Το έργο της Βρετανής θεατρικής συγγραφέα και ηθοποιού Έλλα Ρόουντ (Ella Road) με τίτλο “Η Αιμολήπτρια” (The Phlebotomist) σκηνοθετεί στη μικρή σκηνή του Θεάτρου Άνεσις ο Μενέλαος Καραντζάς.
Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2018 και έκανε πρεμιέρα στο Hampstead Theatre του Λονδίνου. Λαμβάνει χώρα σε ένα παράξενα και ίσως απειλητικά δυστοπικό μέλλον, σε ένα μέρος που θα μπορούσε να είναι οποιοδήποτε και όπου όλοι έχουν το DNA τους λεπτομερώς χαρτογραφήμένο. Τα χαρακτηριστικά και η ποιότητα του γενετικού αυτού υλικού εμπερικλείονται τελικά σε έναν αριθμό, τον “αριθμοδείκτη”, μια συνολική δηλαδή αξιολόγηση όλων των προηγούμενων και ο οποίος όσο υψηλότερος είναι, τόσο περισσότερο γίνεται το διαβατήριο για καλύτερη εκπαίδευση, επαγγελματική ανέλιξη στην αγορά εργασίας, περισσότερα χρήματα και γενικότερα τις μεγαλύτερες δυνατές ευκαιρίες για ζωή, αξιοπρέπεια, ευημερία και προσωπική και οικογενειακή ευτυχία. Η κατηγοριοποίηση όμως των ανθρώπων με κριτήριο έναν αριθμό, είναι μοιραίο ότι θα αμβλύνει τις ανισότητες μεταξύ μονάδων ή κοινωνικών ομάδων, θα καλλιεργήσει το έδαφος για έναν αναπόφευκτο ρατσισμό μεταξύ “ανώτερων” και κατώτερων” όντων και θα υποκινήσει αυτούς που βρίσκονται στα χαμηλότερα στρώματα να ψάξουν αθέμιτους τρόπους για να καλυτερεύσουν τη βαθμολογία τους και συνακόλουθα τη ζωή τους. Η Μπέα είναι αιμολήπτρια σε τμήμα όπου διαμορφώνονται αυτοί οι αριθμοδείκτες και λόγω της θέσης της αυτής θα έρθει σύντομα αντιμέτωπη με σημαντικά ηθικά διλήμματα. Η φίλη της η Τσαρ την παρακαλεί να αλλάξει τα δεδομένα των εξετάσεών της έναντι χρηματικού αντιτίμου, προκειμένου να μην έρθει αντιμέτωπη με τη χλεύη και την ένδεια των κατώτερων γενετικά στρωμάτων. Η Μπέα γνωρίζει εντελώς τυχαία τον Ααρών, με τον οποίο το αρχικό φλερτ εξελίσσεται σε σχέση και γάμο και ο οποίος ανήκει στους επιτυχημένους, όντας μέλος των “τυχερών” της ανώτερης κατηγορίας . Μπλέκοντας στο λαβύρινθο της εμπορίας ενός καλύτερου μέλλοντος, τα κρυμμένα μυστικά πληθαίνουν και αναπόφευκτα θα επηρεάσουν τις ανθρώπινες σχέσεις στο έργο. Η θεματική του αφορά τόσο ιατρικά ζητήματα, όσο και θέματα προσωπικής, επαγγελματικής και κοινωνικής ηθικής, δεοντολογίας και προσωπικών ελευθεριών, τα οποία απασχολούν έντονα το παρόν μας και θα μας απασχολήσουν εντονότερα στο μέλλον. Η μετάφραση έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη και ήταν στρωτή, σαφής, με ξεκάθαρα νοήματα, χρησιμοποιώντας ιατρική ορολογία, αλλά χωρίς να απαιτεί ειδικές γνώσεις για την κατανόησή της.
Ο Μενέλαος Καραντζάς σκηνοθετεί την παράσταση επιχειρώντας να αναδείξει τα προβλήματα, τα διλήμματα και τους κινδύνους που κρύβονται μέσα στην πρόοδο και την εξέλιξη της επιστήμης και ιδιαίτερα της Ιατρικής. Με ματιά διεισδυτική καταγράφει τις δυσλειτουργίες και αποτυπώνει πιθανές σκοτεινές προοπτικές που επωάζονται στο παρόν και θα γιγαντωθούν στο σύντομο μέλλον. Μέσα από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, τις εναλλαγές της ψυχολογίας τους και τα αντικρουόμενα συναισθήματα που εκδηλώνουν στη ροή του έργου, προσεγγίζει με ευθύτητα το θεατή και τον κάνει ενεργητικό δέκτη των καταστάσεων που αυτοί βιώνουν. Οι κορυφώσεις της έντασης και οι όποιες συγκρούσεις διατηρούν μια έντονα ανθρώπινη απόχρωση, ενώ τα συναισθήματα εναλλάσσονται και κλιμακώνονται ανάλογα με με την εξέλιξη της πλοκής, η οποία έχει λίγες αμήχανες στιγμές και καταφέρνει να κρατά το ρυθμό σε υψηλούς τόνους μέχρι το τέλος. Οι ανατροπές σε καίρια σημεία κρύβουν εκπλήξεις, ώστε το ενδιαφέρον του θεατή να διατηρείται αμείωτο. Η παρεμβολή κάποιων σύντομων βίντεο γίνεται η απαραίτητη ανάσα που χρειάζεται ο θεατής για να κατανοήσει και να αφομοιώσει τα επί σκηνής τεκταινόμενα και να τα επεξεργαστεί με το δικό του τρόπο. Κάποιες σκηνές ίσως ήθελαν λίγο πιο σφιχτό δέσιμο μεταξύ τους, αλλά ο νοηματικός ειρμός δε χάνεται ποτέ και παράγει σκέψεις και συναισθήματα που προβληματίζουν το κοινό στο έπακρο.
