Με την ευκαιρία της επετείου των 10 ετών από την παρθενική κυκλοφορία του εντύπου Η Πόλη Ζει, προσκαλέσαμε τον Χρύσανθο και την Άντα στο στούντιο του Strummer Radio όπου κατέλαβαν την πρώτη ώρα του Radio Lung.
Κρατώντας στα χέρια μου το πιο πρόσφατο τεύχος, γεννήθηκε η απορία πώς τελικά θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το έντυπο αυτό;
Χρύσανθος: “Μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια, το ενδιαφέρον πράγμα είναι που ο κόσμος το ονομάζει με διαφορετικούς τρόπους. Άλλος το λέει έντυπο, άλλος το λέει εφημερίδα, άλλος περιοδικό, οπότε έχουμε ήδη πάρα πολλές ταυτότητες, δεν χρειαζόμαστε άλλες!”
Άντα: “Εγώ δουλεύω στο Η Πόλη Ζει από όταν γίναμε Η Πόλη Ζει, δηλαδή από το τέλος του 2017 με αρχές του 2018. Μέχρι τότε ήμασταν Η Πατησίων Ζει. Ο τίτλος της μοιάζει λίγο με σύνθημα, πολλές φορές το έχουμε ακούσει αυτό. Το 2017 μεγαλώσαμε, γίναμε πολλοί, μπήκα και εγώ στην ομάδα και έχουμε κάνει πολύ ωραία πράγματα”
Χρύσανθος: “Το ξεκινήσαμε σε μία πολύ δύσκολη περίοδο, ήταν αρκετές οι προκλήσεις. Σε όλους είπαμε ότι θα κυκλοφορήσουμε για τρία φύλλα και μετά θα δούμε αν θα μας σηκώσει η αγορά. Αυτό ήταν ειλικρινές, εκτιμήθηκε από τον κόσμο καθώς δεν ήταν αυτό που περίμενε.Έχω καταλάβει είναι ότι πρέπει να λες την αλήθεια με όσο μεγαλύτερη ειλικρίνεια γίνεται και αυτό θα δείξει αν θα το εκτιμήσει ο κόσμος. Ο κόσμος το εκτίμησε, το αγάπησε και σε δύσκολες όντως συνθήκες. Αλλά δεν είναι δύσκολες για το έντυπο μόνο. Κάποιος είχε πει ότι είμαστε γέννημα-θρέμμα της κρίσης. Πάντως είναι μία ωραία ιστορία που ξεκίνησε ως Η Πατησίων Ζει. Όντως ο τίτλος σε όλους προκαλούσε μία αμηχανία. Ανησυχούσαν ότι έβγαινες και έλεγες τότε μέσα στην περίοδο της κρίσης ότι η ζωή συνεχίζεται και πρέπει να συνεχιστεί και θα προχωρήσουμε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αυτό είναι μάλλον που αγάπησε ο κόσμος, το στήριξε, και έτσι έχουμε προχωρήσει και φτάσει σήμερα σε αυτή τη δεκαετία.”
