Θέλουμε κάθε καλοκαίρι να είναι ξεχωριστό. Ειδικά όμως αυτό. Μια δύσκολη χρονιά μπήκε, θα συνεχίσει να είναι ακόμη πιο δύσκολη, όμως όλοι χρειαζόμαστε ένα διάλειμμα. Τι είναι άλλωστε το ελληνικό καλοκαίρι εκτός από διάλειμμα; Ξέρουμε ότι κρατάει λίγο, αλλά εκτιμάμε το κάθε λεπτό του. Σε αυτό το ξεχωριστό καλοκαίρι, νοσταλγούμε, ελπίζουμε, ονειρευόμαστε, μα πάνω απ’όλα, αγαπάμε! Καλές βουτιές, καλές διακοπές, καλό διάλειμμα!
“Πάμε για μια μπύρα να τα πούμε;”
Η μπύρα δεν είναι απλά ένα ποτάκι. Η μπύρα είναι φιλοσοφία και ιδεολογία. Γύρω από μισοάδεια μπουκάλια/κουτάκια/ παγωμένα ποτήρια μπύρας έχουν γίνει οι καλύτερες φιλοσοφικές συζητήσεις, οι πιο χαρούμενες και οι πιο λυπημένες.
Καλοκαιρινές αναμνήσεις (ή και χειμωνιάτικες) συνοδεύονται από παγωμένες ξανθιές, κόκκινες και μαύρες. Μιλώντας με τον Μίλτο από το Tapfield, το κατάλαβα στο έπακρο. Χωρίς καν να γνωριζόμαστε, η συζήτηση στο δροσερό πεζόδρομο του Ψυρρή “πέταξε” από την αγάπη μας για τα ζώα και την κατάσταση με τον κορωνοϊό, μέχρι τις μπύρες που σερβίρονται με παγωτό ή χυμό μπανάνα. Κι όλα είχαν μια συνέχεια. Όπως μου είπε, όλα μπορείς να συνοδεύσεις με μια μπύρα, υλικά και άυλα!
Όσον αφορά όμως τη γεύση, εκείνος ακολουθεί ένα μότο: το πιάτο που θα συνοδεύσει τη μπύρα που σερβίρει πρέπει να δίνει στον ουρανίσκο αντίθεση ή/και ισορροπία και αυτή η συμπλήρωση να οδηγεί στην ολοκλήρωση!
Με κέρασε μπύρα με όνομα “Η ψυχή του πάρτυ” (δοκιμάστε την!) και δώσαμε ραντεβού άλλο ένα καλοκαιρινό βράδυ για να συνεχίσουμε την κουβέντα…
Η αυλή της γιαγιάς μου
Η αυλή της γιαγιάς μου μυρίζει ελληνικό καφέ, άνθος βουκαμβίλιας και γλυκό του κουταλιού. Έχει χρώμα λευκό του νησιού, πλάκα γυαλισμένη για να πατάς ξυπόλυτος, απογευματινή σκιά, πεζούλι με μαξιλάρι για να απολαμβάνεις τη μεσημεριανή σου σιέστα.
Ενίοτε, μυρίζει και γιαούρτι, γιατί η γιαγιά το απλώνει πάνω σου, αν έχεις καεί από τον ήλιο. Και πριν δύσει ο ήλιος, η γιαγιά γυρνάει το κουπάκι του ελληνικού και σου λέει τα μελλούμενα, όχι επειδή τα πιστεύει, αλλά επειδή στη Σμύρνη το ‘χανε συνήθειο. Και τα σχήματα που βλέπει είναι κλασικά: πρόσωπα, δρόμοι, κλειδιά, καρδούλες, κάποιο αρχικό.
Τύχη ή διαίσθηση, κάποια τα πετυχαίνει ή στα μεταφράζει έτσι, γενικά και αόριστα ώστε να σε πείσει ότι τα πετυχαίνει. Κι αν σε δει να χασμουριέσαι, σε ξεματιάζει με λάδι και νερό, γιατί “σε ζηλεύουν που είσαι τόσο όμορφη”.
Όσοι δεν έχουμε τις γιαγιάδες μας πια, μας λείπουν όλα αυτά. Κι αν πετύχουμε καμιά αυλή φροντισμένη και καθαρή, ο νους μας τρέχει στα καλοκαίρια που μας πρόσεχαν, επειδή οι γονείς μας δούλευαν.
