Κάτω από ένα συνθετικό χαλί με φασματικά αραβουργήματα, κρεμασμένο από το μπαλκόνι του δευτέρου ορόφου, στο σκαληνό πεζοδρόμιο της Μεγάλου Αλεξάνδρου, στο Μεταξουργείο, η Λίνα παραγγέλνει καπουτσίνο «με μπόλικη κανέλλα». Ο Θράσος Καμινάκης, ο Κώστας Χατζόπουλος και ο υπογράφων ετοιμάζουμε το νέο σεμινάριο του Μικρού Πολυτεχνείου, όπου οι επίδοξοι γραφιάδες καλούνται να αναμετρηθούν με τα «7 Πολύτιμα Συναισθήματα». «Δεν φοβάσαι την επιδρομή των ψυχολόγων και των ορισμών τους;» την πειράζω. «Καλήν εσπέραν άρχοντες, κι ας είναι ο ορισμός τους» με προλαβαίνει πριν από τη πρώτη της γουλιά.
Ένας ακούραστος πεζοπόρος αυτής της πόλης, η Λίνα Νικολακοπούλου μοιάζει έτοιμη να συναντηθεί με την πόλη που της χαρίζει απλόχερα και έμπνευση και αναγνώριση. «Εγώ στη βόλτα είμαι σιωπηλή. Τα μάτια μου περισκόπιο. Οτιδήποτε μπορεί να σου δώσει μια ερεθιστική όψη του καθημερινού, του ανθρώπινου. Να, σήμερα, για παράδειγμα, που καθόμουν στο Γκάζι για να πιω ένα καφέ, βλέπω στη πυλωτή ενός κτιρίου ένα μπόγο. Ήτανε η καβάτζα που είχε ένας άστεγος για να κοιμηθεί.
Σκέφτηκα πόση εμπιστοσύνη μπορεί να είχε αυτός ο άνθρωπος, αφήνοντας κάπου τα υπάρχοντά του σαν να ήταν το σπίτι του… Κάποια στιγμή τον βλέπω να έρχεται. Ήταν ένας μετανάστης. Ξεδίπλωσε το μπόγο, έστρωσε μια κουβέρτα και έβγαλε τα παπούτσια του. Έβγαλε τους πάτους των παπουτσιών του και τους έβαλε πάνω σ’ αυτά να ξεϊδρώσουν. Ύστερα, τακτοποίησε τα παπούτσια του πίσω απ’ το κεφάλι του, ώστε να μπορεί να τα περιφρουρεί, μην του τα κλέψουν, ξάπλωσε και άναψε ένα τσιγάρο.
Έτσι απλά, όπως θα κάναμε όλοι στο τέλος μιας κουραστικής μέρας. Τον έβλεπα να απολαμβάνει τον καπνό και να σκέφτεται τα δικά του: την πατρίδα του, τους δικούς του, μια αγάπη που’ χε εκεί, τη μάνα του…» Το αστικό λεωφορείο βρυχάται στο δρόμο κι είναι σα να μεταφέρει το μελίσσι των επιβατών του μέσα από μας, στη πόλη που ζούμε, στη πόλη που μας περιγράφει η Λίνα. «Η πόλη από κάτω, κρυφά και φανερά, έχει δέσει άλλα σχοινιά. Κοιτάξτε όλους αυτούς τους νέους ανθρώπους με πόσο ρομαντισμό την κατοικούν. Πιάνουν ένα παλιό σπίτι και θα δεις πώς βάζουν λουλούδια, πώς το διακοσμούν με άλλο τρόπο, όχι νοσταλγικά, συνδυάζοντας την αγωνία της εποχής με κάτι απλό που υπάρχει μέσα τους και τους δίνει χαρά».
Μια τέτοια πόλη θέλησε να δείξει στους μαθητές του περυσινού σεμιναρίου της στο Μικρό Πολυτεχνείο, όταν τους έβγαλε για ένα περίπατο στο ιστορικό κέντρο. «Θυμάμαι κάθε λίγα μέτρα που σταματούσα και τους έδειχνα. Αυτό το είδατε; Το άλλο εκεί πέρα το είδατε; Η έγνοια μου ήταν να σηκώσουν τα μάτια τους από τα πόδια ή το κινητό τους.
Γιατί ο άνθρωπος που γράφει πρέπει να μπορεί να διαβάζει τη πόλη. Νιώθω μερικές φορές πως όλοι εμείς δεν χρειαζόμαστε δασκάλους.
