Ο Κώστας Ποντικόπουλος δεν θεωρεί τον εαυτό του συγγραφέα, αλλά τα βιβλία του που
κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Εύμαρος προδίδουν μια πένα με ευαισθησία και έναν
άνθρωπο που, αν δεν είναι επαγγελματίας γραφιάς, είναι σίγουρα «επαγγελματίας
αναγνώστης». Όλα ξεκίνησαν την δεκαετία του 80 από το θρυλικό περιοδικό «Μουσική».
Στην αφήγηση όμως της ζωής του, ο αρχιτέκτονας που αγαπά τον τρόπο με τον οποίο
συμπλέκεται το παρόν και το παρελθόν μιλά και για άλλα πράγματα εκτός από τα γραπτά
του. Η πολιτική στην τέχνη, η Ιταλία όπως την βίωσε σπουδάζοντας εκεί «τότε», η περίοδος
που ήθελε να φοράει φουστανέλες, η θέση των χαμογελαστών ανθρώπων στον κόσμο, η
ζουληγμένη αλήθεια της δημιουργίας είναι μερικά μόνο από αυτά…
Μικρά χρόνια, μεγάλες φιλίες και μια γειτονιά φλεγόμενη
Τα παιδικά χρόνια είναι ένα μέρος της ζωής, ένα κομμάτι της μνήμης που ανασύρεται σαν ανάμνηση, μα κι εκείνης που -σαν ανάμνηση – έχει χαθεί, αλλά έχει γραφτεί μέσα μας σαν συνείδηση. Σε μεγάλο βαθμό έχουμε διαμορφωθεί και είμαστε αυτά που έχουμε ζήσει. Μ’αυτή την έννοια, νιώθω να είμαι ό, τι έχω ζήσει, άρα το νιώθω ζωντανό μέσα μου, είναι εδώ κάθε φορά που μου χρειάζεται. Είναι πολύ ζωντανό για να νοιώσω νοσταλγία, τουλάχιστον με την κυριολεκτική έννοια της λέξης. Είναι στιγμές που αισθάνομαι να μου λείπουν πράγματα, καταστάσεις, μυρωδιές, άνθρωποι –κυρίως αυτοί- από το χτες, αλλά όχι νοσταλγικά. Νιώθω το παρελθόν μου, ακόμα κι άνθρωποι που έχουν φύγει από τη ζωή, να ζει καθημερινά μαζί μου, στο παρόν μου.
Όπως και οι κολλητοί μου φίλοι, πεντ’ έξι τον αριθμό. Είναι όλοι από το δημοτικό και το γυμνάσιο, έχω κλείσει τα εξήντα, κι ακόμα οι κολλητοί μου που μιλάμε και βλεπόμαστε σε πολύ συχνή βάση, με κάποιους καθημερινά, είναι οι φίλοι μου από τότε. Έχω σχέσεις ζωής με τους φίλους μου, είμαι ένας βαθύπλουτος άνθρωπος σε αυτό. Και μετά, είναι κι εκείνα που νομίζεις πως θυμάσαι, αλλά στην ουσία είναι οι διηγήσεις των
δικών σου, σε μεγαλύτερη ηλικία, για σένα σαν παιδί. Για παράδειγμα, θυμάμαι πως ο ξάδελφος μου ο Βασίλης, με είχε κάνει αγγελιοφόρο και με έστελνε να παραδίδω ραβασάκια και να του κλείνω κρυφά ραντεβού με τη φίλη του τη Σούλα (αφού αυτόν τον κυνηγούσε ο πατέρας της), που έμενε στο Κολωνό δυο δρόμους πιο κάτω από την Προποντίδος όπου μέναμε εμείς. Αλλά το θυμάμαι ή έχω κάνει εικόνα την διήγηση; Τριών, τεσσάρων χρονών ήμουνα. Πραγματικά δεν ξέρω. Πάντως, τα περισσότερα είχα την ευκαιρία να τα διηγηθώ στο βιβλίο μου τα “Μπλουζ του Άγιου Παντελεήμονα” και με αφορμή αυτό, είδα πόσες κοινές μνήμες έχουμε οι άνθρωποι, της γενιάς μου ή κοντινών, που μεγαλώσαμε στην