ΜΙΛΟΥΝ ΟΙ: Μαίρη Μαράντη | Παντελής Βούλγαρης | Γιώργος Αρμένης | Πάνος Φαλάρας
Ηλία ρίχτο!
Τα τελευταία χρόνια ξεκίνησε μια νέα τάση στην Αμερική. Πρόκειται για τα λεγόμενα «rage rooms» (δωμάτια οργής), όπου απηυδισμένοι από τη ζωή τους άνθρωποι πληρώνουν για να σπάσουν, διαλύσουν, γκρεμίσουν όλα όσα βρίσκονται στο δωμάτιο, ακόμα και αυτό το ίδιο. Στην Αμερική είπα; Λάθος μου! Στην ελληνική επαρχεία εννοούσα! Όλα ξεκίνησαν το 1998 στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος» και συγκεκριμένα στην ιστορία του «Βιετνάμ».
Κάπου στο Κιλκίς λοιπόν, ο βαθιά νταλκαδιασμένος επιχειρηματίας Μάκης Τσετσένογλου ποτίζει την απόγνωση του με ουίσκι και μαστουρώνει τη μοναξιά του με ντουμάνια από τσιγάρα και φθηνή γυναικεία κολόνια σε ένα απολαυστικά γραφικό και περιθωριακό σκυλάδικο. Εκεί επαναπροσδιορίζει την έννοια της «ζημιάς». Σπάει ό,τι βρεθεί μπροστά του, από πιάτο μέχρι μπιντέ και τέλος, μιας και ό,τι μπορούσε να σπάσει έχει ήδη γίνει θρύψαλα, αποφασίζει να γράψει μια επιταγή 30 εκατομμυρίων, με φυσικότητα και άνεση φτερνίσματος, προκειμένου να αγοράσει και εντέλει να γκρεμίσει το ίδιο το «Βιετνάμ».
Τότε είναι που θα βγάλει με τον πιο σπαραξικάρδια αντρίκιο τρόπο την ιαχή … «Ρίχτο Ηλίαααα… Ηλία Ρίχτοοοοο…» ενώ εκείνος θα αρχίσει να στροβιλίζεται φλεγόμενος σ’ ένα ψυχεδελικό, απόκοσμο ζεϊμπέκικο υπό τους ήχους του άκρως περιγραφικού λαϊκού ύμνου «Θα τα γκρεμίσω». Η αρχοντική μούσα με τη μαύρη γούνα, κυρία Μαίρη Μαράντη τραγουδά δίπλα στον τραγικό μας ήρωα, καθώς το μπουζούκι τον συνοδεύει στο απέραντο χωράφι της λύτρωσης που μανιωδώς αναζητά μέσα από την ολική καταστροφή. Η τελετή ολοκληρώνεται καθώς ο ήλιος χαράζει.
Προφανώς η ταινία του κυρίου Βούλγαρη δεν ήταν αυτή που μύησε τον Έλληνα στην απελευθερωτική κραιπάλη που μπορεί να προσφέρει μια ή περισσότερες ζημιάρικες βραδιές σε κέντρα διασκέδασης τέτοιου τύπου, μιας και το σκυλάδικο είναι για τον Έλληνα κάτι σαν εθνικό σπορ. Η ιστορία του «Βιετνάμ» όμως, αποτελεί ίσως μια από τις πιο σουρεαλιστικές και συνάμα πιστές απεικονίσεις αυτής της πλευράς του Έλληνα, χωρίς να τον κρίνει ή να τον περιφρονεί αλλά υμνώντας την εύθραυστη ανθρώπινή του φύση.
Όσο για το τραγούδι που απογειώνει το τελευταίο μονόπλανο της ιστορίας και με το οποίο κλιμακώνεται ολόκληρη η ταινία και φυσικά αποτελεί την πηγή έμπνευσης αυτού του άρθρου, πολλά μπορούν να ειπωθούν. Ίσως όμως το πιο αξιοσημείωτο να είναι ότι στο άκουσμά του, ακόμα κι εκείνοι που σνομπάρουν την «υποκουλτούρα» του σκυλάδικου, σηκώνουν τα χέρια ψηλά τραγουδώντας με μεράκι «Θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω…»!
ΑΠΟ ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2015
Στην ταινία του Π. Βούλγαρη, «Όλα είναι δρόμος», ο καψούρης με την τραγουδίστρια Αρμένης, υπό τους ήχους του εν λόγω τραγουδιού βροντοφωνάζει το θεϊκό «Ρίχτο, Ηλία ρίχτο», αφού πρώτα έχει βάλει φωτιά στην καμπαρντίνα του. Η μπουλντόζα ξεκινά και το σκυλάδικο το Βιετνάμ γκρεμίζεται ενώ εκείνος χορεύει ζεϊμπέκικο σε ένα λαγκάδι μιας επαρχιώτικης πόλης.
Οι κουλτουριάρηδες αντέχουν αυτό το τραγούδι μιας και έχει αναβαπτιστεί, έχει καθαρθεί από την παρουσία του σε αυτήν την καταπληκτική ταινία. Άλλα τραγούδια, ανάλογης υφής, μένουν ορφανά και κριτικάρονται. Σκυλάδικα, καψουροτράγουδα κ.λπ. Όμως αυτά αδιαφορούν και συντροφεύουν έρημες καρδιές, θολωμένα εγώ, σβησμένους πόθους, τελειωμένους τύπους.
Εάν δεν έχεις γλιστρίσει πάνω σε σπασμένο πιάτο, εάν δεν έχεις πιει μονορούφι γκαζόμπομπα, εάν δεν έχεις ακούσει μπουζούκι τετράχορδο αλά Τζίμι Χέντριξ, εάν δεν έχει γυρίσει το κεφάλι και το μάτι σου από την ποίηση του λουλουδιασμένου πατώματος, εάν δεν έχεις νιώσει την απόλυτη καταστροφή να σε κοιτάει με τα μάτια της, τότε απομακρυσμένος μπορείς να κρίνεις. Αλλά να ξέρεις πως κάτι έχεις χάσει, και να χαίρεσαι την καθαρότητα των απόψεών σου. Κοινώς, Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα… να τα γκρεμίσω! Μέχρι και σύνθημα αναρχικών θα μπορούσε να ήταν!
ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ…
Στη Θεσσαλονίκη, στο παρκάκι του Λευκού Πύργου υπάρχει μια χαμηλή πινακίδα που γράφει: «χιλιόμετρα 0». Όχι τυχαία, η σπονδυλωτή ταινία του Βούλγαρη «Όλα είναι Δρόμος» ξεκινάει από το σημείο αυτό σχεδόν, για να περιδιαβεί τη βόρεια Ελλάδα. Από Έβρο μέχρι Κιλκίς, μέσα από τρεις αυτόνομες, αντηχητικές μεταξύ τους ιστορίες: Το δράμα ενός πατέρα που ο γιος του αυτοκτονεί σε κάποιο συνοριακό φυλάκιο. Η επιχείρηση για τη σωτηρία και η θανάτωση της τελευταίας στο είδος της χήνας. Η ταραγμένη προσπάθεια ενός εμπόρου επίπλων να αποδεχτεί την απόρριψή του, και το χωρισμό, από τη γυναίκα του.
Είκοσι σχεδόν χρόνια πριν με την ταινία να καίει ακόμα μέσα μου, και πριν το «Βιετνάμ» -τρίτο μέρος της ταινίας- αποκτήσει cult status, αναζητούσα τις συνδετικές ίνες ανάμεσα στα τρία αυτά επεισόδια. Πράγματι, το εκκωφαντικό τρίτο μέρος, με τη λαϊκή του ευθύτητα, πρόσφερε έναν κώδικα ανάγνωσης: το Τέλος· Τέλος των ανθρώπινων σχέσεων· Τέλος της σχέσης ανθρώπου φύσης· Τέλος του πολιτισμού. «Χαρώνειο Νόμισμα». «Η τελευταία Νανόχηνα». «Βιετνάμ».
Το «Όλα είναι Δρόμος», μια ιδιότυπη road movie, κινηματογραφείται στις διασταυρώσεις των τοπίων του «Τέλους της Ιστορίας» και της (πάλαι ποτέ) ευδαιμονίας του εκσυγχρονιστικού οράματος της Ελλάδας – που με δόξα και τιμή (αγοραία) προχωρεί προς το ευρώ και την Ολυμπιάδα του 2004. Ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στην Ιθάκη του Καβάφη, θα έλεγε κανείς όμως στην αρνητική της εκδοχή. Η αυτοσυνειδησία που συνεπάγεται ο δρόμος, βιώνεται εδώ όχι σαν παρηγοριά για τη μη επίτευξη του στόχου, αλλά σαν ένας απομαγεμένος ορίζοντας χωρίς στόχο. Σαν είσοδος στην έρημο του Πραγματικού.
Το μελαγχολικό πνεύμα, και η ενίοτε νοσταλγία, για τις σχέσεις που χάνονται σε αυτή τη «μετά Τέλους» εποχή, είναι η δύναμη της διεισδυτικής της ματιάς. Η οικογένεια, η επαρχία και οι παιδεμένοι έρωτες, αποτελούν θέματα που συναντούνται και στα τρία μέρη της ταινίας, με την έμφαση μεταξύ τους να αλλάζει. Πλευρές που συνθέτουν τα συμβολικά και συναισθηματικά πεδία της ανισόπεδης και αντιφατικής μορφολογίας της ελληνικής κοινωνίας και πολιτισμού. Σημεία που στέκονται σε αντίστιξη με τον αστικό (με τη διπλή του έννοια: πόλη και κεφάλαιο) πολιτισμό και αξίες.
Στην στωικότητα του αρχαιολόγου πατέρα αντιπαρατίθεται η «χυδαία» ζωντανή παρέα (και σχέση) των πατέρα και γιού νεκροθαφτών. Δίπλα στους διεθνείς επιστήμονες περιβαλλοντολόγους, ο «εκδικητικός» θηροφύλακας, προσωποποίηση της οργισμένης φύσης κόντρα στο χέρι που την καταστρέφει. Και στον κυνισμό του, έμπορου συναισθημάτων και γυναικείων σωμάτων, ιδιοκτήτη του σκυλάδικου, η καθαρτική, ντανταϊστικής υφής, καταστροφικότητα του «ανήμπορου» συναισθηματικά σκυλά εμπόρου επίπλων.
Ο Βούλγαρης όμως αποφεύγει τα δίπολα. Χτίζει τους χαρακτήρες του πέρα από τον άξονα καλό – κακό. Ουδείς αναμάρτητος. Τους αντιμετωπίζει, αν όχι με αγάπη, με αξιοπρέπεια. Χωρίς να τους κρίνει. Αποδραματοποιώντας τους, αποφορτίζοντας τους από το «βάρος της αντιπροσώπευσης», τους μετατρέπει σε τραγικά πρόσωπα που υπο-φέρουν ότι συν-Τελείται. Οι δυνάμεις με τις οποίες παλεύουν βρίσκονται πέρα από την εμβέλεια τους. Αλλά ότι συμβαίνει εξεγείρει δυνάμεις μέσα τους. Τους καίει σαν εσωτερική φωτιά. Σαν πάθος. Πάθος στωϊκό, εκδικητικό, νιτσεϊκό, αντίστοιχα. Σαν μια κοινή Μοίρα που τους ενώνει μέσα σε έναν κόσμο που αποξενώνει, νεκρώνει, εκμεταλλεύεται.
Μέσω των ηρώων όμως η ταινία μιλάει για, και διεισδύει στις καθημερινές, ατομικές και συλλογικές, ιεροτελεστίες της ζωής των ηρώων, που γίνονται οργανικό μέρος της και πρωταγωνιστικό (φυλάκιο, Έβρος, σκυλάδικο) συστατικό του δράματος (τους). Στοιχεία που ριζώνουν τις ιστορίες στα εδάφη και την κουλτούρα που αναπαρίσταται άλλοτε με συγκίνηση και άλλοτε με χιούμορ.
Αυτό που ξεχωρίζει όμως είναι η μουσική. Από το σαξόφωνο του αυτόχειρα φαντάρου και τις Τρύπες, την γκάϊντα και τον απολλώνιο χορό του Βέγγου, τα πληθωρικά σκυλάδικα του Βιετνάμ. Η μουσική, σαν ο πιο πιστός εκφραστής αυτού που δεν μπορεί να ειπωθεί ή να περιγραφεί. Σαν κοινωνία αυτού που νοιώθεται και σαν εξορκισμός του, ή μνήμη. Οι ήχοι και οι στίχοι της, σταδιακά αποκτούν όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα σαν αφηγηματικό μέσο, μέχρι σχεδόν να γίνουν το κυρίαρχο μέσο λόγου και αντικατοπτρισμού των νταλκάδων του Τσετσένογλου.
Μια ταινία είκοσι σχεδόν χρόνων, που τώρα μετά το Τέλος της επίπλαστης ευμάρειας των χρόνων που γυρίστηκε μοιάζει προφητική. Σε τρομακτικό βαθμό. «Αλέξη δε φοβάμαι» λέει ο πατέρας Καταλειφός και «τρία τραγούδια για τον Αλέξη» οι φίλοι του. «Και το καινούργιο δικό σου μεγάλε», λέει ο ιδιοκτήτης του Βιετνάμ στον Τσετσένογλου (Αρμένη). «Να ‘χουμε να γκρεμίζουμε», του αποκρίνεται αυτός. Ενώ η λαϊκή μούσα άδεται: «Όλα τα βλέπω σκοτεινά και μπερδεμένα/ Λες και με βρήκαν όλες οι καταστροφές…/ Θα πάρω φόρα, θα πάρω φόρα/ Να τα γκρεμίσω/ Αυτά που μου ’χουνε μπερδέψει τη ζωή/ Να πάρω επιτέλους μια αναπνοή».
Υ.Γ. Για όσους σωστά μαντέψατε, ο τίτλος παραπέμπει στο αντίστοιχο κόμικ του Αρκά.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:
ΜΑΙΡΗ ΜΑΡΑΝΤΗ
«Το Κ το κεφαλαίο»
Κυρία Μαίρη Μαράντη είχε απαιτήσει ο Παντελής Βούλγαρης να τη φωνάζουν όλοι οι συντελεστές της ταινίας κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «Όλα είναι δρόμος» και δε νομίζω να έφερε και κανείς αντίρρηση, αφού όταν την ακούς να τραγουδά, είτε γουστάρεις ρεμπέτικα, της τάβλας, τρύπιες psychedelies, ολντ σκουλ χιπ χοπ ή βαρβάτες ροκιές δεν μπορείς παρά να αναγνωρίσεις και φυσικά να σεβαστείς το πηγαίο ταλέντο και τη μαγική χροιά της. Ύστερα τη βλέπεις, στη σκηνή του «Ηλία ρίχτο» στο «Βιετνάμ» ή σε κάποια εκπομπή τύπου «στην υγειά μας βρε παιδιά» ή αν είσαι τυχερός σε κάποιο μαγαζί να τραγουδάει ζωντανά κι εκτός από τη φωνή, βλέπεις τον τρόπο που ερμηνεύει τα τραγούδια, την επιβλητική της παρουσία και τα εκφραστικά της μάτια και τότε το «κυρία» παίρνει άλλες διαστάσεις. Αν όμως είσαι ιδιαίτερα τυχερός και όχι μόνο την δεις από κοντά, αλλά συζητήσεις μαζί της και τη γνωρίσεις έστω και λίγο καλύτερα, τότε το Κ σε βαράει κατακούτελα και σε στέλνει αδιάβαστο. Η Κυρία λοιπόν Μαίρη Μαράντη μας έκανε την τιμή να μας συναντήσει στη «γειτονία» της, καθ’ ότι Κυψελιώτισσα, στο cafe Scry στη Φωκίωνος Νέγρη. Παραγγείλαμε δυο ελληνικούς, στρίψαμε από ένα τσιγάρο, κι η κουβέντα ξεκίνησε… |
«Η αξιοπρέπεια είναι κεφάλαιο!»
Έχετε δηλώσει ότι από μικρή είχατε τρέλα με το τραγούδι, το ίδιο και τα αδέρφια σας. Πώς προέκυψε αυτό;
Από μικρό παιδί! Παίρναμε το μπρίκι της μαμάς μου και το βάζαμε μέσα σ’ ένα καλάμι και το κάναμε μικρόφωνο. Τ’ αδέρφια μου είναι όλα πάρα πολύ καλές φωνές! Η αδερφή μου είναι η Γωγώ Πολέμη είναι πολύ καλή τραγουδίστρια και ο αδερφός μου, που δυστυχώς έφυγε εδώ κι έναν χρόνο ήταν πάρα πολύ καλός τραγουδιστής, ισάξιος με το Διονυσίου και άλλους μεγάλους τραγουδιστές… Επίσης η αδερφή μου, η Χριστίνα Σαμπάνη είναι πάρα πολύ καλή τραγουδίστρια. Και τα υπόλοιπα αδέρφια μου, αλλά αυτοί οι τρείς είναι πάρα πολύ καλοί!
Πόσα αδέρφια έχετε;
Είμαστε 9 αδέρφια. Δεν είχανε τηλεόραση τότε στα χωριά… (γελάει)
Πώς είναι να μεγαλώνει κανείς με τόσα αδέρφια;
Τραγουδούσαμε! Αλλά ήμασταν όλα αγνά παιδιά, δεν εκμεταλλευόμασταν τον εαυτό μας…
Που μεγαλώσατε;
Στο Αίγιο, μετά ήρθα εδώ στην Αθήνα.
Οι γονείς σας σάς μετέφεραν τόση αγάπη για τη μουσική;
Ο μπαμπάς μου είχε ταβέρνα και είχε και jukebox και ακούγαμε από μικρά παιδιά λαϊκά τραγούδια. Καταρχήν όλους τους πατέρες, Βαμβακάρη, Καζαντζίδη, Ζαμπέτα, Μητσάκη, Χιώτη… τα πάντα ακούγαμε, τους καλύτερους! Κι έτσι μεγάλωσα με αυτά τα ακούσματα… Μου άρεσαν πολύ οι Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Καίτη Γκρέυ, Δούκισσα… και οι σημερινές τραγουδίστριες, η Χάρις Αλεξίου, η Ελένη Βιτάλη, η Γλυκερία… μα είναι πάρα πολλές και δεν θα μπορούσα να τις πω όλες. Είναι φοβερές τραγουδίστριες!
Εσάς πιο πρόσωπο σας ενέπνευσε περισσότερο ν’ ασχοληθείτε με το τραγούδι;
Εγώ τότε είχα την Πόλυ Πάνου πιο πολύ… Ναι, η Πόλυ Πάνου!
Ο Γιώργος Καραμπεσίνης;
Ο Γιώργος Καραμπεσίνης ήταν σπουδαίος συνθέτης, έγραψε τα περισσότερα τραγούδια που είπα εγώ και ήμασταν ντουέτο και στη ζωή και στο τραγούδι.
Πιστεύετε ότι οι τραγουδιστές θα πρέπει να μένουν σε ένα είδος μουσικής ή να εξερευνούν περισσότερα;
Όταν εκφράζεις ένα τραγούδι και το ερμηνεύεις, στο χρώμα και στο νόημα του στίχου πιστεύω ότι μπορείς να το πεις. Για παράδειγμα η Αλεξίου είναι φοβερή λαϊκή τραγουδίστρια αλλά λέει τα πάντα, είναι και πώς το ερμηνεύεις το κάθε στυλ. Δεν είναι απαραίτητο να έχουν όλοι ένα συγκεκριμένο στυλ αλλά δε μπορεί να πει κι ο καθένας Μαρία Κάλλας…
Εσάς σας έχουν αποκαλέσει ποτέ «σκυλού»;
Δεν ήμουν εγώ σκυλού, ήμουνα μια ελληνική φυσιογνωμία στα μπουζούκια και ξεχώρισα.
