Το κείμενο του Χρόνη Μίσσιου με τίτλο «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» σκηνοθετεί στο Σύγχρονο Θέατρο για δεύτερη χρονιά η Σοφία Καραγιάννη.
Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1985, ήταν η πρώτη συγγραφική του προσπάθεια και αποτέλεσε ένα ιδιαίτερα δημοφιλές ανάγνωσμα. Είναι έργο αυτοβιογραφικό, που εξιστορεί τις περιπέτειες και τα βασανιστήρια που υπέστη από τα εφηβικά του χρόνια, λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι την εποχή της Χούντας, εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Μια αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο για τους αγώνες και τους συναγωνιστές του, για τις φυλακές που γύρισε ανά την Ελλάδα, για τις τιμωρίες που υπέστη και τους κατά καιρούς “τιμωρούς” του, τις εξορίες και τη βιαιότητα που ένιωσε πολλάκις στο πετσί του ως πολιτικός κρατούμενος, ανάμεσα σε πολύ μικρά διαλείμματα ελευθερίας. Μαζί με όλα αυτά ακολουθούμε ένα τμήμα της Ιστορίας της μετεμφυλιακής Ελλάδας, αλλά και της Αριστεράς, με ταραχές, βία και συχνά απάνθρωπο πρόσωπο. Το περιεχόμενο είναι βαθιά πολιτικό, αλλά αγγίζει με την ίδια απλότητα και τολμηρότητα κοινωνικά και ανθρώπινα θέματα, ένας βασικός ίσως λόγος της απήχησης που έτυχε το βιβλίο σε άτομα διαφορετικών πολιτικών τοποθετήσεων και κοινωνικών ομάδων. Τα στοιχεία μυθοπλασίας είναι ελάχιστα καθώς όλη η αφήγηση πηγάζει από προσωπικές στιγμές και εμπειρίες. Τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου υπογράφουν η σκηνοθέτιδα μαζί με τη Μυρτώ Αθανασοπούλου, καταφέρνοντας να μη χαθεί τίποτα από την ουσία και τα μηνύματά του, αλλά και να μεταφέρουν το νου του θεατή στα χρόνια των παθών του συγγραφέα και να τον κάνουν εκούσιο κοινωνό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της εποχής εκείνης.
Η Σοφία Καραγιάννη στη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης δείχνει να έχει κατανοήσει σε βάθος τα νοήματα του κειμένου κι επιχειρεί να τα περάσει στο κοινό στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Να το κάνει να (συν)αισθανθεί, να επικροτήσει ή να επαναστατήσει εσωτερικά, να συγκινηθεί ή να χαμογελάσει πικρά, προσπαθώντας να μπει στο σύμπαν του συγγραφέα και να ταυτιστεί με αυτό. Διατηρεί την λαϊκή, σκληρή και αιχμηρή γλώσσα του πρωτοτύπου, αλλά και το ύφος του, χωρίς να καλλωπίζει τίποτα από τα τεκταινόμενα, αλλά ούτε να τα δραματοποιεί περισσότερο από την πραγματικότητα. Δε μένει στην επιφάνεια, αλλά βουτάει βαθιά στην ανθρώπινη φύση και προσεγγίζει τα άκρα της δείχνοντας την ωμότητα και τη βιαιότητά τους. Χρησιμοποιεί την απλότητα του σκηνικού χώρου, το σκοτάδι που επικρατεί γύρω του, την εναλλαγή των εντάσεων των ερμηνειών και της ταυτότητας των ρόλων και τα αντικρουόμενα συναισθήματα με δημιουργικό και ευφάνταστο τρόπο, ώστε να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον για τη ροή της ιστορίας. Καθοδηγεί τους ηθοποιούς με ακρίβεια, μέτρο και σαφήνεια, δημιουργεί μέσα από αυτούς ένα πλήθος μικροχαρακτήρες που εξακολουθούν να υπάρχουν γύρω μας μέχρι και σήμερα κι εκμεταλλεύεται σε υψηλό βαθμό το ταλέντο και την ερμηνευτική ευελιξία του καθενός από αυτούς. Μετά το τέλος της παράστασης το τραγούδι του Τσιτσάνη που ακούγεται στη διάρκειά της, αποκτά στ’ αυτιά του θεατή μια ιδιαίτερη βαρύτητα και συμβολισμό.