Πάντα αναρωτιόμουν πώς οι ηθοποιοί θυμούνται τα λόγια τους, πώς οι χειρουργοί κάνουν εγχειρήσεις με κρύο αίμα και πώς κάποιοι δημοσιογράφοι επιλέγουν να συνομιλούν ζωντανά με το κοινό στο ραδιόφωνο — που δεν ξέρεις ποιος/ποια είναι ο/η επόμενος/επόμενη, τι θέλει να πει, σε τι κατάσταση είναι.
Ο Μάνος Τσιλιμίδης, ό «Άγρυπνος» με τη Ραδιοβάρκα, ανήκει στην τρίτη κατηγορία, εδώ και 25 χρόνια. Με χαρά μίλησα μαζί του και ρώτησα κάποια από όσα ήθελα να τον ρωτήσω. Με χαρά μοιράζομαι και με τους αναγνώστες κάποια από όσα είπε.
Στις μέρες μας η συζήτηση είναι δύσκολη, αγχωτική, ενίοτε χαώδης και καταλήγει σε σουρεαλιστικους μονολόγους. Ο «Άγρυπνος» αναμετριέται στη «σύγχρονη Αγορά του Δήμου», τις νύχτες που η φύση ηρεμεί και οι άνθρωποι ψάχνουν τρόπους να εκφραστούν.
Το να είσαι κοινωνικά χρήσιμος, δεν είναι λίγο στις μέρες μας.
Μάνο είσαι πια, έπειτα από τόσα χρόνια, ένας άνθρωπος του ραδιοφώνου. Αλήθεια, ακούς ραδιόφωνο;
Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ένας πολύ φανατικός ακροατής του ραδιοφώνου· η ίδια η δουλειά μου δεν μου επιτρέπει να ακούω συνεχώς. Ακούω δηλαδή πέντε ώρες τα βράδια τον εαυτό μου και τους ακροατές μου και κάποιες ώρες της ημέρας κάποιες εκπομπές που έχω προτιμήσει εδώ και χρόνια να συμπεριλάβω στην καθημερινότητά μου και τις αγαπώ πολύ.
Τι είναι αυτό που ελκύει τον κόσμο στο ραδιόφωνο και ειδικά στην εκπομπή σου;
Το ραδιόφωνο είναι μία καταφυγή, είναι πάντα εκεί για όποιον το χρειάζεται. Ένας από τους λόγους που έχει διαρκέσει από το 1997 η Ραδιοβάρκα, είναι γιατί αυτοί που ακούνε ξέρουν ότι είμαι εκεί, πάντα. Φαντάσου ότι υπήρξε ένα διάστημα μεγάλο που έκανα εκπομπή κάθε μέρα, κάθε βράδυ και τα Σαββατοκύριακα.
Εικοσιπέντε χρόνια! Είναι πολλά…
Ναι, αν σκεφτείς ότι είναι ένα τέταρτο του αιώνα, ακούγεται –και είναι– βαρύ!
Μίλησέ μας για το πώς ξεκίνησε αυτή η σχέση;
Όταν τελείωσα τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, είχα γνωρίσει συγγραφείς και ποιητές και με φωνάζανε στην ΕΡΤ ως ηθοποιό, για να διαβάζω κείμενα στο ραδιόφωνο. Συνέχισα να πηγαίνω στην ΕΡΤ, στο Τρίτο Πρόγραμμα, διαβάζοντας είτε θεατρικά έργα είτε εκπομπές λόγου. Μία ημέρα, συγκεκριμένα θυμάμαι ήταν Καθαρά Δευτέρα, η Μαρλένα Πολιτοπούλου, η αρχισυντάκτρια τότε στο Πρώτο Πρόγραμμα, με φώναξε, να διαβάσω αποσπάσματα από ένα έργο του Γιάννη Μαρή. Ήταν η πρώτη φορά που θα γινόταν ζωντανή εκπομπή στο ραδιόφωνο, για να συντροφεύει όσους επέστρεφαν από τις εξοχές. Έχω πάει από τις οχτώ το πρωί και κατά τις δέκα, ενώ είμαι μες στο στούντιο και ετοιμάζομαι να διαβάσω το διήγημα, η δημοσιογράφος χλομιάζει και σχεδόν σωριάζεται στο πάτωμα. Την βγάλανε λοιπόν απ’ το στούντιο και ενώ δεν είχε τελειώσει το τραγούδι, πατάει η Μαρλένα το κουμπί της ενδοσυνεννόησης και μου λέει: «Πες κάτι, οτιδήποτε». Δεν ξέρω πώς μου ’ρθε, σηκώθηκα όρθιος μπροστά στο μικρόφωνο και είπα ότι ήμουνα μικρό παιδί στην Κρήτη και προσπαθούσα να ανεβάσω τον χαρταετό και δεν τα κατάφερνα και πήγα στον χαρταετό του θείου μου, που τον είχε ανεβάσει δύο τρία χιλιόμετρα πάνω και είχε δέσει την καλούμπα στη σιδερένια πόρτα της αυλής, και κούνησα την καλούμπα και έπεσε ο χαρταετός και με κυνήγαγε σε όλη την Κρήτη. Αυτό! Έβαλε η Μαρλένα ένα τραγούδι και μου ζήτησε να πω κάτι ακόμα και κάτι ακόμα… Ε, αυτή ήταν η πρώτη φορά!