Σε ποια κατηγορία πιστεύετε ότι ανήκετε μουσικά;
Σε μια καλή κατηγορία, αξιοπρεπή. Έκανα ένα καλό πέρασμα, με καλό κόσμο, καλές εντυπώσεις, διασκέδασα κόσμο πολύ, σε μια πολύ καλή κατηγορία. Δεν εκμεταλλεύτηκα ποτέ τίποτα άλλο εκτός από τη φωνή μου…
Πώς σας φαίνεται ότι στη δεκαετία του 70 σας έχουν χαρακτηρίσει «θρύλο» στο λαϊκό τραγούδι;
Εντάξει ναι, ε καλά ήταν. Ήμασταν νέοι είχαμε όρεξη, χορέψαμε, τραγουδήσαμε…
Πότε πρωτοακούσατε τους στίχους και τη μουσική για το «Θα τα γκρεμίσω»;
Ουυυ πάνε τώρα πολλά χρόνια πριν. Μου το έδωσε ο Μάκης να τ’ ακούσω, ο Γιαπράκας. Δε γράφτηκε για την ταινία, εμείς το είχαμε, δεν το κάναμε ούτε δίσκο, και κακώς βέβαια. Αλλά εντάξει, έχει μείνει στην ταινία, η οποία είναι καταπληκτική. Έχει γελάσει πολύς κόσμος μ’ αυτή τη φάση στο σκυλάδικο, που τα ‘ σπαγε όλα ο Μάκης…
Εσάς πώς ήταν η εμπειρία σας από τα γυρίσματα;
Ωραία ήταν η εμπειρία μου, πήγαμε στη Θεσσαλονίκη και το γυρίσαμε σ’ ένα λαϊκό μαγαζί, όλο το τραγουδιστικό κομμάτι και μετά πήγαμε και στο Κιλκίς που γυρίσαμε τη σκηνή που γκρέμιζε το σκυλάδικο. Το μαγαζί λεγόταν «Ζυγός» και ήταν κι άλλοι καλλιτέχνες, ο Σπύρος ο Δημητρίου, η Ρένα η Βιολάντη, αλλά εμένα ήταν το θέμα του σκηνικού… ξέρεις… όλου του θέματος… (γελάει)
Σας έκαναν κάποιες υποδείξεις;
Όχι, τι υποδείξεις; Απλά τραγουδούσα… Μ’ ευχαρίστησε έτσι που όλος ο κόσμος μου το λέει: «Σου έκανε καλό αυτή η ταινία!».
Πώς και δεν ξανασυνεργαστήκατε με τον κ. Φαλάρα;
Ναι έπρεπε, έπρεπε οπωσδήποτε, αλλά έφυγα εγώ πήγα στην Κρήτη κι έκατσα πάνω από 15 χρόνια γιατί κάναμε εκεί μαγαζί. Γιατί έχασα εγώ… έχασα ευκαιρίες… τέλος πάντων…
Το μετανιώσατε;
Ε ναι, γιατί άμα ήμουν εδώ θα είχα κάνει πράγματα και με τον κ. Φαλάρα… Εν τω μεταξύ τώρα έχουν αλλάξει και τα πράγματα, δεν υπάρχουν εταιρίες, πρέπει να κάνεις τη δική σου παραγωγή, να βάλεις τα δικά σου λεφτά, να το προωθήσεις. Έτσι γίνεται άμα λείπεις… Δεν είναι ότι δεν πέρασα καλά στην Κρήτη, διασκεδάσαμε τον κόσμο μια δεκαπενταετία! Πάρα πολύ καλά ήταν!
Εκτός από Αθήνα και επαρχία, έχετε τραγουδήσει και στο εξωτερικό, που δεχθήκατε την πιο θερμή υποδοχή;
Έχω τραγουδήσει παντού, από τα 17 μου ξεκίνησα να τραγουδάω, ήταν ωραία χρόνια. Πήγα Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, τότε που πήγα ήταν πάρα πολύ ωραία! Η Αυστραλία ήταν ωραία χώρα, πολύ ωραία! Ο ελληνισμός δε εκεί είναι φανταστικός! Καλύτερη, πιο ποθητή κι από εδώ ένιωσα… με υποδέχθηκαν πάρα πολύ θερμά… και όλους τους Έλληνες!
Αθήνα ή επαρχία;
Επαρχία… έχουμε δουλέψει και επαρχία πολύ. Ωραία είμαστε μωρέ… Μυαλό να έχουμε εμείς οι Έλληνες! Είναι που πρέπει να είμαστε ενωμένοι. Έχουμε απ’ όλα, έχουμε ωραία χώρα, έχουμε πολιτισμό, έχουμε και τι δεν έχουμε!
Το γεγονός ότι είχατε μόνο μια λήψη να γυρίσετε τη σκηνή του γκρεμίσματος στην ταινία σας άγχωσε καθόλου;
Όχι μωρέ, καθόλου. Εντάξει ήταν μια χαρά, πέτυχε το γύρισμα.
Όταν ο κ. Αρμένης είχε πάρει φωτιά και πέταξε τη φλεγόμενη καμπαρντίνα προς το μέρος σας φοβηθήκατε;
Πήρε φωτιά η καμπαρντίνα του… Ωραίος ήτανε! Είναι κι αυτός μεγάλος ηθοποιός, φοβερός και φυσικός! Πολύ φυσικός! Όλοι οι φυσικοί ηθοποιοί είναι πολύ καλοί… και κύριος! Εγώ δε φοβήθηκα, εδώ δε φοβήθηκε αυτός ο ίδιος…
Γιατί πιστεύετε ότι σας διάλεξαν;
Δε διάλεξαν εμένα, το τραγούδι διάλεξαν και μετά την παρουσία μου.
Ο κ. Φαλάρας όμως και ο κ. Γιαπράκας διάλεξαν εσάς.
Ναι, ναι… Θα κάνουμε μωρέ κάτι με τον Φαλάρα, γράφει πολύ ωραία!
Αν δεν τραγουδούσατε εσείς το «Θα τα γκρεμίσω» στην ταινία του κ. Βούλγαρη, σε ποιον πιστεύετε ότι θα πήγαινε να το τραγουδήσει;
Πολλοί λαϊκοί και γυναίκες και άνδρες.
Ο Σπύρος Δημητρίου που ήταν και στην ταινία;
Όχι ο Σπύρος, είναι πιο ανατολίτης, θα πήγαινε πιο πολύ σ’ έναν πιο λαϊκό.
Στη σκηνή αυτή φοράτε μια μαύρη γούνα, δική σας επιλογή ήταν ή σας την έδωσαν;
Ναι, έκανε κρύο μωρέ εκεί πάνω (γελάει). Δε θυμάμαι, μάλλον μου τη δώσανε γιατί έκανε κρύο. Πλάκα είχε, είχαμε και τις φωτιές…
Ο κ. Βούλγαρης είχε ζητήσει απ’ όλους να σας αποκαλούν κυρία Μαράντη. Πώς καταφέρνει ένας καλλιτέχνης να αποκτήσει τον σεβασμό των συναδέλφων του σε τέτοιο βαθμό;
Βλέπουν αυτοί… Είναι να σέβεσαι πρώτα τον εαυτό σου. Αλίμονο, όλο τον κόσμο πρέπει να σέβεσαι! Γι’ αυτό δεν είχα και προστριβές με συναδέλφους. Ποτέ μου δε μάλωσα κι αυτό είναι δύσκολο.
Όταν τραγουδάτε το «Θα τα γκρεμίσω» ταυτίζεστε με τους στίχους;
Ναι, ναι! Μ’ αρέσει που το λέω! Το λέω με την ψυχή μου! Είναι και η εποχή τώρα, που το τραγούδι περνάει πάρα πολύ, γιατί είναι η εποχή που θέλουν όλοι να πάρουνε φόρα, να ξεσπάσουνε δηλαδή. Όλα τα τραγούδια είναι βγαλμένα απ’ τη ζωή και τα βιώματα των ανθρώπων και ο κάθε συνθέτης τα παίρνει απ’ τη ζωή του και τις ζωές των ανθρώπων γι’ αυτό και αγγίζουν τους ανθρώπους. Ανάλογα βέβαια και σε τι ψυχολογία είναι, άλλοτε γλεντάει, άλλοτε αν είναι στενάχωρο το θέμα τα πίνει και ξεσπάει. Έτσι είναι.
Ποιο είναι το πιο ακραίο περιστατικό που σας έχει τύχει όταν ερμηνεύετε το τραγούδι ζωντανά;
Ήρθε ένας εκεί που τραγουδούσα, σε ένα μαγαζί… και έφερε και μια λεκάνη, τουαλέτας κανονικά και την έσπασε στην πίστα μ’ ένα σφυρί (γελάει) και λέει «Ηλία ρίχτο» και μου ζητάει να πω το τραγούδι τρεις φορές για να σπάσει και τ’ άλλα!
Άρα αυτές οι εποχές που «κραιπαλιάζαμε» λίγο παραπάνω δεν έχουν περάσει;
Όχι, όχι, εντάξει παλιά γίνονταν πιο πολλά, αλλά αυτός ήταν ακραίος!
Πιστεύετε ότι σαν Έλληνες το έχουμε λίγο παραπάνω αυτό το «Θα τα γκρεμίσω»;
Εμείς οι Έλληνες είμαστε οξύθυμος λαός, τα βγάζουμε όλα έξω!
Το καλοκαίρι π.χ. που μας πέρασε ένας άνδρας στην Ηλεία μέθυσε κι έβαλε φωτιά στο σπίτι του.
Χαζός ήτανε! (γελάει)
Το ελληνικό τραγούδι σήμερα;
Το ελληνικό τραγούδι πρέπει να έρθει στις ρίζες του, εγώ αυτό πιστεύω. Τώρα εντάξει είναι λίγο μπερδεμένα τα πράγματα όταν βγαίνει όμως κάτι καλό, μένει. Δε μπορώ να πω ότι δε γράφουνε και σήμερα. Γράφει η Νικολακοπούλου… γράφουν… όπως γράφανε και παλιά.
Ξεχωρίζετε κάποιους σύγχρονους καλλιτέχνες;
Υπάρχουν καλές φωνές αρκεί να βρουν το στυλ τους και το δρόμο τους. Λένε διάφορα τραγούδια αλλά να δει ο καθένας τι του πάει κι αν είναι και καλά τα κομμάτια… Γιατί όχι;
Η αγαπημένη σας ελληνική ταινία ποια είναι;
Δε γίνονταν πολλές ταινίες τότε γιατί είχε βγει η τηλεόραση και ο κινηματογράφος ήταν λίγο σε δεύτερη μοίρα, δε γίνονταν πολλά γυρίσματα ταινιών.
Εσείς θα κάνατε παρέα μ’ έναν τύπο όπως ο Μάκης Τσετσένογλου;
Α ναι! Παναγία μου! Έχω γνωρίσει τέτοιους τύπους στα μπουζούκια. Κάνανε ζημιές, βάζανε φωτιά σε μπουκάλια με ουίσκι, πολλά… Έχουμε δει φάσεις!
Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση που σας έχει μείνει από την ταινία;
Και τα τρία μέρη της ταινίας ήταν διαφορετικά και υπέροχα αλλά αυτό είχε έτσι τη φάση της δουλειάς μας και μου έκανε εντύπωση, και σε μένα και στον κόσμο.
Γιατί πιστεύετε ότι η ταινία είναι τόσο δημοφιλής ακόμη μετά από σχεδόν 20 χρόνια;
Γιατί είναι μέσα στην επικαιρότητα πάλι. Απλά τα 30 εκατομμύρια τώρα τα έχουνε άλλοι (γελάει). Έπαιξε πολύ ωραία ο Γιώργος ο Αρμένης!
Αληθεύει ότι μετά τα γυρίσματα είχαν συγκινηθεί όλοι;
Βεβαίως! Το «Ηλία ρίχτο!» έκανε μεγάλη επιτυχία! Ατακάρα!
Μείνατε κι εσείς ξάγρυπνη για τις ανάγκες του γυρίσματος;
Εντάξει δεν ταλαιπωρηθήκαμε πολύ. Ο κ. Βούλγαρης κάνει πολλές ταινίες και φυσικά θα κουραστεί. Κάνουν όμως κι άλλες ταινίες. Ο Γιώργος ο Σκαμπαρδώνης τώρα, ο σεναριογράφος, ετοιμάζει πολύ ωραία πράγματα. Ήταν κι αυτός ωραίος!
Η Κυρία Μαράντη με άφησε με τη φράση «Η αξιοπρέπεια είναι κεφάλαιο!» Όσο για τα μελλοντικά της σχέδιά, ίσως να γίνει κάποια επανένωση με κάποιους από τους κυρίους που αναφέραμε παραπάνω… Εμείς λέμε μακάρι και περιμένουμε με ανυπομονησία!
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
«50 χρόνια δρόμος»
Ποίος είναι οι σπουδαιότερος εν ζωή Έλληνας σκηνοθέτης; Για τους περισσότερους ένα από τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο μυαλό σχεδόν μηχανικά αλλά απολύτως δικαιολογημένα, είναι εκείνο του Παντελή Βούλγαρη. Γεννήθηκε στη γειτονιά μας, στα Πατήσια στις 23 Οκτώβρη του 1940 και στα 20 του χρόνια ξεκίνησε τις σπουδές του στον κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου. Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε 35 παραγωγές της Φίνος Φιλμ, ενώ ο ίδιος έκανε το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος το 1965 με την μικρού μήκους ταινία «Ο Κλέφτης», όπου και πρωταγωνίστησε. Από τότε μέχρι σήμερα μας έχει χαρίσει πολυαγαπημένες και πολυβραβευμένες ταινίες, όπως τα «Πέτρινα Χρόνια», «Ψυχή Βαθιά», «Νύφες», «Μικρά Αγγλία» και φυσικά, το «με τη βούλα», πλέον, καλτ μινιμαλιστικό αριστούργημα, «Όλα είναι δρόμος». Εμείς τον συναντήσαμε στην κεντρική πλατεία στο Μοναστηράκι με άγχος να τον εντοπίσουμε ανάμεσα στο πλήθος. Η καλοσυνάτη φιγούρα του όμως ξεχώρισε αμέσως. Όχι γιατί ήταν κραυγαλέος, το αντίθετο, ήταν υπέροχα λιτός! Το φως που εξέπεμπε ωστόσο δύσκολα θα περνούσε απαρατήρητο. |
Ένα φως που διακατέχει τους αυθεντικούς ανθρώπους του πνεύματος, τους ανοιχτόμυαλους, τους δημιουργικούς και πάνω απ’ όλα τους αληθινούς και τους καλόψυχους. Καθίσαμε στο ιστορικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» και η συζήτηση μας ξεκίνησε αβίαστα.
Για μένα αυτή η συνάντηση ήταν ίσως και αυτή που μου γέννησε το περισσότερο άγχος, πράγμα που συνειδητοποίησα πλήρως αφ’ ότου η συνέντευξη τελείωσε. Από τη μια ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που θα γνώριζα από κοντά έναν άνθρωπο που θαυμάζω τόσο πολύ και που έχω περάσει τόσες ώρες όχι απλώς βλέποντας αλλά σχεδόν μελετώντας τις ταινίες του.
Από την άλλη όμως σκεφτόμουν αυτό που λένε: «Καλύτερα να μη γνωρίζεις από κοντά όσους θαυμάζεις πολύ γιατί το πιθανότερο είναι ότι θα απογοητευτείς…». Εξάλλου δύσκολα ένας άνθρωπος συμπίπτει με την εξιδανικευμένη εκδοχή που κατοικεί στο μυαλό όσων τον θαυμάζουν.
Ωστόσο, η συζήτηση μου με τον κ. Βούλγαρη, όχι μόνο κατέρριψε αυτό το ρητό αλλά επιβεβαίωσε κάθε προσδοκία που είχα και κάθε καλό λόγο που είχα ήδη ακούσει για εκείνον από τον κ. Αρμένη, την κα. Μαράντη και τον κ. Φαλάρα, οι οποίοι μου τον είχαν περιγράψει ως «τον πιο γλυκό άνθρωπο!». Ο χρόνος που πέρασα με αυτόν τον άνθρωπο υπήρξε για μένα πολύτιμος. Μετά τη συνέντευξη όλη η ένταση και ο ενθουσιασμός ξεχύθηκαν από μέσα μου κάνοντας τα πόδια μου να τρέμουν, το κεφάλι μου να μουδιάσει και την καρδιά μου να χορεύει.
Όχι, δεν ήταν ο διπλός ελληνικός, το άδειο στομάχι και τα 17 τσιγάρα, ήταν ο υπέροχος Παντελής Βούλγαρης!
«όταν τελειώσαμε και είπα στοπ… εκείνη τη στιγμή άρχισε να βρέχει!»
Ο Παντελής Βούλγαρης γεννήθηκε στη γειτονιά μας, στα Πατήσια στις 23 Οκτώβρη του 1940 και στα 20 του χρόνια ξεκίνησε τις σπουδές του στον κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου. Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη σε 35 παραγωγές της Φίνος Φιλμ, ενώ ο ίδιος έκανε το ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος το 1965 με την μικρού μήκους ταινία «Ο Κλέφτης», όπου και πρωταγωνίστησε.
Από τότε μέχρι σήμερα μας έχει χαρίσει πολυαγαπημένες και πολυβραβευμένες ταινίες, όπως τα «Πέτρινα Χρόνια», «Ψυχή Βαθιά», «Νύφες», «Μικρά Αγγλία» και φυσικά, το «με τη βούλα», πλέον, καλτ μινιμαλιστικό αριστούργημα, «Όλα είναι δρόμος». Εμείς τον συναντήσαμε στην κεντρική πλατεία στο Μοναστηράκι με άγχος να τον εντοπίσουμε ανάμεσα στο πλήθος. Καθίσαμε στο ιστορικό καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» και η συζήτηση μας ξεκίνησε αβίαστα.
Πώς διαμορφώνεται το cast;
Όταν ξεκινάω μια ταινία, δημοσιεύουμε μια αγγελία στις εφημερίδες, ή στο ΣΕΗ, που είναι το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, και γράφουμε όσο μπορούμε πιο συγκεκριμένα χρειαζόμαστε, π.χ. τι ηλικίες ψάχνουμε. Ας πούμε στις «Νύφες», ψάχναμε κοπέλες από 17-23 χρονών. Εξαρτάται λοιπόν τι ανάγκες έχει η ταινία. Και γράφω και το τηλέφωνο του γραφείου μου. Από τη στιγμή λοιπόν που αρχίζουν τα τηλεφωνήματα κανονίζουμε ραντεβού, περίπου ανά 20 λεπτά. Υπολογίζω ότι βλέπουμε 10 με 15 πρόσωπα τη μέρα. Συνήθως στις υπόλοιπες ταινίες, οι σκηνοθέτες και οι παραγωγοί ζητούν ένα βιογραφικό και μια φωτογραφία.
Στο βιογραφικό μπορεί ένα κορίτσι να έχει ξεχάσει να γράψει ότι ξέρει π.χ. δακτυλολογία, ότι έχει δουλέψει με κωφάλαλους, ή ένας άνδρας μπορεί να έχει ξεχάσει να πει ότι ξέρει ακορντεόν. Κι επίσης θέλω να μάθω από που προέρχονται, τα χωριά τους… είναι ένα 20λεπτο γνωριμίας. Όταν λοιπόν αρχίζουμε κάνουμε με τους βοηθούς μου ένα ξεσκαρτάρισμα. Τοποθετούμε πρόσωπα σε κατηγορίες.
