Αναδημοσιεύουμε από το εξαιρετικό site El Sombrero – Πρώτη δημοσίευση 08 Ιουλίου 2009.
Μπορεί ένας άνθρωπος να τιμωρηθεί για μια ολόκληρη ζωή για μια λάθος εκτίμηση σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα; Μπορεί. Αν πρόκειται για έναν τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου και για μια χώρα όπως η Βραζιλία, όπου το τρίπτυχο ‘Ποδόσφαιρο-Σάμπα-Θρησκεία’ αποτελεί τρόπο ζωής.
Ο Μοασίρ Μπαρμπόσα ήταν ένας τερματοφύλακας-εγγύηση για τους συμπαίκτες του. Αγωνιζόμενος από το 1945 στην Βάσκο, κατέκτησε έξι πρωταθλήματα Βραζιλίας και δεκάδες άλλα τρόπαια και διακρίσεις. Οι περισσότεροι ιστορικοί τον κατατάσσουν ως τον τρίτο καλύτερο τερματοφύλακα στην ιστορία της Βραζιλίας. Όμως όλα του τα επιτεύγματα ξεχάστηκαν μέσα σε μια μέρα, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα.
Ήταν το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και γινόταν στη Βραζιλία. Η εθνική ομάδα της χώρας είχε κυριολεκτικά σαρώσει όλους τους αντιπάλους της, σε μια περίεργη διοργάνωση στην οποία δεν υπήρξε ένας τελικός αλλά μια τελική φάση με τέσσερις ομάδες. Η Βραζιλία με μια ισοπαλία στο τελευταίο παιχνίδι με την Ουρουγουάη θα κατακτούσε για πρώτη φορά το κύπελλο.
Το ξημέρωμα της 16ης Ιουλίου του 1950 βρήκε μια ολόκληρη χώρα στο πόδι. Οι Βραζιλιάνοι, απόλυτα σίγουροι για τον θρίαμβο, είχαν ξεχυθεί σε δρόμους και πλατείες σε ένα ατέλειωτο καρναβάλι. Την παραμονή του αγώνα οι παίκτες της ομάδας είχαν λάβει ως δώρο χρυσά ρολόγια με την επιγραφή «για τους παγκόσμιους πρωταθλητές». Οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων ήταν έτοιμες με κενό μόνο το σκορ, μισό εκατομμύρια μπλουζάκια και άλλα σχετικά λάβαρα είχαν πουληθεί με μεγάλες επιγραφές που γιόρταζαν τη νίκη ενώ ακόμα και το τεράστιο άρμα του καρναβαλιού που θα ακολουθούσε ήταν έτοιμο. Ακόμα και ο Ζιλ Ριμέ, ο εμπνευστής του Μουντιάλ, ο οποίος και θα παρέδιδε στο τέλος το κύπελλο, είχε έτοιμο στην τσέπη του ένα λόγο στον οποίο επαινούσε την πρωταθλήτρια Βραζιλία. Το μεσημέρι στο νεόχτιστο Μαρακανά βρέθηκαν 200.000 άνθρωποι (183.354 καταγεγραμμένοι, ο μεγαλύτερος αριθμός στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων), οι οποίοι αρκετές ώρες πριν το πρώτο σφύριγμα είχαν στήσει κανονικό πανηγύρι στις κερκίδες.
Το παιχνίδι ξεκίνησε μέσα σε ιαχές και προτροπές για μεγάλο σκορ. Ο Μάσπολι, ο τερματοφύλακας της Ουρουγουάης, όμως, έκανε την μια απόκρουση μετά την άλλη, ενώ η άμυνα του άντεχε στις επιθέσεις των Βραζιλιάνων. Το ημίχρονο έληξε 0-0 αλλά στις αρχές της επανάληψης το γήπεδο σείστηκε και γέμισε πυροτεχνήματα. Ο Φριάκα είχε σκοράρει για τους γηπεδούχους. Στο 66’ όμως ο Γκίγκια έφυγε από δεξιά, σέντραρε στην περιοχή και ο Σκιαφίνο ισοφάρισε. Οι Βραζιλιάνοι παίκτες πανικοβλήθηκαν. Η Ουρουγουάη, πιο ψύχραιμη, άρχισε να παίρνει τα ηνία του αγώνα και να βγαίνει μπροστά. Ήταν το 79ο λεπτό και ο Γκίγκια έφευγε πάλι μόνος από δεξιά. Ο Σκιαφίνο έκανε ξανά κίνηση στην περιοχή. Όλοι περίμεναν την σέντρα, το ίδιο και ο Μπαρμπόσα που έκανε ένα βήμα μπροστά καθώς στο πρώτο γκολ είχε διαλέξει να κλείσει την γωνία του. Ένα βήμα που, όπως αποδείχτηκε μετά, δεν θα ξεχνούσε ποτέ.