Φοβερό σκηνικό. Και η συνέχεια;
Όταν έφευγα, μου λέει «Μπορείς να έρθεις αύριο το πρωί στις εφτάμιση εδώ, να πιούμε καφέ, να σου πω κάτι;» Υπέθεσα ότι επειδή τα πήγα καλά θα με θέλει για να διαβάσω κάποιο άλλο κείμενο, να πάρω κάνα φράγκο. Πίνουμε τον καφέ, δεν μου λέει τίποτα όμως. Οχτώ παρά δύο λεπτά, έρχεται μια κοπέλα και της λέει «Ελάτε κυρία Πολιτοπούλου, γιατί ξεκινάει η εκπομπή». Μπαίνει, λοιπόν, στο στούντιο και μου λέει να την ακολουθήσω. Κάθομαι δίπλα της. Ανοίγει το μικρόφωνο και λέει «Κυρίες και κύριοι, επειδή είμαι αρχισυντάκτρια στο πρόγραμμα και έχω πρόβλημα διαχείρισης χρόνου, δεν τα προλαβαίνω όλα, παραιτούμαι από την εκπομπή και βρήκα αντικαταστάτη. Τον λένε Μάνο Τσιλιμίδη και κάθεται δίπλα μου. Γεια σου Μάνο»… Και σηκώνεται και φεύγει και μ’ αφήνει μες στο στούντιο μόνο μου με τη ραδιοσκηνοθέτη και δύο τρεις δημοσιογράφους. Έτσι βρέθηκα να κάνω κάθε μέρα εκπομπή, όταν λέμε κάθε μέρα, εννοούμε και τα Σαββατοκύριακα, από τις οχτώ το πρωί μέχρι τις δώδεκα και μισή το μεσημέρι.
Από μία λιποθυμία δηλαδή… Μερικές φορές η τύχη παίζει περίεργα παιχνίδια.
Φοβερό έτσι; Ε, γι’ αυτό είναι τόσο ωραία η ζωή. Γιατί εγώ πραγματικά δεν είχα ιδέα. Δεν είχα σκεφτεί ούτε θα μπορούσα να το σκεφτώ το ραδιόφωνο ως δουλειά. Ήμουν ηθοποιός, έπαιζα στο θέατρο, έπαιρνα και καλές κριτικές, οπότε γιατί να το σκεφτώ;
Ασχολήθηκες, λοιπόν, και με το θέατρο, τη συγγραφή βιβλίων και με τη στιχουργική. Έχεις σκεφτεί ότι θα μπορούσες να ακολουθήσεις άλλο δρόμο πέρα απ’ το ραδιόφωνο;
Έχω γράψει περίπου εκατό πενήντα τραγούδια, τέσσερα βιβλία και έχω κάνει πάνω από χίλιες συνεντεύξεις, στον τύπο και στο ραδιόφωνο. Κάθε ένας απ’ αυτούς τους δρόμους έχει την ίδια ρίζα, τις λέξεις· είτε ραδιόφωνο κάνεις, είτε τραγούδια γράφεις, είτε βιβλία, το ίδιο είναι. Νομίζω ότι ο καθένας μας τραβάει το δρόμο που κι αυτός τον τραβάει. Το βασικό είναι ο δρόμος, δηλαδή. Δεν υπάρχει περίπτωση κανένας άνθρωπος να έκανε τελικά κάτι άλλο απ’ αυτό το οποίο κατέληξε να κάνει. Δεν εννοώ ότι είναι γραφτό, εννοώ ότι διαπλάστηκε μες στα χρόνια. Ορίζεις τον δρόμο σου και σε ορίζει κι αυτός, δεν γίνεται διαφορετικά. Ναι, θα μπορούσα να είχα γράψει πιο πολλά βιβλία, και τι μ’ αυτό δηλαδή; Με την έννοια ότι αν ήθελα να γράψω περισσότερα βιβλία, θα τα ’χα γράψει.
Είναι απλά θέμα επιλογής λοιπόν;
Όχι, είναι θέμα όρεξης. Ό,τι κάνεις, πρέπει να σε κυριεύσει σαν έμμονη ιδέα. Εάν γίνει αυτό, πέτυχες, εάν δεν γίνει, χτύπα το κεφάλι σου στον τοίχο, δεν πρόκειται να πετύχει.
Πάμε λίγο στο σήμερα. Σε μία εκπομπή σου με πόσους ανθρώπους μιλάς πάνω κάτω;
Έχω μιλήσει και με 35, έχω μιλήσει και με 15, εξαρτάται το θέμα. Βάζω πάντα ένα θέμα, όχι γιατί δεν επιτρέπεται να πεις αυτό που θέλεις, επιτρέπεται, επιβάλλεται, αποκαλώ ανθολόγιο αυτή την πλευρά, αλλά ταυτόχρονα το θέμα βοηθάει εκείνους οι οποίοι το χρειάζονται για να μπούνε στην κουβέντα. Αν βάλω, για παράδειγμα, ποιο είναι το πιο αγαπημένο σας φαγητό ή το πιο μισητό, θα πάρουνε πολλοί. Εάν το θέμα είναι λίγο πιο κλειστό, θα πάρουν λιγότεροι. Αλλά αυτό δεν λέει κάτι, ξέρω ότι ακούνε ακόμα κι αν δεν πάρουνε. Έχουμε όση ώρα χρειαζόμαστε, πέντε ώρες, σε πέντε ώρες έχεις πάει στη Θεσσαλονίκη… αν είναι ανοιχτή η Εθνική.
