Το πρωτότυπο έργο της Κικής Μαυρίδου με τίτλο “Η Μάνα Αυτουνού-Έλλη Ζάχου-Ταχτσή” σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά στη σκηνή του Vault ο Βαγγέλης Λάσκαρης.
Εντάσσεται σε μια σειρά μονολόγων του συγκεκριμένου θεατρικού χώρου, που αφορούν τις μητέρες διάσημων Ελλήνων που άφησαν το στίγμα τους στο χρόνο με τα κείμενα ή τα έργα τους. Διερευνά διεξοδικά την προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητες της γυναίκας που γέννησε και μεγάλωσε το σπουδαίο Έλληνα συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, τις μεταξύ τους σχέσεις και την εξέλιξή τους, προϊόντος του χρόνου. Καταπιάνεται με το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε, τις σχέσεις της με τους γονείς της και πως αυτές διαμόρφωσαν πτυχές του χαρακτήρα της, τους έρωτες που βίωσε και με περισσότερη λεπτομέρεια αυτόν με τον πατέρα του γιου της, τα όνειρα, τις προσδοκίες, τις χαρές και τις λύπες της και το πως μπορεί να αισθάνεται μια μάνα που ο γιος της δολοφονήθηκε. Οι ιστορίες και οι αναμνήσεις που υπήρχαν στο μυαλό της γίνονται λόγος, άλλοτε σε πρώτο ενικό και άλλοτε σε τρίτο και συμβάλλουν σε μια συνισταμένη μιας γυναίκας που αγάπησε τη ζωή αν και μερικές φορές αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τα σκαμπανεβάσματά της και να γευτεί τα πικρά της ποτήρια. Ένα νοσταλγικό και φορτισμένο ταξίδι στο παρελθόν και μια αναδρομή σε σημαντικούς σταθμούς που το καθόρισαν και το οδήγησαν στο αναπάντεχό του τέλος. Ένα συγγραφικό πόνημα που κρύβει μέσα του επίμονη και διεισδυτική έρευνα, ρεαλιστική απεικόνιση κάποιων γεγονότων, αλλά και μια πλούσια παλέτα ανθρώπινων συναισθημάτων, έντονων, καθημερινών, αναγνωρίσιμων. Μικρές ατέλειες υπάρχουν, αλλά δεν επηρεάζουν επ’ ουδενί την αξία του. Τα ζητήματα που θίγονται είναι αρκετά, όπως και οι άβολες στιγμές που αποκαλύπτονται, ή τα μυστικά που βγαίνουν στην επιφάνεια και όλα αντάμα φωτίζουν το κουβάρι μιας ζωής που ξετυλίγεται με γλαφυρό τρόπο μπροστά στα μάτια του θεατή.
Ο Βαγγέλης Λάσκαρης στη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, ακολουθεί μια λιτή προσέγγιση που έχει ως στόχο να ακουστεί όσο πιο καθαρά γίνεται η ιστορία και να φωτιστούν με επάρκεια οι σκοτεινές ή λιγότερο γνωστές πλευρές της. Ο λόγος άλλοτε είναι έντονος, δυνατός, χειμαρρώδης και άλλοτε σε χαμηλούς τόνους, υπόκωφος, σχεδόν απολογητικός, χωρίς να λείπουν οι ενδιάμεσες σιωπές που αποτελούν ανάσες της σκέψης, αλλά και του συναισθήματος. Προβάλλει όλες τις εκφάνσεις της ηρωίδας με την οποία αναμετράται, την κοπέλα, τη γυναίκα, τη σύζυγο, τη μάνα και προσπαθεί να τις αποτυπώσει όσο το δυνατόν καλύτερα, με τρόπο απλό και ρεαλιστικό, χωρίς να κρύβει αδυναμίες ή ελαττώματα. Αποφεύγει την άσκοπη κίνηση της ηθοποιού στο χώρο, προσπαθώντας να μη διαταράξει τη ροή του λόγου και τη διεισδυτικότητά του στο θεατή. Διατηρεί μια νοσταλγική μελαγχολία στην ατμόσφαιρα, χωρίς να λείπουν κάποιες πιο ανάλαφρες σκηνές, με απαλό χιούμορ, αναγκαίες στιγμές αποφόρτισης για να ισορροπεί ο λόγος και να μην κουράζει. Θα μπορούσε να υπάρχει ίσως λίγο περισσότερη (ελεγχόμενη) κίνηση της ηθοποιού στο χώρο που θα έδινε μεγαλύτερη υποβλητικότητα στο λόγο και λίγο περισσότερο φως σε κάποιες σκηνές που θα αναδείκνυαν ακόμα πιο έντονα το βλέμμα και τις εκφράσεις της, χωρίς όμως αυτές οι μικρές αδυναμίες να επηρεάζουν το άρτιο τελικό σκηνικό αποτέλεσμα. Έξυπνη η ηχητική παρέμβαση αποσπασμάτων των κειμένων του Ταχτσή (σε εξαιρετική φωνητική απόδοση του Νίκου Καραθάνου) σε στιγμές έντονης φόρτισης, καθώς προσφέρουν μια ανακουφιστική αίσθηση λύτρωσης.