Άντα: ”Πράγματι και με αφορμή αυτό το επετειακό τεύχος, είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι κάτσαμε και ξαναδιάβασαμε όλα τα 120 editorial. Ήταν σαν να κάναμε ένα ταξίδι στο χρόνο και να θυμόμαστε ακριβώς πώς ήταν οι συνθήκες εκείνη την περίοδο και ίσως αυτό έτσι μπορεί να σου μάθει και λίγο να δεις, όχι να προβλέψεις. Δεν μπορείς να το προβλέψεις, γιατί τώρα μας βρήκε κάτι τελείως διαφορετικό από την κρίση, μας βρήκε ένα level παραπάνω, μία πίστα πιο δύσκολη.” Χρύσανθος: “Μέσα σε ένα απόγευμα γεννήθηκε η ιδέα του περιοδικού. Μάλιστα όλο αυτό η ιδέα ανήκει στον αγαπημένο μου φίλο Σταύρο, ο οποίος δουλεύει σε μας σαν courier – αγαπημένοι μου οι courier, να το ξέρεις, για αυτό τους έχουμε κάνει και πολλά αφιερώματα – ο οποίος ήρθε και μου είπε να κάνουμε ένα περιοδικό για τα μαγαζιά της Πατησίων. Δεν μιλούσα για 10-15 λεπτά και το έβλεπα όλο μπροστά μου να περνάει. Έτσι βγήκε η ιδέα και προχώρησε, τόσο απλά”
Άντα: ”Και ευτυχώς προχώρησε, γιατί ο Χρύσανθος έχει πάρα πολύ καλές ιδέες και δίνει και έμπνευση και σε μας τους πιο νέους και αυτό θέλω να το πω είναι σπάνιο. Αυτό είναι ευχάριστο και για αυτό το λόγο έχει αντέξει 10 χρόνια παρά τις αντιξοότητες και τις όποιες δυσκολίες”
Χρύσανθος: “Τα πρώτα τεύχη ήταν αρκετά κλεισμένα σε αυτό που λέγεται Πατησίων. Η Πατησίων είναι μία τεράστια λεωφόρος και δεν μιλάω τώρα για το πόσο μεγάλη είναι, αλλά για την ποικιλοχρωμία και την πολυμορφία που έχει και έχει τεράστια ιστορία. Δεν έχω τίποτα με τη Μεσογείων με την Κηφισίας, αλλά αν έλεγα π.χ. Η Μεσογείων ζει δεν θα μπορούσε να σταθεί ας πούμε. Η Πατησίων Ζει όμως είχε μία ουσία, γιατί ενώνει πολύ διαφορετικές περιοχές, έχει τεράστια ιστορία και εάν την πάρεις κομμάτι-κομμάτι σου γεννάει θέματα. Η θεματολογία μας ήταν οι καθημερινοί ανθρώποι που ζουν εκεί, καταστάσεις που υπάρχουν στην Πατησίων. Είναι πάρα πολύ ωραίο να βρίσκεις ένα τσαγκαράδικο δίπλα σε ένα κινηματογράφο. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό, δηλαδή δεν είναι πιάτσα του πολιτισμού ή πιάτσα των μαγαζιών ή πιάτσα της εστίασης. Τα έχει όλα. Έτσι λοιπόν αυτό που στην αρχή κάναμε ήταν απλώς να κοιτάμε, να ξύνουμε λίγο το τσιμέντο και να βλέπουμε τι υπήρχε. Για αυτό και μία στήλη λεγόταν Που Πατάς Και Πού Πηγαίνεις. Είχαμε πάρα πολλά κτίρια, πάρα πολλές πλατείες να μιλήσουμε και βέβαια πάρα πολύ ωραίο κόσμο να μας μιλήσει και να μας βοηθήσει για αυτό. Έτσι ξεκίνησε και όλο προχωρούσε, αρχίσαμε να αναπτυσσόμαστε σιγά-σιγά και να πηγαίνουμε σε άλλες περιοχές, πρώτα Εξάρχεια, μετά Γαλάτσι και φτάσαμε σε ένα σημείο όπου πλέον ή το κλείναμε ή θα το κάναμε Η Πόλη Ζει.
Την προσέχουν οι Αθηναίοι την πόλη τους;
Άντα: “ Πιστεύω ότι την ίδια στιγμή που την προσέχουν, την ίδια στιγμή δεν την προσέχουν κιόλας. Οι αυθεντικοί-αυθεντικοί Αθηναίοι αγαπάνε πάρα πολύ αυτή την πόλη, την θεωρούν την ομορφότερη όπου και να ταξιδέψουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν θα έχουν πάρει τις κακές της συνήθειες, δηλαδή λίγο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μέχρι και τα σκουπίδια, το τσιγάρο που θα πετάξει στο δρόμο – σαν να είναι κομμάτι των Αθηναίων. Την παρατηρούν στα κομμάτια της και λαμβάνουν την ατμόσφαιρα της, ενώ κάποιες φορές απλά κινούνται με την ταχύτητα που επιβάλλει η εποχή και δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, απλά χάνονται μέσα στην κίνηση, τα φανάρια της και τα στενά της. Θεωρώ ότι θέλουν να πάνε μπροστά την πόλη. Απλά μερικές φορές ο μικρόκόσμος σε κάνει να μη σκέφτεσαι πολύ συχνά τον μακρόκοσμο. Αλλά εγώ είμαι πιο αισιόδοξη οπότε πιστεύω ότι η πόλη αλλάζει προς το καλό, αν θέλεις να δεις και το θετικό πρόσημο σε όλο αυτό.”