Τα θέματα πώς προκύπτουν;
Τα θέματα, είναι ένα… θέμα. Πρέπει να βρίσκεις κάτι άλλο κάθε μέρα. Ε, στο τέλος, οργανώνεται ένα τμήμα των νευρώνων του εγκεφάλου γύρω απ’ αυτό το ζήτημα, ποιο θα είναι το επόμενο θέμα. Εάν δεν μου έρθει επιτόπου, κάθομαι μπροστά στην οθόνη του κομπιούτερ και αρχίζω και διαβάζω διάφορα πράγματα στο Ίντερνετ, ειδήσεις, αρχαία αποφθέγματα, νεότερα αποφθέγματα, φιλοσόφων ιδέες, ψυχιάτρων προτροπές και κάποια στιγμή μπορεί να μου γεννηθούν και πέντε θέματα, οπότε τα σημειώνω και τα χρησιμοποιώ τις επόμενες μέρες. Είναι κάτι μέρες, όμως, που τα θέματα έρχονται μόνα τους, σε βρίσκουν αυτά, δεν τα βρίσκεις εσύ.
Μπορεί να είναι και μια ατάκα που απλά θα ακούσεις;
Ναι, ναι, μπορεί και μία ατάκα να σου γεννήσει ένα πολύ καλό θέμα. Μα έχω γράψει πάρα πολλά τραγούδια επειδή ακριβώς άκουσα μια φράση στο δρόμο από ανθρώπους που πέρναγαν δίπλα μου — πάνω από δέκα είναι βασισμένα επακριβώς σε μία φράση που άκουσα στο δρόμο ή που είπε κάποιος φίλος και μετά του είπα: «Θυμάσαι που είπες αυτό το πράγμα εκείνο το βράδυ, κοίτα τι έκανα μ’ αυτό».
Μίλησέ μας για τον κόσμο που συμμετέχει στην εκπομπή.
Μεμονωμένα μπορώ να σου πω ότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι βγαίνουνε να μιλήσουμε και μου λένε, για παράδειγμα: «Αχ, κύριε Μάνο, έχω να σε πάρω δέκα χρόνια αλλά σε ακούω κάθε βράδυ. Μ’ έχεις βοηθήσει πάρα πολύ, έχω αλλάξει με όλα αυτά που έχω ακούσει». Αυτό συμβαίνει γιατί εκτός από τα πράγματα που μπορεί να σκεφτώ εγώ να πω, έχω πάντα κι ένα –ας το πούμε– «επιτελείο ανθρώπων» που συνδράμει. Τον Χόρχε Μπουκάι, τον Λέο Μπουσκάλια, τον Γιάννη Ρίτσο, την Κική Δημουλά, τον Τίτο Πατρίκιο, ποιητές, συγγραφείς, όπου έχω επιλέξει κείμενά τους που έχουν ένα νόημα και είναι φτιαγμένα για να μεταφέρουν το νόημα αυτό. Οι παραβολές μεταφέρουν πιο καλά τα νοήματα.
Αν θεωρήσουμε ότι υπάρχει ένας μέσος ακροατής πριν 25 χρόνια, ένας πριν 10-15 χρόνια και ένας σήμερα, βλέπεις αλλαγές; Όσον αφορά τις ανησυχίες τους, τις ιδέες τους, τις σκέψεις τους;
Κοίτα, ευκολότερα οι άνθρωποι εκφράζονται σήμερα. Κάποιοι δυσκολεύονται, βέβαια, πάρα πολύ να εκφράσουν αυτό που έχουν μέσα τους. Δεν μας το μαθαίνουνε κιόλας αυτό. Η έκφραση θα έπρεπε να είναι ένα από τα μαθήματα που διδάσκονται στα σχολεία. Ο Πλάτωνας έλεγε ότι άνθρωπος είναι αυτός που αναλογίζεται και κρίνει όσα έχει δει.
Είναι περισσότερο φόβος ή αδυναμία να εκφραστεί κάποιος λεκτικά, γιατί και το λεκτικό μετράει.
Ασφαλώς. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν εμπιστεύονται καθόλου την ικανότητά τους να αναπτύξουν αυτό που έχουν στο νου τους. Τους καταλαβαίνω γρήγορα αυτούς τους ανθρώπους που δυσκολεύονται, οπότε ενεργοποιώ ερωτήσεις οι οποίες θα τους βγάλουν απ’ την πεπατημένη τους, θα αναγκαστούν να πουν κάτι άλλο. Μπορεί για παράδειγμα κάποιος να μου πει ότι πήγε πρώτη φορά στο Σίδνεϋ, χειμώνα, πριν από σαράντα χρόνια. Εγώ, αντί να τον αφήσω να συνεχίσει, επειδή καταλαβαίνω ότι δυσκολεύεται να βρει τη συνέχεια, τον ρωτάω πώς μύριζε η ατμόσφαιρα εκεί την πρώτη μέρα και ποιο ήταν το πρώτο φαγητό που έφαγε όταν κατέβηκε απ’ το καράβι. Τώρα για τον φόβο που λες, ναι υπάρχει περίπτωση ο προηγούμενος ομιλητής από σένα να είναι πάρα πολύ καλός και να κλείσεις το τηλέφωνο εσύ, να νομίσεις ότι δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα και να σταθείς στο ύψος του προηγούμενου ομιλητή, λες και είναι αγώνας δρόμου. Μερικοί άνθρωποι έτσι το βλέπουνε, έτσι βλέπουνε ολόκληρη τη ζωή τους, αλλά δεν έχει νόημα. Η ζωή είναι πολύ ωραία, πολύχρωμη, έχει θαύματα πολλά, καθημερινά, έχει ζέστη, κρύο, φίλους, γεύματα, μπάνια καλοκαιρινά, βόλτες, έχει τα πάντα… Ό,τι θέλεις έχει! Δεν είναι αγώνας δρόμου, το μυστικό είναι να φτάσουμε όλοι, αν γίνεται, μέχρι το νήμα του τέρματος.