Αθήνα του ‘60 και του ‘70. Οι κοινές μνήμες, οι κοινοί τόποι, είναι άλλος ένας λόγος που σε δυναμώνει. Είμαστε αυτοί που ο Πορτοκάλογλου χαρακτήρισε πολύ εύστοχα “της μεταπολίτευσης χαμένη γενιά”, προλάβαμε λίγο τη χούντα, αλλά βιώσαμε με μεγάλη σαστιμάρα, έναν σαρωτικό ανεμοστρόβιλο ελευθερίας, σε όλα τα επίπεδα, προσωπικό, συλλογικό, ερωτικό, πολιτικό, πολιτισμικό, που μας πήρε και μας σήκωσε αμέσως μετά το ‘74. Ήμασταν τότε δεκαέξι χρονώ, με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Από μικρό παιδί, μου άρεσε να δημιουργώ, να φτιάχνω πράγματα, με τα χέρια, με το μυαλό. Το είχα γενικά με το σχέδιο και γέμιζα χαρτιά, έχτιζα σπιτάκια με λάσπη και σπασμένα κεραμίδια, μου είχε δείξει ο πατέρας μου και έπαιρνα κομμάτια από τη φλούδα του κορμού του πεύκου και σκάλιζα μ’ έναν σουγιά βαρκούλες. Οι σπουδές αρχιτεκτονικής ήρθαν μάλλον αρκετά φυσιολογικά.
Την αγαπούσα την αρχιτεκτονική. Είχε και μια γοητεία το όλο θέμα, τρομάρα μου. Γιατί, στην αλήθεια της, έχει πολύ πόνο η αρχιτεκτονική. Είναι σαν να εγκυμονείς συνέχεια, σαν να πρέπει συνέχεια να γεννάς, να κοιλοπονάς. Όταν το χάσεις, λόγω ανάγκης επιβίωσης κυρίως, γίνεσαι ένας απλός γραφειοκράτης διεκπεραιωτής, κι αν μεν δεν έχεις συνείδηση αυτού, που πολλοί δεν έχουν, μπορεί και να την περάσεις και καλά, αν όμως έχεις, σε διαλύει. Κι εγώ ένιωσα πολλές φορές να με διαλύει, ακόμα το κάνει. Η περίοδος των σπουδών πάντως, τα χρόνια της Ρώμης, υπήρξαν καταλυτικά στη ζωή μου. Πήγα εκεί δυο χρόνια μετά την μεταπολίτευση, οπότε το ένα σοκ διαδέχθηκε το άλλο. Ήταν τότε μια διαφορετική Ιταλία, καμία σχέση με τη σημερινή. Το ΙΚΚ του Ενρίκο Μπελινγουέρ ήταν πολύ δυνατό, είχε προχωρήσει στη λογική του Ιστορικού Συμβιβασμού. Ήταν στο αποκορύφωμά της και η τρομοκρατία. Ήμουν εκεί τη μέρα που απήγαγαν τον Άλντο Μόρο στη Βία Φάνι και τη μέρα που τον βρήκαν σκοτωμένο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στο πορτ μπαγκάζ μιας κατρέλας, στην Βία Καετάνι, ένα στενάκι κάθετο στη Βία ντελλε Μποτέγκε Οσκούρε, όπου ήσαν τα γραφεία του ΙΚΚ. Ήμουνα ένας κόκκος από το εκατομμύριο του κόσμου που βγήκε εκείνη τη μέρα αυθόρμητα στο Κολοσσαίο ενάντια στην τρομοκρατία. Παρά τις Χριστιανοδημοκρατικές Κυβερνήσεις της εποχής, υπήρχε μια σαφής ηγεμονία της αριστεράς σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας, και πάνω απ’ όλα στον πολιτισμό. Στον κινηματογράφο και κυρίως στη μουσική. Είχε γεννηθεί μια νέα ιταλική μουσική σκηνή που ανανέωνε τα πρότυπα του ιταλικού τραγουδιού, με πατριάρχη τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ. Δεν ήταν δυνατόν όλα αυτά να μην σε χαράξουν. Τους λάτρεψα.