Χρύσανθος: “Μία ψυχή συνεχίζει να υπάρχει. Αν συγκρίνεις το πρώτο με το τελευταίο τεύχος, θα δείς διαφορετικά πράγματα με διαφορετικούς τρόπους και όλα αυτά υπάρχει ένα νήμα που τα ενώνει. Όμως αν πας να το δεις λίγο πιο αντικειμενικά και όχι έτσι όπως το βλέπω εγώ του το νιώθω σαν παιδί μου και το αγαπάω, θα δει μεγάλες διαφορές. Δηλαδή η Πατησίων Ζει είχε μία ένταση που δεν την έχει ίσως τώρα το Η Πόλη Ζει. Ήταν λίγο πιο αναρχικό έντυπο, όχι στις απόψεις αλλά στο πώς ήταν στημένο, στο τι μπορούσες να διαβάζεις, σε διάφορες ατάκες που υπήρχαν. Λέω το αναρχικό όχι τόσο όχι με την έννοια του πολιτικού στιγματισμού ή κατεύθυνσης, αλλά με την ταυτότητα του. Μπορείς να διαβάσεις τελείως διαφορετικά πράγματα και ήθελα από την αρχή να είναι τελείως διαφορετικά. Στο πρώτο τεύχος είχαμε μία συνέντευξη από προσκόπους, μία συνέντευξη από μία ομάδα κοινωνικής αλληλεγγύης και αν δεν κάνω λάθος και από μία ενορία. Δηλαδή πάντα είμαστε αυτό που έλεγε πριν η Άντα: προσπαθούμε να κυκλώσουμε το ζήτημα και να το δούμε από διαφορετικές μεριές. Συν το ότι ο ίδιος ο τίτλος του Πατησίων Ζει, εκείνη την περίοδο που όλοι λέγανε ότι έχουμε πεθάνει γιατί μπαίνουμε στην κρίση, βγαίνεις και λες ευθαρσώς με θαυμαστικό “Η Πατησίων ζει” και όποιος δεν θέλει να πάει να πεθάνει. Θυμάμαι χαρακτηριστικά στο πρώτο τεύχος είχαμε στο editorial ότι εάν έχεις μάθει να πηγαίνεις και να πίνεις στον καθόλα αγαπητό Σφακιανάκη με 200 ευρώ το μπουκάλι και τώρα δεν μπορείς να το κάνεις, δεν σημαίνει ότι δεν θα συνεχίσεις να ζεις. Πάρε το παιδί σου και πήγαινε μία βόλτα, πάρε την παρέα σου, πήγαινε σε ένα λόφο πάνω και πίνε ένα μπουκάλι κρασί. Όσο προχωρούσε γίνονταν κάποιες μορφοποίσεις, γ γίνονταν λίγο πιο συνετά τα πράγματα, όχι όμως συντηρητικά, κάθε άλλο, απλώς και η μορφή άλλαζε γινόταν λίγο πιο οργανωμένοι. κάθε φορά έχουμε ένα δίλημμα εάν χάνουμε τη φρεσκάδα μας και έτσι πολλές φορές και στο Η Πόλη Ζει επιχειρούμε κάποια λίγο πιο παλαβά αφιερώματα, πιο σουρεάλ καταστάσεις. Πάντως όλοι θέλουμε να ξέρετε ότι λέμε πάντα τη γνώμη μας με τη μεγαλύτερη ειλικρίνεια, για αυτό η Πόλη Ζει έχει αγαπηθεί από τον κόσμο και έχει καθιερωθεί με τη δική του ταυτότητα ως έντυπο πόλης.”
Κρατάω στα χέρια μου ένα συγκεκριμένο τεύχος και δίνεται η αφορμή να μιλήσουμε για το πώς διαχειρίζονται τα “δύσκολα” θέματα στο έντυπο.