Στο λιμανάκι
Κάθε αξιοπρεπές (παραθαλάσσιο) χωριό έχει ένα λιμάνι, όπως κάθε αξιοπρεπές βουνίσιο χωριό έχει ένα ποτάμι. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα, χειμωνιάτικο. Όπως και να ‘χει, τα καλοκαιρινά… θέματα της ζωής μας πάντα “συμβαίνουν” με φόντο ένα λιμανάκι.
Μικρό ή λίγο μεγαλύτερο, ταπεινό ή πολυτελές, πάντα όμως γραφικό, καθαρό, αφού τα μεγάλα πλοία δεν κάνουν την εμφάνισή τους στα ρηχά νερά του. Οι βαρκούλες και τα καΐκια κουνιούνται ανάλογα με τον κυματισμό, είναι δεμένες πρόχειρα στον κρίκο και τα ονόματά τους είναι – τις περισσότερες φορές- γυναικεία σύμφωνα με την παράδοση, ασυνήθιστα ή συνηθισμένα, αλλά σίγουρα σε κάνουν να σκεφτείς τι ιστορία κρύβεται πίσω από αυτό το όνομα.
Είναι η γυναίκα του “καπετάνιου”; Παιδί του καπετάνιου; Είναι ο κρυφός έρωτάς του; Ερωτήματα που μένουν αναπάντητα, ακόμη κι αν γνωρίσεις τον καπετάνιο. Μικρές ιστορίες σκίζουν καθημερινά τη θάλασσα στα δυο. Κι όλες ξεκινούν από ένα γραφικό λιμανάκι.
Σε ένα τέτοιο, ξετυλίγονται κι άλλες ιστορίες: εκεί δίνουμε ραντεβού τα κα λοκαιρινά βράδια. Από εκεί ξεκινάει η βόλτα, το φαγητό, το ποτό. Εκεί συναντιούνται τα καλοκαιρινά ζευγαράκια, τις πρώτες μέρες μαζί. Εκεί πας για να σκεφτείς. Εκεί παίζουν τα παιδιά και οι οικογένειες. Εκεί οι γηραιότεροι πάνε για να περπατήσουν.
Εκεί οι ψαράδες απλώνουν τη “σοδειά” τα ξημερώματα.
«Άνοιξε TV, έχει μίκι μάου»
Σάββατο πρωί και μεσημέρι, Κυριακή απόγευμα, «μίκι μάου» στην τηλεόραση, με τα δημητριακά να μουλιάζουν στο μπωλ, τα πόδια γυμνά στο σεντόνι του κρεβατιού ή να δροσίζονται στα πλακάκια του σαλονιού, εγώ και ο αδερφός μου, εσύ και τα παιδιά του γείτονα από κάτω, εμείς μόνες και μόνοι μας να λερώνουμε το άνω χείλος μας με γάλα, από μέσα κάτι να μαγειρεύεται, να μοσχοβολά το σπίτι, το μεσημέρι να πλησιάζει και να μην έχουμε όρεξη να σηκωθούμε από τον καναπέ, παίζουμε άλλη μέρα με τα παιδιά μπάλα, βγαίνουμε το απόγευμα ή όποτε.
Κι είχαμε και τις βιντεοκασέτες, ξέραμε απ’ έξω όλον τον Ντίσνεϋ, αλλά λατρεύαμε και τα κλασικά Μάγια Μέλισσα, Στρουμφάκια, Thundercats, Ροζ Πάνθηρα βεβαίως βεβαίως…
Ξεκινούσε ο έρωτας με τα μάνγκα, τα Πόκεμον, τα Ντίτζιμον, μαζεύαμε και τα σχετικά αυτοκόλλητα, τάπες, αφίσες, χαμός! Καρτούν και καλοκαίρι πηγαίνουν χέρι χέρι, γιατί δεν έπρεπε να σταματήσουμε να βλέπουμε για να πάμε πίσω στο διάβασμα, μας άφηναν λίγο λάσκα οι γονείς-και μεταξύ μας, ιδίως οι γιαγιάδες και παππούδες…