Ο κάποτε-καπετάνιος πατέρας του Γκανιάν έκανε μακρινά ταξίδια ως τις Ινδίες στο δεύτερο μεγάλο πόλεμο ή την Κούβα μέχρι την επανάσταση. Έκανε και λίγο λαθρεμπόριο, τίποτα πούρα ή αλκοόλ.
Πατέρας-γιος-Γκανιάν τώρα τρώνε ρυζόγαλο στο ιστορικό ζαχαροπλαστείο «Στάνη». Ύστερα βολτάρουν στην Πειραϊκή, όπου ο κάποτε-καπετάνιος ονοματίζει κάθε πέτρα και βότσαλο απ’ την εποχή που ο Πειραιάς ήταν νησί κι αυτός χαμίνι.
Στη στάση του μετρό «Δημοτικό θέατρο» θαυμάζουν την έκθεση με το αρχαίο σύστημα ύδρευσης και τα σπίτια του Πειραιά — ευάερα, ευήλια, αληθινά παλάτια, και μ’ ένα υπέροχο αίθριο για γλέντια. Αυτό όμως που τους συγκλονίζει είναι ότι σε κάθε κατοικία, ανεξάρτητα από εισόδημα ή τάξη, υπήρχε ο Βωμός της Απώλειας: Στα πόδια της αφήναν σαπισμένα φύλλα, αποφάγια, όνειρα απατηλά, τάματα με εγχάρακτες ηρωικές δηλώσεις («για πάντα», «αλήθεια», «αγάπη», «ποτέ», κ.ά.), τιμώντας τρυφερά την ηθελημένη άγνοια του τέλους μ’ έναν λιτό και αισθησιακό ανθρωπισμό.
Τον αισθησιακό χαρακτήρα της Απώλειας, εξάλλου, οι αρχαίοι συμπολίτες του κάποτε-καπετάνιου πατέρα του Γκανιάν διατράνωναν κρεμώντας στο υπέρθυρο μικρούς οστέινους ή μαρμάρινους φτερωτούς φαλλούς, ως αποτροπαϊκά σύμβολα κατά της βασκανίας και της κακής μαγείας.
Στην Οδό Απελπισίας
Το πειραιώτικο ρεμπέτικο επισήμως γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1934, όταν ο Μάρκος Βαμβακάρης με τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστη Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή συστήνουν την κομπανία «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς» κι αρχίζουν να τζαμάρουν στη Μάντρα του Σαραντόπουλου στη Δραπετσώνα, χρησιμοποιώντας μπουζουκομπαγλαμάδες αντί για σαντούρια και βιολιά όπως στα μικρασιάτικα.
Ήδη, βέβαια, από το 1931, ο Μπάτης έχει ανοίξει στα Λεμονάδικα το καφενείο-τεκέ «Οδός Απελπισίας» ή απλώς «Ζωρζ Μπατέ», όπου συχνάζει το ανφάν γκατέ της νύχτας, όχι μόνο οι μεγαλύτεροι ρεμπέτες της εποχής, αλλά κι ένα μοναδικό εξωτικό πουλί, ο «ερασιθάνατος» ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, στον οποίο διαρκώς τάζει ότι θα του μελοποιήσει τα ποιήματα.
Το ανεύρετο φιλί και οι κατιφέδες
«Φαίνομαι λίγο, ελάχιστα, δεν πολυκυκλοφορώ την ημέρα, αλλά, κατά τ’ άλλα, δε διαφέρω από τους άλλους ατυχείς μου συνανθρώπους», γράφει ο Λαπαθιώτης τον Οκτώβριο του 1937 στον νεαρό ποιητή Άρη Δικταίο, αυτός ο «Αθηναίος Ντόριαν Γκρέυ», κατά τον φίλο του ποιητή Κώστα Στεργιόπουλο, που έγραφε τα πάθη του έρωτα σ’ ένα αναλόγιο, με σινική πάντα μελάνη, ενώ στα πόδια του τρίβονταν οι πολυάριθμες γάτες του.
Ερωτικό
Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα, πάλι, το στενό,
ώσπου να πέσ’ η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου,
στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του!
ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, μοιραίο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…
ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας, πάλι, στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει…
*Το «Ερωτικό», που γράφτηκε τον Αύγουστο του 1928, έχει ακροστιχίδα και σχηματίζει το όνομα του μεγάλου έρωτα του ποιητή («Κώστας Γκίκας»), όπως αποκάλυψε πρώτος ο Δικταίος, που επιμελήθηκε και τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του (εκδ. Φέξης, 1964).
Ενώ ο τελευταίος που είδε τον στραπατσαρισμένο αυτόχειρα, ο μποέμ συγγραφέας Γιώργος Τσουκαλάς, που συνήθιζαν να τα πίνουν παρέα στο «Γυαλί-Καφενέ» στο Ζάππειο, μαρτυρεί ότι η καθαρίστρια του νεκροτομείου, η οποία έτυχε να δουλεύει κάποτε σαν υπηρέτρια στο σπίτι του ποιητή, αναγνώρισε τη σορό του δανδή και τον κάλυψε ολόκληρο με βαθυκόκκινους κατιφέδες, για να κρύψει τις πληγές του.
«Αφού ο κόσμος παίρνει
έναν παραληρηματικό δρόμο,
εμείς πρέπει να υιοθετήσουμε
μια παραληρηματική οπτική».
ΖΑΝ ΜΠΟΝΤΡΙΓΙΑΡ
(από το «Η διαφάνεια τον Κακού», εκδ. Εξάντας, 1996, μτφρ.: Ζήσης Σαρίκας)