Εντάξει, εννοείς ότι η ζωή είναι τέχνη έτσι;
Όλα τα πράγματα είναι τέχνη. Ακόμα και η ιατρική, το λένε και οι ίδιοι οι γιατροί, είναι επιστήμη και τέχνη. Από την πρώτη φορά που πήγα στο ραδιόφωνο σκέφτηκα το εξής: ότι δεν γίνεται να γράφω ατελείωτα κείμενα τα οποία να διαβάζω την επόμενη μέρα. Είπα λοιπόν τέρμα, δεν χρειάζομαι κείμενα, χρειάζομαι λέξεις που να μου υπενθυμίζουν τι είναι αυτό που θέλω να πω, αλλά θα προσπαθήσω να πω αυτό που έχω στο μυαλό μου με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, χωρίς να χαθώ, χωρίς να κουράσω, χωρίς να ξεφύγω και χωρίς να ξεχάσω τι έλεγα. Αυτό είναι που προτείνω και σε όποιον με ρωτάει τι να κάνει. Του λέω πως δεν έχει νόημα να πας με ένα πακέτο γραμμένα χαρτιά, δεν θα τα πάρει η εφημερίδα να τα τυπώσει, άρα δεν σου χρειάζονται. Χρειάζεται να έχεις σκεφτεί τι πρόκειται να πεις και να το πεις εκείνη την ώρα, ζωντανά, άμεσα. Παρασέρνεις έτσι και τον κόσμο.
Αυτό το «όλοι», η σύνθεση, είναι πάρα πολύ δύσκολο και λείπει συνεχώς αυτό..
Μα το ξέρω ότι είναι δύσκολο, δεν λέω ότι είναι εύκολο, λέω τι θα ’πρεπε, με βάση την εμπειρία που έχει η ανθρωπότητα, αυτό το «όλοι» να έχει κατακτηθεί. Αλλά δεν έχει αξιοποιηθεί η εμπειρία.
Μια ζωντανή εκπομπή εμπεριέχει το απρόβλεπτο. Πώς το αντιμετωπίζεις;
Το βρίσκω φοβερά ενδιαφέρον, επειδή δεν ξέρω τι θα γίνει λίγο παρακάτω. Και έχω ακούσει όλων των λογιών τις ιστορίες και θαυμαστές ιστορίες και εμπειρίες πάρα πολύ ενδιαφέρουσες. Αν έκανα μια οποιαδήποτε άλλη δουλειά, δεν θα μπορούσα να έχω τέτοια εμπειρία. Θα έπρεπε να είχα ζήσει πενήντα ζωές, γιατί είναι πολλά τα χρόνια και πολλές οι ώρες, πέντε ώρες κάθε βράδυ.
Καταλαβαίνεις πια, έπειτα από τόσα χρόνια εμπειρίας, από τα πρώτα δευτερόλεπτα επικοινωνίας με έναν ακροατή, το τι είναι, τι θέλει να πει, τι περίπτωση είναι; Πέφτεις έξω ποτέ;
Όχι, δηλαδή έχει τύχει, μπορεί να έχει τύχει μία φορά να έχω πέσει έξω. Να χρησιμοποίησε κάποιος άκομψο χιούμορ και να τον παρεξήγησα. Αλλά, όχι, δεν πέφτω έξω. Κοίτα, όπως ένας πεπειραμένος γιατρός καταλαβαίνει τι έχεις από τον τρόπο με τον οποίο μιλάς για τα συμπτώματά σου, έτσι γίνεται και με το ραδιόφωνο. Δηλαδή ξεχωρίζεις τη χαμογελαστή φωνή από την γκρίζα φωνή. Δεν την βλέπεις, την ακούς, αλλά την καταλαβαίνεις αμέσως.
Σε περίπτωση που κάποιος υπερβαίνει τα όρια που εσύ θεωρείς ότι χρειάζεται να υπάρχουν για την εκπομπή σου, πώς παρεμβαίνεις;
Παλαιότερα συνέβαινε καμιά φορά, οπότε έλεγα ένα «Καλό Πάσχα» και έκλεινα τη γραμμή. Αλήθεια, τού ’λεγα ότι αν νομίζει ότι εδώ πέρα παίζουμε τάβλι με εφτάρες είναι γελασμένος. Τις εφτάρες τις φέρνεις μόνος σου. Πάρε το κουβαδάκι σου και πήγαινε στην άλλη παραλία. Του ξηγιόμουνα έτσι, κανονικά. Με τα χρόνια, όμως, περιορίστηκε αυτό. Δηλαδή, φέτος δεν έχω κλείσει ούτε μία φορά τη γραμμή.
