρη κι επομένως Πατησίων. Εκείνα τα χρόνια η δική μου η γενιά είχε το Σάββατο σταθερά στο πρόγραμμα τον κινηματογράφο.
Άρα, λοιπόν, κινηματογράφος, Πατησίων, σαββατόβραδο και η παραδοσιακή βόλτα – που συναντιόμασταν μεταξύ μας οι μαθητές των διαφόρων σχολείων στην Πατησίων – ήταν ένα κομμάτι της ζωής μας. Ήτανε τρόπος ζωής.
Όπως, λοιπόν, αντιλαμβάνεστε η Πατησίων αυτή τη στιγμή για μένα είναι μαχαίρι στο στομάχι μου. Και το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτό το μαχαίρι θα το λειάνουμε σε πρώτη φάση και σε δεύτερο γύρο, πλέον, να το κάνουμε ξανά αυτό που ήταν… ή κάτι άλλο.
Τι ήταν και τι είναι η Πατησίων για εσάς;
Η Πατησίων για μένα είναι ένας βασικός πυλώνας του αστικού ιστού των Αθηνών. Για τον απλούστατο λόγο ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικό δρόμο, με μεγάλα πεζοδρόμια, όπου είτε είσαι πεζός, είτε είσαι με αυτοκίνητο και πηγαίνεις προς την Αθήνα, κατ’ αρχήν, βλέπεις την Ακρόπολη.
Ναι, κι από μια εξαιρετική οπτική γωνία.
Ειδικά το βράδυ είναι καταπληκτικό αυτό. Το βράδυ, όμως, η Πατησίων πια δεν περπατιέται. Οι οδηγοί είναι νευρικοί όλοι και στα φανάρια δεν κοιτάζουν. Και γι’ αυτό το λόγο, πολύ συχνά, όταν λες σε κάποιον ότι βλέπεις την Ακρόπολη απορεί, που έχουνε περάσει χρόνια και δεν την έχει δει ποτέ.
Η Πατησίων δεν θέλει άγχος. Η Πατησίων είναι περατζάδα. Στην Πατησίων κάποτε γινόταν νυφοπάζαρο. Σου έφευγαν τα νεύρα. Έφευγες από την ένταση των σπουδών, από την ένταση της δουλειάς. Δηλαδή, για μένα η παρελθοντική σκέψη της Πατησίων είναι αντίστοιχη με ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Πώς θα μπορούσε, κατά τη γνώμη σας, να ξυπνήσει ξανά αυτός ο χαρακτήρας της Πατησίων, όπως τον θυμάστε και τον περιγράφετε;
Κατ’ αρχήν το άλφα και το ωμέγα είναι η κοινωνική συνοχή. Η Πατησίων είχε αυτό που λέμε κοινωνική συνοχή. Γύρω της φτιαχνόταν ένας κοινωνικός, αστικός ιστός. Έβγαινες έξω και στη μια βόλτα που θα έκανες θα συναντούσες πέντε ανθρώπους γνωστούς, θα τους χαμογελούσες γιατί τους είχε δει άλλες πενήντα φορές.
Οι άνθρωποι που είναι γύρω από τέτοιους δρόμους – που είναι στοιχεία του αστικού πολιτισμού – θα πρέπει να έρθουν ξανά κοντά. Δεν θα πρέπει να είναι μόνο στοιχεία κλεισμένα στα σπίτια τους ή κλεισμένα στον κόσμο τους. Ο αστικός πολιτισμός δεν γεννιέται στα σπίτια. Γεννιέται στην κοινωνία, γεννήθηκε στην κοινωνία. Ίσως στο παρελθόν να γεννήθηκε βίαια ή ίσως να γεννήθηκε από ανάγκη. Αυτή ήταν κι η αδυναμία του, μάλλον.
Εξηγήστε το λίγο αυτό. Υπάρχει κάτι που μπορεί αυτή τη φορά να αποφευχθεί, ως προς την ανασυγκρότηση του αστικού πολιτισμού;
Εκ των πραγμάτων οι κοινωνικές συγκρούσεις είναι αυτές οι οποίες οδηγούν, τελικά, μια κοινωνία κάπου. Σε όλες τις μεγάλες κοινωνίες ή – ακόμα καλύτερα – σε πυκνές κοινωνίες οι συγκρούσεις οδηγούν στη διαμόρφωσή τους. Μέχρι που ερχόντουσαν τα σημεία εκείνα, οι ιστορικές συγκυρίες, που οδηγούσαν στην ηρεμία και στην περίοδο της ακμής αυτών των κοινωνιών. Κάτι τέτοιο είχε συμβεί και στην Αθήνα, μέσα στη δεκαετία του ’60.