Είναι σαν να έχει αφυπνιστεί κάτι μέσα μας. Ωστόσο, σήμερα, αν κάποιος έχει κάτι να σου πει, αυτό μου φαίνεται ακόμα πιο σημαντικό, γιατί όταν έχεις βρει τις άκρες σου, είτε μέσα από το ίντερνετ, είτε μέσα από τους ανθρώπους που επιλέγεις, αργά ή γρήγορα θα πέσεις και σε μερικούς που καταπιάνονται με πράγματα που δεν φαντάζεσαι. Είναι μια πολύ περίεργη εποχή, η εποχή μας… Αξίζει κανείς να παρατηρήσει και τους ανθρώπους και τους τρόπους. Χαίρομαι γιατί η αγορά της Αθήνας, όπως και οι αγορές των άλλων πόλεων που αγαπάμε, είναι ζωντανή». Κι άλλο λεωφορείο περνάει σύριζα. Είναι κι αυτό ένα 026. «Βοτανικός-Ιπποκράτους».
Η Λίνα διακόπτει και προσπαθεί να διαβάσει την επιγραφή. Δεν χάνει τον ειρμό, αλλά δεν αφήνει και τον συρμό να περάσει απαρατήρητος. Ποιος ξέρει… Ίσως, κάποτε ακούσουμε μια λυρική απόδοση αυτού που υπαινίσσεται ο τίτλος του λεωφορείου. «Το υπέροχο είναι ότι ενώ υπάρχει τόσος προκατασκευασμένος ήχος, ακόμα ένα τραγούδι που γράφτηκε με αληθινή αιτία μπορεί να σε ταράξει. Έχει ακόμα δύναμη το τραγούδι. Την ώρα που γράφω κοιτάζω τη θερμότητα του μηνύματός μου». «Τι εννοείς;» «Πρωταρχικός σκοπός μου είναι να εκπλαγώ εγώ η ίδια από μένα.
Μετά από τριανταπέντε τόσα χρόνια συγγραφής, παίρνω χαρά κάθε φορά που βάζω το μήνυμά μου στη μποτίλια, το ρίχνω στο πέλαγος και συλλαμβάνω τον εαυτό μου να το ψαρεύει από την απέναντι ακτή. Είναι σαν να συναντιέμαι με μια ακόμα πιθανότητα που θα φέρει το άνοιγμα του διαφράγματος της φωτογραφικής μηχανής που κουβαλώ μέσα μου».
Η στάθμη των καφέδων πέφτει. Μαζί της και το φως του απογεύματος. Οι μουσικές του καφενείου ανταγωνίζονται τους βρυχηθμούς των αυτοκινήτων. Η απέναντι παρέα πληρώνει για να φύγει. Μιλάμε για την ευλογημένη μοναξιά της γραφής.
«Η ωραία συνθήκη της απομόνωσης του ανθρώπου που γράφει συνίσταται στο ότι γνωρίζει πως θα βρεθεί σ’ έναν κόσμο άγνωστο απ’ όπου θα βγει μ’ ένα μήνυμα. Και όλο το θέμα είναι πώς θα το πεις αυτό το μήνυμα για ν’ αγγίξει τον άλλον. Να τον αφορά, αλλά όχι παραποιώντας εσένα». Μια οικογένεια Ινδών περνούν στο απέναντι πεζοδρόμιο σπρώχνοντας ένα καροτσάκι.
Ο άντρας φορά σαρίκι. Δυο έφηβοι αφιππεύουν ένα μηχανάκι που το οδηγεί ένας τρίτος. Μιλάμε για τη μαστοριά του πολλαπλασιαστή, του στοιχείου που εγγυάται την πρόσδεση ενός τραγουδιού στην ευαισθησία του μεγάλου ακροατηρίου.
«Ο πολλαπλασιαστής είναι το ρεφρέν. Αυτό είναι που ενώνει όλο τον κόσμο. Ακούω να τραγουδάνε όλοι το Αδιόρθωτα τα μάτια κι οι καρδιές και καταλαβαίνω ότι εκεί μέσα ειπώθηκε κάτι όπου μπορούμε να καθρεφτιστούμε όλοι».
