Μια φορά κι έναν καιρό, λένε πως ζούσε σε μια πολιτεία μια γάτα που είχε ξεπαστρέψει όλα τα ποντίκια και τους αρουραίους στα σπίτια και τις αυλές.
Αφού έκανε ζημιά μεγάλη και δεν άφησε ποντίκι για ποντίκι, αναγκάστηκε να φύγει στους αγρούς και τα χωράφια κι εκεί να κυνηγάει πουλιά, αρουραίους και σαύρες. Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς σκέφτηκε το παρακάτω κόλπο: Σταμάτησε για μερικές βδομάδες να κυνηγάει όπως το συνήθιζε. Σαν γύρισε, πήγε και στρώθηκε φαρδιά-πλατιά μπροστά από έναν τόπο που ήταν γεμάτος με τρύπες ποντικών, με ένα κομποσκοίνι της προσευχής στον λαιμό της. Ύστερα, με τα μάτια της κλειστά, άρχισε να χουρχουρίζει δυνατά σαν γάτα, τάχα ευχαριστημένη.
Δεν πέρασε λίγη ώρα και να σου ένα ποντίκι έβγαλε το κεφάλι έξω από μια τρύπα, αλλά σαν αντίκρισε τη γάτα αποτραβήχτηκε με βιάση. «Γιατί το βάζεις στα πόδια;», είπε όλο ευγένεια η γάτα. «Αντί να χαίρεσαι που γύρισε ο παλιός σου γείτονας από προσκύνημα, εσύ τρέχεις να κρυφτείς! Έλα να κάνεις επίσκεψη, μη φοβάσαι!». Ο ποντικός ξαφνιάστηκε σαν άκουσε να ξεστομίζει τούτες τις κουβέντες η γάτα, ξεθάρρεψε λίγο, έβγαλε πάλι το κεφάλι απ’ την τρύπα του και είπε: «Καλά, πώς περιμένεις να σε επισκεφτώ; Εσύ δεν είσαι εχθρός μεγάλος της ράτσας μου; Αν ξεγελαστώ κι έρθω εκεί έξω να σε βρω, σίγουρα θα με πιάσεις, θα με κόψεις κομμάτια και θα με κάνεις μια χαψιά. όπως έκανες με τόσους άλλους δικούς μου».
Η γάτα αναστέναξε και είπε: «Αλίμονο! Έχεις δίκιο να κάνεις παράπονα. Έχω κάνει μεγάλες αμαρτίες. Άκουσα βρισιές και πολλοί με έχουν άχτι και με μισούν! Αλλά να ξέρεις, έχω εξομολογηθεί, έχω μετανιώσει για όλα όσα έχω κάνει στα περασμένα. Όπως βλέπεις από το κομποσκοίνι στο λαιμό μου, έχω αφιερώσει πια τη ζωή μου στην προσευχή, στην εξιστόρηση των ιερών βιβλίων, που τα πιο πολλά τους τα έχω μάθει απ’ έξω. Ήμουνα έτοιμη να ξεκινήσω να λέω απ’ αυτά, όταν έλαχε να κοιτάξεις απ’ την τρύπα σου. Πήγα στη Μέκκα κι έγινα πια Χαφέζ, άνθρωπος δηλαδή που ξέρει απ’ έξω όλο το Κοράνι. Πήγαινε, σε παρακαλώ, πληγωμένε αλλά συγχωρητικέ μου φίλε, και πες για τις αλλαγές μου τις μεγάλες στην καρδιά μου. Μίλα στους δικούς σου, να μην κρατιούνται πια μακριά απ’ την παρέα μου, αφού πια έγινα ερημίτης. Όση ώρα θα λείπεις, εγώ θα ξαναρχίσω να ιστορώ…». Αυτά είπε η γάτα κι άρχισε να χουρχουρίζει…
Ο ποντικός ξαφνιάστηκε και τα νέα απλώθηκαν σ’ όλες τις τρύπες του σογιού. Στην αρχή στάθηκαν απέναντί του με μισό μάτι, γιομάτοι υποψία και πολλά πέρασαν απ’ το μυαλό τους.Αλλά σιγά-σιγά, στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλο όλοι οι ποντικοί πήγαν να κρυφοκοιτάξουν απ’ την τρύπα κείνου που έφερε τα νέα. Κοιτάζουν έξω και τι να δουν! Βλέπουν τον ερημίτη με τα μεγάλα μουστάκια, το κομποσκοίνι στο λαιμό, να είναι φαρδύς πλατύς ξαπλωμένος με το μυαλό του μακριά απ’ τα πράγματα της ζήσης, να λέει και να ξαναλέει: «Πουρ, πουρ, πουρ!» Οι ποντικοί θάρρεψαν πως μουρμουρίζει λόγια του Κορανίου. «Λες τα λόγια κείνου του ποντικού να λένε την αλήθεια;» Συμφώνησαν να συναντηθούν όλοι οι ποντικοί για να κουβεντιάσουνε το πρόβλημα.
Βρέθηκαν, λοιπόν, σε μια μεγάλη τρύπα στην άκρη ενός χωραφιού. Άρχισαν να λένε εκείνο και το άλλο κι η κουβέντα άναψε. Στο τέλος, αφού μίλησαν όσοι είχαν να μιλήσουν, αποφάσισαν πως είναι σωστότερο να δουν αν λέει η γάτα την αλήθεια. Αλλά είπαν όμως να προσέχουν κιόλας. Έστειλαν έναν μεγάλο και γέρο ποντικό, που είχε ζήσει πολλά κι ήξερε περισσότερα, να δει τι γίνεται. Χαιρέτησε με σέβας τη γάτα, αλλά κρατήθηκε μακριά. Στάθηκε σ’ ένα μέρος που η γάτα δεν τον έφτανε. Η γάτα μουρμούρισε: «Αν τον αφήσω να τριγυρίζει πολλή ώρα χωρίς να τον πειράξω, θα ξεθαρρέψουνε κι οι άλλοι, θα βγουν απ’ τις τρύπες τους κι έτσι όλα θα είναι πιο εύκολα για μένα!» Όμως οι άλλοι δεν φανερώθηκαν. Στο τέλος, η πείνα έκανε τη γάτα να το ξανασκεφτεί και να μην περιμένει άλλο. Ο γεροποντκός όμως δεν είχε ξεχαστεί! Αυτός πετάχτηκε ακόμα μακρύτερα τη στιγμή που είδε τη γάτα να σφίγγεται και τα μάτια της να γυαλίζουν! Η γάτα παραπονέθηκε: «Μα πού πας τόσο βιαστικά και μ’ αφήνεις; Κουράστηκες να μ’ ακούς να λέω συνέχεια τις ίδιες προσευχές ή δεν πιστεύεις στον Θεό;» Ο ποντικός αποκρίθηκε μέσα απ’ τη σιγουριά της τρύπας του: «Τίποτα απ’ τα δύο. Ίσα-ίσα πιστεύω πως διάβασες πολύ και ξέρεις καλά τις προσευχές που είναι γραμμένες στα βιβλία. Αλλά θαρρώ πως όσα κι αν έμαθες απ’ έξω, σίγουρα δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ τη συνήθεια να μας αρπάξεις με τα νύχια σου. Γι’ αυτό κι εγώ φυλάγομαι και κρατιέμαι μακριά!».
ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ
stonparamythiontastavrodromia.blogspot.com
paramythiakaimythoitoukentavrou.blogspot.com
storytellingfestathens.blogspot.com
fb Dimitris Prousalis