Στις νύφες ήταν Ρωσίδες, ήταν απ’ τη Μακεδονία, απ’ την Κρήτη… Οπότε τις προσαρμόζαμε φυσιογνωμικά σε κάθε γκρουπ. Όταν φτάσαμε λοιπόν να ψάχνουμε για τις δύο συγκεκριμένες κοπέλες, είχα διαλέξει γύρω στα 100 άτομα. Τις φώναξα στο γραφείο ξεχωριστά και τους έδωσα την ίδια σκηνή.
Μια σκηνή απ’ την ταινία δηλαδή, που θα παίζανε με τον πρωταγωνιστή. Τον πρωταγωνιστή δεν τον είχα βρει αλλά η δοκιμασία ήταν με το βοηθό μου. Από τις 100 η Βικτώρια Χαραλαμπίδου, είδα ότι έτσι όπως διάβασε το κείμενο για τη σκηνή στην οποία μιλάει με το Νόρμαν καθώς ράβει στη ραπτομηχανή, ήταν η μόνη που είχε πάει στη γιαγιά της για να της δείξει. Δεν ήξεραν τα υπόλοιπα κορίτσια ότι εγώ θα είχα ραπτομηχανή στο γραφείο. Αμέσως-αμέσως, από αυτό άλλαζε ο χαρακτήρας της καθώς έπαιζε.
Μετά από τις 100 φτάνουμε στις 10, όπου πια το δεύτερο δοκιμαστικό είναι με κοστούμια, με χτένισμα, με μακιγιάζ κλπ., γιατί η επόμενη δουλειά ήταν να τις στείλω στην Αμερική, στον Σκορσέζε, που ήταν executive producer.
Έχει τύχει ποτέ να δείτε έναν άνθρωπο που να σας έχει γεννήσει κάποιο ρόλο, έστω και δεύτερο;
Ε βέβαια! Υπάρχουν ταινίες, όπως «Οι ήσυχες μέρες του Αυγούστου», που όπως έγραφα το σενάριο, μου ερχόντουσαν και τα πρόσωπα στο μυαλό μου. Στη «Φανέλα με το ‘9’», που ήταν μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, παρ’ όλο που τον περιέγραφε τον Μπιλ Σερέτη, δεν είχα καταλήξει στα βασικά του χαρακτηριστικά. Έλεγα ότι μπορεί να είναι μελαχρινός, μπορεί ξανθός… Το βασικό πρόβλημα που είχα ήταν ότι έπρεπε να βρω ή ένα ποδοσφαιριστή που να ξέρει να παίζει και σαν ηθοποιός ή έναν ηθοποιό που να ξέρει να παίζει μπάλα.
Και είχα καμιά σαρανταριά νέους και αφ’ ότου είχα σχεδόν τελειώσει, μου λέει ένας φίλος μου, «Έχεις δει έναν καινούριο που παίζει στο Θέατρο Τέχνης, που λέγεται Τζώρτζογλου;» , λέω «Όχι». Με το που τον είδα στην παράσταση μ’ άρεσε γιατί ήταν αληταράς, ήταν ωραίος και νέος, στο πρώτο έτος της σχολής του και μπήκα μετά στα καμαρίνια να πω μια κουβέντα στους ηθοποιούς… Ο Στράτος, επειδή είναι γάτα κατάλαβε ότι εγώ είχα πάει γι’ αυτόν, έτσι όπως τον κοίταξα. Του έδωσα το τηλέφωνό μου και με παίρνει την άλλη μέρα το πρωί και κανονίσαμε να έρθει στο γραφείο μου.
Ήρθε μέσα σε τρία λεπτά απ’ τον Κορυδαλλό! Λέω «Καλά με ελικόπτερο τον φέρανε;!» (γελάει). Μπαίνει μέσα και τον ρωτάω «Ξέρεις να παίζεις μπάλα;», μου λέει «Πώς δεν ξέρω;». Απέναντι απ’ το γραφείο είχε μια αλάνα κι εγώ είχα μπάλα. Του λέω «Για πάμε έξω» και αρχίζουμε και κλωτσάμε… Ούτε είχε κλωτσήσει ποτέ του… Τον παίρνω, παίρνω και τον Μίμη Δομάζο που ήταν φίλος μου και πάμε να παίξουμε.
Τότε φτιαχνόταν το Ολυμπιακό Στάδιο. Ρωτάω τον Μίμη «Μπορεί να μάθει μπάλα;» και μου λέει «Ρε Παντελή, βλέπω πως παίζεις εσύ…», γιατί εγώ ήμουν πολύ καλός στη μπάλα. «… δε μαθαίνεται το ποδόσφαιρο.». Δε λέω τίποτα στο Στράτο και πάω στη Θεσσαλονίκη για να βρω χώρους, γιατί είχα γυρίσματα κι εκεί. Εκεί μαθαίνει ο Θοδωρής Αθερίδης, που τον είχα περάσει στους 40, ότι είμαι Θεσσαλονίκη και μου λέει «Θέλετε να συναντηθούμε αύριο το πρωί πριν φύγετε να σας δείξω πως παίζω;».
Πάμε και βλέπω ότι ο Αθερίδης ήταν σαν τον Ρονάλτο! Έκανε τακουνάκια κλπ. Επιστρέφω στην Αθήνα και σκέφτομαι… «Τον Τζώρτζογλου που είναι αληταράς και όμορφος αλλά δεν ξέρει μπάλα, ή τον Αθερίδη που ξέρει μπάλα αλλά είναι ακόμα σαν κορίτσι;», επειδή τότε ήταν μικρό παιδάκι. Και διάλεξα τον Τζώρτζογλου. Και τον γράφω σε μια ομάδα στα Σούρμενα το καλοκαίρι και άρχισε και πήγαινε κάθε μέρα. Στο τέλος δεν έμαθε μπάλα, αλλά έμαθε πώς να σπάει το σώμα του, να πηδάει… και η ταινία γυρίστηκε ως εξής: στα κοντινά από τη μέση και πάνω, είναι ο Τζώρτζογλου, στα πόδια του, είχα βρει ένα ποδοσφαιριστή με τον σωματότυπο του, (γελάει) και όταν τα κολλάς δε φαίνονται αυτά, αλλά ήταν περιπέτεια! Απάτη είναι ο κινηματογράφος! (γελάει).
Πώς διαλέξατε τον τίτλο στο «Όλα είναι δρόμος»;
Ο τίτλος για μένα είναι πολύ βασικό πράγμα. Στην αρχή όταν γράφω ένα σενάριο δεν ξέρω ποιος θα είναι ο τίτλος. Όταν αρχίζουμε και προχωράμε και τελειώνουμε, αρχίζω και ψάχνω. Και με τη γυναίκα μου επίσης. Ας πούμε για τα «Πέτρινα Χρόνια», είχαμε 100 τίτλους! Είναι από ένα ποίημα του Ρίτσου, που λέγεται «Πέτρινος Χρόνος».
Τι σηματοδοτούν οι δύο λέξεις; Περίπου την αίσθηση που έχει η ταινία. Το «Όλα είναι δρόμος», επειδή και οι τρεις ταινίες είναι ταξίδι, είναι road movie,το βρήκα από ένα στίχο του ποιητή – δημοσιογράφου Γιάννη Τζανετάκη. Τον πήρα τηλέφωνο για να του πω για τον τίτλο και μετά με πήρε τηλέφωνο μια δικηγόρος και μου λέει «Εκπροσωπώ τον κ. Τζανετάκη. Τι πληρώνετε για τον τίτλο;». Της είπα «Μικρή παραγωγή είναι… εσείς τι θέλετε;» και μου ζήτησε ένα αστρονομικό ποσό! Μετά τον ξαναπήρα και μου είπε «Όχι κ. Βούλγαρη, συγγνώμη, δεν με εκπροσωπούσε, να μπει ο τίτλος!». Κι έτσι μπήκε ο τίτλος.
Το «Βιετνάμ» ως τίτλος του μαγαζιού;
Εγώ δεν είχα βρει μαγαζί «Βιετνάμ». Αυτό νομίζω ήταν ιδέα του Σκαμπαρδώνη.
Υπό ποιες συνθήκες έγινε η ταινία;
Εγώ είχα μόλις τελειώσει μια εμπορική αποτυχία, το «Ακροπόλ». Χρωστούσα, δεν είχαμε να ζήσουμε κλπ. Και μαθαίνω ότι η Θεσσαλονίκη θα γίνει πολιτιστική πρωτεύουσα, όπου πρόεδρος ήταν ένας συγγραφέας φίλος μου, ο Πάνος Θεοδωρίδης.
Τον παίρνω τηλέφωνο και μου είπε να πάω πάνω στη Θεσσαλονίκη να βοηθήσω. Ανεβαίνω, νοικιάζω σπίτι και η δουλειά μου ήταν να διοργανώνω εκδηλώσεις εκτός Θεσσαλονίκης, σε κάτι δασάκια στην Ξάνθη… και να γνωρίζω πολιτιστικούς συλλόγους, π.χ. ψάλτες, χορευτές… έτσι έμαθα τη Μακεδονία και τη Θράκη, μ’ αυτή την ιστορία. Όταν γύρισα το σαββατοκύριακο στο σπίτι έλεγα διάφορες ιστορίες στη γυναίκα μου και κάποια στιγμή μου λέει, «Γιατί δεν κάνεις μια ταινία μ’ αυτά που μας διηγείσαι, αφού θα είσαι στη Θεσσαλονίκη;». Παίρνω τον Θεοδωρίδη και του είπα την ιδέα. Με ρώτησε πόσα χρειάζομαι. Του είπα 100.000 δρχ. και συμφωνήσαμε στις 80.000 δρχ.
Ο Θεοδωρίδης νόμιζε ότι εγώ θα έκανα ένα ντοκιμαντέρ για τις εκδηλώσεις της πολιτιστικής πρωτεύουσας. Μετά έψαχνα για συγγραφέα. Ο Σκαμπαρδώνης είναι απ’ τους καλύτερους Θεσσαλονικείς συγγραφείς, γράφει σύγχρονες ιστορίες κλπ, είναι πολύ γενναιόδωρος συνεργάτης, χωρίς κόμπλεξ. Αρχίζουμε να φτιάχνουμε τις ιστορίες και όταν υποβάλλαμε το σενάριο μετά από δύο μήνες στο Θεοδωρίδη, εκείνος τρελάθηκε! Λέει «Τι είναι αυτό; Πώς θα το περάσω από το διοικητικό συμβούλιο;». Μια φορά λοιπόν που είχαν δυσκολίες και τρεχάματα μέχρι τις 4 το πρωί, το άφησε τελευταίο και έτσι το πέρασε και έγινε η ταινία…
Με τον κ. Σκαμπαρδώνη γράψατε μαζί το σενάριο;
Εγώ διάβασα τα διηγήματά του. Κανένα από αυτά δεν μπήκε στην ταινία. Ήταν ιστορίες δικιές του. Η πρώτη ιστορία, με τον Καταλειφό, ήταν δικιά μου, δηλαδή την είχα ζήσει. Είχε συμβεί να έρθει κάποιος στο γραφείο μου για να μου αφήσει κάποια σενάρια που είχε γράψει, αλλά δεν κάνανε, ήταν περισσότερο για το ραδιόφωνο. Μετά με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να του τα επιστρέψω. Εγώ δεν πετάω τίποτα, αλλά δεν τα έβρισκα. Ένα βράδυ, σε μια εκδήλωση για τον Μανώλη τον Αναγνωστάκη, τον βλέπω αυτόν τον κύριο ανάμεσα στον κόσμο και κάνω πως δεν τον βλέπω!
Σκέφτομαι «Ωχ! Θα μου πει για τα κείμενα!» (γελάει). Έρχεται αυτός, με χτυπάει στην πλάτη, με χαιρετάει… του λέω «Δεν τα έχω χάσει τα κείμενα σου, όταν θα τα βρω θα στα δώσω.», «Δεν σας ψάχνω γι’ αυτό.», «Γιατί με ψάχνεις;», «Ο γιος μου είχε έρθει στο γραφείο σας για να παίξει στη «Φανέλα με το ‘9’» και του είχατε τραβήξει ένα βίντεο… και επειδή αυτοκτόνησε στη σκοπιά, δεν έχω τίποτα ζωντανό απ’ τον ίδιο και έλεγα μήπως έχετε αυτό το βίντεο…». Μου ‘φυγε η γη κάτω απ’ τα πόδια! Αυτή την ιστορία την είχα κρατήσει κι έλεγα ότι κάποια στιγμή, θέλω να κάνω κάτι τέτοιο. Αμέσως λοιπόν, η πρώτη ιστορία που βάλαμε μπροστά με τον Σκαμπαρδώνη, ήταν αυτή.
Έτσι μάλλον είναι και περισσότερο γραμμένη από μένα, επειδή την είχα ζήσει. Αλλά οι άλλες δύο ήταν του Γιώργου. Αλλά ήταν πολύ σύντομος ο χρόνος που δουλέψαμε μαζί, δηλαδή τάκα-τάκα. Έμενα στη Θεσσαλονίκη, συναντιόμασταν κάθε μέρα και το Μάιο ξεκινήσαμε την ιδέα και τον Σεπτέμβρη είχαμε κάνει τα γυρίσματα! Είναι η πιο σύντομη ταινία που γύρισα ποτέ, σε αντίθεση με τις «Νύφες» που ήταν η πιο χρονοβόρα. Η κάθε ιστορία στο «Όλα είναι δρόμος» κράτησε περίπου 10 μέρες.
Για εσάς πώς συνδέονται αυτές οι ιστορίες; Γιατί επιλέξατε να τις βάλετε μαζί;
Αρχικά το σενάριο δεν ήταν έτσι. Η τρίτη ιστορία ήταν αυτή του Βέγγου και η ιστορία του Αρμένη ήταν στη μέση. Μετά στο μοντάζ, μου λέει ο Ντίνος ο Κατσουρίδης ο μοντέρ, «Ρε Παντελή μετά την ιστορία του Αρμένη δεν έχει τίποτα άλλο… πρέπει να τη βάλουμε στο τέλος!».
Θυμάμαι ότι όταν έγινε η πρεμιέρα της ταινίας στην Αθήνα και ήταν και οι ηθοποιοί, όταν τέλειωσε η ταινία με πλησιάζει ο Βέγγος και μου λέει, «Βουυυυύλγαρη, με τον Αρμένη καύλωσες… εγώ σε βρήκα ξεζουμισμέεενοοο…» (μιμείται τον τρόπο ομιλίας του Θανάση Βέγγου). Η ερμηνεία του Βέγγου είναι καταπληκτική! Αυτό όμως που συμβαίνει σ’ αυτό το μέρος και σ’ αυτό το μαγαζί εκείνο το βράδυ είναι από μόνο του ασύλληπτο… Είχαμε και την τύχη να το γυρίσουμε καλά.
Το εσωτερικό του «Βιετνάμ» ανήκε στο μαγαζί «Ζυγός» στη Θεσσαλονίκη. Πώς το διαλέξατε;
Εμείς είχαμε βρει αυτό το μαγαζί, τον «Ζυγό», το οποίο ξεκίναγε από τις 3 και μετά όταν κλείνανε τα άλλα μπουζουξίδικα, γιατί συνήθως μπαίνανε νταλικέρηδες που ήταν στο δρόμο για Βουλγαρία, πίνανε ένα ποτό και φεύγανε. Εμάς η δουλειά μας ήταν πρωινή. Πηγαίναμε στις 7 το πρωί, μόλις τέλειωνε το μαγαζί βάζαμε τα φώτα, αλλάζαμε τη διακόσμηση… και κάθε μέρα είχα προγραμματίσει να τραβάω δύο ή τρία τραγούδια. Οι τραγουδιστές ήταν όλοι του μαγαζιού, εκτός από τον Σπύρο Δημητρίου που τον βρήκα σε ένα άλλο μαγαζί στη Θεσσαλονίκη και εκεί τον είδα να τραγουδάει. Το μαγαζί το διαλέξαμε γιατί είχε πολύ εντυπωσιακό ντεκόρ, είχε αυτή τη χλίδα…
Εγώ όταν βρήκα το «Ζυγό», σχεδόν κάθε βράδυ ήμουν εκεί. Είχα και μια βοηθό Θεσσαλονικιά και πηγαίναμε και βλέπαμε πως βάζουν τα τασάκια οι σερβιτόροι, πως ανοίγουν τις σαμπάνιες κλπ. Όλοι αυτοί που παίζουν στην ταινία είναι ηθοποιοί, δεν είναι σερβιτόροι. Τους βρήκαμε στη Θεσσαλονίκη, μόνο τους τρεις βασικούς φέραμε από την Αθήνα. Ας πούμε το αφεντικό. Τον έβλεπα εγώ που ερχόταν κατά τις 4 στο μαγαζί, άσπρος απ’ τη νύχτα, μ’ έβλεπε που καθόμουν στο τραπέζι με τη βοηθό μου, έκανε πως δε με βλέπει, αλλά καθώς πέρναγε με ακουμπούσε στην πλάτη.
Τέλειωσε η ταινία και στην πρεμιέρα που έγινε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, τους είχα βάλει όλους του μαγαζιού τιμητικά στο θεωρείο. Όταν ανάβουν τα φώτα γυρνάει το αφεντικό, μου κλείνει το μάτι και μου κάνει, «Σωστός». Μετά βέβαια, τους πήρα όλους και πήγαμε στο «Ζυγό»… Χαμός!
Το εξωτερικό;
Το εξωτερικό το χτίσαμε σε καμιά 15αριά μέρες στο Κιλκίς. Ήταν από τούβλα γιατί αν ήταν χαρτόνι θα φαινόταν όταν θα έμπαινε ο εκσκαφέας. Νομίζω η είσοδος του μαγαζιού ήταν από κόντρα πλακέ αλλά το γύρω-γύρω όλο ήταν από τούβλα.
Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τον κάθε ηθοποιό για την κάθε ιστορία;
Με τον Καταλειφό είχα ξαναδουλέψει. Είναι ένας μοναδικός ηθοποιός γιατί ψάχνει πολύ το ρόλο του. Ήταν και η πρώτη ιστορία, μ’ αυτή ξεκινήσαμε. Με τον Καταλειφό είχαμε πολύ χρόνο να κουβεντιάσουμε για το ρόλο, γιατί είχε έρθει ένα μήνα πριν στη Θεσσαλονίκη. Μετά, κάνουμε τον Αρμένη, ο οποίος ήρθε στη Θεσσαλονίκη Παρασκευή και Δευτέρα είχαμε γύρισμα. Τον πήγαμε σε κομμωτήριο, του βάψαμε τα μαλλιά γιατί ήταν άσπρα και το σαββατοκύριακο σκεφτήκαμε πως θα ξεκίναγε, γιατί στο σενάριο δεν υπάρχει το αρχικό τηλεφώνημα που κάνει.
