Το έργο του Γάλλου συγγραφέα, ηθοποιού και σκηνοθέτη Ρομπέρ Τομά (Robert Thomas) με τίτλο “Η Παγίδα” (Piège pour un homme seul) σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά στο Θέατρο Ζίνα ο Πέτρος Ζούλιας.
Παίχτηκε για πρώτη φορά στις 26 Ιανουαρίου 1960 στο Τhéâtre des Bouffes-Parisiens κι έγινε άμεσα επιτυχία, εκτοξεύοντας εν μία νυκτί στην επικαιρότητα το συγγραφέα. Ένα μυστήριο με ένταση, αλλά και χιούμορ, του οποίου τα δικαιώματα αγόρασε ο Alfred Hitchkock για να το κάνει ταινία, ενώ μετρά παγκοσμίως πάνω από 30.000 παραστάσεις. Σε ένα μοναχικό σαλέ ένα νιόπαντρο ζευγάρι περνάει τις διακοπές του, όταν ανεξήγητα η γυναίκα εξαφανίζεται και ο άντρας καταγγέλλει στην τοπική αστυνομία την εξαφάνιση αυτή. Ενώ αρχίζουν να γίνονται έρευνες για τον εντοπισμό της, ένας τοπικός πάστορας επισκέπτεται το σαλέ και ισχυρίζεται ότι η γυναίκα είναι ζωντανή. Όταν αυτή εμφανίζεται ο άντρας ορκίζεται ότι δεν είναι η σύζυγός του, αλλά μια άλλη γυναίκα που προσπαθεί να τον εξαπατήσει και να του στήσει κάποια παγίδα, ενώ αυτή αναφέρει ότι είναι ένα ξέσπασμα σύγχυσης και έντασης του συζύγου της. Ο επιθεωρητής της τοπικής αστυνομίας προσπαθεί να ξεδιαλύνει την κατάσταση και να εξακριβώσει ποιος από τους δύο λέει την αλήθεια, αφού οι περισσότεροι μάρτυρες επιβεβαιώνουν την εκδοχή της γυναίκας. Στην ιστορία εμπλέκονται ένας γηραιός πλανόδιος ζωγράφος και μία νοσοκόμα, που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ενόσω ο μίτος του μυστηρίου αρχίσει να ξετυλίγεται. Η αστυνομική πλοκή εναλλάσσεται με κωμικές παρεξηγήσεις, ενώ τις σκηνές έντασης διαδέχονται οι πιο ανάλαφρες, όπου το χιούμορ είναι έξυπνα παρόν. Μια σειρά από μπλόφες και ανατροπές θα οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου που θα δώσει ο παρεξηγημένος επιθεωρητής. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου είναι στρωτή και κυλά χωρίς προβλήματα.
Ο Πέτρος Ζούλιας στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης επενδύει στην πλοκή του ίδιου του έργου, στα ερωτήματα που προκύπτουν και τίθενται στη ροή του, χωρίς να ξεχνά τις κωμικές πινελιές, οι οποίες έχουν σημαντική συμβολή στην απρόσκοπτη παρακολούθησή του από το θεατή. Από την αρχή δημιουργείται μια αίσθηση μυστηρίου και αναμονής αποκαλύψεων, η οποία εξελίσσεται με συνέπεια μέχρι την κορύφωσή της. Η διάρθρωση της παράστασης επιτρέπει στο σκηνοθέτη τη σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ηρώων σε καθαρές γραμμές και χωρίς φλυαρία. Οι κωμικές ανάσες της είναι όσες χρειάζονται για να κρατούν σε εγρήγορση το θεατή και να εντείνουν την αγωνία του μέχρι την τελική λύση και τη διαλεύκανση του μυστηρίου. Ο ρυθμός έχει κάποια σκαμπανεβάσματα, αλλά το ενδιαφέρον δεν ατονεί σε καμία στιγμή, ενώ σε γενικές γραμμές το μυαλό του θεατή κρατιέται συνέχεια απασχολημένο με νέες πληροφορίες, μικρές ή μεγαλύτερες μπλόφες και ενδιαφέροντες διαλόγους και συγκρούσεις. Το θεατρικό παιχνίδι των ηθοποιών με την πλατεία έχει στηθεί με μέτρο, προσοχή και ισορροπία και ο θεατής συμμετέχει σε αυτό σχεδόν αυθόρμητα, μέχρι η ιστορία να φωτισθεί πλήρως και να δοθεί η αναμενόμενη λύση.
Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης είναι ο Ντανιέλ, η γυναίκα του οποίου εξαφανίζεται από το σαλέ. Ενώ ξεκινά την ερμηνεία του συγκεντρωμένος και με προσδοκίες, σύντομα αρχίζει να αναλώνεται σε τηλεοπτικά στερεότυπα με γκριμάτσες (μούτες), μονότονη εκφορά του λόγου, αδικαιολόγητες αυξομειώσεις της έντασης της φωνής του, πατώντας σε ευκολίες που δεν έχει ανάγκη έχοντας αποδεδειγμένα το ταλέντο που χρειάζεται για να ανταπεξέλθει σε παρόμοιους ρόλους και λειτουργώντας εις βάρος της χημείας του με το χαρακτήρα του επιθεωρητή. Αυτόν τον υποδύεται απολαυστικά ο Τάκης Παπαματθαίου, ο οποίος πατά σε κλασσικές κωμικές νόρμες, φλερτάροντας με την υπερβολή, αλλά χωρίς ποτέ να πέφτει στην παγίδα της. Χτίζει έξυπνα την εικόνα του λίγο αφελούς αστυνομικού, που μπορεί εύκολα να παρασυρθεί και να χάσει τον έλεγχο, αλλά έχει τη σκηνική ευελιξία να μη χάνει ποτέ την επαφή του με την υπόθεση και να γίνεται τελικά ο καταλύτης της. Η Έφη Μουρίκη ερμηνεύει την Ελιζαμπέτα, τη σύζυγο του Ντάνιελ και κινείται με άνεση μεταξύ της ερωτευμένης “γατούλας” συζύγου, αλλά και της ψυχρής και δολοπλόκου γυναίκας, ανταποκρινόμενη πλήρως στις σύνθετες απαιτήσεις του ρόλου της. Ο Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος παίζει έναν πειστικό πάστορα Μαξιμίν, που εισβάλλει στη σκηνή σαν ένας “αστάθμητος παράγοντας”, αλλά συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη της ιστορίας, αποδίδοντας εύστροφα τις ιδιαιτερότητες του ρόλου του. Η Μαρία Αντουλινάκη στο μικρό σχετικά ρόλο της νοσοκόμας δεν έχει δυσκολία να τον αποτυπώσει με ευχέρεια, συνέπεια και σκηνικό αέρα, αφήνοντας την προσωπική της σφραγίδα στο πέρασμά της. Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, στο ρόλο ενός “κλοσάρ” ζωγράφου, που βρίσκεται τυχαία στο σπίτι του ζευγαριού, αποδεικνύει ότι οι ικανότητές του δεν περιορίζονται στους μεγάλους ρόλους, αλλά μπορεί να μείνει στη μνήμη του θεατή και να αφήσει το στίγμα του ακόμα και με τη λιτή, προσεγμένη και αυθεντική απεικόνιση ενός “φτωχοδιάβολου”, κερδίζοντας επάξια το χειροκρότημα.
Το σκηνικό της Μαίρης Τσαγκάρη δημιουργεί ένα αντιπροσωπευτικό και άνετο εσωτερικό ενός σαλέ, λειτουργικό, χωρίς καμία υπερβολή, αλλά με έμφαση στη λεπτομέρεια (εξωτερικό χιόνι, τζάκι, εσωτερική σκάλα κλπ.), όπου κινούνται με άνεση οι ηθοποιοί. Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη έχουν αισθητική και ποικιλία, ντύνοντας έξοχα τους χαρακτήρες του έργου. Η μουσική της Ευανθίας Ρεμπούτσικα διακριτική, συμβάλλει στη νουάρ ατμόσφαιρα της παράστασης και υπογραμμίζει τις εντάσεις της ροής του έργου. Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα εστίασαν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές της ιστορίας και δημιούργησαν όμορφα πλάνα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Ζίνα, παρακολούθησα μια παράσταση που υπηρετεί σωστά τις ανάγκες της αστυνομικής κωμωδίας και κρατά σε εγρήγορση το θεατή με τις ανατροπές της. Η σκηνοθετική οπτική κρατά τις ισορροπίες της ιστορίας, έχει καλό ρυθμό με λίγα κενά, οι κωμικές ανάσες είναι αυτές που χρειάζονται για να διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα, ενώ οι καλές ερμηνείες ολοκληρώνουν τις θετικές εντυπώσεις από το όλο εγχείρημα, που αποτελεί μία από τις πολύ καλές προτάσεις του φετινού θεατρικού χειμώνα.