Τα ιταλικά τραγούδια, οι κάλτσες της Γώγου και τριάντα χρόνια μετά
Έτσι, όταν κάποια στιγμή αναγκάστηκα για οικογενειακούς λόγους να διακόψω τις σπουδές στην Ιταλία και να γυρίσω να δουλέψω στην Αθήνα, μια ανακρίβεια σε κάποιο άρθρο για την ιταλική μουσική, στο περιοδικό «Μουσική», με έκανε να στείλω μιαν επιστολή διόρθωσης. Ο απίστευτα ανοιχτόμυαλος και δαιμόνιος διευθυντής της, ο Γιώργος ο Κυριαζίδης, με τον οποίο παρεμπιπτόντως είμαστε ακόμα φίλοι και βλεπόμαστε, με κάλεσε στο περιοδικό και μου πρότεινε συνεργασία. Τότε υπήρχαν τρία μουσικά περιοδικά. Η Μουσική, το Ποπ και Ροκ του Γιάννη Πετρίδη και ο Ήχος του Καββαθά. Λίγο αργότερα, βγήκε και το Ντέφι. Η «Μουσική» ήταν εκείνο που ασχολιόταν πιο σφαιρικά, που έκλεινε το μάτι σε όλα τα μουσικά ήδη. Έτσι, βρέθηκα να γράφω εκεί, και μάλιστα σε μιαν εποχή που πληρωνόσουν κιόλας γι’ αυτό με την σελίδα! Καθόλου κακό χαρτζιλίκι. Από κει ξεκίνησαν πάρα πολλοί που στη συνέχεια ασχολήθηκαν σοβαρά επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία ή την μουσική παραγωγή, όπως ο Γιώργος ο Τσάμπρας, ο Στάθη ο Παπούλιας, ο Χρήστος ο Χατζής, για να θυμηθώ μόνο δυο τρία ονόματα. Ήταν υπέροχη εμπειρία, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ανθρώπους σχεδόν μυθικούς, όπως ο Λούτσιο Ντάλλα, αλλά και ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Πάνος Γαβαλάς, πάρα
πολλούς, αλλά και άλλους, φίλους του Κυριαζίδη… Την Κατερίνα Γώγου, ας πούμε, που έμενε στο ίδιο κτίριο της Γ΄ Σεπτεμβρίου όπου ήσαν τα γραφεία του περιοδικού κι ερχόταν με τη νυχτικιά και κάτι κοντές άσπρες καλτσούλες το πρωί με μια κούπα καφέ στο χέρι, τον Κώστα τον Τριπολίτη, τον ζωγράφο τον Δημήτρη το Γέρο. Η αλήθεια είναι πως τότε γεννήθηκε μέσα μου και η ιδέα και η επιθυμία να γράψω. Ένα παιδί που κάναμε τότε παρέα, ο Γιάννης ο Τζώρτζης, είχε βγάλει ένα βιβλίο για τον Μπομπ Ντύλαν, “Ένα όχημα” ήταν ο τίτλος του κι είχα ζηλέψει (με την καλή έννοια, όπως συνηθίζουμε πια να λέμε). Ήταν γραφτό να περάσουν τριάντα χρόνια για να δω κι εγώ ένα δικό μου βιβλίο να κυκλοφορεί.