Περιορίστηκε όχι επειδή εσύ είσαι πιο διαλλακτικός, αλλά επειδή δεν παίρνουν αυτοί οι άνθρωποι πια τηλέφωνο;
Δεν είναι θέμα διαλλακτικότητας. Είναι σαν να έχουμε πει ότι θα στρώσουμε το καλό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι κι εσύ να θες να φας χωρίς πιάτο. Θες έτσι; Πήγαινε στο νεροχύτη και φάτο. Δεν είναι ότι γίνεσαι πιο διαλλακτικός εσύ, είναι όροι. Δεν γίνεται να τρέχεις με 190 χιλιόμετρα στη Συγγρού. Τρέχεις, το ξέρω ότι τρέχεις και δεν σε ελέγχει κανείς, αλλά δεν είναι λογικό. Είναι το αντίθετο από αυτό που έλεγε εκείνος ο πολιτικός, του οποίου δεν θυμάμαι ούτε καν το όνομά του, ότι εφόσον είναι νόμιμο κάτι, είναι και ηθικό. Όχι, εφόσον είναι ηθικό, είναι και νόμιμο. Νόμιμο είναι να σου πάρει η τράπεζα το σπίτι, αλλά δεν είναι ηθικό.
Έχεις κάνει και πρωινές εκπομπές με κοινό;
Με κοινό όχι, με τους ρεπόρτερ και με πολιτικούς κ.ά. Πάντοτε, πώς να σου πω, έβαζα και μια πινελιά για να μην είναι αμιγώς πολιτικό κάτι. Να έχει και λίγο τον αέρα από άλλα πράγματα. Δηλαδή μπορεί να ρώταγα στο τέλος μιας κουβέντας με μια πολιτικό τι φαγητό σκοπεύει να μαγειρέψει για τον άντρα της εκείνο το μεσημέρι. Γιατί αυτό έδινε ένα χαρακτήρα διαφορετικό — δεν σου λέω ότι ήτανε πάντα σωστό. Μια φορά, μου μίλαγε ένας ρεπόρτερ από τα βουνά της Ξάνθης και ξαφνικά πέρασε από μπροστά του ένα κοπάδι γιδοπρόβατα και ζήτησα να μου δώσει στο τηλέφωνο το βοσκό. Από τις ωραιότερες κουβέντες που έχω κάνει. Τα κινητά μόλις είχανε βγει.
Στην πραγματικότητα δημιουργείς έναν χώρο έκφρασης και αλληλεπίδρασης. Αλλάζουν οι άνθρωποι; Αλλά κι εσύ, έχεις αλλάξει μέσα από όλα αυτά τα χρόνια;
Τα πάντα έχω αλλάξει. Έχω καταλάβει πράγματα που οποιαδήποτε άλλη δουλειά κι αν έκανα, δεν θα τα καταλάβαινα ποτέ. Όταν μου λέει κάποιος «Δεν ξέρεις πόσα πράγματα έχω κερδίσει τα βράδια που σε ακούω», του απαντάω πως ουσιαστικά εγώ είμαι αυτός που έχει κερδίσει. Έμαθα πράγματα υπέροχα, καταπληκτικά, τι να σου λέω… Πολλά. Έχω αλλάξει, ναι.
Τα ξημερώματα πλέον, όταν πέφτεις για ύπνο, τι γίνεται, τα σκέφτεσαι όλα αυτά;
Όχι, όχι πάντα. Υπάρχουν κάποια πράγματα που τα σκέφτεσαι γιατί κολλάνε στο μυαλό σου, αλλά δε θα συμβεί πάντα αυτό. Μπορεί και να το γυρίσω λίγο στο μυαλό μου ενώ οδηγώ προς το σπίτι και μετά, έφτιαξα με τα χρόνια ένα κουμπί μέσα μου, ξέρεις, που όταν έρχεται το καλοκαίρι, ο Αύγουστος, το πατάω και ξεχνάω ότι κάνω εκπομπές, τα πάντα. Το ίδιο κουμπί πατάω πάλι το Σεπτέμβριο και ξανασυντονίζομαι με τις εκπομπές μου. Αλλά δεν μπερδεύω το ένα με το άλλο πια, εννοώ τώρα πια που μεγάλωσα, που έμαθα πιο πολλά.
Είπες ότι κάποιος πήρε και σου είπε ότι είχε να σε καλέσει δέκα χρόνια αλλά σε ακούει. Συναίσθημα;
Ε, ωραίο είναι. Μερικές φορές λέγονται ιστορίες καταπληκτικές, σαν σε βιβλίο δηλαδή. Μέχρι και ένας εκδότης μου το πρότεινε. Να έβαζα τίτλο «25 χρόνια Άγρυπνος» και να έγραφα ένα βιβλίο. Του λέω, καλά είσαι σοβαρός; Τι απ’ όλα αυτά που έχω ακούσει να προλάβω να σκεφτώ πάλι; Δε γίνεται. Θα ’πρεπε να είχα αναλυτικό αρχείο, αλλά και πάλι, τι να πρωτοδιαλέξεις;
Μπορείς να θυμηθείς ένα θέμα που έχεις βάλει, που είτε δεν πήγε καλά, είτε δεν ήταν καλή η επιλογή σου, είτε ήταν πολύ δύσκολο και δεν έτρεξε;
Να σου πω την αλήθεια, μια δυο φορές που ζήτησα να μου πουν μια ιστορία από τη ζωή τους, τέτοια που να έχει ένα νόημα και να άξιζε τον κόπο να την αφηγηθούνε στα παιδιά ή στα εγγόνια, ανταποκρίθηκαν και μου ’παν καταπληκτικά πράγματα. Για τις φορές που δεν ανταποκρίθηκαν… τι να σου πω, δε μου ’ρχεται κάτι συγκεκριμένο, ειλικρινά δε μου ’ρχεται.