Γιατί μου λέει ο Γιώργος, «Ποιος είναι αυτός; Ποια είναι η οικογένειά του;». Κι έτσι καταλαβαίνουμε ποιος είναι. Μάλιστα επειδή με τον Καταλειφό είχαμε ένα μήνα και τον ήξερα, άλλα με τον Αρμένη δεν είχαμε ξαναδουλέψει, αν και τον είχα δει σαν ηθοποιό και τον λάτρευα και μ’ αγαπούσε κι αυτός, γιατί ο Αρμένης είναι πολυεργαλείο, είναι τα πάντα, δεν είναι απλώς ηθοποιός… έτσι σκεφτόμουν «Γιατί ρε γαμώτο να μην έχουμε μια βδομάδα ακόμα οι δυο μας να δουλέψουμε μαζί πάνω στο χαρακτήρα!». Αλλά τη Δευτέρα είχε γύρισμα και έκανα το σταυρό μου κάτι να συμβεί και να ματαιωθεί το γύρισμα, για να χω ακόμα μια μέρα. Αλλά μπήκαμε στο μπουζουξίδικο, ο Αρμένης κάθισε κι άρχισε να καπνίζει… Η συνεργασία του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη είναι ιδιαίτερη.
Πολλοί σκηνοθέτες είναι πολύ αυστηροί, σχολαστικοί, επιδεικνύουν τη δύναμή τους στο γύρισμα, ενώ εγώ, επειδή τους λατρεύω, γιατί είναι πολύ δύσκολη η δουλειά του ηθοποιού στον κινηματογράφο… γιατί όταν είσαι ηθοποιός στο σινεμά μπορεί να κάνεις μια σκηνή και μετά να γυρίσεις μια άσχετη, που μπορεί να ναι και στο τέλος της ταινίας. Σε δύο ταινίες εγώ ξεκίνησα απ’ το τέλος. Στα «Πέτρινα Χρόνια», ξεκίνησα με την τελευταία σκηνή.
Για λόγους παραγωγής, ηθοποιών, για διάφορους λόγους, το πρόγραμμα μιας κινηματογραφικής ταινίας δεν είναι αυτό που ονειρεύεται ο σκηνοθέτης, είναι αυτό που δημιουργείται από τις ανάγκες τις ταινίας. Λοιπόν, επειδή εγώ λατρεύω τους ηθοποιούς, και ο Αρμένης είναι ο Αρμένης, ένα μεγάλο μέρος πηγάζει από τη συνεργασία μας και από τη δική του ευαισθησία. Γιατί σε κάθε σκηνή αλλάζει κι αυτό το έκανε πολύ καλά. Του θύμιζα κι εγώ πράγματα από τραγούδι σε τραγούδι… κι έτσι έγινε.
Μιας και έχετε πρωταγωνιστήσει στην πρώτη σας ταινία, σας βοήθησε αυτό στον τρόπο προσέγγισης των ηθοποιών;
Ναι, από εκεί κατάλαβα! Έπαιξα και είδα τη δυσκολία. Και ένα πλάνο να κάνεις καταλαβαίνεις. Γι’ αυτό οι περισσότεροι Αμερικάνοι σκηνοθέτες ξεκινάνε πρώτα από σχολή ηθοποιών, από το «Actor’s Studio». Εγώ ήξερα τον Elia Kazan πολύ καλά και όταν πήγαινα στην Αμερική, πήγαινα και παρακολουθούσα πώς ήταν στο «Actor’s Studio».
Τι είναι ο κινηματογράφος; Είναι μια μεγάλη παρέα από καμιά 25αριά τεχνικούς και καμιά 15αριά ηθοποιούς. Έχω καταλάβει, επειδή δούλεψα και σαν βοηθός σκηνοθέτη στη Φίνος Φιλμ, ότι όλα τα προβλήματα μπορούν να λυθούν με ήπιο και συνεργάσιμο τρόπο. Λάθη συμβαίνουν. Με το να κάνω καβγά δε λύνω κανένα πρόβλημα, απλώς θα συνεχίσω τη δουλειά μου με ένταση.
Μετά το γύρισμα θα πιώ ένα καφέ ή ένα κρασί με το βοηθό μου π.χ. και θα του επισημάνω το πρόβλημα, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να φωνάζω και να ωρύομαι στους ηθοποιούς μου με τίποτα. Αυτός είναι ο τρόπος μου. Ας πούμε στις ταινίες που έχω λίγο φιλμ και δεν υπάρχουν περιθώρια για πολλά λάθη κάνω πολλές πρόβες. Όταν έχω πολύ φιλμ λέω «Ε και δεν ξεκινάμε νωρίς, δεν πειράζει έχουμε φιλμ!» (γελάει).
Με τα τραγούδια της ταινίας πώς ήρθατε σε επαφή;
Τα τραγούδια τα είχα βρει από πριν. Είχα ένα διευθυντή παραγωγής, τον Πάνο Παπαδόπουλο, που ήταν απ’ τη Θεσσαλονίκη. Αυτός μου γνώρισε τον Γιαπράκα. Ο Γιαπράκας ήταν συνθέτης. Είχε κάνει μια δυο επιτυχίες με τη Βίσση, αλλά δεν είχε λάμψει, έτσι όπως ήταν και η μουσική αγορά. Τον γνώρισα, πήγαμε στο σπίτι του κι άρχισε και μου έβαζε μπομπίνες με τραγούδια, άλλα πλήρη, άλλα μισοτελειωμένα, άλλα στο πιάνο, και ακούγοντάς τα επιλέξαμε τα τραγούδια των οποίων οι στίχοι και η μουσική παρέπεμπαν στο δράμα του Αρμένη. Αυτά τα τραγούδια τον φτιάξανε τον Αρμένη να οδηγηθεί προς το τέλος.
Από το «Θα τα γκρεμίσω» εμπνευστήκατε το γκρέμισμα του μαγαζιού;
Το γκρέμισμα ήταν μέσα στο σενάριο, αλλά το τραγούδι ήταν ταμάμ!
Πιστεύετε ότι το «Βιετνάμ» θα μπορούσε να είναι αυτοτελής ταινία μεγάλου μήκους, όπως είπε και ο κ. Φαλάρας;
Θα μπορούσε. Τώρα μετά από αυτή την υστερία και τη λατρεία που έχει πέσει, ο Σκαμπαρδώνης με πήρε και μου λέει, «Ρε συ, ένα εκατομμύριο χτυπήματα έχει αυτή η ιστορία, δεν κάνουμε πάλι μια τέτοια ταινία;». Θεωρώ όμως ότι αυτό έμεινε εκεί. Ο Σκαμπαρδώνης έγραψε ένα βιβλίο που λέγεται «Ο Υπουργός της Νύχτας», που πραγματεύεται πάλι αυτό το περιβάλλον, αλλά εγώ είμαι αλλού τώρα. Εμείς τότε ξεκινήσαμε να κάνουμε τρεις ιστορίες, χωρίς να ξέρουμε τη δυναμική, τη συγκίνηση και την πρόκληση που θα μπορούσε να έχει η κάθε ιστορία.
Η κα. Μαράντη προέκυψε με το τραγούδι ή την είχατε κι εσείς στο νου σας;
Την είχα ακούσει στο τραγούδι. Είναι μεγάλη τραγουδίστρια η Μαράντη, πολύ μεγάλη! Η παρουσία της, η ερμηνεία της… Και ήρθε απ’ την Κρήτη για να παίξει. Δεν είχα κάποιο άλλο όνομα στο κεφάλι μου, τη Μαράντη είχα απ’ την αρχή.
Ποια η σχέση σας μ’ αυτόν τον τρόπο διασκέδασης;
Εγώ δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτόν τον τρόπο διασκέδασης γιατί η δουλειά η δικιά μας είναι πρωινή. Που σημαίνει ότι όταν κάνω ταινία ξυπνάω στις 5, ξανακοιμάμαι βέβαια (γελάει), αλλά δεν μπορώ να ξενυχτήσω. Τα σκυλάδικα μ’ αρέσουν με την έννοια ότι αυτό που συμβαίνει εκεί έχει πολύ ενδιαφέρον για έναν κινηματογραφιστή. Αλλά δεν συχνάζω σε μαγαζιά. Ακόμα και τραγουδιστές που είναι φίλοι μου, σπανίως μπορώ να τους δω λόγω του ωραρίου. Κοιμάμαι νωρίς.
Εσείς τι μουσική ακούτε;
Δεν έχω εντάξει στη ζωή μου ένα χρόνο για να ακούω μουσική. Ακούω ραδιόφωνο. Μ’ αρέσουν πολλά. Και η κλασσική μουσική μ’ αρέσει αν και δεν την ξέρω καλά. Λατρεύω όμως το ελληνικό τραγούδι παρ’ όλο που δε θυμάμαι στίχους, ακόμα και σε αγαπημένα μου τραγούδια. Θεωρώ ότι ένα καλό ελληνικό τραγούδι είναι σαν μια ταινία, απλώς είναι μέσα σε 3 λεπτά.
Όσον αφορά το τελευταίο μονόπλανο, τι υπήρχε ήδη στο σενάριο και τι ενσωματώθηκε από τις πρόβες;
Εμείς πήγαμε στο χώρο που είχαμε χτίσει από την προηγούμενη μέρα το μεσημέρι. Ξέραμε ότι θα κάνουμε γύρισμα την άλλη μέρα το χάραμα. Ήδη είχε βρέξει και το χωράφι μπροστά ήταν μέσα στη λάσπη. Είχαμε στήσει την κάμερα, το travelling, το γερανό, γιατί το πλάνο αυτό γυρίστηκε με γερανό. Αυτό το πλάνο το είχαμε δοκιμάσει από το μεσημέρι. Αυτό που υπογράφει την επιταγή υπήρχε στο σενάριο, αλλά το κάψιμο της καμπαρντίνας δεν υπήρχε! Απλώς, από τη στιγμή που υπογράφει την επιταγή, η Μαράντη συνεχίζει να τραγουδάει κι αυτό είχε διάρκεια 3 λεπτά.
Εγώ δεν ήξερα τι θα έκανε ο Αρμένης επί 3 λεπτά με την κάμερα πάνω του. Έτσι σκέφτηκα να κάψει τη γραβάτα του. Αλλά μετά έμενε κι άλλος, πολύς χρόνος για να φτάσουμε στο φινάλε και λέω, «Ε, δεν καις και την καμπαρντίνα;. Είχαμε υπολογίσει όμως από πριν πως θα κινηθεί η κάμερα. Εγώ ήθελα να το γυρίσουμε έτσι ώστε να φαίνεται η ανατολή. Ήθελα το χάραμα να σκάει στο βάθος. Οι χωρικοί μου λέγανε ότι θα έχει συννεφιά.
Ξημερώνοντας λοιπόν, ενώ είχε συννεφιά σε όλο τον ουρανό, στο κομμάτι που χρειαζόμασταν δεν είχε σύννεφα! Λέω «Έχουμε το Θεό μαζί μας!», και μάλιστα όταν τελειώσαμε και είπα στοπ… εκείνη τη στιγμή άρχισε να βρέχει! Ε αγκαλιαστήκαμε, κλαίγαμε, φιλιόμασταν… Έτσι είναι ο κινηματογράφος, ποτέ δεν είναι απόλυτα σίγουρο το τι θα κάνεις. Έχει σημασία η ευαισθησία του ηθοποιού, η διαθεσιμότητά του και ότι άλλο προκύψει, που μπορεί να είναι πολύτιμο. Δεν τα σκέφτεται όλα ο σκηνοθέτης. Είναι αδύνατον να τα σκεφτεί όλα!
Τον κύριο Αρμένη από που τον είχατε δει σαν ηθοποιό; Γιατί επιλέξατε έναν κατά βάση «θεατρικό» ηθοποιό;
Και από το θέατρο και από την τηλεόραση. Κυρίως στο Θέατρο Τέχνης. Οι περισσότεροι ηθοποιοί με τους οποίους έχω δουλέψει έπαιζαν και στο θέατρο. Αυτό το ξεχνάμε από ένα βαθμό και μετά. Οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι διαβασμένοι, δεν εμφανίζονται απ’ το πουθενά.
Αν δεν κάνω λάθος, η ταινία δεν είχε τόση επιτυχία όταν είχε πρωτοκυκλοφορήσει.
Ναι, γιατί ήταν τρεις ιστορίες κι αυτού του είδους οι ταινίες πάντα έχουν πρόβλημα. Ο θεατής ακόμα και τώρα θέλει να δει από την αρχή μέχρι το τέλος μια ιστορία. Ξενερώνει όταν σταματήσεις μια ιστορία στα 35 λεπτά.
Το μοντάζ του Ντίνου Κατσουρίδη τι ρόλο έπαιξε στο τελικό αποτέλεσμα του «Βιετνάμ»;
Τότε επειδή είχα κάποια οικονομικά προβλήματα μου είχαν προτείνει να κάνω κάποια διαφημιστικά. Και μου λέει «Φύγε Παντελή κι όταν τελειώσω έλα να το δεις κι αν δεν σ’ αρέσει το ξαναπιάνουμε.». Όταν γύρισα λοιπόν βρήκα το τελικό αποτέλεσμα. Μιλάμε για ορισμένα μυθικά πρόσωπα που είχα την τύχη να τα γνωρίσω από την πρώτη μου ταινία.
Ήταν άνθρωπος καλλιεργημένος, ήταν κι ο ίδιος σκηνοθέτης, δεν ήταν απλώς ένας τεχνικός. Ήταν αυστηρός με το υλικό που του έδινα, με την έννοια ότι θα μπορούσε να πετάξει έξω μια σκηνή που τη λάτρευα ή είχε κοστίσει πολύ. Και σε έπειθε και σου έλεγε ότι αυτή η σκηνή δεν θα μπει γιατί δεν είναι λειτουργική μέσα στην ιστορία. Από κει και πέρα τον εμπιστεύεσαι, όπως τους εμπιστεύεσαι και όλους τους άλλους.
Γιατί αναζωπυρώθηκε το «Βιετνάμ» μετά από τόσα χρόνια;
Νομίζω από τη δύναμή της και από την ανάγκη των νέων παιδιών. Πιστεύω ότι αυτοί που αγαπούν πολύ αυτή την ταινία είναι νέοι.
Ποια άλλη σας ταινία θα λέγατε ότι έχει πάρει αντίστοιχη καλτ διάσταση;
Αγαπημένες είναι γενικά οι περισσότερές μου ταινίες αλλά αυτό ήταν η εξαίρεση που αγαπήθηκε τόσο πολύ. Ειδικά το κομμάτι του Αρμένη.
Ποια από τις ταινίες σας πιστεύετε ότι δεν είχε πάρει την αποδοχή που περιμένατε και ποια σας διέψευσε ευχάριστα;
Το «Ακροπόλ» ήταν μια από τις άτυχες ταινίες μου. Τώρα όταν κάνεις μια ταινία και πετυχαίνει, αναρωτιέσαι το γιατί, αλλά επειδή έχει πάει καλά αλλά δεν το πολυψάχνεις. Όταν όμως δεν πάει καλά αναρωτιέσαι γιατί και βέβαια πάντα υπάρχει κάτι για να το διαπιστώσεις. Αδικημένη ταινία λοιπόν ήταν το «Ακροπόλ». Από τις ταινίες που ξεπέρασαν τις προσδοκίες μου ήταν τα «Πέτρινα Χρόνια». Γιατί η ταινία ξεκίνησε με μαζεμένα εισιτήρια την Παρασκευή και το Σάββατο, και την Κυριακή φούλαρε. Ήταν ένα γεγονός από στόμα σε στόμα.
Έχοντας ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία αλλά και το σενάριο, ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο θετικό στοιχείο στο καθένα;
Στο σενάριο το πιο ευχάριστο είναι να είναι ολοκληρωμένοι και ενδιαφέροντες οι χαρακτήρες. Στη σκηνοθεσία η πιο αγαπημένη μου δουλειά είναι η συνεργασία μου με τους ηθοποιούς. Αυτό ξεχωρίζω.
Το δυσκολότερο σημείο στο «Όλα είναι δρόμος» ποιο ήταν;
Η ιστορία με τον Βέγγο. Γιατί ήθελα κάθε διαφορετική σκηνή στο ποτάμι να είναι με διαφορετικό φως, επειδή έχει πολύ ωραίους ορίζοντες εκεί. Πέσαμε όμως σε μία περιπέτεια και επί δέκα μέρες είχε συννεφιά. Εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω τα γυρίσματα κι έτσι αναγκάστηκα να γυρίσω όλες τις σκηνές με το ίδιο φως. Την τελευταία μέρα που έβγαλε ήλιο, τράβηξα διάφορες εικόνες τις οποίες ενέταξα σε διάφορα σημεία της ταινίας ώστε να σπάει τη μουντάδα της συννεφιάς.
Τις ταινίες σας γενικά τις ξαναβλέπετε;
Όχι γιατί τις έχω γυρίσει. Δεν έχω καμία περιέργεια. Θέλω να κάνω καινούρια ταινία! Πέρσι στο Ολύμπιον στη Θεσσαλονίκη ήμουν καλεσμένος μαζί με τον Κώστα το Γαβρά σε ένα συνέδριο με θέμα «Δικαιοσύνη και Κινηματογράφος». Εκεί παίχτηκε το «Ζ» του Γαβρά και τα «Πέτρινα Χρόνια». Είχα να τη δω πολλά χρόνια αυτή την ταινία και έτσι όπως την είδα στη μεγάλη οθόνη με κόσμο κλπ, τη γουστάρισα, άντεχε! Το «Ακροπόλ», επειδή ήταν και μια οικονομική καταστροφή, το είχα θάψει μέσα μου και όταν πέθανε ο Λευτέρης ο Βογιατζής που παίζει στην ταινία, το Φεστιβάλ Αθηνών έπαιξε τρεις ταινίες του, η μία ήταν το «Ακροπόλ». Επειδή ήταν για τον Λευτέρη πήγα στην εκδήλωση και την είδα και μ’ άρεσε πάρα πολύ.
Εσείς προτιμάτε τις μικρές ή τις μεγάλες παραγωγές;
Γουστάρω τις μικρές πιο πολύ. Απλώς κατά καιρούς μου έρχονται θέματα τα οποία είναι πιο σύνθετα και χρειάζονται περισσότερα μέσα και χρήματα. Αλλά σαν σκηνοθέτης έχω περάσει καλύτερα σε ταινίες με χαμηλό budget.
Πώς χρηματοδοτείται μια ταινία εν μέσω κρίσης;
Συνήθως οι δύο βασικές πηγές ήταν το Κέντρο Κινηματογράφου και η ΕΡΤ, που επιστρέφει το 1,5 %, τον φόρο που αποδίδεται στους κινηματογραφιστές. Αυτό είχε ψηφιστεί να το εφαρμόσουν και τα ιδιωτικά κανάλια αλλά κανένα δεν το τήρησε. Από κει και πέρα είναι τα γραφεία εκμετάλλευσης.
Έχετε πει σε παλαιότερη συνέντευξη σας ότι αγαπημένη σας φάση σε μια ταινία είναι το γύρισμα και δεν σας αρέσει τόσο η διαδικασία του post- production. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Γιατί η παρουσία μου είναι πολύ πιο σημαντική στο γύρισμα απ’ ότι στο μοντάζ. Εξ’ άλλου οι ταινίες που κάνω δεν έχουν πολλές αναγνώσεις. Όταν πάρει το υλικό ο μοντέρ ακολουθεί έναν τρόπο σκηνοθεσίας που έχω κάνει. Αλλά επειδή βλέπεις το ίδιο και το ίδιο για μέρες μπροστά σε μια οθόνη, βαριέμαι. Θα προτιμούσα να φύγω όπως τότε με τον Κατσουρίδη, καλή ώρα, και να έρθω μετά και να τον δω. Γιατί λατρεύω τον κινηματογράφο; Γιατί έχω σκηνοθετήσει και στο θέατρο… Γιατί κάθε μέρα του γυρίσματος είναι διαφορετική. Είναι διαφορετικά προβλήματα τα οποία προσπαθείς να τα λύσεις μέσα στις 10 ώρες που έχεις στη διάθεσή σου. Είναι ένα στοίχημα η κάθε μέρα.