Ένας μελαψός άντρας με αθλητικό φανελάκι βγαίνει στο μπαλκόνι να μαζέψει το χαλί του. Το διπλώνει προσεκτικά κι ύστερα πλησιάζει στη κουπαστή. Κοιτάζει για μια στιγμή το δρόμο κι είναι σα να βλέπει την πλαγιά του μακρινού χωριού του. Όλα εκεί κάτω, η πολύχρωμη χλαλοή της Μεγάλου Αλεξάνδρου, του μιλάνε λες με μια γνώριμη γλώσσα. Ακόμα και μεις; «Είναι μια συντροφιά για τον άνθρωπο τα λόγια που θυμάται μαζί με τη μουσική.
Οι μουσικοί δρόμοι είναι βγαλμένοι απ’ την καρδιά και αν τα λόγια σου μιλάνε για τα καθημερινά σου βιώματα τότε το τραγούδι μπορεί να γίνει μια φορητή παρέα, μια σημαντική βοήθεια στη προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί το σαρκίο του, να νικήσει τη βαρύτητα και να ενωθεί με τους άλλους σε ομόκεντρους κύκλους για να χορέψει».
Ο Θράσος σηκώνεται για να πληρώσει τους καφέδες. Ο κύκλος μας σπάει. «Ο ρυθμός είναι κάτι σαν διάδρομος απογείωσης», η Λίνα ανακεφαλαιώνει το συλλογισμό της.
Η Λίνα αναλογίζεται την ευλογία που της δόθηκε να ακούσει τα τραγούδια της σε κάθε εκδήλωση της κοινωνικής μας ζωής. «Αισθάνομαι την ανάγκη να μοιραστώ αυτή την ευλογία με όλους αυτούς τους συνθέτες και τους ερμηνευτές, γιατί ο καθένας πολλαπλασίασε τη δύναμη του λόγου μου. Οι πολλές φωνές που με τραγούδησαν μπόρεσαν να εκφράσουν την μεταπολιτευτική αστική πραγματικότητα της χώρας μας, δημιουργώντας μια νέα μυθολογία».
«Θα το πιστέψεις ότι τότε δεν σκεφτόμασταν και πολύ τη βιομηχανία που περίμενε τα τραγούδια μας. Σκέψου ότι μετά το Κυκλοφορώ κι Οπλοφορώ έκανα το Μαμά Γερνάω που δεν πούλησε τόσα αντίτυπα. Όμως, ακόμη κι αν δεν έφερναν πίσω κέρδη, τα τραγούδια μας μπορεί να έβρισκαν την αναγνώριση σε κάποιο χρόνο κατοπινό. Χρειαζότανε μια ψυχραιμία, γιατί, κακά τα ψέματα, ο δημιουργός μπαίνει στο δίλημμα να κοιτάζει τι αρέσει γύρω του.»
Το τρίτο 026 μας προσπερνά σχεδόν άδειο. Ελάχιστοι φαίνεται έμειναν που θέλουν ακόμα να ταξιδέψουν από το Βοτανικό στην Ιπποκράτους. Νύχτωσε. «Αν θέλεις να προχωρήσεις, συχνά χρειάζεται να οπισθοχωρήσεις πρώτα. Να ξαναβαφτίζεσαι στη παράδοση και από κει να κάνεις το άλμα σου. Ακόμα κι ένας αφαιρετικός ζωγράφος χρειάζεται να κάνει πρώτα ένα σχέδιο πριν επιχειρήσει την αφαίρεση».
«Όπως ο γεωργός αναπτύσσει μια κανονιστική επίγνωση της δουλειάς του με τη γη, έτσι και ο δημιουργός αποκτά με τον καιρό επίγνωση των κανόνων της τέχνης του ώστε να παράγει ωραίους καρπούς». Να λοιπόν ο Βοτανικός που τόση ώρα μας προσπερνούσε ασθμαίνοντας. Φτάσαμε στην ησιόδεια πείρα και στη δειλινή ηδύτητα της συναναστροφής μας. Ήταν το βράδυ της 13ης Απριλίου.
Το Μικρό Πολυτεχνείο θα φιλοξενήσει τη Λίνα Νικολακοπούλου και τους μαθητές της από τις 8 Μαΐου, ελπίζοντας να συλλέξει τους ωραίους καρπούς της δουλειάς τους ώστε να τους εκδώσει στο βιβλίο-συνέχεια των προηγούμενων σεμιναρίων της Λίνας. Το πρώτο τιτλοφορείται «Τρεις Εποχές στο Ίδιο Σπίτι». Το επόμενο θα επιγράφεται «Η Τέταρτη Εποχή».
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΦΩΤΗ ΒΛΑΣΤΟΥ, ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΚΩΣΤΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ
Discussion about this post