Η Ράνια Σχίζα στον ομώνυμο ρόλο της Έλλης Ζάχου-Ταχτσή δίνει μια από τις πιο ολοκληρωμένες θεατρικές ερμηνείες της των τελευταίων χρόνων. Μακριά από οποιοδήποτε τηλεοπτικό στερεότυπο, χρησιμοποιεί ολόκληρη την γκάμα των εκφραστικών της μέσων για τις διαφορετικές πτυχές του χαρακτήρα της ηρωίδας της. Είναι μια ματαιόδοξη και ελαφρώς ακκιζόμενη νεαρή και φιλόδοξη κοπέλα, μια ανήσυχη σύζυγος που αναζητά διεξόδους από έναν βαρετό, αποτυχημένο γάμο, μια ενίοτε σκληρή και δύστροπη μητέρα, μια γυναίκα που κατά καιρούς δείχνει να χάνει τον προσανατολισμό της και προσπαθεί να επιβιώσει. Συννεφιάζει, χαμογελά, θυμώνει, σαρκάζεται και πλάθει μια ηρωίδα με αντιθέσεις, αλλά βαθιά και γνήσια ανθρώπινη. Δεν πέφτει στην παγίδα της υπερβολής, ούτε σε σχέση με την ένταση της φωνής της, αλλά ούτε και με τις συναισθηματικές της μεταπτώσεις, αποδεικνύοντας ότι έχει δουλέψει το ρόλο στις λεπτομέρειές του και τον έχει κάνει κτήμα της. Ο Νίκος Καραθάνος δανείζει τη φωνή του στον Κώστα Ταχτσή με εκείνο το λυπημένο αργόσυρτο γρέζι της φωνής του, δίνοντας μια απόκοσμη αίσθηση παρουσίας του κάπου στο χώρο.
Το λιτό σκηνικό χώρο επιμελήθηκε ο Γιώργος Λιντζέρης, με ένα μπαούλο στη μέση της σκηνής να γίνεται το “καταφύγιο” της ηθοποιού και μια λάμπα με το ασθενικό φως της να αντιμάχεται τις σκιές. Το κοστούμι του ίδιου (σε κατασκευή της Ειρήνης Αβζίδου) απλό, συνομιλεί με το πένθος, ενώ διέκρινα σε αυτό και μια υποβόσκουσα κοκέτικη νότα. Η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη, συνοδεύει εύστοχα τις μεταπτώσεις του λόγου, αλλά και τις κορυφώσεις του. Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα χαμηλοί, σε ένα δημιουργικό παιχνίδισμα της ηρωίδας με τις σκιές, αν και υπήρχαν στιγμές που ήθελα λίγο περισσότερο φως στο πρόσωπο της ηρωίδας, κυρίως για να μη χάνονται κάποιες εκφράσεις της.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Vault, παρακολούθησα ένα δυνατό και περιεκτικό κείμενο που μας συστήνει πειστικά τη μητέρα του Κώστα Ταχτσή, ενώ εμβαθύνει και στις μεταξύ τους σχέσεις. Η σκηνοθετική οπτική ακολουθεί τις γραμμές του κειμένου, συνεργάζεται αγαστά μαζί του και αναδεικνύει τη δυναμική του. Ελάχιστες οι αρρυθμίες που παρατήρησα στη ροή της παράστασης, οι αναγκαίες παύσεις και οι κωμικές ανάσες είναι παρούσες, ώστε ο θεατής να κρατιέται σε ισορροπία, ενώ η εξαιρετική ερμηνεία της Ράνιας Σχίζα είναι δουλεμένη με συνέπεια και μέτρο, μένει στη μνήμη και αποτελεί καταλυτικό παράγοντα στο έντονα θετικό πρόσημο της παράστασης και στα συναισθήματα που αυτή προκαλεί στο θεατή.