Πόσο χρόνο αφιερώνετε στην έρευνα πριν κάθε ταινία;
Όσο μπορώ περισσότερο, γιατί η έρευνα δεν είναι μόνο τα βιβλία. Είναι ταινίες, φωτογραφικό υλικό, δημοσιεύματα, αφηγήσεις ανθρώπων. Η έρευνα είναι πολύτιμη και σε ανθρώπινο επίπεδο, είναι σα να βγάζεις ένα πανεπιστήμιο μέσα από κάθε διαφορετική ταινία. Αυτό δεν το κάνω μόνο ως επαγγελματίας, με ενδιαφέρει εμένα προσωπικά. Δεν θέλω να έχω έναν ιστορικό σύμβουλο. Προτιμώ να τα μάθω εγώ.
Από τις ταινίες σας ποια είναι πιο κοντά σε σας; Ποια θεωρείτε πιο προσωπική;
Δεν ξέρω να σου πω… «Το προξενιό της Άννας» που ήταν η πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους κι εκεί δοκίμασα πρώτη φορά πράγματα, ήταν για μένα πολύ σημαντική. Αλλά και οι άλλες είναι. Από τη στιγμή που έχω αποφασίσει να ασχοληθώ με κάτι υπάρχει ένας πολύ ουσιαστικός λόγος να ψάξω να τι συμβαίνει μ’ αυτό που επέλεξα. Άρα η κάθε ταινία έχει και τη μοναδικότητά της.
Από το «Όλα είναι δρόμος» ποιος χαρακτήρας είναι πιο κοντά σε εσάς;
Περισσότερο ο Καταλειφός γιατί ήμουν πιο κοντά και στην ηλικία του και στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε.
Με τον Μάκη Τσετσένογλου θα κάνατε παρέα;
Ε βέβαια! Ουυυ… Είναι συναρπαστικοί αυτοί οι άνθρωποι!
Μιας και τα παιδιά σας είναι κι αυτά στο χώρο του κινηματογράφου, ποια θα λέγατε ότι είναι η βασικότερη διαφορά μεταξύ νεότερης και παλαιότερης γενιάς κινηματογραφιστών;
Τα παιδιά μου, όπως και οι άλλοι νεότεροι σκηνοθέτες έχουν γεννηθεί σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Βιώνουν μια τελείως διαφορετική πραγματικότητα από αυτή που βιώσαμε εμείς, που σημαίνει ότι αυτό που ψάχναμε εμείς νέοι το ψάχνουν κι αυτοί με το δικό τους τρόπο. Με άλλη θεματολογία, με άλλη κινηματογραφική προσέγγιση…
Αυτό που διακρίνει σήμερα τη νέα γενιά κινηματογραφιστών είναι ότι είναι ψαγμένοι, μορφωμένοι, έχουν δει πολύ σινεμά και το πιο σημαντικό είναι ότι με τη σύγχρονη τεχνολογία μπορούν πιο σύντομα να κάνουν κάτι σε νεαρή ηλικία. Εμείς τότε για να κάνουμε μια ταινία μικρού μήκους έπρεπε να πάμε τριάντα χρονών για να βρούμε φιλμ, κάμερα κλπ. Ενώ τώρα με μια κάμερα μικρή μπορείς να φτιάξεις μια ιστορία μικρού μήκους.
Πείτε μου έναν ξένο κι έναν Έλληνα σκηνοθέτη που θαυμάζετε πολύ.
Δεν έχω μονομανίες. Θαυμάζω πολύ τον Φελίνι. Μια τελείως διαφορετική περίπτωση είναι ο Χίτσκοκ, που τον λατρεύω. Ο Καζάν, ο Χιούστον… λατρεύω γενικά τους Αμερικάνους σκηνοθέτες της δεκαετίας του ’50 και του ’60 που τελείωναν τη μια ταινία Σάββατο και ξεκινούσαν την άλλη Δευτέρα! Θα προτιμούσα να γυρίζω μια διαφορετική ταινία κάθε χρόνο.
Έχετε ποτέ αμφισβητήσει κάποια ταινία σας εν μέσω γυρισμάτων;
Όχι ποτέ!
50 χρόνια μετά τον «Κλέφτη», ο Παντελής Βούλγαρης συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, ξεχωριστές ταινίες που γεννούν συναισθήματα και αποτελούν αφορμές για σκέψη και προβληματισμό, χωρίς ποτέ να επαναλαμβάνεται, μιας και ο πραγματικός καλλιτέχνης δεν γυρίζει πίσω στα σίγουρα, αλλά εξερευνά νέους δρόμους, ήρωες, ιστορίες και φυσικά προκλήσεις. Η νέα του ταινία είναι ήδη στα σκαριά.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΜΕΝΗΣ
«Προσοχή εύφλεκτος»
Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ηθοποιούς, βετεράνος του θεάτρου, μαθητής του Καρόλου Κουν, δάσκαλος με τη σειρά του στους σπουδαστές του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, τηλεοπτικός και θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης δεκάδων παραστάσεων, πρωταγωνιστής σε ταινίες του Τάσου Ψαρρά, του Θεόδωρου Αγγελόπουλου και φυσικά στο περί ου ο λόγος «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, ο πολυμήχανος Γιώργος Αρμένης, μας υποδέχθηκε για ακόμη μια φορά στη σχολή του στα Εξάρχεια, και μας σκλάβωσε με την γλυκύτητα, την ευγένεια, την αυθεντικότητα και τη θέρμη του. Στο τρίτο μέρος της ταινίας, με τίτλο «Βιετνάμ», τον απολαύσαμε ως Μάκη Τσετσένογλου. Αυτή έμελε να είναι και η ερμηνεία που θα του χάριζε το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Φυσικά όποιος έχει δει την ταινία καταλαβαίνει το γιατί… |
«Κάπως φαινόταν ότι κάτι θα γίνει μ’ αυτό το κομμάτι, έβγαζε ένα ρωμέικο από μέσα του, περίεργο, άγριο, αυτοκαταστροφικό»
Πότε σας έγινε η πρόταση για την ταινία και ποια ήταν η αντίδραση σας;
Ήταν ένα μεσημεράκι προς απόγευμα. Με πήρε τηλέφωνο ο Παντελής και με ρώτησε «Θες να πάμε για καφέ στα Εξάρχεια;». Πήγα και τον βρήκα, κάτσαμε, μιλήσαμε, με κοιτούσε τον κοιτούσα και αρχίζει και μου λέει μια ιστορία, την ιστορία του Μάκη Τσετσένογλου. Μου λέει: «Εσύ έχεις καμιά σχέση με τα σκυλάδικα;», του λέω όχι, «Εντάξει», μου λέει και μου κάνει την πρόταση.
Του είπα πως θα το κάνω και το έκανα με μεγάλη μου χαρά και μεγάλο δόσιμο. Δεν μπορείς να πεις όχι στον Παντελή όταν σε κοιτάει με αυτά τα υγρά του μάτια… είναι τόσο γλυκός. Αυτό το ραντεβού μου χάρισε έναν υπέροχο ήρωα, μου χάρισε ένα βραβείο, το οποίο βέβαια οφείλω και στον Γιώργο τον Σκαμπαρδώνη, τον σεναριογράφο και στην πολύ ωραία επαφή που είχα με τον ίδιο τον Παντελή στα γυρίσματα.
Πώς ήταν η συνεργασία σας με τον κ. Βούλγαρη;
Ο Παντελής είναι ένας υπέροχος άνθρωπος, τόσο γλυκός, τόσο ευαίσθητος! Είναι χαρούμενος, ξέρει να σου πάρει πράγματα χωρίς να σε πιέσει και πιστεύω ότι μου πήρε τα καλύτερα. Εγώ πάντα είμαι ένας στρατιώτης από τη στιγμή που μπω κάτω από την μπαγκέτα ενός σκηνοθέτη, προσπαθώ να είμαι ένας άνθρωπος που ακούει και βλέπει καλά τον σκηνοθέτη. Και είχαμε αυτό το υπέροχο αποτέλεσμα!
Που γυρίστηκε η ταινία και για πόσο καιρό;
Γυρίσαμε στη Λαγκαδά, στο μαγαζί «Ζυγός» και τα εξωτερικά γυρίσματα έγιναν στο Κιλκίς μέσα σε απέραντα χωράφια, που εκείνο τον καιρό τα καίγανε για να διώξουν τα ζιζάνια και να γίνει γόνιμο το έδαφος, γι’ αυτό και τα καίνε, αφού τα θερίσουν βέβαια, δεν καίνε τα σπαρτά τους οι άνθρωποι (γελάει). Εκεί χτίστηκε το «Βιετνάμ» και είδαμε τη μπουλντόζα να το ρίχνει. Μας πήρε περίπου ένα μήνα και κάτι.
Πώς προσεγγίσατε τον ρόλο του Μάκη Τσετσένογλου; Ποιος ήταν για εσάς;
Πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα καθίσαμε με τον Παντελή σ’ ένα σπίτι που είχε στη Διαγώνιο, ένα υπέροχο σπίτι! Μαγειρεύαμε, τρώγαμε, μιλάγαμε, με πήγε σ’ ένα- δυο σκυλάδικα για να πάρω την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής, κι έτσι αμέσως μπήκα στο κλίμα και στον ήρωα. Απλώς εγώ μπήκα στο τραγικό μέρος και στο αδιέξοδο που είχε και στο ότι τον προβλημάτιζαν πολλά πράγματα.
Τότε ήταν η εποχή που ήταν το ΠΑΣΟΚ στα πολύ πάνω του, φρέσκο στην εξουσία, άρχισαν οι μεγάλες παροχές που έδινε ο Ανδρέας Παπανδρέου, έπαιζε πολύ το μαύρο χρήμα, πακέτα απ’ έξω, απ’ την Ευρώπη και όλοι οι «αετονύχηδες» εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και έκαναν εργοστάσια πιο πολύ για το φαίνεσθε παρά για την ουσία, ένας τέτοιος ήταν και ο Μάκης Τσετσένογλου.
Ήταν επιπλάς, κονόμησε, ήταν παντρεμένος με δυο παιδιά και μια πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά του άρεσε να πηγαίνει στα σκυλάδικα και να συναναστρέφεται με Βουλγάρες κι ένα σωρό κορίτσια που είχαν έρθει τότε στη χώρα μας, κυνηγημένα και σπουδαγμένα, αφού τότε είχε πέσει κρίση στη Ρωσία και άλλαξε ο υπαρκτός σοσιαλισμός και μπήκανε στον καπιταλισμό. Έπεσε η πείνα και κατέβηκαν προς τα κάτω μ’ ένα όνειρο αλλά δυστυχώς έπεσαν σε «αετονύχηδες» και κατέληξαν σε σκυλάδικα και πάλι στην «πορνεία». Του Μάκη του άρεσε πάρα πολύ αυτό το «Έχω λεφτά και γαμώ και δέρνω», και αυτό πλήρωσε.
Εσείς πόσο απέχετε από αυτόν το χαρακτήρα;
Έτη φωτός.
Τι σχέση είχατε με το τσιγάρο, το αλκοόλ και το ξενύχτι;
Ντάξει, δεν είμαι άγιος άνθρωπος, δεν υπάρχουν άγιοι, και το ποτό μου έπινα και τα ξενύχτια μου έκανα, αλλά σε άλλα επίπεδα, με παρέες, με συναδέλφους, ήμουν παντρεμένος ήδη, είχα κάνει ένα παιδί… Είχα το σπίτι μου και την οικογένειά μου. Έβγαινα σε κάνα μπαράκι κι έπινα αλλά όχι έτσι. Ήταν και οικονομικό το πρόβλημα για μένα γιατί μόλις είχε πεθάνει ο Κάρολος Κουν και είχα φύγει απ’ το «Θέατρο Τέχνης», τα χρήματα μου ήταν ελάχιστα και πενιχρά. Και τώρα είναι.
Εξάλλου δε μου άρεσε αυτή η διασκέδαση, κάτι μου έκανε όλο αυτό το «λουλούδιασε, κάνε, δείξε.», αυτή η επίδειξη του πλούτου, είναι κάτι που την έχω σατιρίσει και στα γραπτά μου, και στο έργο που ανεβάζω τώρα, το «Άσε να μη μιλήσω καλύτερα», μια δικιά μου κωμωδία. Δεν ήταν στην κουλτούρα μου, δεν μπορώ να πω ότι δεν την ήξερα, την ήξερα από μακριά ή την έβλεπα σε άλλες εκφάνσεις τις, δηλαδή στο «Φέρε, φέρε… να φάμε, να πιούμε, εγώ θα κεράσω! », τσακωνόμασταν για το ποιος θα πληρώσει, υπήρχε μια ευμάρεια οικονομική.
Είχε πέσει πολύ χρήμα στην αγορά κι έτσι μπόρεσαν οι άνθρωποι και έκαναν ένα «up» προς τα πάνω, αλλά παραπήγαν ψηλά. Ξεπέρασαν τον ίσκιο τους, ξεπέρασαν το μέτρο κι όταν χάνεις το μέτρο μετά το πληρώνεις. Και σήμερα η γενιά σας θα πρέπει να μας σιχτιρίσει όλους εμάς γιατί σας φέραμε σ’ αυτήν την κατάντια, και ήρθαμε κι εμείς βέβαια αλλά λίγο πολύ είμαστε υπεύθυνοι, όπως και η γενιά του Πολυτεχνείου.
Τι οδηγεί έναν οικογενειάρχη όπως είναι ο Μάκης Τσετσένογλου σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής;
Είναι η επίδειξη και μετά είναι και όλο αυτό το παιχνίδι που συμβαίνει μέσα στο ίδιο το μαγαζί, αυτό το μπουζουκομάγαζο. Δεν το ονομάζω σκυλάδικο αν και τέτοιο ήταν, αλλά μέσα εκεί παίζεται μια άλλη κουλτούρα, ένας άλλος κόσμος, άλλοι ρυθμοί, είναι το ποτό, η περασμένη νύχτα, τέσσερις η ώρα το πρωί, που ξυπνάνε μέσα όλα τα ένστικτα του ανθρώπου και ζητάει και τη Βουλγάρα και την Ουκρανή και θέλει να χορέψει και το ζεϊμπέκικό του, να γκελάρει, να σπάσει, να γκρεμίσει, να βάλει φωτιές, να χορέψει… Φτιάχνεται και φεύγει, κάνει μια υπέρβαση στον εαυτό του.
Βέβαια είναι και το «κέρατο». Πιστεύω ότι αν και η γυναίκα κάνει το ίδιο, τότε τη οικογένεια μπορείς να χεις; Διαλύεται το πράγμα, διαλύεται ο ίδιος ο άνθρωπος.
Εσείς, τον Μάκη, τον θεωρείτε ήρωα ή αντιήρωα;
Όχι αντιήρωας δεν είναι καθόλου, είναι ήρωας που ξέρει που βαδίζει! Αλλά οι ήρωες έχουν πάντα μέσα τους την αυτοκαταστροφή. Ξεκινάνε με πολλές καλές προθέσεις, αλλά στην πορεία αυτοκαταστρέφονται, το έχουν μέσα τους, στο DNA τους.
Δεν είναι τύπος ο Μάκης, είναι ένας ήρωας εποχής, μιας συγκεκριμένης εποχής. Ακόμα υπάρχουν τέτοιοι στην επαρχεία αλλά και στην Αθήνα σε πολλά μαγαζιά. Αλλά είναι ένας ήρωας, γιατί αν ήταν ένας τύπος, τυπάκος μικρός, ένα ανθρωπάκι, δε θα γινόταν τόσο αγαπητός, δε θα γινόταν αποδεκτή η ίδια η ταινία του Παντελή.
Ο κόσμος ταυτίζεται μαζί του, δεν είναι απλώς αγαπητός, γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Ναι, γιατί λίγο πολύ μέσα μας τον κουβαλάμε όλοι το Μάκη. Όλοι θέλουμε ένα βράδυ που να τα σπάσουμε όλα και να φύγουμε… Ο Μάκης το κάνει κατ’ εξακολούθηση βέβαια (γελάει). Βάζει φωτιά στο τέλος και καίγεται κι αφήνει πίσω του μια γυναίκα και δυο παιδιά, εκείνα είναι τα θύματα για μια υπέρβαση δική του, που τη θεοποιεί.
Μια στιγμή υπέρβασης αξίζει το να γκρεμίσεις ότι έχεις χτίσει ή αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες;
Συμβαίνουν… Πόσες φορές έχουμε ακούσει για εγκλήματα πάθους και έρωτα και τρέλας και ζήλειας; Ο Μάκης δεν είναι ένας άνθρωπος που έχει ασχοληθεί με ποίηση, λογοτεχνία, θέατρο, δεν έχει ασχοληθεί με τίποτα πάρεξ με τα λεφτά του, το ωραίο το αμάξι του, μια παλιά Mercedes, που είναι και πρώτο πλάνο, είναι μια επίδειξη εύκολου πλουτισμού. Άρα υπάρχουν και σήμερα τέτοια περιστατικά, τώρα με την κρίση δεν ξέρω τι μπορεί να συμβαίνει αλλά υπάρχουν.
Πιστεύετε όμως πως αξίζει;
Προσωπικά, ως Γιώργος Αρμένης, λέω ότι δεν αξίζει. Εκτός κι αν φτάνεις σε κάποια άκρα οπότε δεν ελέγχεις πλέον τον εαυτό σου, είσαι υπό την επήρεια άλλων πραγμάτων, είτε είναι ποτό, είτε είναι μαύρα, είτε είναι άσπρα, δεν ξέρω κι εγώ τι μπορεί να ‘ναι, οπότε τα γκρεμίζεις όλα σαν τη γελάδα που κάνει τόσο γάλα και τραβάει μια κλωτσιά και το χύνει.
Για τον ίδιο λόγο που αγαπήθηκε από τον κόσμο ξεχώρισε και ανάμεσα στις άλλες δυο φιγούρες της ταινίας, που ενσαρκώνουν ο κ. Καταλειφός και ο αείμνηστος Θανάσης Βέγγος;
Είναι μια εντελώς άλλη θεματολογία και ένα διαφορετικό κομμάτι δραματουργικά. Ο κ. Καταλειφός, που είναι υπέροχος στην ταινία αναζητά τα ίχνη του γιου του, έστω και λίγο απ’ το χώμα που πάτησε πριν πεθάνει, και ο Βέγγος ψάχνει κάτι άλλο, διαπραγματεύεται ένα οικοσύστημα που καταστρέφεται από λαθροκυνηγούς.
Το «Βιετνάμ» είναι κάτι άλλο, διαπραγματεύεται, τον ψυχικό κόσμο… του Μάκη, της γυναίκας του, στη μικρή σκηνή που έχουν μαζί και βρίζονται, τη λέει «καριόλα» μόλις τη βλέπει, ενώ την αγαπάει αλλά έχει καταλάβει ότι έχει ραγίσει το πράγμα και δεν κολλάει πια.
Μετά θα πάει στους φίλους του, σ’ εκείνον που θα πάρει μαζί του κιόλας το βράδυ, θα πάει έξω από ένα παιδικό πάρτι όπου θ’ αρχίσει να κλαίει, είναι και μια σκηνή για τους κυνηγούς που κόπηκε, για έναν φίλο του που πάνε μαζί για κυνήγι, αλλά κόπηκε γιατί ίσως δε χωρούσε, η επειδή έμοιαζε με τη θεματολογία της ιστορίας του μοναδικού Θανάση Βέγγου. Ο Μάκης ξεχώρισε γιατί είναι ένας λαϊκός ήρωας.