Ας φύγουμε λίγο απ’ το ραδιόφωνο. Είσαι άνθρωπος των social; Έχεις Facebook, Instagram;
Έχω Facebook, ναι.
Επικοινωνείς κι από ’κει;
Όχι, εκεί βάζω το θέμα το νυχτερινό, ανταποκρίνονται με likes οι άνθρωποι και γράφουνε σχόλια. Κι εγώ πατάω like στα σχόλια και καμιά φορά απαντάω κιόλας, σπάνια, κι αυτό είναι όλο, δεν ασχολούμαι περαιτέρω, βαριέμαι κιόλας.
Το διαδίκτυο μας έχει κατακλύσει. Σε ανησυχεί;
Οτιδήποτε καινούριο εμφανιζότανε στην ιστορία του κόσμου, πάντα υπήρχανε κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι φοβόντουσαν το χειρότερο. Ο Φρόυντ λέει ότι ποτέ δεν γίνονται πραγματικότητα οι ακραίοι φόβοι των ανθρώπων. Όχι, δεν με τρομάζει τίποτα στο διαδίκτυο. Εκείνο που με τρομάζει είναι το πώς έχει καταντήσει η κατάσταση με τη βία, να πλακώνονται οι πιτσιρικάδες δεκαπέντε χρονών και να μαχαιρώνονται. Αυτό με ανησυχεί, όχι το διαδίκτυο.
Πολλοί υποστηρίζουνε ότι η βία προέρχεται και από το διαδίκτυο, γιατί εκεί υπάρχει σε μεγάλο βαθμό λεκτική βία κι έτσι παίζει έναν ρόλο.
Σίγουρα, δίκιο θα ’χουνε, αλλά μην ξεχνάς ότι ο κάθε κομπλεξικός μπορεί να βγάλει τ’ απωθημένα του μέσω Ίντερνετ, αντί να πάρει φόρα να κοπανήσει το κεφάλι του. Παλαιότερα θα υπήρχαν άλλοι τρόποι. Εγώ ήμουν δεκαπέντε χρονών, στο γυμνάσιο, κι ο συμμαθητής μου που καθόταν στο ίδιο θρανίο, είχε ένα σουγιά μαζί του πάντοτε, δηλαδή σφαζόσουνα με δαύτον, κολοκοτρωνέικο που λένε, και τον έδειχνε στους άλλους ότι κοιτάξτε τι έχω εγώ. Θέλω να πω ότι πάντα υπήρχανε ακρότητες.
Πες μου μια αγαπημένη σου βόλτα στην Αθήνα.
Γύρω από την Ακρόπολη, στην Πλάκα. Τέλεια βόλτα. Άλλο μέρος είναι ο Βασιλικός Κήπος, από παιδί με πήγαινε ο πατέρας μου και η μάνα μου στις πάπιες στη λιμνούλα που έχει εκεί και είχε κάτι πράσινες καρέκλες, που έπρεπε να πληρώσεις πενήντα λεπτά για να κάτσεις, δηλαδή μισή δραχμή. Πράσινες, μεταλλικές, άβολες καρέκλες.
Στην Αθήνα, υπάρχουν κάποια μέρη, κάποιες συνήθειες ή κάποιες καταστάσεις που σ’ ενοχλούν;
Στην Αθήνα δεν μπορώ να οδηγήσω πια. Κάποτε λάτρευα την οδήγηση, τώρα βαριέμαι πάρα πολύ, θα προτιμούσα δηλαδή να πάω με τα πόδια ή με το λεωφορείο ή με κανένα ταξί στην ανάγκη, αλλά δεν κυκλοφορώ μέσα στην πόλη με τ’ αυτοκίνητο. Έχω σιχαθεί την οδήγηση.
Πώς θα χαρακτήριζες την κατάσταση που ζούμε ως λαός, ως άνθρωποι, ως ομάδες, ως παρέες;
Δεν νομίζεις ότι είναι άλλο το ως λαός και άλλο το ως άνθρωποι; Ως λαός δεν μπορώ να σου πω, αλλά εάν δεχτείς ως άνθρωπος ότι ηττήθηκες, ηττήθηκες. Εάν δεν το αποδεχτείς, να έχεις την καθαρότητα να δεις την κατάσταση, δεν ηττήθηκες. Έτσι νομίζω, δεν ξέρω για το λαό. Ο λαός τα ’χει παίξει λίγο. Βλέπει στην τηλεόραση χαζομάρες από το πρωί μέχρι το βράδυ και νομίζω ότι καταστρέφεται κάτι πολύ σημαντικό μέσα του.