Τριαντάφυλλα και Μπλουζ
«Τα Μπλουζ του Άγιου Παντελεήμονα» γράφτηκαν το 2012 και κυκλοφόρησαν το 2013. Η κρίση είχε μειώσει απελπιστικά τη δουλειά στο γραφείο μου και ,αντί να κάθομαι να χαζολογάω, είπα ν’ ασχοληθώ με το νεανικό όνειρο (απωθημένο;) του γραψίματος. Ήταν η εποχή που η Χρυσή Αυγή λυμαινόταν κραυγαλέα την πλατεία, κάθε μέρα εικόνες και άγριες φωνές στα κανάλια, είχανε κλείσει την παιδική χαρά κι ένοιωσα μια προσβολή σε επίπεδο προσωπικό. Οι κόρες μου –είχα στο μεταξύ κάνει δύο κόρες (κλισέ ξεκλισέ, αυτές είναι ό,τι πιο σοβαρό πιστεύω πως έχω κάνει στη ζωή μου)– που ξέρανε πως είχα μεγαλώσει εκεί, με κοιτούσαν περίεργα, σα να μου ζητούσαν κάποια εξήγηση. Προσπάθησα κι εγώ να πω «ρε παιδιά, δεν είναι αυτό το πράμα που μας πουλάνε η πλατεία, είναι δικιά μας η πλατεία και των ανθρώπων που της δίνουν ζωή, έχει ιστορία η πλατεία, έχει παρόν και έχει μέλλον, σας αρέσει, δε σας αρέσει θα είναι εκεί για να παίζουν τα όποια παιδιά», αυτό ήταν το νόημα του βιβλίου. Κάποιοι το θεώρησαν ένα απόλυτα πολιτικό βιβλίο, κάποιοι απλώς ένα αφήγημα παιδικών αναμνήσεων. Εγώ αναρωτιέμαι, γιατί να μην είναι και τα δύο μαζί; Έτσι κι αλλιώς, ενυπάρχει η πολιτική στην τέχνη, το με τι ασχολείσαι είναι πολιτικό, το πώς προσεγγίζεις είναι πολιτικό, ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιείς κρύβει μια πολιτική άποψη. Πάντως, είναι ένα βιβλίο που αγαπήθηκε από πολύ κόσμο. Το έστειλα τότε, με τρομερή συστολή ομολογώ, στην φίλη μου από την Ρώμη, την Αφροδίτη Κουκουτσάκη, κι εκείνη το σύστησε στον Πέτρο Κακολύρη των Εκδόσεων Εύμαρος. Έτσι πήρε το δρόμο του.
Γλυκάθηκα κι εγώ, και συνέχισα να γράφω. Έτσι προέκυψε “Το φορτηγό και το τριαντάφυλλο”, ένα μικρό βιβλίο εννέα διηγημάτων. Εδώ, αντί να μιλάμε για το παρελθόν, τα διηγήματα ξεκινούν από το ζοφερό παρόν της κρίσης και προχωρούν προς τα πίσω σε μια προσπάθεια επανασύνδεσης με μια ξεχασμένη αλήθεια που μας κάνει πιο ανθρώπινους. Μπορεί να μην είχε την απήχηση που είχαν τα Μπλουζ, προσωπικά όμως το θεωρώ συγγραφικά πολύ καλύτερο κι εκτός των άλλων, μου έδωσε την μεγάλη χαρά ένα από τα διηγήματα να γίνει ταινία μικρού μήκους. Αυτό έγινε όταν το διάβασε ο πολύ φίλος και συνεργάτης μου στο μηχανιλίκι , ο Πολιτικός Μηχανικός Γρηγόρης Οικονομίδης και ενθουσιάστηκε με ένα διήγημα που μιλούσε για την μέχρι παράνοιας αναδουλειά ενός αρχιτέκτονα. Είχε ήδη ο ίδιος αρχίσει να ασχολείται με την σκηνοθεσία, είχε κάνει το ντοκιμαντέρ για τα γεγονότα της Κερατέας και άλλα εξαιρετικά για την Πόλη, απ’ όπου καταγόταν η οικογένειά του. Κάναμε μαζί το σενάριο και ,με τη βοήθεια φίλων και κυρίως του Ανδρέα του Μαριανού που εκτός από πρωταγωνιστής ήταν και ο “κύριος όλα” της παραγωγής, στήθηκε αυτό το ταινιάκι, “Το όνειρο κάθε αρχιτέκτονα”. Όπου παίχτηκε άρεσε πολύ και προκρίθηκε για το Φεστιβάλ της Δράμας! Πήγαμε μαζί με τον Γρηγόρη και περάσαμε φίνα τρεις τέσσερις μέρες. Αυτό έγινε Σεπτέμβριο του ‘15, τρεις μήνες μετά χάσαμε ξαφνικά τον Γρηγόρη στα 50 του από την γρίπη. Φαίνεται πως οι χαμογελαστοί άνθρωποι, οι άνθρωποι που σκορπάνε χαρά, δεν έχουν για πολύ θέση στον κόσμο τούτο.