Η Άντα παίρνει το λόγο: “Στο συγκεκριμένο τεύχος είχαμε βγάλει για το τεύχος του Οκτωβρίου κάποια συγκεκριμένη θεματολογία, η οποία αν θυμάμαι καλά είχε να κάνει με την 28η Οκτωβρίου, με σημάδια της κατοχής που έχουν μείνει στη πόλη, τη Βαρβάκειο και άλλα. Κάποια στιγμή έσκασε στην επικαιρότητα αυτό που έγινε με το παιδί στον Κολωνό. Εμείς λοιπόν εντάξαμε έξτρα το θέμα αυτό και προσπαθήσαμε να το αντιμετωπίσουμε, όχι όμως ρεπορταζιακά ούτε μέ τρόπο κίτρινο. Απευθυνθήκαμε στο Χαμόγελο Του Παιδιού με σκοπό όχι να αναλύσουμε αυτό το κοινωνικό φαινόμενο, απλώς κάπως να αναδειχθεί και το κυριότερο να μας δώσουν λίγα εργαλεία για το πώς μπορεί να εξαλειφθεί. Να φανούμε χρήσιμοι, ακριβώς αυτό που λέει ο Χρύσανθος. Γιατί αν θέλεις να κοινωνήσεις ένα θέμα και να λέγεσαι Η Πόλη Ζει, πρέπει να λαμβάνεις υπόψη και τα σκοτεινά και τα φωτεινά αυτής της πόλης, το παρελθόν και το παρόν και το μέλλον. Για αυτό που έχεις στο μυαλό σου και για αυτό που οραματίζεσαι, πρέπει να είναι οι κεραίες ανοιχτές για να κυκλώσεις και δύσκολα θέματα με ένα τρόπο προσεκτικό.”
Υπήρχαν κάποια θέματα για τα οποία σκέφτηκαν δεύτερη φορά πώς θα τα προσεγγίσουν;
Άντα: “Πολλές φορές. Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο παράδειγμα, αλλά έχουν υπάρξει θέματα για τα οποία έχω διαβάσει πάρα πολύ για να γράψω κάτι, και με τους συναδέλφους συζητούσαμε μέρες για αυτό”
Χρύσανθος: “Πάνω από τους ανθρώπους που θέλουν να γράψουν μία γνώμη, πλανάται μία απειλή. Ζούμε σε μία εποχή που δεν μπορείς να πεις θαρεττά τη γνώμη σου. Πρέπει να προσέξεις πώς θα το πεις, να μην τα βάλεις με αυτό το σινάφι, να μην θίξεις κάτι άλλο. Αυτό για μένα είναι ένα καθεστώς ανελευθερίας. Προσπαθώ να γράφω τη γνώμη μου και λέω στους ανθρώπους να γράφουν τη γνώμη τους. Προσωπικά έχω μεγάλη απόσταση από όλο το politically correct. Aπεναντίας είμαι υπέρ της ευγένειας και της ενσυναίσθησης. Όσον αφορά το politically correct, το θεωρώ ένα κατασκεύασμα που αυτή τη στιγμή μάλιστα το διαχειρίζονται κάποιες τηλεπερσόνες, κάποια άτομα, δεν ξέρω ποιοι το διαχειρίζονται και ποιοι το έχουν επιβάλλει. Κάναμε ένα αφιέρωμα, θυμάμαι, για τον για τους βιασμούς που ήταν ένα δύσκολο θέμα εκείνη την περίοδο. Εμείς θέλαμε να γράψουμε για τέσσερις-πέντε καταστάσεις που βιώνει μία μέση γυναίκα μέσα στο σπίτι, μέσα στην οικογένεια, μέσα στη σχέση και να μείνουμε εκεί και να μιλήσουμε για αυτό, όχι να αρχίσουμε τις φωνές και να μιλάμε για αυτά που κάνει η πατριαρχεία ή ότι αυτό είναι σεξισμός. Όλα αυτά αποπροσανατολίζουν κατά τη δική μου γνώμη. Επειδή έχω πολλές κοπέλες στο γραφείο, έχει τύχει να έχουμε διαφορετικές απόψεις και όλες αυτές εκφράζονται. Πρέπει να είσαι πάρα πολύ προσεκτικός και στο τέλος δεν κάνεις τίποτα. ‘Εχω φτιάξει μία σελίδα η οποία λέγεται Άστους Να Λένε, όπου θέλω να φιλοξενώ εκεί δύο απόψεις όπυ θα πει κάποιος θαρρετά τη γνώμη του. Όταν τους λες να γράψουν 400 λέξεις χωρίς δική μου παρέμβαση, είναι από τις πιο δύσκολες στήλες να στελεχωθεί, γιατί υπάρχει αυτό το φάντασμα που σας λέω.