Επιστρέφω λίγο στο ραδιόφωνο. Νέοι άνθρωποι, δεκαοκτώ μέχρι είκοσι πέντε, παίρνουν τηλέφωνο;
Ναι, παίρνουν. Αλλά είναι πολύ πιο εύκολο να πάρει ένας μεγαλύτερος. Σκέψου ότι όταν πήγα για το πρώτο μου βιβλίο στην Καλαμάτα, για να το παρουσιάσουνε εκεί, ήρθε ένα σχολείο θηλέων. Όλη η δεύτερη τάξη του Γυμνασίου, τα παιδιά, ακούγανε την εκπομπή μέχρι τη μία, πριν κοιμηθούνε. Ξέρανε, το κουβεντιάζανε το θέμα την επόμενη μέρα στην τάξη, αλλά δεν είχανε πάρει ποτέ τηλέφωνο. Δεν είναι το ίδιο εύκολο για έναν δεκαεπτάχρονο να πάρει τηλέφωνο από το σπίτι του την ώρα που κοιμούνται οι άλλοι, κατάλαβες;
Μήπως δεν είναι στην κουλτούρα τους πλέον το ραδιόφωνο.
Άμα ακούνε, ακούνε, δηλαδή μου κάνει εντύπωση κατά καιρούς που μου λένε σε ακούω από δεκαπέντε χρονών, ας πούμε, και τώρα παντρεύτηκα, όπως μου έλεγε μία κοπέλα τις προάλλες. Μπορεί να ακούνε αλλά να μην επικοινωνούν. Από εσένα εξαρτάται, να τους πείσεις.
Ήμουν στον Real τότε, και με παίρνει ένα βράδυ μια γυναίκα και μου λέει: «Θέλω να σε ευχαριστήσω για τα χρόνια που σας ακούω, αλλά επειδή δεν θα έχουμε άλλη φορά την ευκαιρία να μιλήσουμε, ήθελα να σας πω ένα γεια». Λέω: «Γιατί δεν θα ’χουμε άλλη φορά, θα φύγετε στο εξωτερικό;» «Όχι», μου λέει, «θα αυτοκτονήσω απόψε». «Τι εννοείτε, κυρία μου, θα αυτοκτονήσετε απόψε;» Μου λέει: «Έχω όλα τα φάρμακα που υπάρχουν μέσα στο σπίτι μου, τα έχω πάρει ήδη, έχω αρχίσει να ζαλίζομαι». Της λέω «Καταλαβαίνετε ότι εγώ βλέπω τον αριθμό σας, θα πάρω την αστυνομία όταν τελειώσουμε το τηλεφώνημα. Είστε σίγουρη ότι θέλετε να υποστείτε μία τέτοια ταλαιπωρία μες στη νύχτα;» Δεν την πίστεψα εκατό τοις εκατό βέβαια και ξαφνικά σωριάζεται στο πάτωμα και ακούω το ακουστικό που σκάει στο πάτωμα μαζί μ’ αυτήν. Βάζω ένα τραγούδι και παίρνω την αστυνομία. Ειδοποίησαν εκείνοι τους συναδέλφους τους στο τμήμα της πόλης απ’ όπου έγινε το τηλεφώνημα. Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο η κόρη της και μου είπε το εξής: ότι σε πέντε λεπτά από την ώρα που πήρα τηλέφωνο, πήγε στο σπίτι της ένα ασθενοφόρο, ένα περιπολικό κι ένας εισαγγελέας, εάν χρειαστεί να σπάσουν καμιά πόρτα. Άρχισαν να χτυπάν το κουδούνι σε ένα τρίπατο σπίτι, τους άνοιξε μία γυναίκα από άλλο όροφο. Ανοίγουν την πόρτα και είναι η γυναίκα στο πάτωμα ετοιμοθάνατη. Την παίρνουνε σηκωτή και την πάνε στο νοσοκομείο. Μένει σε κώμα πέντε έξι μέρες, γιατί είχε πάρει όλα τα ψυχοφάρμακα, και συνέρχεται. Και με παίρνει ένα βράδυ τηλέφωνο έπειτα απ’ αυτό και μου λέει στον αέρα όλη αυτή την ιστορία, που ήρθε η αστυνομία, που την βρήκανε κ.λπ. Την ρώτησα γιατί όλα αυτά; Και μου είπε ότι χώρισε πριν ένα χρόνο και δεν αντέχει τη μοναξιά. Της λέω: «Κυρία μου… με συγχωρείτε, να ρωτήσω κάτι, πόσο χρονών είστε;» Μου λέει 45.