Ο Γκίγκια, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, σημάδεψε την αριστερή γωνία του. Ο Μπαρμπόσα απλώς ακούμπησε την μπάλα που κατέληξε στα δίχτυα. 1-2! Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο, πασίγνωστος Ουρουγουανός συγγραφέας, περιγράφει την σκηνή που ακολούθησε ως την «τρομερότερη σιγή της ιστορίας του ποδοσφαίρου». Ο Άγγλος διαιτητής Ρίντερ σφύριξε λίγο αργότερα τη λήξη. Ο θρύλος λέει πως κάποιοι θεατές σκοτώθηκαν πέφτοντας συντετριμμένοι από τις πανύψηλες κερκίδες του Μαρακανά ενώ κάποιοι άλλοι αυτοκτόνησαν τις επόμενες ώρες. Ποτέ δεν έγινε γνωστός ο ακριβής αριθμός των νεκρών. Η απονομή στην Ουρουγουάη έγινε στα κρυφά και μετά από αρκετή ώρα ενώ οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν την επομένη με τίτλο ‘Το ποδόσφαιρο πέθανε’. Ο θρήνος που ακολούθησε στην χώρα σταμάτησε μετά από πολλές μέρες. Το μαρτύριο του Μπαρμπόσα ξεκινούσε τότε.
Έμεινε δυο μέρες κρυμμένος σε φιλικό σπίτι, για να ακολουθήσει μια ζωή όπου ήταν δακτυλοδεικτούμενος. “Τον βλέπεις αυτόν; Αυτός είναι ο άνθρωπος που έκανε όλη τη Βραζιλία να κλαίει” θρυλείται πως είπε μια φορά μια μάνα στο γιο της, δείχνοντας τον Μπαρμπόσα σε ένα σούπερ μάρκετ. Οι φίλοι του τον απέφευγαν. Αν και συνέχισε το ποδόσφαιρο για αρκετά ακόμα χρόνια, κερδίζοντας τίτλους και διακρίσεις, κανένας ποτέ δεν του συγχώρησε την λάθος εκτίμηση στο σουτ του Γκίγκια, ένα σουτ που κανένας ποτέ δεν περίμενε, ένα σουτ που ακόμα και ο Γκίγκια δήλωσε αργότερα ότι δεν είχε σκεφτεί να κάνει. Αυτά όμως ήταν ψιλά γράμματα πλέον.
Όταν θέλησε το 1994 να εμψυχώσει τους διεθνείς στα προκριματικά του μουντιάλ της Αμερικής, οι υπεύθυνοι τον έδιωξαν επειδή φοβήθηκαν ότι θα έφερνε κακή τύχη. Ο ίδιος δεν άντεχε άλλο. «Στη Βραζιλία η εσχάτη των ποινών για ένα έγκλημα είναι τριάντα χρόνια κάθειρξη. Πάνε 44 χρόνια που τιμωρούμαι για ένα έγκλημα που δεν έκανα» δήλωσε με παράπονο. Έζησε το τελευταίο κομμάτι της ζωής του φιλοξενούμενος στο σπίτι μιας κουνιάδας του με μοναδικό εισόδημα του την σύνταξη του.
Στις 7 Απριλίου του 2000 κάπου στο Σάο Πάολο, ο Μπαρμπόσα έκλεισε για τελευταία φορά τα μάτια του. Πέθανε χωρίς να του συγχωρέσουν ποτέ μια λάθος εκτίμηση που έκανε. Πέθανε συνειδητοποιώντας με τον χειρότερο τρόπο τη θρυλική ατάκα του Σάνκλι που κάποιες φορές ισχύει σε χώρες όπως η Βραζιλία: “Το ποδόσφαιρο δεν είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου. Είναι κάτι περισσότερο.”