Άντα: “Εφόσον είμαι και ηθοποιός, επιφορτίστηκα με το politically incorrect του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Αν δεις αυτές τις ταινίες σήμερα, πραγματικά είναι τελείως εκτός σύμφωνα με το politically correct. ‘Όμως δεν σημαίνει ότι πρέπει να τις απορρίπτουμε, γιατί κάθε τι δημιουργείται μέσα σε μία εποχή και σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο το οποίο οφείλουμε να σεβόμαστε κι ας αλλάζει στην πορεία.”
Υπάρχουν βέβαια και τα σουρεαλιστικα θέματα.
Χρύσανθος: “Το αγαπημένο μου εξώφυλλο είναι στην Αγίου Μελετίου, βράδυ, πήγαμε στη στοά και φωτογραφίσαμε ντυθήκαμε με στολές, υπήρχε φωτογράφος πήγαν 2-3 άτομα που ρωτήθηκαν, κάναμε μία φωτογράφιση και γράφτηκε πάνω σε αυτό ένα editorial ότι όταν πέφτει η νύχτα βγαίνουν διάφορες ομάδες και σκοτώνονται μεταξύ τους. Προφανώς κάτι θέλει να πει, ότι είναι πλέον κομμάτι της καθημερινότητάς μας και για αυτό αισθανόμαστε και λίγο άβολα, δεν ξέρουμε τι ακριβώς συμβαίνει, μία είδηση είναι άραγε πραγματικότητα; Λίγος σουρεαλισμός υπάρχει και μέσα στο γραφείο όταν βγαίνουν αυτά. Μερικές φορές κολλάμε με κάποια τραγούδια και κάποια είδη μουσικής, τα ακούμε όλη μέρα και στο τέλος δεν ξέρω ποιος γεννάει το τραγούδι την ιδέα ή η ιδέα τα τραγούδια…”
Η Πόλη Ζει διαθέτει και website, που κινείται καθώς ανεξάρτητα από το έντυπο.
Ο Χρύσανθος εξηγεί: “Το μότο μας είναι “έντυπο που διαβάζεται”, υπονοώντας ότι υπάρχουν έντυπα που δεν διαβάζονται, αλλά μας ενδιαφέρει πάρα πολύ ένα site που δεν βομβαρδίζει. Το διαδίκτυο δίνει τέτοιες δυνατότητες, όμως αν δεν το σεβαστείς, το ίδιο το μέσο ευτελίζεται. Εάν πρέπει να ανεβάζω λόγω ανταγωνισμού κάθε 10 λεπτά ένα άρθρο, δεν υπάρχει χρόνος για να το δει κάποιος, να το διαβάσει και να το εκτιμήσει. Μετά δεν μπορείς να το βρεις εύκολα, ούτε εσύ μπορείς να το γράφεις ακριβώς. Σαφώς και το ίντερνετ καθορίζει τα πράγματα, εγώ προσωπικά, κι ας έχω πολλές ενστάσεις για όλο αυτό, είμαι μέσα σε αυτό, το παρακολουθώ, ενημερώνομαι μέσα από αυτό. Μία εντολή η οποία έχει δοθεί, και σε αυτό είμαι κάπως αυστηρώς, είναι τα θέματα τα οποία πρέπει να κάνουν με βιασμούς, δολοφονίες και τέτοια πράγματα, δεν γράφουμε για αυτά εάν δεν περάσουν δυο-τρεις ή παραπάνω μέρες. Αυτές τις δύο-τρεις ημέρες θα φανεί περισσότερο η αλήθεια, έχουν γίνει άπειρες πατάτες. Ο άνθρωπος χρειάζεται να κινείται περισσότερο με τον χρόνο της φύσης και όχι τον χρόνο του διαδικτύου. Είναι σημαντικό αυτό σαν πολιτιστικός και πολιτικός