Η Σελήνα Διαμαντοπούλου στο ρόλο της Μπέας, της αιμολήπτριας, καταφέρνει να κάνει ξεκάθαρη και σαφή όλη την ψυχολογική και συναισθηματική διαδρομή της ηρωίδας της από τη φοβική, συνεσταλμένη, εύθραυστη και χαμηλών τόνων κοπέλα του τμήματος των αιμοληψιών στην κατασταλαγμένη, αποφασιστική και συνειδητοποιημένη γυναίκα, που δε φοβάται να ρισκάρει και να συγκρουστεί. Οι εκφράσεις της, η άρθρωση του λόγου της, η στάση του σώματός της συνεργάζονται αρμονικά, καταλήγοντας σε μια πολύ καλή ερμηνεία. Ο Δημήτρης Τσιγκριμάνης είναι ο Ααρών, ο γοητευτικός νεαρός που σαγηνεύει την Μπέα και γίνεται το όχημα της μεταμόρφωσής της. Με πολύ ικανοποιητικό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, διατηρεί έξυπνα σε πολλά σημεία χαμηλούς τους τόνους του χαρακτήρα του, έχει χιούμορ, δίνει μια σαφή ψευδαίσθηση ενός σχεδόν ιδανικού συζύγου και καταφέρνει να κρατά σχεδόν αδιόρατες τις σκοτεινές πτυχές του. Η Δώρα Παρδάλη υποδύεται την Τσαρ, τη φίλη της Μπέα. Με πιο εκρηκτικό ταμπεραμέντο, μικρή διάθεση αναμονής για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της και με αποκρυσταλλωμένη μέσα της την πορεία που θέλει να ακολουθήσει, έχει μια αυθεντικότητα και μία ευθύτητα στις αντιδράσεις της. παρασύροντας το θεατή στο μικρόκοσμό της. Ο Στράτος Χρήστου ως Ντέιβιντ, ο επιστάτης του νοσοκομείου, βγάζει μια μποέμ νότα, μια ανεμελιά και μια άγνοια κινδύνου και πείθει ότι έχει βρει τις εσωτερικές του ισορροπίες, ώστε να απολαμβάνει τα περισσότερα από αυτά που του προσφέρει η ζωή.
Ο David Negrin δημιουργεί ένα λειτουργικό και εύχρηστο σκηνικό που αλλάζει γρήγορα από νοσοκομειακή αίθουσα σε καθιστικό σπιτιού, αφήνει τον απαιτούμενο χώρο για την κίνηση των ηθοποιών και είναι καλαίσθητος. Τα κοστούμια της Εβελίνας Δαρζέντα απλά, κομψά, καθημερινά σε γήινα χρώματα, ντύνουν σωστά τους χαρακτήρες χωρίς να τραβούν την προσοχή. Οι φωτισμοί της Βαλεντίνας Ταμιωλάκη εστιάζουν σωστά στους ηθοποιούς, ενώ τον ηχητικό σχεδιασμό της παράστασης επιμελήθηκε ο Κώστας Μπώκος. Η σκηνοθεσία των βίντεο ήταν της Μαρίας Λάφη.
Συμπερασματικά, στη μικρή σκηνή του Θεάτρου Άνεσις, παρακολούθησα ένα σύγχρονο έργο που ασχολείται με την εξέλιξη της ιατρικής, αντιπαραβάλλοντας στη θετική της συμβολή στη ζωή μας, σημαντικά ηθικά και κοινωνικά διλήμματα, αλλά και τους φόβους, τις ανασφάλειες και την κοινωνική παθογένεια που μπορεί να δημιουργήσει η εσφαλμένη χρήση της. Η σκηνοθετική οπτική διατηρεί ένα γρήγορο ρυθμό, βρίσκει τις αναγκαίες κορυφώσεις, κάνει τα νοήματά του κειμένου κατανοητά και σαφή και καταφέρνει να επικοινωνήσει στο θεατή τα ερωτήματα που αυτό θέτει και να κινητοποιήσει τον προβληματισμό του. Οι πολύ καλές ερμηνείες συντελούν στο να μιλάμε για μια συνολικά πολύ ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση.