Ο νέος κύκλος παραστάσεων της «Ζάχαρης» του Δημήτρη Αγαρτζίδη, σε σκηνοθεσία του ίδιου και της Δέσποινας Αναστάσογλου (ομάδα Elephas Tiliensis) επιστρέφει από 23/10 στο Bios.
Πρόκειται για μία μαύρη κωμωδία που αποκαλύπτει τα μπερδεμένα νήματα των οικογενειακών μυστικών έπειτα από ένα ξαφνικό τηλεφώνημα που αναγγέλλει ότι ο πατέρας πέθανε! Τι συμβαίνει όταν οι βεβαιότητες καταρρέουν και καλούμαστε να σταθούμε μπροστά στο ψεύδος; Η «Ζάχαρη» αναρωτιέται τι κρύβεται πίσω από τις σιωπές μιας οικογένειας κι εμείς ετοιμαζόμαστε να ακολουθήσουμε τις απορίες της.
Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της παράστασης, μιλήσαμε με τον Δημήτρη και τη Δέσποινα. Η ευαισθησία που απάντησαν στις ερωτήσεις αύξησαν την ανυπομονησία μου για τη μέρα που θα δω, και από κοντά, τη «Ζάχαρή» τους.
Δημήτρης Αγαρτζίδης
Από ποια ανάγκη εκπορεύτηκε η πρώτη σου απόπειρα συγγραφής θεατρικού έργου; Και γιατί μέσω της μαύρης κωμωδίας;
Η Ζάχαρη είναι μια σειρά από ιστορίες, γεγονότα, ανθρώπους, καταστάσεις, γνωστές και άγνωστες, οικίες και ανοίκειες που έμπλεκαν μέσα στο μυαλό μου για πολλά χρόνια και πήρα την απόφαση να ξεκινήσω να το γράφω όταν συνέλαβα τη δομή και τα πρόσωπα του έργου. Η ανάγκη, όμως, νομίζω, ήταν να μιλήσω για αυτά που κληρονομούμε ως παιδιά και για αυτά που κληροδοτούμε ως γονείς. Επειδή έχω βρεθεί και από τις δύο πλευρές, του παιδιού και του γονιού, ήταν για μένα πολύ επείγον να μιλήσω για το πόσο είμαστε ελεύθεροι από τους γονείς μας και πόσο ελεύθερα μπορούμε να κάνουμε τα παιδιά μας. Και νομίζω ότι όταν μεγαλώνει κάποιος μέσα στην ελληνική οικογένεια δεν μπορεί παρά να γράψει μία κωμωδία και μάλιστα μαύρη. Αστειεύομαι! …Όμως η ελληνική οικογένεια αποτελεί ένα φαινόμενο που έχει αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης. Πιστεύω ότι μέσω του χιούμορ μπορούμε να μιλήσουμε πιο αιχμηρά και πιο υποδόρια για αυτά που μας απασχολούν και πολλές φορές δεν φανερώνουμε και δεν τα κάνουμε λέξεις. Και όταν μιλάμε για παθολογία της οικογένειας μιλάμε για μια ευρύτερη κοινωνική παθογένεια που εκδηλώνεται μετά σε όλους τους τομείς της ζωή μας και τη βιώνουμε καθημερινά. Η εποχή της μεταπολίτευσης στην Ελλάδα εκδηλώθηκε με έναν ξέφρενο τρόπο που στη συνέχεια αποκαλύφθηκε η παθολογία του, η φθορά που επέφερε στην κοινωνική συνείδηση. Χρησιμοποιώ την οικογένεια ως όχημα για να μιλήσω για το μεγαλύτερο σχήμα, αυτό της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί «Ζάχαρη»;
Ο τίτλος ξεκίνησε από μία φράση του κειμένου, πιστεύω όμως ότι καθρεφτίζει πολύ καλά το περιεχόμενο. Δηλαδή απέξω θέλουμε όλα να μοιάζουν ζάχαρη και κάτω από τη ζάχαρη κρύβονται πολλά ανομολόγητα συνήθως. Ήθελα λοιπόν ο τίτλος με έναν τρόπο να περιέχει το γλυκό και το πικρό. Παρότι αναφέρει μόνο το γλυκό, ταυτόχρονα υπονοεί και το αντίθετό του.