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης είναι ο μόνος από τους ηθοποιούς της ομάδας που παίζει τον αφηγητή, το Σαλονικιό, από την αρχή ως το τέλος της παράστασης. Η ερμηνεία του είχε το πάθος, το δυναμισμό, την ψυχή αλλά και την αλητεία που απαιτεί η προσωπικότητα που υποδύεται και έδειξε απόλυτα δοσμένος σε αυτό που έκανε στη σκηνή. Καθαρή άρθρωση, λόγος χειμαρρώδης, αλλά και με τις απαραίτητες ανάσες όπου χρειαζόταν [που υποστηριζόταν από στιβαρή παρουσία και κίνηση. Ο Κωνσταντίνος Πασσάς, ο Δημήτρης Μαμιός και ο Γιάννης Μάνθος εναλλάσσουν μια σειρά από ρόλους, παίζοντας φίλους, συντρόφους, συναγωνιστές, δεσμοφύλακες και βασανιστές, έχοντας μια εξαιρετική χημεία μεταξύ τους και αξιοποιώντας ο καθένας το ατομικό του ταλέντο στο έπακρο, υπηρετώντας με ιδιαίτερη ακρίβεια τη σκηνοθετική ματιά. Ο καθένας διατηρεί το προσωπικό του στυλ, είναι όμως απόλυτα συντονισμένοι σε αυτή την ανελέητη σκυταλοδρομία λέξεων, ιδεών και συναισθημάτων. Η μετάβαση από το καλό στο κακό, από την αγάπη στο μίσος, από την ανακούφιση στην κακουχία χρειάζεται ετοιμότητα, ακρίβεια και ευστροφία, αρετές που τις διαθέτουν σε ιδιαίτερα υψηλό βαθμό, αλλά και βαθιά κατανόηση των διαφορετικών ανθρωπότυπων που καλούνται να υποδυθούν, τους οποίους δείχνουν να έχουν δουλέψει στη λεπτομέρεια.
Η σκηνογραφική προσαρμογή του χώρου από τη Γεωργία Μπούρδα, μαζί με τους εύστοχους και καίριους φωτισμούς της Βασιλικής Γώγου καταφέρνουν να εστιάσουν την προσοχή του θεατή σε απόλυτο βαθμό στο τραπέζιο του κέντρου, όπου εκτυλίσσεται όλη η δράση και να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβική και απειλητική, παρά την αχανή σκηνή και το μεγάλο της ύψος (μοναδική ίσως ατέλεια της οπτικής μου προσέγγισης ως θεατή). Τα σκηνικά αντικείμενα λιτά, αλλά απόλυτα λειτουργικά και γεμάτα συμβολισμούς αποδεικνύουν ότι δε χρειάζεται πάντοτε πλούσια παραγωγή, αλλά έξυπνη και δημιουργική ματιά. Τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα απλά, καθημερινά, λαϊκά, όπως ταιριάζουν στους εκάστοτε ήρωες που ντύνουν. Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη υπογραμμίζει τις εντάσεις του λόγου και γίνεται πολύτιμος αρωγός της αιχμηρότητάς του. Σημαντική είναι και η συμβολή της Μαργαρίτας Τρίκκα που έχει την επιμέλεια της κίνησης στην παράσταση, καθώς προσαρμόζεται αρμονικά στο λόγο και τους εναλλασσόμενους χαρακτήρες, έχει ένταση, εκτόπισμα και τον μορφοποιεί υποδειγματικά.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου, παρακολούθησα μια πολύ έντιμη και αξιοπρεπή θεατρική προσπάθεια για τη μεταφορά στο σανίδι ενός σπουδαίου βιβλίου, με τρόπο ώστε να μη χαθεί σχεδόν τίποτα από το νόημα, τις ιδέες και τις αξίες του. Η σκηνοθετική προσέγγιση ακολουθεί την αιχμηρότητα, τη διεισδυτικότητα και το ύφος του κειμένου και με τρόπο απλό, ευθύ, ανήσυχο και δημιουργικό αναδεικνύει τα νοήματα, τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματα που αυτό θίγει και πραγματεύεται και το πολιτικοκοινωνικό τους υπόβαθρο. Οι ερμηνείες υπηρετούν απόλυτα το στόχο της παράστασης, είναι υψηλής ποιότητας, έχουν εξαιρετική σκηνική αρμονία, αλληλοσυμπληρώνονται και αναδεικνύουν τόσο το πλούσιο ατομικό ταλέντο του καθενός, αλλά και την υποδειγματική ένταξή του στην ομάδα. Μια δουλειά που αξίζει να δει κάθε θεατρόφιλος.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση, εδώ.