πυρήνας, γιατί αλλιώς θα καταναλώνεις ειδήσεις, πληροφορίες γνώσεις. Άλλοι άνθρωποι που έχουν πολύ καλύτερα από μένα οπότε δεν βαδίζει το site μας έχει δική του ύλη. Κάνουμε και διάφορες “τρολιές”. Θυμάμαι μία ωραία πολύ σουρεάλ, όπου είχαμε ένα αφιέρωμα 8 σελίδων που δεν είχε καθόλου κείμενα και τυπογραφικά ήταν λευκές σελίδες με QR code. Δηλαδή είχαν γραφτεί τα κείμενα, τα οποία είχαν αναρτηθεί στο site μας, αλλά δεν μπορούσες να τα διαβάσεις στην εφημερίδα. Έτσι λέγαμε ότι θα είναι τα έντυπα μετά από χρόνια, μία λευκή σελίδα με ένα μαύρο στίγμα. Ήταν λίγο σοκαριστικό και βέβαια κάποιος κόσμος έχει αποκλειστεί και δεν μπορούσε να τα διαβάσει. Σε πολλούς δεν άρεσε που ήθελαν να διαβάσουν το κείμενο στη σελίδα αλλά αυτό ακριβώς θέλαμε να πετύχουμε, να δούμε πώς θα αντιδράσει ο κόσμος. Δεν πιστεύω ποτέ ότι το έντυπο ή το χαρτί θα πεθάνει ό,τι και αν ακούγεται. Το διαδίκτυο ευτελίζεται όλο και περισσότερο και το έντυπο αναβαθμίζεται, αποκτά άλλη βαρύτητα. οπότε και μεγάλα ειδησεογραφικά site του εξωτερικού έχουν βάλει ελάχιστη συνδρομή για να διαβάσεις κάποια άρθρα, γιατί έτσι μπορούν να κάνουν και τη δουλειά τους όπως θέλουν, ενώ το διαδίκτυο σου δίνει ελευθερίες που δεν μπορείς να τις ελέγξεις.”
Ο Χρύσανθος δίνει πλέον προοπτική στο έντυπο σε πιο περιορισμένη χρονικά βάση:
“Παλιά προγραμμάτιζα σε ετήσια βάση, μετά πήγα εξάμηνη, τώρα είμαι τρίμηνη και πιστεύω πως ωραία θα ήτανε να έχουμε μία ωραία άνοιξη, δηλαδή να φτάσουμε ως το Μάρτιο. Δεν το θεωρώ λίγο – και δεν έχει να κάνει με εκλογές αυτό, δεν με νοιάζουν καθόλου – αλλά λέω να είμαστε κάπως καλύτερα, ζωντανοί, με ψυχή, με ιδέες και να κάνουμε πράξη ορισμένα πράγματα που έχουμε στο μυαλό μας και δεν έχουμε καταφέρει ακόμα. Θα βγάλουμε τώρα αυτό το τεύχος που είναι για τα 10 χρόνια, ένα τεύχος που δεν έχει καθόλου διαφήμιση και για αυτό θέλω να ευχαριστήσω πραγματικά τη Γιώτα Τριανταφύλλου και την Κοσμοϊατρική που μας βοήθησε με πάρα πολλούς τρόπους να το κάνω πράξη αυτό. Θα είναι 64 σελίδες όλο κείμενα. Το να βρίσκεις ανθρώπους που να σε ακολουθούν και να σε στηρίζουν είναι πάρα πολύ σημαντικό. Ένα επόμενο τεύχος θέλω να είναι ασπρόμαυρο, να μην έχει καθόλου χρώμα, όπως να υλοποιήσουμε και άλλες ιδέες. Ραντεβού λοιπόν το Μάρτη με ένα μεγάλο πάρτι και έχει ο θεός ή ότι υπάρχει τέλος πάντων.”
Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το www.lungfanzine.gr
Ολόκληρη η ραδιοφωνική κουβέντα, σε ηχητικό αρχείο στο mixcloud, υπάρχει εδώ.