Τι αποκαλύπτει η παράσταση για την ίδια τη ζωή;
Αυτό ίσως είναι καλύτερα να το απαντήσουν οι θεατές. Φαντάζομαι ο καθένας και η καθεμιά θα έχει μια διαφορετική απάντηση. Εγώ αυτό που θα ήθελα να πω είναι ότι το έργο και η παράσταση βάζουν τη ζωή σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη και μέσα από αυτό τον καθρέφτη προσπαθούν να κάνουν τον καθένα μας να κοιτάξει τον εαυτό του στα μάτια.
Η «Αγία Ελληνική Οικογένεια» γίνεται το όχημα για να βγουν στην επιφάνεια προβλήματα, καταστάσεις, ψέματα. Γιατί επέλεξες αυτό το όχημα;
Η ελληνική οικογένεια είναι αυτό που γνωρίζω καλύτερα, καθώς έχω μεγαλώσει σε μία και τώρα μεγαλώνω και εγώ μία. Παράλληλα έχω συναναστραφεί ταυτόχρονα πολλές ελληνικές οικογένειες από κοντά κι από μακριά. Νομίζω ότι ειδικά με το πώς βιώνουμε τη ζωή μας στην Ελλάδα, η οικογένεια καθορίζει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, τον τρόπο που κινούμαστε στην υπόλοιπη ζωή μας και τις περισσότερες φορές νομίζω καταλήγουμε να είμαστε δεσμευμένοι ή φυλακισμένοι σε μια φυλακή την οποία έχουν φτιάξει για εμάς και δεν μπορούμε καν να αντιληφθούμε ότι είμαστε μέσα. Και αυτό νομίζω είναι που μας πνίγει χωρίς να καταλαβαίνουμε τι ακριβώς και μεγαλώνει την ανάγκη να θέλουμε να σπάσουμε τα δεσμά και να πετάξουμε μακριά.
Είσαι και ηθοποιός και συν-σκηνοθέτης της παράστασης. Πώς είναι να μιλάς και να σκηνοθετείς με τις λέξεις που εσύ ο ίδιος έχεις δημιουργήσει;
Αυτή ήταν και μια δική μου απορία όταν ξεκινήσαμε τις πρόβες και πριν τις ξεκινήσουμε. Στην πορεία όμως εξελίχθηκε εντελώς διαφορετικά γιατί με έναν τρόπο είναι σαν να βγαίνεις έξω από το κείμενο και το αντιμετωπίζεις με τον τρόπο που θα αντιμετώπιζες και ένα οποιοδήποτε άλλο κείμενο ως εξωτερικός παρατηρητής. Προσπαθείς δηλαδή να βρεις τους αρμούς και τα υπόγεια ρεύματα για να τα να δείξεις και να τα φανερώσεις στο κοινό ώστε να μπορέσει να έρθει σε επαφή με το έργο και την παράσταση. Η διαφορά ήτανε βέβαια ότι ήξερα καλά τι ήθελε να πει ο συγγραφέας. Στη διαδικασία όμως της πρόβας οι άλλοι δίνουν τη δική τους οπτική κι έτσι ανοίγει και το δικό σου πεδίο και αυτό είναι πάντα αποκαλυπτικό και διαφωτιστικό.
Τι έμαθες εσύ, ως ηθοποιός πια, από την παράσταση;
Αυτό που χάρηκα βασικά από την παράσταση είναι η συνεργασία μου στην πρόβα και επί σκηνής με την Τατιάνα και την Ελίνα. Κύλισαν όλα τόσο ελαφριά και ταυτόχρονα βαθιά –έτσι κυλάνε και κάθε φορά όταν παίζουμε την παράσταση– που νομίζω ότι αυτό που έμαθα ίσως είναι το πόσο ωραίο είναι να αφήνεσαι στους άλλους. Ειδικά όταν πρόκειται για δικό σου κείμενο είσαι επιπλέον εκτεθειμένος και ευάλωτος.