Τον συναντάμε δηλαδή πιο εύκολα γύρω μας;
Όχι, υπάρχει μέσα στον άνδρα αυτό! Γι’ αυτό και δεν αγαπήθηκε μόνο από τους λαϊκούς, αγαπήθηκε και από αστούς, μικροαστούς, διανοούμενους, αγαπήθηκε αυτή η ταινία, αγαπήθηκε πάρα πολύ!
Είχε προβληθεί κιόλας το 2013 στο 11ο Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου.
Δεν τα χω πάρει χαμπάρι αυτά, είμαι και συνέχεια στο θέατρο μαζί με τα παιδιά, που μου δίνουν όλη αυτή τη ζωή και έτσι δεν τα παρακολουθώ, δεν ξέρω καν την πορεία… Δηλαδή μου λένε ότι είναι στα sites, είναι εδώ, είναι εκεί, και χαίρομαι από τη μία αλλά από την άλλη δεν ξέρω πως μπορώ να κάνω κάτι για να τους προσεγγίσω κάπως αλλιώς για να έρθουν και στο θέατρο. Ας έρθουν και ας φωνάξουνε… «Ηλία ρίχτο!»
Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τι πιστεύετε ότι τους έκανε να σας δώσουν το βραβείο Α’ ανδρικού ρόλου γι’ αυτή σας την ερμηνεία;
Αυτό το ξέρει μόνο η επιτροπή, εγώ δεν μπορώ να πω, απλώς το παρέλαβα. Εγώ έδωσα ακριβώς αυτό που αισθανόμουν μέσα μου και την αλήθεια μου σαν ηθοποιός με την καθοδήγηση πάντα του κ. Βούλγαρη, αλλά φαίνεται ότι όλα ήρθαν και κούμπωσαν κάπως κι έτσι είχα αυτό το βραβείο, που πέρα από το βραβείο σαν βραβείο, υπήρχαν και κάποια χρήματα που εκείνη την εποχή τα είχα πολλή ανάγκη και μου ήρθαν ουρανοκατέβατα κι αυτό με χαροποίησε διπλά. Όχι ότι είμαι φιλοχρήματος…(γελάει) αλλά ήταν δύσκολες οι στιγμές τότε, είχα κάνει ένα παιδί και τα έφερνα δύσκολα βόλτα.
Άρα ήταν ρίσκο, δεν φανταζόσασταν ότι θα είχε όλη αυτή την επιτυχία;
Κανείς δεν ξέρει ποτέ. Αν το ξέραμε θα είχαμε γίνει όλοι ζάμπλουτοι!
Ήταν βασικό για το «Βιετνάμ» να γυριστεί στην επαρχία; Θα μπορούσε να γυριστεί στην Αθήνα;
Εντάξει είναι κι ο ηθοποιός, είναι κι ο σκηνοθέτης, κι ο φωτογράφος και ο Γιώργος ο Φρέντζος, ο σπουδαίος οπερατέρ που είχαμε. Αλλά θέλεις την επαρχία, θέλεις να μείνεις στο ξενοδοχείο μόνος, να μπεις στο κλίμα μιας άλλης πόλης, μιας άλλης κουλτούρας, για να φτάσεις να μπεις στο σκυλάδικο. Ενώ στην Αθήνα, να φύγεις απ’ τα Εξάρχεια, να πας που; στην Πετρούπολη; στα Λιόσια; Δε λέει τίποτα είσαι πάλι μέσα στο μεγάλο αστικό χώρο.
Ενώ εκεί ήταν λίγο πιο απομονωμένα τα πράγματα και αισθανόσουν ότι ήσουν κάπου αλλού. Ο ηθοποιός και όλο το team, επηρεάζεται από αυτές τις συνθήκες. Μένει κάποιος μόνος του, περπατά μόνος, είναι συγκεντρωμένος σ’ αυτόν τον άνθρωπο, προσπαθεί να τον κοιτάξει και να τον δει απ’ όλες τις γωνίες και τις πλευρές, ούτως ώστε να μπορέσει να τον ερμηνεύσει και αυτό μας έκανε πολύ καλό πιστεύω.
Όταν πρωτοακούσατε το τραγούδι «Θα τα γκρεμίσω» πώς σας φάνηκε;
Η κα Μαράντη είναι μια σπουδαία ερμηνεύτρια και καλλιτέχνης , χρόνια τώρα. Το αγάπησα πάρα πολύ και αυτό και όλα τα τραγούδια της ταινίας! Περίμενα να βγουν σε CD αλλά δε βγήκαν και λυπάμαι γι’ αυτό γιατί θα ‘θελα να τ’ ακούω!
Εσείς τι μουσική ακούτε;
Εγώ ακούω απ’ όλα, έντεχνο, κλασσικό, ρεμπέτικο πολύ…
Τι σκεφτόσασταν όσο χορεύατε φλεγόμενος;
Πότε θα φωνάξει ο Παντελής «κατ» γιατί καιγόμουν! Είχαν πάρει φωτιά τα μαλλιά μου και η πλάτη μου χαμηλά γιατί ήταν εύφλεκτο το ύφασμα του παντελονιού, το κοστούμι ήταν σχεδόν νάιλον και δεν υπήρχαν και μέσα για να με σβήσουν. Μια κουβέρτα μου ρίξανε. Σκεφτόμουν αυτό, ότι πήγαινα σ’ ένα σκοτάδι…
Δε φοβηθήκατε;
Όχι δε φοβάμαι. Δε θα σταμάταγα την ταινία με τίποτα! Είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος περίεργος και υπερβατικός στο θέατρο και μου λένε οι άλλοι «Τι κάνεις;», λέω «Αφήστε με!»
Τι συμβολίζει η καμπαρντίνα του Μάκη Τσετσένογλου;
Είναι ένα φετίχ, του αρέσει. Όλοι δεν έχουν κάτι, κουκλάκια, ρούχα, κι ο γιος μου έχει ένα αρκουδάκι. Του Μάκη του αρέσει η καμπαρντίνα γιατί του δίνει έναν όγκο να μπαίνει μέσα και να νιώθει θεός. Ο Μάκης είναι θεός!
Γιατί την καίει τότε;
Δεν καίει την καμπαρντίνα, τον εαυτό του καίει… τα πάντα καίει…
Οι εμπειρίες σας απ’ τα γυρίσματα πώς ήταν;
Ήταν στιγμές υπέροχες, στιγμές χαράς! Όλο αυτό το κλίμα το έδινε κι ο Παντελής ο ίδιος, ερχόταν στην πίστα και μας χόρευε, άλλοι μέσα καπνίζανε αυτά που χρησιμοποιούν οι μελισσοκόμοι για να φαίνεται ότι είναι τέσσερις η ώρα το πρωί. Εγώ δεν κάπνιζα και είχα Marlboro συνέχεια και τα άναβα έτσι για να μαστουρώνω απ’ τα ντουμάνια.
Αληθεύει ότι μείνατε ξάγρυπνος για να γυρίσετε την τελευταία σκηνή;
Ναι, όλοι ήταν εκεί, οι πάντες! Καθόμασταν και περιμέναμε την ανατολή και μόλις έσκαγε το πρώτο φως, η μηχανή έπαιρνε μπρος και πηγαίναμε… Κάναμε τρεις πρόβες και η τέταρτη ήταν η λήψη, μία και μοναδική.
Πώς σας επηρέασε που είχατε τη δυνατότητα για μια μόνο λήψη;
Έτρεμαν τα πόδια μου, τα χέρια μου, να υπογράψω, να βάλω φωτιά, ν’ ακούσω την κα. Μαράντη… ήταν στιγμές υπέροχες! Τέλειωσε κι αρχίσαμε να κλαίμε όλοι μαζί, να φιλιόμαστε, ν’ αγκαλιαζόμαστε… Είναι σπουδαίες στιγμές για έναν καλλιτέχνη. Αλλά κάπως φαινόταν ότι κάτι θα γίνει μ’ αυτό το κομμάτι, έβγαζε ένα ρωμέικο από μέσα του, περίεργο, άγριο, αυτοκαταστροφικό.
Θα κάνατε κάτι διαφορετικό όσον αφορά τη σκηνή αν είχατε μια δεύτερη ευκαιρία;
Αυτό το καθορίζει μόνο ο σκηνοθέτης.
Τι μέρος ήταν προκαθορισμένο και τι αυτοσχεδιαστικό;
Ό,τι κάναμε στις πρόβες! Απλώς εγώ προσπάθησα να δώσω ό,τι καλύτερο είχα.
Για σας τι αντιπροσωπεύει η ατάκα «Ηλία ρίχτο»;
Η ζωή του είναι, «ρίχτο», όπως θα πέσει το σκυλάδικο, έτσι πέφτει κι αυτός, τα γκρεμίζει όλα και αυτή τη ζωή και τη δική του, όλα είναι μέσα και τα δύο.
Γιατί ο Μάκης θέλει να γκρεμίσει όσα έχει χτίσει;
Γιατί έχει καταλάβει ότι το τέλος του έφτασε. Δεν έχει περιθώρια άλλα, που να πάει παραπέρα;
Τι ηθικό δίδαγμα μας δίνει η ιστορία του «Βιετνάμ»; Μας δίνει κάποιο;
Νομίζω ότι δεν είναι ωραίο σε μια ταινία να δίνει συγκεκριμένο δίδαγμα. Το δίδαγμα το παίρνει ο καθένας όπως θέλει γιατί αλλιώς είναι σα να σου λένε «Είναι αυτό και τίποτα άλλο.». Όχι, άσε τη φαντασία του ανθρώπου να φύγει. Είναι κακό το δίδαγμα.
Εσείς προσωπικά τι αποκομίσατε από αυτή την εμπειρία και αυτή την ιστορία;
Εγώ πήρα έναν άνθρωπο ο οποίος δε μου έμοιαζε καθόλου, δεν ήταν δικός μου, και τελικά έγινα ένα μ’ εκείνον. Εκεί λέω «Όπα… Είμαι καλός…». Δεν είχα κάνει και πολλές ταινίες και ήταν και μια μεγάλη καλλιτεχνική ικανοποίηση για μένα. Αισθάνθηκα ότι ήμουν καλός, μου το έλεγαν κιόλας, ακόμη μου το λένε, που πάει να πει ότι έβαλα κι εγώ ένα λιθαράκι σ’ αυτή την ιστορία. Ο ηθοποιός πρέπει να πάει κοντά στο ρόλο, κι εγώ πήγα πολύ κοντά στο Μάκη, έκανα ένα ψυχογράφημα δικό του και προχώρησα μέσα απ’ αυτό.
Πιστεύετε δηλαδή ότι ο ηθοποιός πρέπει να προσαρμόζεται στο ρόλο και όχι να τον φέρνει στα μέτρα του;
Πιστεύω ότι αν τον φέρει στα μέτρα του έχει χάσει. Θα βγάλει ένα Γιώργο, που μπορεί να λέγεται Αρμένης, η δεν ξέρω πώς αλλιώς και θα προσπαθήσει να κάνει κάτι. Εγώ μπήκα στην ουσία του πράγματος, με τη βοήθεια πάντα του Παντελή, γιατί ο Παντελής είναι δάσκαλος, με την τρυφεράδα που έχει για τον καλλιτέχνη, την υγρασία στα μάτια του, το χαμόγελό του, μας μεταβίβασε αυτό τον τρόπο. Με βοήθησε πάρα πολύ!
Η ταινία έχει χαρακτηριστεί και ως «Η τριλογία της μοναξιάς», εσείς συμφωνείτε μ’ αυτό;
Ναι, έχει τεράστια μοναξιά μέσα του ο Μάκης Τσετσένογλου.
Με αφορμή την ατάκα «Εμείς Μάκη μου δε θα πεθάνουμε ποτέ…», πότε πιστεύετε ότι δεν «πεθαίνει» ένας άνθρωπος κι αυτό που αφήνει πίσω του;
Όταν υπάρχει στη μνήμη του κόσμου και έχει πάρει π.χ. την έκταση που χει πάρει αυτό το ταινιάκι, δεν πεθαίνει. Γιατί βλέπεις ας πούμε έναν Αυλωνίτη και τον θεωρείς ζωντανό ακόμα. Φυσικά και δεν πεθαίνει. Όταν έχεις να κάνεις με μία ταινία που διαπραγματεύεται ψυχολογικές καταστάσεις και αυτό έχει γίνει καλά, όπως και το έκανε ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης μαζί με τον Παντελή, δεν μπορεί να πεθάνει.
Έχει μια αξία αυτή η ατάκα, ότι θα γυρίσουμε πίσω μας και θα είναι κάποιες πατημασιές εκεί που περπατήσαμε ή καλλιεργήσαμε κάτι και μεγαλώνει ένα δέντρο ή ένα παιδί ή ένα λουλούδι, κάτι. Έτσι και τα δεις όλα μαύρα δεν έχεις κάνει τίποτα στη ζωή σου. Πέρασες απ’ αυτή τη ζωή και δεν έκανες τίποτα. Μ’ αυτή την έννοια και μεταφορικά και υπερβατικά, δεν θα πεθάνουμε ποτέ, όταν εμείς είμαστε σωστοί σαν άνθρωποι – ήρωες. Έτσι πριν πεθάνεις θα ξέρεις ότι κάτι άφησες πίσω. Όχι για την υστεροφημία, η οποία δε με ενδιαφέρει καθόλου, αλλά για τις νεότερες γενιές, για το γιο μου, για σας.
Πρέπει ν’ αφήσεις έστω και μια σκονίτσα, διαφορετικά πέρασες απ’ αυτή τη ζωή και δεν έγραψες. Λέει ο Σαίξπηρ: «Τι είναι η ζωή; Ένας θεατρίνος που θορυβεί και σοβαρεύεται δύο ώρες πάνω στη σκηνή κι ύστερα χάνεται.». Για τη ζωή το λέει ο Σαίξπηρ, ο θεατρίνος φεύγει αλλά μένει πίσω κάτι που εσείς το θυμάστε και το βλέπετε και το ξαναβλέπετε και το βγάζετε στο twitter και στα site κι όλα αυτά (λέει γελώντας), αυτό έχει μέσα την αθανασία.
Εσείς την έχετε ξαναδεί την ταινία από τότε;
Όχι εγώ δεν την έχω δει. Την είδε μια φορά ο γιος μου. Μου λέει «Τι κάνεις; Δεν θ’ αφήσεις χώρο για κανένα;», του λέω «Έλα, βλακείες λες!». Σημασία δεν έχει να ξεχωρίζεις, σημασία έχει ότι ήταν μια στιγμή πολύ όμορφη και είμαι ευγνώμον και στον Σκαμπαρδώνη και στον Παντελή, απλώς δεν έτυχε να ξανασυνεργαστούμε από τότε.
Θα θέλατε να ξανασυνεργαστείτε με τον κύριο Βούλγαρη δηλαδή;
Βεβαίως και θα το ήθελα, απλώς ο Παντελής κάνει κάθε φορά διαφορετικά πράγματα, αλλάζει, δεν κολλάει, θέλει να καταπιάνεται με άλλη θεματολογία, εκείνος είναι έτσι, έτσι είναι ο καλλιτέχνης κι ο Παντελής είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης τόσο για τον ελλαδικό, όσο και για τον ευρωπαϊκό χώρο πιστεύω.
Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να γυριστεί η ταινία σήμερα;
Σήμερα κλείνουν τα εργοστάσια, λόγω κρίσης, οπότε δεν θα μπορούσε να παίξει αυτό το παιχνίδι. Εκτός κι αν έπαιζε το τελευταίο του χαρτί, ότι δηλαδή χρεοκοπεί. Αλλά αυτό θα ήταν μια άλλη ιστορία. Αλλά επειδή υπάρχουν πολλοί πλέον που κατεβάζουν ρολά θα ήταν κάτι σύνηθες και δε νομίζω ότι θα είχε μεγάλη απήχηση.
Εσείς θα κάνατε παρέα με το Μάκη Τσετσένογλου;
Θα έκανα παρέα, θα τα πίναμε, θα μιλάγαμε για τις γκόμενες, για τους έρωτές μας, για το ποδόσφαιρο, τα τσίπουρα, τα ουίσκια… Τους μπιντέδες ας τους έσπαγε ο Μάκης, εγώ θα κοίταγα…
Έχετε πάει να δείτε την κα. Μαράντη να το τραγουδάει live;
Ναι, πήγα και την είδα στου Ψυρρή, ήταν υπέροχη! Με συγκίνησε αφάνταστα! Ήταν μια βραδιά που αισθάνθηκα λίγο καλά, γιατί είναι πολλά τα προβλήματα πια, ειδικά για το θέατρο και για τη δουλειά μας.
Ο κόσμος στο δρόμο πώς σας συμπεριφέρεται;
Καταρχάς έχω πλέον δύο ονόματα. Με λένε Γιώργο, αλλά όταν ακούω και φωνάζουν Μάκηηη γυρίζω κι εκεί, λέω «Γεια σας παιδιά!» και φεύγω. Μια φορά είχα πάει σ’ ένα μαγαζί και μου λέει κάποιος «Το Νίκο τον Αρμένη τον ξέρετε;», λέω «Όχι», με ρώτησε «Έχεις δει αυτή την ταινία που σπάει και κάνει και δείχνει, γιατί του φέρνεις γενικά;», λέω «Εγώ το παιξα, αλλά με λένε Γιώργο!» και άρχισε να γονατίζει και να μου φιλάει το χέρι. Του είπα να σταματήσει και άρχισε να μου λέει ότι θέλει κι αυτός να τα τινάξει όλα στον αέρα όπως ο Μάκης. Του λέω «Μην το κάνεις, αυτά είναι για το σινεμά…», του έδωσα μια συμβουλή του ανθρώπου.
Άρα το πρωί που ξημερώνει, όταν ο Μάκης φεύγει, πηγαίνει προς το θάνατο;
Ναι. Όταν «έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες» που λέει κι ο Καβάφης, δεν έχεις άλλη επιλογή. Η τελευταία σκηνή νομίζω πως είναι λίγο σαν τελετή, σα να του λένε το τελευταίο τραγούδι γιατί έχει φαλιρίσει, τα δωσε όλα. Φεύγει, βαδίζει προς το θάνατο και είναι η τελευταία του επιθυμία, να δει το «Βιετνάμ» να γκρεμίζεται γιατί το ίδιο, ως ένα σημείο, του κατέστρεψε τη ζωή. Το πληρώνει και το σπάει γιατί αυτό τον οδήγησε εκεί, αυτή η νύχτα. Βεβαίως το ήθελε κι αυτός, τίποτα δε γίνεται βεβιασμένα. Γκρεμίζει το «Βιετνάμ», βάζει φωτιά και τα γκρεμίζει όλα, γι’ αυτό και είναι ένας τραγικός ήρωας.
Τελικά πεθαίνει ικανοποιημένος ή με πίκρα;
Αυτός που φεύγει για να πάει για το θάνατο δεν ξέρουμε τι σκέφτεται. Είναι δικό του το πρόβλημα, δε μπορούμε να μπούμε στα εσώψυχά του.