Η Ζαβολιά , το συγγραφικό παρόν και η καλύτερη μουσική της πόλης
Όταν σου μπει το σαράκι, δε σ’ αφήνει. Είπα να δοκιμάσω, μάλλον είχε έρθει η ώρα, για κάτι περισσότερο. Έτσι φτάσαμε στη «Ζαβολιά», το πρώτο μου μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε μες στον Ιούλη. Και εδώ, χωρίς σχεδόν να το καταλάβω, κινείται στον άξονα παρελθόν-παρόν, με διαφορετικό τρόπο όμως. Εδώ παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν, η σκιά του παρελθόντος δεν είναι ευεργετική, δεν είναι λυτρωτική, είναι μάλλον βασανιστική, οδυνηρή, δεν ξέρω, μπορεί κάτι μέσα μου να έχει αρχίσει να μην πηγαίνει καλά, μπορεί κάπως έτσι να είναι όταν μεγαλώνεις. Βέβαια, πριν τη Ζαβολιά είχαμε βγάλει πέρσι με τη χορηγία ενός φίλου από την Κάρυστο, μια προσωπική έκδοση, το “Ακούγοντας τον Μπάρμπα Φάνη”, ένα βιβλιαράκι με την αφήγηση των αναμνήσεών του για τον Εμφύλιο, ενός γλυκού παππού από την Κάρυστο, αλλά αυτό δεν ήταν δικό μου βιβλίο, ήταν δικό του. Εγώ μόνον κατέγραψα. Το κακό είναι πως νιώθω σαν να έχει κλείσει για μένα ο κύκλος του γραψίματος, δεν έχω γράψει τίποτα άλλο απ’ όταν τέλειωσα ,πριν δυο χρόνια, τη Ζαβολιά. Αλλά θυμάμαι, πως κι όταν είχα τελειώσει τα προηγούμενα βιβλία το ίδιο ένοιωθα, κι ύστερα έγινε ένα κλικ και ξαναπήρα μπροστά. Ίσως, αν νοιώσω κάποια στιγμή μοναξιά να σκαρφιστώ κάτι, γιατί το γράψιμο είναι για μένα παρέα, γίνομαι φιλαράκι κατά τη διάρκειά του με τους ήρωές μου, που ούτως ή άλλως είναι υβρίδια πραγματικών ανθρώπων, -την αλήθεια μας λίγο ζουληγμένη δε γράφουμε έτσι κι αλλιώς;- με καμβά μιαν ιστορία για φόντο. Ίσως κάποια στιγμή πάλι να προκύψει κάτι. Δεν σκάω, δε θεωρώ τον εαυτό μου συγγραφέα, γράφω ερασιτεχνικά, για το κέφι, απ’ ανάγκη δικιά μου, αλίμονο αν έπρεπε ν’ αγχωθώ ή να βγάλω λεφτά απ’ αυτό, έχω ήδη μια πίκρα απ’ την αρχιτεκτονική… Μέχρι τότε, κυκλοφορώ λίγο, όχι πολύ, συνήθως Σαββατοκύριακο κι έχω στέκι τη Φαβέλα, ένα μαγαζί στον Κεραμικό, που εκτός των άλλων, έχει -για τα γούστα μου- την καλύτερη μουσική στην Αθήνα. Άκουσα εκεί μετά από χιλιάδες χρόνια το Prison Song του Γκράχαμ Νας και το Everybody must get stoned του Μπομπ Ντύλαν. Και πάω σινεμά. Και διαβάζω βιβλία. Μ’ αρέσει γενικά, χωρίς να θυμάμαι από πότε, η λατινογενής λογοτεχνική γραφή, έχει κάτι το χαοτικό, που μ’ εκφράζει, δεν έχει την τάξη της αγγλοσαξωνίας γενικότερα. Δεν ξέρω, αυτό ίσως άρχισε παλιά από τα “Εκατό χρόνια μοναξιάς” και μέχρι τον Παδούρα. Κι από δίπλα, μ’ αρέσουν πολύ οι Ισπανοί: ο Ζάουμε Καμπρέ, ο Χαβιέρ Θέρκας, Αρτούρο Πέρεθ Ρεβέρτε, αλλά κι οι παραπλήσιοι Γάλλοι, τύπου Ζαν