Δέσποινα Αναστάσογλου
Σκηνοθετείς τη «Ζάχαρη» μαζί με τον Δημήτρη. Ποιο ήταν το σκηνοθετικό «στοίχημα» της παράστασης;
Το σκηνοθετικό στοίχημα είναι πάντα να μπορέσεις να ξεκλειδώσεις το κείμενο και το περιεχόμενο του κειμένου και να μπορέσεις να αποτυπώσεις αυτό το περιεχόμενο στην παράσταση ώστε να μπορέσουν να έρθουν οι θεατές σε επαφή με την ουσία αυτό που διαπραγματεύεσαι και όχι με τις ίδιες τις λέξεις ή με μια αναπαράσταση. Η ιδιαιτερότητα αυτού του κειμένου ήταν ότι το έργο ήταν του Δημήτρη, το οποίο παρακολούθησα και εγώ στενά πώς εξελισσόταν μέσα στη γραφή του, οπότε έπρεπε να μπορούμε να είμαστε τόσο μέσα και ταυτόχρονα έξω για να μπορούμε να είμαστε πιο αποτελεσματικοί με το ίδιο το κείμενο πάνω στην παράσταση. Απολαύσαμε όμως όλοι μαζί ότι ήταν μια μαύρη κωμωδία και έτσι υπήρχε ένα πολύ ανοιχτό πεδίο να παίξουμε με το έργο απενοχοποιημένα και τολμηρά.
Τι αποκαλύπτει η παράσταση για την ίδια τη ζωή;
Ότι η ζωή είναι γλυκιά και πικρή ταυτόχρονα, ελαφριά και βαριά και ότι σημασία έχει να μπορείς να βλέπεις καθαρά τους ανθρώπους γύρω σου, να αφήνεσαι σ’ αυτούς, να μπορείς πάνω τους να ξεκουράζεσαι και να ελαφραίνεις.
Τι αποκόμισες εσύ από τη διαδικασία δημιουργίας της παράστασης;
Είχαμε εξαρχής έναν πολύ καθαρό άξονα σε σχέση με το πώς θέλαμε να κινηθούμε στην παράσταση και πώς θέλαμε να συμπεριφερθούμε στο κείμενο, οπότε πειραματιστήκαμε πολύ ανοιχτά και ελεύθερα πάνω στο αντικείμενο και επειδή η Ελίνα και η Τατιάνα ήταν απόλυτα διαθέσιμες, νομίζω ήταν μία από τις πολύ φωτεινές συνεργασίες και κάθε φορά που συμβαίνει αυτό πάντα επιβεβαιώνει ότι έχει νόημα να κάνουμε θέατρο.
Υπήρχαν σημεία που απαιτούσαν ιδιαίτερη «φροντίδα» ή σε «δυσκόλεψαν»;
Υπάρχει κυνικό χιούμορ, μαύρο χιούμορ, όπως επίσης και σουρεαλισμός και το γκροτέσκ στην παράσταση, στοιχεία που πάντα απαιτούν ειδικό χειρισμό και μια λεπτή ισορροπία για να μπορούν να κρατάνε τον θεατή και τον ηθοποιό πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί ενώ ενέχουν τον κίνδυνο ανά πάσα στιγμή να πέσεις.
Τι θα ονόμαζες «ζάχαρη» εσύ στη ζωή σου;
Όλα αυτά που στρογγυλεύω προκειμένου να γίνουν πιο ανεκτά. Την καθημερινότητα, τους φόβους, την ανάγκη της επιβίωσης. Με την κυριολεκτική έννοια τα παιδιά μου, τον σύντροφό μου, τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τις στιγμές μαζί τους.
Περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση εδώ.