ΠΑΝΟΣ ΦΑΛΑΡΑΣ
«Όταν οι δυνάμεις συνωμοτούν…»
Μετρημένοι στα δάχτυλα ίσως να είναι οι Έλληνες που δεν έχουν γλεντήσει, πονέσει, κλάψει, χορέψει, κάνει ζημιές, τραγουδήσει, σφυρίξει στον ρυθμό ή έστω σιγομουρμουρίσει κάποιο απ’ τα 1.500 και βάλε τραγούδια του. Ο Πάνος Φαλάρας είναι ομολογουμένως ένας από τους πιο επιτυχημένους και δημιουργικούς Έλληνες στιχουργούς! Στα πλαίσια της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη, Ο κ. Φαλάρας μαζί με τον αείμνηστο συνθέτη Μάκη Γιαπράκα, μας χάρισαν το διαχρονικό «έπος» όπως το χαρακτηρίζουν οι φανατικοί της ταινίας και όχι μόνο, «Θα τα γκρεμίσω», το οποίο ερμήνευσε μοναδικά η μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού Μαίρη Μαράντη. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο ένα ράθυμο κυριακάτικο μεσημέρι αλλά το χιούμορ, η εξυπνάδα και η χαλαρή του διάθεση δε μ’ άφησαν να βαρεθώ ούτε δευτερόλεπτο!
|
«Αν η ιστορία του «Βιετνάμ» ήταν αυτόνομη, ίσως να πήγαινε καλύτερα… άποψή μου»
Έχετε ασχοληθεί με ποίηση, στιχουργική, δημοσιογραφία, συγγραφή βιβλίων, ψάρεμα, κυνήγι… Τι σας αρέσει περισσότερο;
Όλα μ’ ενδιαφέρουν. Ήταν η δεδομένη στιγμή που έκανα το καθετί αλλά όλα είχαν ενδιαφέρον, γι’ αυτό και τα έκανα.
Μιας και εσείς έχετε γράψει πολλά βιωματικά σας τραγούδια, όπως το «Ανήκω σε μένα», το «Πληρώνω»»… Γιατί πιστεύετε ότι ο κόσμος ταυτίζεται με τραγούδια που στην πραγματικότητα είναι τόσο προσωπικά;
Την ιστορία που ζω εγώ, τη ζουν χιλιάδες άλλοι άνθρωποι. Δηλαδή το θέμα που ζω εγώ και το καταγράφω το ζουν κι άλλοι δεν είμαι ο μοναδικός. Αυτό που λέμε είμαστε μοναδικοί… ναι είμαστε μοναδικοί αλλά υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι που έχουν την ίδια ψυχοσύνθεση, έχουν τα ίδια προβλήματα, που σημαίνει ότι αυτό που εγώ καταγράφω ως πρόβλημα δικό μου είναι και πρόβλημα των άλλων, γι’ αυτό άλλωστε τους αγγίζει. Αυτό νομίζω και το έχω διαπιστώσει. Θυμάμαι μια περίπτωση που… είχα γράψει ένα τραγούδι που είπε ο Μαζωνάκης, το «Είσαι το λάθος μου το τελευταίο».
Βρήκα τυχαία έναν άνθρωπο στο μαγαζί που τραγουδούσε τότε ο Μαζωνάκης, τον βρήκα και έξω, ο οποίος είχε χωρίσει από τη γυναίκα του, είχε καταστραφεί, και μου λέει «Τα τελευταία λεφτά που έχω τα ρίχνω εδώ, για να χορεύω αυτό το τραγούδι… γιατί με εκφράζει, γιατί ήταν το τελευταίο μου λάθος!». «Ντάξει» του λέω, «Εσένα σε εκφράζει γιατί όντως έτσι λέμε, να είναι το τελευταίο μας λάθος, αλλά τελικά όπως γίνεται συνήθως κάνουμε πάντα ακόμη ένα τελευταίο λάθος… » (γελάει).
Το «Θα τα γκρεμίσω» ήταν κι αυτό βιωματικό;
Αυτό το τραγούδι είχε γραφτεί πριν γίνει η ταινία. Το είχα γράψει με τον συνεργάτη μου το Μάκη Γιαπράκα, που δε βρίσκεται μαζί μας πλέον και το είχε τραγουδήσει η Μαίρη Μαράντη. Το είχε τραγουδήσει και πριν την ταινία απ’ ότι θυμάμαι αλλά δεν είχε κυκλοφορήσει.
Τότε ήταν η εποχή που είχα γράψει το «Ανήκω σε μένα», το «Πληρώνω», το 1991, 1992, 1993, τότε τα είχα γράψει όλα αυτά και αυτό το τραγούδι και ήταν ένα βιωματικό τραγούδι για μένα. Τι ακριβώς έγινε τώρα… υπήρχε κι ένα άλλο τραγούδι που είχαμε γράψει με το Μάκη, που μπήκε κι αυτό στην ταινία, το «Εσύ που ήσουνα ολόκληρη η ζωή μου, έγινες τώρα η καταστροφή μου», το οποίο το είχε τραγουδήσει σε δίσκο και είχε κυκλοφορήσει ήδη, ο Μάκης Χριστοδουλόπουλος, κι όμως στην ταινία το τραγούδησε ο Σπύρος Δημητρίου.
Καλεί ο Βούλγαρης, για μια ταινία «Όλα είναι δρόμος» που ήταν τρεις διαφορετικές ιστορίες και η τελευταία ήταν το «Βιετνάμ» με τα λαϊκά τραγούδια, το Μάκη, για να γράψει τα τραγούδια της ταινίας και συμπτωματικά, εντελώς συμπτωματικά, το «Θα τα γκρεμίσω» που είχαμε γράψει εμείς, ταίριαζε απόλυτα στο σενάριο που είχε γράψει ο Βούλγαρης. Ξαφνικά δηλαδή. Γιατί συνήθως οι σκηνοθέτες ή οι παραγωγοί σου δίνουν μια παραγγελία και σου λένε γράψε μου τραγούδι γι’ αυτή την ιστορία και πολλές φορές είναι πετυχημένο.
Εμένα όμως, αυτό το τραγούδι ήταν έτοιμο, ταίριαζε πολύ στην ιστορία και το είχαμε γράψει ήδη, και τελικά ξεχώρισε. Από τις τρεις ιστορίες ξεχώρισε το Βιετνάμ και πιστεύω ότι θα μπορούσε να ήταν και μια αυτόνομη ιστορία γιατί ήταν καλογυρισμένη, με πολύ καλή ερμηνεία του Γιώργου Αρμένη και της Μαίρης Μαράντη που το τραγούδησε και εμφανίσθηκε και στην ταινία.
Άρα έτυχε να είναι τόσο περιγραφικά και τα δύο…
Ναι έτυχε και ήταν! Δηλαδή με πήρε εμένα ο Γιαπράκας και μου είπε «Έτσι κι έτσι, να το βάλουμε στην ταινία!», χωρίς να ξέρω εγώ την ιστορία της ταινίας, δεν πήγα στα γυρίσματα, δε με είχε ενημερώσει για το σενάριο, τίποτα! Απλά ο Μάκης που ήταν στη Θεσσαλονίκη όπου γίνονταν τα γυρίσματα, μου είπε εκ των υστέρων την ιστορία. Μετά είδα και την ταινία και του λέω «Ε ντάξει… λες και το χαμε γράψει κατά παραγγελία!», λες και κάποιες δυνάμεις το έφεραν έτσι και ταίριαξαν απόλυτα. Εγώ δηλαδή, που έγραφα «καπνίζω τα τσιγάρα μου», είναι επειδή κάπνιζα τότε (γελάει). Περνούσα τότε κάτι φάσεις περίεργες στη ζωή μου, δύσκολες και είχα γράψει αυτό το στίχο, το είχε πει και η Μαίρη και τελικά ήρθε αυτός ο χαρισματικός σκηνοθέτης, ο Παντελής Βούλγαρης, το πήρε το τραγουδάκι και κούμπωσε απόλυτα με την ιστορία του.
Σας έχουν κάνει παρεμβάσεις όσον αφορά τους στίχους;
Σίγουρα μου έκαναν παρεμβάσεις, από την αρχή της καριέρας μου και φυσικά άκουγα τους μεγαλύτερους και τους πιο έμπειρους. Θυμάμαι το Μάτσα, που μου έλεγε για το «Θέλω να μ’ αγαπάς», «Σε παρακαλώ, το κουπλέ θέλω να μου το αλλάξεις.», με είχε μια ολόκληρη μέρα στο studio από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ. Ήθελε να το κάνουμε πιο καλοκαιρινό, με ήλιο, με αέρα, να γίνει πιο φωτεινό, γιατί θα κυκλοφορούσε Μάη, και είχε δίκιο ο άνθρωπος! Ο Πουλόπουλος, που το είχε τραγουδήσει τότε, δεν άκουγε κουβέντα! Μιάμιση ώρα το βράδυ, πριν κλείσει το studio, γιατί τότε κλείνανε, δεν καταλαβαίνανε τίποτα, τον έπεισε να το πει και το είπε και έμεινε αυτό το τραγούδι, στο οποίο έκανα εγώ την αλλαγή. Αν εγώ αντιδρούσα κι έλεγα όχι, τώρα δεν θα είχα καριέρα. Πρέπει ν’ ακούς τους εμπειρότερους και τους γνώστες της δουλειάς! Εγώ ήμουν πιτσιρίκος 25-26 χρονών, δεν μπορούσα να πω «Α έχω δίκιο, είμαι ο μεγάλος ποιητής, ο μεγάλος στιχουργός…». Όχι βέβαια, αυτά είναι βλακείες!
Στην ταινία του κ. Βούλγαρη σας έκαναν κάποια στιχουργική παρέμβαση;
Όχι τίποτα. Τους άρεσε ο στίχος. Ακριβώς όπως τον είχα γράψει, έτσι ακριβώς ειπώθηκε στην ταινία.
Γιατί επιλέξατε την κυρία Μαράντη για να το ερμηνεύσει;
Εμείς με το Μάκη την ξέραμε τη γυναίκα, τη θαυμάζαμε και γι’ αυτό τις κάναμε κάποια τραγούδια με την προοπτική να κυκλοφορήσουν σε δίσκο. Κάποιο κώλυμα υπήρχε με την εταιρία και δεν κυκλοφόρησε δίσκος. Αλλά επειδή θέλαμε πάρα πολύ να κάνουμε τραγούδια με τη γυναίκα, γιατί υπήρξε μια από τις καλύτερες φωνές στη δεκαετία του 70 και του 80, που έκανε ζημιές στα μαγαζιά, γιατί ήταν και ωραία γυναίκα και ωραία φωνή, θέλαμε να της κάνουμε δίσκο. Από εκεί και πέρα, αν θυμάμαι καλά, ο Μάκης είπε στο Βούλγαρη ότι αυτό το τραγούδι το έχει πει η κυρία Μαράντη, κι αν δεν έχεις κάποια αντίρρηση, να τη βάλουμε να τραγουδήσει στην ταινία. Και νομίζω ότι δέχθηκε ο Βούλγαρης. Γιατί να μη δεχθεί; Αφού αυτή η γυναίκα εξέφραζε μια ολόκληρη εποχή του λαϊκού τραγουδιού! Θαυμάσια τραγουδίστρια!
Το είχατε γράψει δηλαδή συγκεκριμένα για γυναικεία φωνή;
Συγκεκριμένα για τη γυναίκα αυτή!
Έχοντας δει πολλά τραγούδια σας να γίνονται video clip, μπορούσατε να φανταστείτε ποια θα ήταν η απόδοση ενός τραγουδιού σας στα πλαίσια μιας ταινίας;
Όχι, εγώ είχα πλήρη άγνοια! Δεν ήξερα καν το σενάριο, τα έμαθα όλα εκ των υστέρων, αφού είχαν τελειώσει τα γυρίσματα, και έτσι όπως μου τα είπαν μετά μου ακούστηκε καλό και ευχήθηκα πρωτίστως να πάει καλά η ταινία και μαζί και τα τραγούδια μας. Τίποτα άλλο. Βέβαια τα σημερινά video clip που γίνονται δεν τα παρακολουθώ γιατί είδα κάποια και… χρήματα δεν υπάρχουν, έμπνευση δεν υπάρχει… πάνε σ’ αυτόν που νομίζουν ότι είναι ο καλύτερος σκηνοθέτης. Αλλά δεν είναι θέμα σκηνοθέτη, είναι θέμα ιδέας! Αν δεν έχεις την ιδέα από εκεί και πέρα είναι όλα χαζά. Εγώ δεν έχω παρέμβει γενικά. Σε μερικά που μπορούσα να μιλήσω, μίλησα. Ας πούμε, ένα από τα video clip που μπορώ να πω ότι ήταν δική μου ιδέα, ήταν το «Ζηλεύω» του Μαζωνάκη, που έγινε τότε στο μαγαζί που τραγουδούσε στην Ιερά Οδό. Είπα να μαζευτεί κόσμος και να τραγουδήσει μέσα μαζί με τον κόσμο και να γίνει εκεί. Ε και ήταν ένα αυθόρμητο πράγμα, που νομίζω ότι είχε γίνει χαμός.
Ποια ήταν η αντίδραση σας όταν πρωτοείδατε το «Όλα είναι δρόμος» και συγκεκριμένα το «Βιετνάμ» και τη σκηνή του γκρεμίσματος;
Εμένα μ’ άρεσε πάρα πολύ αλλά δυστυχώς τότε δεν πήγε καλά η ταινία. Γιατί ήταν η εποχή τότε που δεν πήγαιναν καλά οι ελληνικές ταινίες. Δεν πήγαινε ο κόσμος στις αίθουσες για να δει ταινία κι αυτό μου έκανε κακή εντύπωση, δε μ΄ άρεσε. Μάλιστα είχα πει ότι αυτή η ιστορία, παρ’ όλο που και οι άλλες ιστορίες ήταν εξίσου ενδιαφέρουσες, με τον Βέγγο κλπ, θα μπορούσε να είναι αυτόνομη.
Ίσως αν η ιστορία του «Βιετνάμ» ήταν αυτόνομη, όπως και να λεγόταν, «Βιετνάμ», «Νύχτα», «Σκυλάδικο», ίσως να πήγαινε καλύτερα… άποψη μου. Δεν το έχω πει στο Βούλγαρη ποτέ, δεν την εξέφρασα, τώρα τη λέω πρώτη φορά δημόσια. Θα μπορούσε σαν αυτόνομη ταινία να είχε μεγαλύτερη επιτυχία. Γιατί έγιναν μετά κάτι παρόμοια και είχαν επιτυχία π.χ. «Τα μαύρα μεσάνυχτα» κι όλα αυτά… έγιναν ιστορίες παρόμοιες και είχαν επιτυχία. Αλλά μετά ξαφνικά, επειδή ο κόσμος δεν την είχε δει και μπήκε το ίντερνετ στη ζωή μας, αυτή η ιστορία ξεχώρισε!
Ξαφνικά όλοι μιλάνε γι’ αυτό το τραγούδι, εδώ και χρόνια μου το έχουν ζητήσει κάποιες εταιρίες, γιατί μιας και δεν είχε κυκλοφορήσει έχω εγώ τα δικαιώματα ακόμα, να το βάλουν σε εφημερίδες, διάφορα.
Πώς και δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε δίσκο;
Αυτό το χρωστάω στη μνήμη του Μάκη να το κάνω εγώ. Γιατί εκείνη την εποχή, όσο ζούσε ο Μάκης και το είχε κάνει πρόταση σε εταιρία, δεν το δέχθηκαν. Ενώ τώρα πιστεύω ότι μπορεί να κυκλοφορήσει, αλλά χρειάζονται πάλι κάποιες άδειες απ’ τους άλλους στιχουργούς, απ’ το γιο του Μάκη που νομίζω έχει τα δικαιώματα, χρειάζεται μια διαδικασία. Πιστεύω πως θα προσπαθήσω και θα το πετύχω να το κάνω, μαζί με κάποια τραγούδια που έχω πει και στη Μαίρη. Δηλαδή να κυκλοφορήσουν τα τραγούδια της ταινίας συν κάποια τραγούδια με τη Μαίρη τη Μαράντη.
Γιατί εγώ έχω κάποιες κασέτες με κάποια τραγούδια του Μάκη Γιαπράκα από παλιά και μπορεί να πει ίσως κι αυτά και να το κάνουμε έτσι. Για να γίνει όμως αυτό το πράγμα, πρέπει να εξασφαλίσω πρώτα μια εφημερίδα, ένα περιοδικό, κάποιον που θα το αναλάβει να το κυκλοφορήσει. Δε γίνεται αλλιώς, γιατί είναι εποχή κρίσης και το τραγούδι είναι πολυτέλεια για τους περισσότερους.
Αν δεν έφευγε ο Μάκης πριν, πάνε τώρα περίπου δέκα χρόνια, και το είχε αναλάβει, θα μπορούσαμε να το είχαμε κάνει ίσως. Κι ο ίδιος όμως τότε είχε πρόβλημα με την ασθένειά του ο άνθρωπος, είχε καρκίνο, που ν’ ασχοληθεί μ’ αυτό το πράγμα… και ήθελε να πάρει μια άδεια απ’ το Βούλγαρη για να κυκλοφορήσουν σαν τα τραγούδια της ταινίας. Αλλά όλα αυτά πιστεύω θα ξεπεραστούν, έστω για τη μνήμη του Μάκη, να μπορέσουμε να το κάνουμε.
Άρα μάλλον θα ξανασυνεργαστείτε με την κυρία Μαράντη. Πώς και δεν ξανασυνεργαστήκατε από τότε μέχρι σήμερα, μιας και η μοναδική σας συνεργασία υπήρξε τόσο επιτυχημένη;
Ναι, θα μπορούσαμε, αλλά μετά η Μαίρη έφυγε, πήγε στο Ηράκλειο, ο Μάκης έφυγε για το μακρινό ταξίδι… και χαθήκαμε… αλλά ξαναβρεθήκαμε, όμως λείπει ο Μάκης. Προσπαθώ εγώ, με τα μέσα που υπάρχουν. Έχω ανθρώπους που πιστεύω ότι θα βοηθήσουν σ’ αυτή την προσπάθεια. Οι εταιρίες και τα ραδιόφωνα όμως δεν ασχολούνται, δεν ξέρω τι κάνουν. Οι παραγωγοί των ραδιοφώνων, χωρίς να θέλω να χαρακτηρίσω ανθρώπους, αλλά επειδή έχω κάνει κι αυτή τη δουλειά και έχω δουλέψει σε ραδιόφωνο, τα καλά χρόνια ας πούμε, ήμουν ελεύθερος και έβαζα ότι ήθελα.
Δε γουστάρω αυτό που γίνεται σήμερα. «Playlist» λένε… τι playlist; Αφήστε λίγο την ψυχή σας ελεύθερη… Εγώ δεν ξαναδούλεψα γιατί μου είπαν για playlist. Εγώ θέλω να βάζω αυτά που γουστάρω εγώ και ο κόσμος! Έτσι πρέπει να γίνεται και δυστυχώς για τον κόσμο, μάλλον δεν πιάνουν το σφυγμό του. Επειδή εγώ τώρα είμαι στην επαρχία και βλέπω… αυτά που κάνουν στην Αθήνα τους φαίνονται εξωγήινα… δεν τους ενδιαφέρουν.
Το «Θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω…» πιστεύετε ότι είναι στη νοοτροπία του Έλληνα; Το έχει πιο πολύ στο DNA του σε σχέση με τα πιο ευρωπαϊκά στάνταρ που πλασάρονται τώρα στην ελληνική διασκέδαση;
Ναι, πιστεύω τον εκφράζει. Απλώς εδώ ο χώρος βρίσκεται σε μια ανακολουθία. Άλλα γουστάρει ο κόσμος, άλλα τραγούδια βγάζουν οι τραγουδιστές κι άλλα παίζουν τα ραδιόφωνα. Ή μάλλον οι τραγουδιστές βγάζουν τραγούδια με βάση αυτά που τους λένε οι εκάστοτε παραγωγοί ραδιοφώνων, οι οποίοι έχουν εξοβελίσει πλέον το μπουζούκι. Άμα ζητήσεις δηλαδή το «Θα πάρω φόρα» με το μπουζούκι, θα σου πουν «Δεν περνάει…». Τι δεν περνάει ρε καραγκιόζη;! Τι δεν περνάει ρε βλάκα;! (γελάει).
