Ακούω τζάμια να σπάνε, όλο και πιο κοντά μου, τζάμια ανθρώπινα. Επιτέλους.
Η αλαζονεία, δανεική από πολίτες ένστολους και άστολους, πάντα έτοιμους να λιντσάρουν [οποιονδήποτε είναι έξω από την περί καλού υπεραπλουστευμένη βεβαιότητά τους] γιγαντώνεται γρήγορα. Επιτέλους.
Ο/Η επόμενη Ζακ/Ζackie ο επόμενος Νεοσμυρνιώτης, μπορεί να είμαι εγώ. Επιτέλους.
Μια εποχή στραγκαλισμού, όπου το παρελθόν έχει σταματήσει για λίγο επιτέλους, να αυτοφωτοτυπείται.
Οι βιαστές, μιλάνε για βία.
Οι ματαιόδοξοι [θωπεύοντας τα γελοία εγώ τους/σύγχρονα τοτέμ], μιλάνε για ατομισμούς και κοινότητες.
Ακούω τζάμια να σπάνε, όλο και πιο κοντά μου, όλο και πιο δυνατά. Ίσως κάποια είναι και μέσα μου. Επιτέλους.
Quelle decadence [η έννοια, όχι το κλαμπ].
Εξοργίζονται μαυτή λένε, λες και δεν την αγκάλιαζαν οι χιλιάδες αυτοθυματοποιούμενοι υποκριτές.
Υπέροχα. Εγώ πάλι καθόλου.
Αντίθετα, χαίρομαι που για λίγο έστω, γυαλίζει εκτεθειμένη, ένα παράξενο, σχεδόν νέο αντιδραστήριο.
Όλα τα δόγματα εδώ είναι τόσο προβλέψιμα άρα και χειραγωγήσιμα. Το πιο στρατιωτικό ανάμεσα τους, θα κερδίζει πάντα [μάντεψε ποιό είναι αυτό].
So you have to do better than that, επιτέλους. You just fucking have to sweetheart.
Ακούω τζάμια να σπάνε ή μήπως είναι κρύσταλλα [νυχτερινά]?. Είναι απ’τη βιτρίνα του χασάπη? ή μήπως είναι κόκαλα?
Σε κάθε περίπτωση πάντως είναι ένας Ludwig Van ήχος, με μια κάποια [σεβαστή] ελπίδα και ένα κάποιο [σεβαστό] έρεβος. Επιτέλους.
Είναι ωραία εδώ.
Συνέχισε να κάνεις τη δουλειά που σου έχουν μάθει να κάνεις. Πιές το γάλα σου. Μείνε σπίτι. Έχει φόβο έξω. Αλλά και μέσα.
Η μηχανή μπορεί να σ’ αγαπάει [άλλωστε της είσαι απαραίτητος]. Εγώ πάλι, όχι, και έρχομαι.
Εκ της [φιλειρηνικής] ομάδος κατεδάφισης.