Πιστεύω ότι η δικτατορία ήταν ένα μεγάλο σταμάτημα αυτής της στιγμής. Οι μετέπειτα κυβερνήσεις προσπάθησαν να επαναφέρουν τη δημοκρατία αλλά δεν στηρίχτηκαν στην πολιτιστική ανάταση της Αθήνας. Δηλαδή, αυτό που χάθηκε το ’67 και νιώθω ότι δεν ξαναγύρισε ποτέ ήτανε οι πολιτισμικοί φάροι της Αθήνας. Ο κυριότερος είναι αυτή η παρέα του Μάνου Χατζιδάκι.Η παρέα του Σεφέρη, η παρέα του Εγγονόπουλου.
Αυτές οι παρέες, οι οποίες επηρέαζαν τα πολιτικά πράγματα. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η ακμή σφραγίστηκε με Νόμπελ. Πήγαμε με τον απόηχο αυτής της περιόδου όλα τα επόμενα χρόνια και η τουριστική μας βιομηχανία τα επόμενα χρόνια βασίστηκε στο «Ζορμπά», στο «Ποτέ την Κυριακή».
Βασίστηκε στους ποιητές που εκείνη την περίοδο έφτιαχναν αυτό το κίνημα. Εκείνη την περίοδο αυτό το κίνημα μεγαλούργησε. Κι από εκεί κι έπειτα έγιναν, λίγο ως πολύ, όλοι ξανά μονάδες. Έπαψαν να ’ναι μέρος μιας κοινότητας κι ενός κινήματος.
Το Αθηναϊκό Καλλιτεχνικό Δίκτυο στοχεύει να λειτουργήσει σαν πολιτιστικός φάρος, σαν κίνημα;
Ασφαλώς. Το Αθηναϊκό Καλλιτεχνικό Δίκτυο γεννήθηκε από όραμα κι από ανάγκη. Γεννήθηκε από την ανάγκη των καλλιτεχνών, οι οποίοι έχουν τη διάθεση να κάνουν κοινωνικές παρεμβάσεις. Κάποια στιγμή, επιτέλους, πρέπει να βγεις από τον πολιτιστικό λήθαργο.
Όμως αυτό μόνο του, ως όραμα, δεν μπορεί να πάει παραπέρα αν οι ανάγκες των καιρών δεν οδηγήσουν τον κόσμο προς αυτή την κατεύθυνση. Κακά τα ψέματα, οι οραματιστές δεν είναι πολλοί, όμως, αυτοί που υπάρχουν, θα πρέπει να συνεννοηθούν. Κι οι υπόλοιποι, που είναι ανήσυχοι, με τη δουλειά τους, με την οικογένειά τους και τελικά με την κοινωνία τους, που σκέφτονται το τώρα, που δεν το συγκρίνουν με το χτες, μπορούν να γίνουνε μέλη μιας τέτοιας προσπάθειας. Αν δουν ξεκάθαρα ότι η ζωή των παιδιών τους εξαρτάται, πραγματικά, απ’ αυτό το πολιτιστικό αύριο.
Από τη στιγμή που φτιάξαμε τους «Κήπους της Αθήνας» άρχισε πλέον να δίνεται η αίσθηση σε συλλόγους ότι μπορούν κι αυτοί να κάνουν πράγματα. Εμείς κάναμε ένα κάλεσμα σε όλους τους συλλόγους, τους φορείς και τις επιτροπές κατοίκων της Αθήνας και τους είπαμε «είμαστε εδώ να συζητήσουμε με ποιόν τρόπο θα μπορούμε να συνεργαστούμε και να βοηθήσουμε να συν-δικτυωθείτε και να κάνετε κι εσείς τέτοια πράγματα».
Είπαμε, λοιπόν, τότε ότι εμείς θα πάμε στις γειτονιές αρκεί αυτοί οι φορείς να είναι πάνω από πέντε. Θέλουμε τους 50 ανήσυχους της μιας γειτονιάς κι άλλους 50 από άλλες πέντε γειτονιές. Να τους δώσουμε το ερέθισμα να έρθουν, να ξανά-δικτυωθούν, να ξαναφτιάξουμε όλοι μαζί αυτόν τον ιστό και να ανακινήσουμε την κοινωνία.
Δεν ερχόμαστε απλά να ψυχαγωγήσουμε τους 50 ανθρώπους της γειτονιάς. Ερχόμαστε κατ’ αρχήν να ψαρέψουμε καλλιτέχνες. Αυτό σημαίνει ότι θέλουμε τον καλλιτέχνη της γειτονιάς. Ερχόμαστε να δώσουμε το ερέθισμα σε ανθρώπους να γίνουν καλλιτέχνες.
Ερασιτέχνες καλλιτέχνες, ερασιτέχνες δημιουργοί. Να συνεργαστούν με άλλους. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τρέχουν οι ίδιοι και οι ίδιοι σ’ όλες τις περιοχές της Αθήνας και τελικά να υπάρχει κόπωση κι αυτό το πράγμα να καταρρεύσει. Γι’ αυτό το λόγο ανανεώνουμε συνεχώς το καλλιτεχνικό μας δυναμικό.
Το καλό μήνυμα είναι ότι όλοι οι φορείς στέκονται πολύ θετικά. Είναι δεδομένο ότι το πρόβλημα των φορέων δεν ήτανε η διάθεση να κάνουν κάτι. Ήτανε, μάλλον, η γνώση να κάνουν κάτι.
Πώς εξαρτάται η ζωή μας από τον πολιτισμό, από το πολιτιστικό αύριο, όπως είπατε νωρίτερα; Πολλοί λένε, χαρακτηριστικά, ότι η οικονομική κρίση προέρχεται από μια κρίση αξιών και ότι στην ουσία πρόκειται για πολιτιστική κρίση.
Η πολιτιστική κρίση στην πραγματικότητα κορυφώνεται με την ιδιωτική τηλεόραση. Απ’ το ’90 και μετά, κάθε μέρα, πολιτιστικά είναι μια υποβαθμισμένη μέρα σε σχέση με το χτες. Το δράμα παίχτηκε, βέβαια, με αργούς ρυθμούς στην αρχή. Υπήρξε μια φαινομενική ευζωία, η οποία στηρίχτηκε στον καταναλωτισμό. Είχες θλίψη, σκεφτόσουν «να πάω να κάνω shopping therapy», άνοιγες ένα κανάλι κι έβλεπες μια εντελώς επιφανειακή εκπομπή και ξεπερνούσες τη θλίψη σου.
Αντί να σκεφτείς ότι αυτή η θλίψη δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ρήγμα της κοινωνικής συνοχής ότι δεν πρέπει να νικηθεί με περισσότερη απομόνωση και με παυσίπονα της πλάκας αλλά με την πραγματική συναναστροφή, με γέννηση αξιών, με αναζήτηση των αξιών που ήδη υπάρχουν, με ανατροπή δεδομένων που οι εξουσίες – ο καθένας για το συμφέρον του – εξασφάλισε.
Όταν φτάνουμε σε σημεία η Πατησίων να γίνει από σημάδι του αστικού πολιτισμού κέντρο καπιταλιστικό ήταν δεδομένο να καταρρεύσει. Η δική μας η άποψη είναι ότι η Πατησίων πρέπει να επανέλθει στον πραγματικό της χαρακτήρα. Η Πατησίων ήταν πρωτίστως ένα σημαντικό στοιχείο του αστικού πολιτισμού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να έχει κινηματογράφους, πρέπει να έχει τα θέατρά της, πρέπει να έχει τη βόλτα της, πρέπει να έχει τα καφέ της, πρέπει να έχει μέχρι και τα πάλαι ποτέ μπαρ του ’60.
Ο στόχος είναι η κοινωνική συνοχή;
Ο στόχος είναι η κοινωνική συνοχή. Να γεννηθούν καινούργιες ανάγκες. Δηλαδή να μην έχει ανάγκη κάποιος να βγει το Σάββατο και για να περάσει καλά να πάει να ψωνίσει. Να βγει το Σάββατο και να περάσει καλά επειδή συναναστρέφεται, εκφράζεται. Συν-εκφράζεται με άλλους ανθρώπους. Βρίσκεται σε μια πλατεία μαζί με άλλους δημιουργούς, να κουβεντιάσει, να δει, να ζηλέψει.
Να γυρίσει στο σπίτι του και να φτιάξει κι αυτός κάτι άλλο. Να το επαναφέρει την επόμενη φορά. Κι αυτό αφορά περισσότερο τους νέους. Θα μείνουνε στο Play-station, κλεισμένοι μες στο σπίτι τους, μέσα στην κατάθλιψη και την αντικοινωνικότητα ή θα βγουν έξω;
Discussion about this post