Δεν θέλουν ζεϊμπέκικο καθόλου. Με παίρνουν τραγουδιστές και μου λένε «Ζεϊμπέκικο δεν περνάει.». Ποιος το είπε αυτό; Συγγνώμη όταν πάει αυτός ο κύριος, ο τραγουδιστής, που ανήκει και στις φίρμες, που λέει ότι δεν περνάνε, σε μαγαζί να διασκεδάσει αυτά ακούει… του λέω «Είσαι καραγκιόζης! Αφού ζεϊμπέκικα λες!» και μου λέει «Τώρα δεν περνάνε. Πρέπει να κάνω πιο μοντέρνα τραγούδια γιατί αυτά τα ραδιόφωνα δεν τα παίζουνε.». Εσύ δεν πρέπει να υποβάλλεις στο ραδιόφωνο αυτό που θες να πεις; Και μου λέει «Όχι δεν μπορώ…». Ε τι να κάνω εγώ; Να τα βάλω μ’ ένα σύστημα βλακείας;
Αξίζει όμως τόση σπατάλη και κραιπάλη για χάρη της διασκέδασης; Ειδικά τώρα στα πλαίσια της κρίσης;
Πέρα από την οικονομική κρίση, που αυτή ήταν στημένη από τους έξωθεν προστάτες μας, υπάρχει και κρίση αξιών. Όταν υπάρχει κρίση αξιών τίποτα δεν πάει καλά, ούτε το βιβλίο, ούτε ο κινηματογράφος, ούτε το τραγούδι, τίποτα. Εγώ όμως πιστεύω ότι στο χώρο του τραγουδιού υπάρχουν αξιόλογα άτομα που κάνουν σπουδαίες δουλειές! Δε μιλάω βέβαια γι’ αυτούς τους απατεώνες, που κυκλοφορούν τη νύχτα και παίρνουν λεφτά απ’ τα παιδάκια και τους λένε «Θα σε κάνουμε φίρμα.» Μιλάω για τις υγιείς δυνάμεις που υπάρχουν, που έχουν φαντασία, ταλέντο…
Εγώ πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα ανθίσει πάλι το ελληνικό τραγούδι, με τον τρόπο που άνθισε τα περισσότερα χρόνια γιατί βλέπω μια ροπή του νοήμονος κόσμου προς το έντεχνο. Κι ας μην το πω έντεχνο γιατί δε μ’ αρέσουν οι ετικέτες, ας το πω… το πιο καλό τραγούδι. Ας πούμε με επισκέφθηκαν κάτι φίλοι και μου είπαν ότι είχαν πάει για μια εκδήλωση που έγινε για το Μάνο Ελευθερίου στο Γκάζι και γινόταν το αδιαχώρητο. Αυτό σημαίνει ότι ο κόσμος ζητά ν’ ακούσει το καλό ελληνικό τραγούδι.
Δεν περιμένει τον άλλον που νομίζει ότι είναι φίρμα στο ραδιόφωνο να του πει ότι δεν περνάει το μπουζούκι. Δηλαδή όταν αύριο μεθαύριο, κάνεις αφιέρωμα σε κάποιον μεγάλο τραγουδιστή, π.χ. στον Τερζή, θα πεις «Αυτά που έχουν μπουζούκι δεν τα λέω.»; (γελάει)
Υπάρχει ένα μπέρδεμα στις ψυχές και στη νοοτροπία κάποιων ανθρώπων και για να ξεχωρίσουν αυτοί οι άσχετοι άνθρωποι, θεωρούν ότι πρέπει να επιβάλλουν τη γραμμή τους. Δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια, το ελληνικό τραγούδι βασανίζεται από άσχετους ανθρώπους, που βρέθηκαν σε θέσεις που δεν έπρεπε να βρεθούν. Παλιά οι εταιρίες έλεγαν στα ραδιόφωνα τι να παίξουν, τώρα γίνεται το αντίθετο σ’ αυτές τις δυο- τρεις εταιρίες που έχουν απομείνει. Ε αυτό δε λέγεται ελληνικό τραγούδι… Λέγεται… να μην πω… κατευθυνόμενη βλακεία! (γελάει).
Εγώ όμως είμαι αισιόδοξος, πιστεύω στους ανθρώπους, πιστεύω ότι εκτός από τους κομπιναδόρους που ξεπούλησαν τις εταιρίες και έκλεισαν τα δισκοπωλεία με ένα αλισβερίσι περίεργο, ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι σωστοί, που ενδιαφέρονται για το ελληνικό τραγούδι. Και πιστεύω ότι αυτοί μπορούν να κάνουν κάποια εταιρία της προκοπής, όπως ήταν παλιά η «Λύρα» και ότι αυτοί οι άνθρωποι που αγαπάνε τον τόπο τους και το ελληνικό τραγούδι, θα μαζευτούν και θα γυρίσουμε πάλι σε μια κανονική κατάσταση, ανεξάρτητα απ’ την κρίση.
Το ίντερνετ βόηθησε πολύ στην αναζωπύρωση της δημοτικότητας τόσο της ταινίας όσο και του τραγουδιού. Γιατί πιστεύετε ότι γίνεται αυτό μετά από 18 χρόνια από την κυκλοφορία της ταινίας;
Πιστεύω ότι μέσω του ίντερνετ είδε ο κόσμος τη συγκεκριμένη σκηνή και του άρεσε. Είναι στο DNA του Έλληνα αυτό το πράγμα. Εγώ, σαν τον Αρμένη, έχω πάει σ’ αυτό το συγκεκριμένο σκυλάδικο, τον «Ζυγό», γιατί ήταν κανονικό σκυλάδικο, κι έχω δει πολύ παρόμοιες καταστάσεις. Εγώ πήγα και μετά την ταινία που γυρίστηκε εκεί… και βλέπεις εξωκοσμικές ιστορίες εκεί μέσα.
Οι τραγουδιστές ήταν από 50 και πάνω όλοι, καλοί τραγουδιστές όμως. Βλέπεις τον άλλο να χορεύει κι ο φίλος του να λέει «Άντε γεια!» και να παίρνει το παπούτσι και να το πετάει στην πόρτα! Μιλάμε για φοβερά πράγματα… να τρώνε σουβλάκια μέσα… τα έχω ζήσει! Να λέει στην τραγουδίστρια ο προύχοντας, που έχει πάρει τα φράγκα στη δεκαετία του 80, «Εδώ για πάρτη σου όλα!», έχουν γίνει τέτοια πράγματα.
Κάποιοι τα έχουν βιώσει αυτά που γίνονται στην ταινία και άλλοι θέλουν να τα βιώσουν επειδή τα χουν ακούσει από γονιούς, παππούδες, φίλους… τους αρέσει αυτό το πράγμα, το θεωρούν μαγκιά!
Εσάς αυτός ο τρόπος διασκέδασης σας αρέσει; Τον προτιμάτε;
Όοοχι… (γελάει). Δεν τον προτιμώ γιατί μετά από κάποιο σημείο φτάνουμε στον κανιβαλισμό. Δηλαδή, πιτσιρίκος εγώ κρυβόμουνα πίσω από καμιά κολώνα μην έρθει κανένα πιάτο πάνω μου! (γελάει). Δεν μπορούσα, δεν το αντέχω. Τα πιάτα βέβαια που σπάγανε εκείνη την εποχή, από ένα σημείο και μετά ήταν από γύψο και δεν μπορούσαν να σε τραυματίσουν αλλά ήταν άγριες καταστάσεις.
Θυμάμαι ένα περιστατικό σε ένα μαγαζί που πήγαινα πιο συχνά, ήταν ένας βλάκας, που βγάζει ένα πιστόλι και το αφήνει πάνω στο μπαρ… Τον δείρανε οι μπράβοι του μαγαζιού, τον πήραν μετά οι αστυνομικοί και πρώτη φορά είδα άνθρωπο που τον είχαν σχεδόν σκοτώσει… Εδώ και 20 χρόνια υπάρχει έλεγχος στα μαγαζιά. Οι μπράβοι που λέμε, είναι security, είναι για το καλό του μαγαζιού και των θαμώνων.
Ο κόσμος λέει ότι αυτό τραγούδι και το όλο κλίμα τους εξωθεί στα άκρα. Που οφείλεται αυτό;
Απλώς το τραγούδι είναι η αφορμή για να βγάλουν τα απωθημένα τους. Εγώ όταν το έγραψα ένιωθα να πνίγομαι από διάφορα προβλήματα που με είχαν φορτώσει και λέω «Θα πάρω φόρα να τα γκρεμίσω!». Ήταν ένα ξέσπασμα. Το ξέσπασμα το δικό μου έγινε πάνω στο χαρτί μέσα απ’ την ψυχή μου. Αυτό βλέπουν και ακούν και νιώθουν το ίδιο. Ο κάθε άνθρωπος όμως, λειτουργεί πολύ διαφορετικά. Πραγματικά εγώ έχω βρεθεί σε μαγαζί που το έχουν πει και έχω φοβηθεί! (γελάει).
Πάνω στη Λάρισα, στο «Φάληρο», που είναι το πιο παλιό μαγαζί, το λένε κάθε βράδυ και γίνεται χαμός! Ή στο «Ζυγό» πάνω… Δεν πιστεύω όμως ότι το τραγούδι θα οδηγήσει κάποιον σε ακραίες καταστάσεις. Οδηγεί βέβαια σε πολύ περίεργες, γιατί το τραγούδι είναι ένα ξέσπασμα όσων τον βαραίνουν τον άνθρωπο, αλλά ελπίζω και εύχομαι (λέει γελώντας), αυτό το τραγούδι να μην οδηγήσει ποτέ κάποιον σε πραγματικά ακραίες καταστάσεις!
Γενικά δεν θέλει πολύ ο άνθρωπος…
Τι να πω; Ελπίζω να μην με θεωρήσουν ποτέ ηθικό αυτουργό σε κάποιες αξιόποινες πράξεις που μπορεί να συνδέονται μ’ αυτό το τραγούδι… (γελάει). Δεν ευθύνομαι! Εγώ έγραψα κάτι απ’ την ψυχή μου, από κει και πέρα ο καθένας λειτουργεί με βάση την ψυχοσύνθεσή του και όσων τον βαραίνουν εκείνη τη στιγμή. Ελπίζω μόνο να τους βοηθά να ξεχνιούνται και να ξεσπάνε χωρίς να φτάνουν στα άκρα.
Ο στίχος του τραγουδιού δεν είναι αυτό που λέμε «διανοουμενίστικος». Ωστόσο ακόμη κι αυτοί που σνομπάρουν το λαϊκό τραγούδι γενικά, αυτό το τραγούδι το αναγνωρίζουν και το αγαπούν. Τι το κάνει να ξεχωρίζει;
Εγώ γνωρίζω πάρα πολλούς διανοούμενους και τραγουδιστές του ποιοτικού, που εδώ και χρόνια, πολλά χρόνια, πήγαιναν να διασκεδάσουν και να ξεθυμάνουν σε μαγαζιά που τα θεωρούσαν σκυλάδικα, χωρίς καμία ντροπή, σαν απλοί θαμώνες και περνούσαν καλά. Με πολλούς έχουμε βρεθεί και μαζί σε τέτοια μαγαζιά. Νομίζω ότι αυτά τα τραγούδια, όλα τα λαϊκά εν γένει τραγούδια είναι στο DNA του Έλληνα.
Μ’ αυτά ο Έλληνας έχει μεγαλώσει, έχει ζήσει, είτε είναι πυρηνικός επιστήμονας ή ο,τιδήποτε. Είναι στο DNA του… γεννιέται μ’ αυτό και κάποιοι που από σνομπισμό λένε ότι ακούνε μόνο κλασσική μουσική ή μόνο ποιοτικά, ψέματα λένε! Έτσι για να δείξουν ότι αυτοί είναι κάτι το ξεχωριστό.
Εσείς έχετε γράψει τραγούδι για κάποια άλλη ταινία;
Ναι, για μια ταινία του Ζερβού, σε μουσική του Γιάννη του Ζουγανέλη. Πώς λεγόταν… «Πατρίς, Ληστεία, Οικογένεια»! Πρέπει να ναι γύρω στα 30 χρόνια.
Σας αρέσει να γράφετε τραγούδια για ταινίες;
Ναι πάρα πολύ! Μου έχουν κάνει πολλές προτάσεις και για σήριαλ και για ταινίες, αλλά τελευταία στιγμή μου έπαιρναν τη δουλειά μέσα απ’ τα χέρια! Υπήρχαν άνθρωποι του κυκλώματος.
Συγκρίνετε ποτέ τα τραγούδια σας με χρώματα; Το «Θα τα γκρεμίσω» τι χρώμα θα είχε;
Είναι όλες οι αποχρώσεις. Το «Θα τα γκρεμίσω» έχει τα χρώματα της ταινίας, της συγκεκριμένης σκηνής. Έτσι το είχα φανταστεί. Ήταν συμπτωματικό αλλά πολύ ταιριαστό…
Αν δεν κάνω λάθος, δεν σας ρωτούν συχνά για αυτό το τραγούδι και την ταινία. Πώς κι έτσι;
Όχι, δε με ρωτάνε πολύ. Μόνο στο Χαρδαβέλα, στην εκπομπή που ήταν και η Μαράντη και σε μια άλλη εκπομπή στο ραδιόφωνο που μου είχε κάνει ο Γιάννης ο Σκουλετάκης στο Real fm, εκεί μιλήσαμε λίγο παραπάνω για το τραγούδι. Σε άλλες περιπτώσεις ίσως το αγνοούσαν οι άνθρωποι που μου έπαιρναν τη συνέντευξη, κι εγώ δεν έκανα καμία μνεία στο τραγούδι γιατί από τι στιγμή που δε με ρωτάει ο άλλος, τι να πω;
Εσείς θα κάνατε παρέα με το Μάκη Τσετσένογλου;
Ναι δεν έχω πρόβλημα… Έχω κάνει παρέα με κάθε λογής ανθρώπους. Με αντίστοιχους Μάκηδες έχω κάνει πολλές φορές παρέα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι πιο αθώοι, έχουν μια πολύ ευγενική ψυχή, απλά θέλουν να ξεσπάσουν. Δεν κάνουν κακό στους άλλους. Αν το δούμε και με βάση το σενάριο της ταινίας, κάνει κακό στον εαυτό του. Πληρώνει για να κάψει το μαγαζί γιατί τον βαραίνουν τα προβλήματα που έχει με την οικογένειά του και γενικά.
Σε σας η ταινία τι περνάει; Είτε είναι κάποιο μήνυμα ή απλώς κάποιες σκέψεις και συναισθήματα.
Ότι αποτυπώνει και αυτή την πλευρά του Έλληνα. Βέβαια αυτά τα πράγματα γίνονταν κατά κόρον την εποχή που υπήρχε αυτή η χλιδή και η οικονομική άνεση. Τώρα δε γίνονται. Άντε το πολύ να σπάσει ο άλλος κάνα μπουκάλι ή να ρίξει κάνα τραπέζι… στην επαρχία, γιατί στην Αθήνα δε γίνονται αυτά τα πράγματα. Ο Βούλγαρης εικονογράφησε με τον τρόπο του την ψυχοσύνθεση του Έλληνα που διασκεδάζει σε σκυλάδικα.
Ο Πάνος Φαλάρας έχει στα σκαριά όχι μόνο ιδέες αλλά και άμεσα υλοποιήσιμα δημιουργικά σχέδια. Ας ελπίσουμε ότι του χρόνου τέτοια εποχή «Θα τα γκρεμίζουμε» αισίως και απ’ το σπίτι μας, με έναν δίσκο που περιμένουμε τα τελευταία 18 χρόνια, από τότε που ο Μάκης Τσετσένογλου φώναξε «Ηλία ρίχτο!». Τι να κάνουμε; Το καλό πράγμα αργεί να γίνει…
Δυο λόγια για το Μάκη Γιαπράκα…
Υπό άλλες συνθήκες, αν η ζωή δεν ήταν τόσο τραγικά απρόβλεπτη, ή έστω αν μπορούσαμε να γυρίσουμε το χρόνο περίπου μια δεκαετία πίσω, αυτό το τεύχος ίσως να περιλάμβανε και μια συνέντευξη από τον Μάκη Γιαπράκα. Δυστυχώς όμως η ζωή είχε άλλα σχέδια και ο περίφημος αυτός μουσικοσυνθέτης έφυγε για το μακρινό ταξίδι. Πριν φύγει όμως σκόρπισε μουσική σε όλη την Ελλάδα, ξεκινώντας από τον Βορρά, μαζί με τους «Up Tight» το 67, και τους πολυαγαπημένους του Σιδηρόπουλου, «Μακεδονομάχους» το 71 και συνεχίζει μέχρι σήμερα, μιας και η μουσική δεν πεθαίνει ποτέ όταν είναι αυθεντική.
Ο ίδιος είναι υπεύθυνος για τη συμμετοχή του τραγουδιού «Θα τα γκρεμίσω» στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος», αφού υπήρξε κάτι σαν συνδετικός κρίκος ανάμεσα στον σκηνοθέτη και το ίδιο το τραγούδι. Πριν όμως προλάβει το τραγούδι να κυκλοφορήσει σε δίσκο, μαζί με τα υπόλοιπα της ιστορίας του «Βιετνάμ», ο Μάκης Γιαπράκας έχασε τη μάχη του με τον καρκίνο. Ωστόσο, σύμφωνα με το φίλο και συνεργάτη του Π. Φαλάρα, αυτός ο δίσκος είναι κάτι που χρωστάει ο ίδιος να κάνει …στη μνήμη του Μάκη…
Δυο λόγια για το Γιώργο Σκαμπαρδώνη…
Ένας από τους βασικούς δημιουργικούς πυλώνες του «Όλα είναι δρόμος» υπήρξε και ο πολυβραβευμένος συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης, ο οποίος μαζί με τον Παντελή Βούλγαρη έγραψε το σενάριο της ταινίας. Θεσσαλονικιός κι αυτός, όπως ο «Ζυγός», το πραγματικό μαγαζί στο οποίο γυρίστηκαν τα εσωτερικά πλάνα του «Βιετνάμ»! Εκεί μεγάλωσε και σπούδασε γαλλική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Έχει εργαστεί σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο και έχει γράψει επίσης σενάρια για τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Για τους φίλους του βιβλίου δε χρειάζονται περεταίρω συστάσεις, καθώς από το 1989 μέχρι και σήμερα έχουν εκδοθεί δεκάδες διηγήματα και μυθιστορήματα του, ανάμεσα τους τα «Γερνάω Επιτυχώς» και «Ουζερί Τσιτσάνης», τα οποία έχουν μεταφερθεί και στο θέατρο και πρόσφατα το δεύτερο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη. Ο κ. Σκαμπαρδώνης έχει προταθεί για το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Διηγήματος – Νουβέλας. Τέλος να σημειώσω ότι όλοι οι συνεντευξιαζόμενοι, μου έκαναν ειδική αναφορά στην ευφυΐα, τη δημιουργικότητα και το χιούμορ του! Πώς να μη μου κάνουν άλλωστε;… ο άνθρωπος έγραψε το «Ηλία ρίχτο!»!
Discussion about this post