Κλωντ Ιζζό, Μωρίς Ατιά, γενικά μου αρέσει ένα βιβλίο να γεννάει εικόνες, συναισθήματα, να σε βάζει στη θέση των ηρώων του, να τρέχει και να τρέχεις μαζί του. Θεωρώ υποχρέωση του βιβλίου, μα και της τέχνης γενικότερα, να σε εμπλέκει χωρίς να σε κοιτάει αφ’υψηλού, πόσο μάλλον να σου επιβάλλεται αφ’ υψηλού. Κι αυτό, αν θέλεις, είναι μια πολιτική θέση. Και νομίζω πως προσπαθώ απλώς να γράψω κάτι που θα μου άρεσε αν ήμουν αναγνώστης του. Μα αν με ρωτάς ποια βιβλία με έχουν σημαδέψει, δεν είναι απ’ αυτή τη κατηγορία. Το ένα πάει πολλά χρόνια πίσω, κάπου στην εφηβεία, έτσι κι αλλιώς μέχρι κάποιο σημείο σημαδεύεται ο άνθρωπος, μετά σταματάει να σημαδεύεται, είναι «Τα σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ, και μετά είναι το «Στο δρόμο» του Κέρουακ. Μα μήπως δεν είναι και «Το κιβώτιο» του Αλεξάνδρου; Κι ένα βιβλίο που νομίζω με έκανε να ωριμάσω πολιτικά, όσο κι αν ακούγεται περίεργο, όσο κι αν το διάβασα μεγάλος, είναι τα «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων», του Νικόλα Κασομούλη που δεν μασάει τα λόγια του, ούτε και νοιάζεται κάτι να δικαιώσει, όπως ο Μακρυγιάννης. Έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία για να μαθαίνουμε πώς και από ποιους στήθηκε αυτή η χώρα. Αυτή, στη διάρκεια της οποίας διάβασα τον Κασομούλη, ήταν μια περίοδος της ζωής μου που κράτησε περίπου δέκα χρόνια, πάνε καμιά εικοσπενταριά χρόνια τώρα, που μου είχε γίνει μονομανία το ‘21. Μετά μου πέρασε. Δεν μπορούσα τότε να διαβάσω τίποτε άλλο. Είχα γοητευτεί και είχα απορροφηθεί, όχι από ηρωισμούς και ένδοξες στιγμές -που και τέτοιες υπάρχουν- αλλά από το άγνωστο βρώμικο κομμάτι αυτής της επανάστασης. Μεγαλείο! Είχα φτάσει σε σημείο να θέλω να φορέσω φουστανέλες και να πηγαίνω στις Πολεοδομίες και στα γιαπιά.
Ήταν μια τρέλα. Άλλες εγώ δεν ξέρω να έχω, τρέλες ή κακιές συνήθειες, μα νομίζω πως αν ρωτήσεις τους δικούς μου ανθρώπους θα έχουν ολόκληρο κατάλογο να σου δώσουν. Πρώτα πρώτα, θα σου πουν πως είμαι εγωίσταρος. Πως θέλω πάντα να γίνεται το δικό μου. Πράγμα που δεν το νομίζω, γιατί σπάνια ξέρω κι εγώ ο ίδιος τι πραγματικά θέλω κι εξ άλλου, το ότι είμαι Κριός δεν είναι σοβαρό επιχείρημα. Κι αφού πιστεύω πως δεν είμαι, πώς να απαντήσω στο γιατί να διαβάσει κανείς τη Ζαβολιά, είτε τώρα το καλοκαίρι είτε καταχείμωνο; Δεν ξέρω ν’ απαντήσω. Νομίζω πως κάποιος μπορεί να τ’ απαντήσει μόνος του, αφού τη διαβάσει. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει μία αλήθεια, που λέει κι ο ήρωάς μου, ο Βλάσης, υπάρχει η μία αλήθεια του καθενός κι όλες μαζί κάνουν την Αλήθεια.