Ήμουνα στην ΕΡΤ, ήτανε 5 Αυγούστου θυμάμαι, δύο η ώρα το βράδυ, και κάλεσε ένα κορίτσι δεκαπέντε χρονών. Την ρώτησα πώς και δεν είναι διακοπές με την οικογένειά της τέτοια εποχή και μου απάντησε ότι δε θα πάνε ποτέ ξανά διακοπές ως οικογένεια γιατί θα έφευγε από το σπίτι της εκείνο το βράδυ, γιατί ο πατέρας της –που ήταν γιατρός και έλειπε από το σπίτι για ένα χειρουργείο στην Πάτρα– είναι πολύ αυστηρός και άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει και δεν την αφήνει ούτε καν σινεμά να πάει με τις φίλες της, κι έτσι έχει ετοιμάσει τη βαλίτσα της να φύγει. Της πρότεινα να βρει χρόνο μέσα στο Σαββατοκύριακο και να μιλήσει στον μπαμπά της σαν να είναι αυτός το παιδί κι αυτή η μεγάλη που καταλαβαίνει και να του πει να της έχει εμπιστοσύνη, να την αφήσει να πάει σινεμά και αν θέλει να την ακολουθήσει για να σιγουρευτεί ότι όντως πάει εκεί που λέει. Αφού μαλάκωσε με αυτά τα λόγια μου, της είπα να αδειάσει τη βαλίτσα της με προσοχή, γιατί άμα καταλάβουν οι γονείς της ότι ήταν έτοιμη να φύγει, δε θα την εμπιστευτούνε ποτέ ξανά. Και με τη συμφωνία αυτή κλείσαμε το τηλέφωνο. Τη Δευτέρα το βράδυ με παίρνει τηλέφωνο ένας κύριος, ο πατέρας της μικρής. Εγώ τα έχασα προς στιγμήν, λέω έχε γούστο να έφυγε το παιδί απ’ το σπίτι. Ξεκίνησα να του λέω ότι η Ελένη είναι εξαιρετικό πλάσμα και με διέκοψε για να μου πει ότι επειδή ακούει την εκπομπή, έτυχε ν’ ακούσει και την κόρη του, ενώ ήταν στο αυτοκίνητο και επέστρεφε με τη γυναίκα του από την Πάτρα. Θορυβήθηκε αλλά και συγκινήθηκε με αυτά που άκουσε και από τον τρόπο που της μίλησα της μικρής. Σταμάτησε το αυτοκίνητο στη ΛΕΑ μέσα στη νύχτα και έκλαιγε για τρία τέταρτα στην αγκαλιά της γυναίκας του. Με ευχαρίστησε για τον τρόπο που φέρθηκα στο παιδί του. Η πλάκα είναι ότι την επόμενη μέρα με ξαναπαίρνει τηλέφωνο η Ελένη από ένα καρτοτηλέφωνο ενώ ήταν έξω με τις φίλες της, μες στη χαρά, χωρίς να ξέρει ότι ο μπαμπάς της την είχε ακούσει, για να μου πει ότι αυτό που της είπα λειτούργησε και ότι ο πατέρας της της έδωσε λεφτά να κεράσει τις φίλες της σινεμά και χάμπουργκερ και την άφησε να γυρίσει στις δώδεκα και μισή το βράδυ. Αυτή βέβαια θα γυρνούσε νωρίτερα, για να δείξει στον πατέρα της ότι αξίζει να την εμπιστεύεται. Δε θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την ιστορία.
Μάνο, σε συγκινούν όλα αυτά;
Δεν συγκινήθηκα ακριβώς… Κοίτα, δεν πρέπει να είσαι ευσυγκίνητος μ’ αυτά τα πράγματα, γιατί δεν μπορείς να λειτουργήσεις όπως πρέπει. Μπορεί να συγκινηθείς, βεβαίως, αλλά αυτός που είναι απέναντί μου δε θέλει τη συγκίνησή μου, τη συμπαράστασή μου μπορεί να θέλει με κάποιον τρόπο, κατάλαβες;
Πιστεύεις ότι αυτά τα χρόνια έχει μεγαλώσει η μοναξιά, έχει μεγεθυνθεί σαν φαινόμενο η μοναξιά;
Ναι, γιατί έχει συζητηθεί πάρα πολύ.
Έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες, δηλαδή κάτι δεν υπάρχει όσο δεν συζητιέται και όσο συζητιέται τόσο θρέφεται.
Ναι, δηλαδή όταν ήμουνα μικρό παιδί εγώ, όλοι οι άνθρωποι ήτανε φτωχοί. Δεν ήξερα κανέναν που να μην είναι φτωχός πέρα από το νουνό μου που ήτανε γιατρός και τη νουνά μου. Όλοι οι άλλοι άνθρωποι ήταν φτωχοί, αλλά δεν το γράφανε κάθε μέρα οι εφημερίδες ούτε το λέγανε τα ραδιόφωνα, οπότε εκ των πραγμάτων οι άνθρωποι δεν το κουβεντιάζανε, δεν το ξέρανε, μπορεί και να μην το αντιλαμβάνονταν.
Ήταν καλύτερα έτσι νομίζεις;
Δεν ξέρω τι ήταν καλύτερα, πραγματικά, εγώ αγαπάω την εποχή μου κάθε φορά, δεν θέλω να γυρίσω πίσω. Έχω γράψει ένα τραγούδι με τον Βαρδή και τον Πάριο που έχει τίτλο «Δεν γυρίζω πίσω», ήταν και τίτλος στον δίσκο τότε. Έχω γράψει καμιά 150αριά, το πρώτο που έγραψα ήταν το «Ετοιμάζω ταξίδι» της Δήμου.
Πάντως, Μάνο, υπάρχει πάρα πολλή μοναξιά έτσι;
Η μοναξιά είναι παχύρευστη, δεν απομακρύνεται ούτε με ηλεκτρική σκούπα από τα σπίτια των ανθρώπων, είναι πολύ μεγάλη, πολύ μεγάλη η μοναξιά.
Η εκπομπή «Ραδιοβάρκα ο Άγρυπνος» μεταδίδεται Δευτέρα με Παρασκευή, από τις 00:00 έως τις 05:00 από τον σταθμό Παραπολιτικά 90,1 FM.