Στις 27 Αυγούστου του 1941 η Dona Juana και ο Justino da Cruz φέρνουν στον κόσμο ένα κοριτσάκι, τη μικρή Cesaria, τη Cize όπως θα την αποκαλούν αργότερα. Η Cesaria μεγάλωσε σε μουσικό περιβάλλον,στο πανέμορφο νησί Sao Vincente-γνωστό και ως “κρεολική Ρώμη”. Ο πατέρα της ήταν βιρτουόζος του cavaquinho και η μητέρα της μαγείρισσα που αγαπούσε κάθε καλλιτεχνική έκφραση. Η πολύτεκνη οικογένεια (έξι παιδιά) θα βιώσει την απώλεια του πατέρα το 1948 και τότε όλα θα ανατραπούν.
Η Cize θα μείνει για λίγο καιρό στη γιαγιά της και έπειτα σε καθολικό ορφανοτροφείο, γεγονός που θα επηρεάσει την ατίθαση κοπέλα. Η σχέση της με τη μουσική ξεκινά στα επτά της και έφηβη πλέον δίνει τις παραστάσεις κάθε Κυριακή στην Εκκλησία μαζί με τον αδερφό της, Lela, που έπαιζε σαξόφωνο.
Τα πρώτα “μαθήματα” ζωής και τραγουδιού τα παίρνει από τον ταλαντούχο τυχοδιώκτη Gregorio Goncalvez αλλά η αφορμή για την ανακάλυψη του ιδιόμορφου κόσμου της morna και coladeira ήταν ο χαρισματικός Eduardo Silva. Το ηχόχρωμα της morna κρύβει στοιχεία χαρμολύπης των blues και fado, όμως η ουσία βρίσκεται στο saudade.
Ένας νέος κόσμος ανοίγεται για την 16χρονη Cesaria, που γίνεται σιγά-σιγά γνωστή και στα γειτονικά νησιά είτε από εμφανίσεις της σε bar ή club για μέλη της ανώτερης κοινωνικής τάξης είτε από εκπομπές στο Radio Barlavento. Η εμπειρία της να ψυχαγωγεί άτομα από όλες τις κάστες αποδείχθηκε μεγάλο σχολείο και την έκανε να ελίσσεται και να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις ενός ετερόκλητου κοινού.
Ταυτόχρονα, είχε την τύχη να ερμηνεύσει υλικό σημαντικών συνθετών (B.Leza, Eugenio Tavares, Teofilo Chantre κ.α) Εκείνη την εποχή οι συνθέτες συνήθιζαν να έχουν τους “προστατευόμενους” τους ή τους απόγονους τους στους οποίους μετέφεραν όλη τη γνώση, την παράδοση και την κουλτούρα τους.
Η αναχώρηση του αγαπημένου της Eduardo για την Ευρώπη και η ανεπιτυχής κυκλοφορία δύο single στις αρχές του ’60 κλόνισαν σε μεγάλο βαθμό την πίστη της ανερχόμενης τραγουδίστριας. Ένα τυχαίο περιστατικό στο φημισμένο club Gremio Recreativo Mindelo θα σηματοδοτούσε μία σημαντική πτυχή της μελλοντικής της πορείας.
H ξυπόλητη ντίβα
Την περίοδο που τραγουδούσε με τους Marque de Silva Brothers, ένας από αυτούς τις έδωσε να φορέσει ένα ζευγάρι σανδάλια για να εμφανιστεί στη σκηνή. Παρότι αρχικά αρνήθηκε, τελικά υπέκυψε αλλά όταν έφτασε η στιγμή να ανέβει στη σκηνή, εκείνη τα έβγαλε και εμφανίστηκε ξυπόλητη. Ο ενθουσιασμός του κοινού και τα λόγια μιας άγνωστης γυναίκας που την ενθάρρυναν να ακολουθεί πάντα την καρδιά της και όχι τις κοινωνικές επιταγές, ανακούφισαν την Cize. Έτσι θα ήταν πλέον: “Η ξυπόλητη ντίβα”
Αλκοολισμός και έρωτες
Το 1975 ανακηρύσσεται η ανεξαρτησία του Πράσινου Ακρωτηρίου, γεγονός που γεμίζει χαρά και αισιοδοξία του κατοίκους του νησιού. Σε αυτό το κλίμα της “αναγέννησης” η Cesaria αποφασίζει να εγκαταλείψει το τραγούδι και να αφοσιωθεί στα παιδιά και την οικογένεια της. Η δεκάχρονη αποχή της από οποιαδήποτε καλλιτεχνική δράση θα έχει και παράπλευρες απώλειες.
Εγκατάλειψη από ερωτικούς συντρόφους, κατάθλιψη και αλκοολισμό. Μία από τις εικόνες που τη συνόδευαν- ως απόρροια του αλκοολισμού- ήταν να περιπλανιέται γυμνή στους δρόμους του λιμανιού “Mindelo“. Το γόητρο της επηρεάστηκε από την προσωπική της κατρακύλα και διάφοροι μουσικοί εξέφρασαν την περιφρόνησή τους λόγω της χαμηλής κοινωνικής της θέσης και των προσωπικών της αδυναμιών. Στις αρχές του 1980 η γυναικεία οργάνωση OMVC αναλαμβάνει το στήσιμο μιας συναυλίας προς τιμήν της, όμως η εμφάνιση της Cesaria θα οδηγήσει στον εξευτελισμό της.
Το 1987 θα αλλάξει κάπως η κατάσταση για την ονειροπόλα Cesaria. Σαράντα-έξι ετών πλέον αποφασίζει να αφήσει τον τόπο της και να ακολουθήσει το καταξιωμένο καλλιτέχνη Bona στην Αμερική, στο πλαίσιο μίας περιοδείας για τους μετανάστες του New Jersey από το Πράσινο Ακρωτήρι.
Εκεί η τύχη θα της χαμογελάσει μιας και συναντά έναν σημαντικό ατζέντη και παραγωγό που θα γίνει ο μέντορας της, τον Jose de Silva. Μαζί του ταξιδεύει για πρώτη φορά στο Παρίσι και ηχογραφεί το ντεμπούτο La diva Aux Pieds Nus (1988) πλαισιωμένη από σπουδαίους μουσικούς όπως ο Luis Morais, Paulino Vieira, Manu Lima. Από εδώ και στο εξής η ιστορία χαράζει μια ελπιδοφόρα διαδρομή για τη φωνή Πράσινου Ακρωτηρίου. Δύο χρόνια μετά θα βγάλει τη δισκογραφική δουλειά Distino de Belita. Και τα δύο άλμπουμ δεν γνωρίζουν ιδιαίτερη επιτυχία πέραν των κοινοτήτων του Πράσινου Ακρωτηρίου και των μεταναστών, όμως τίποτα δεν αποτελεί εμπόδιο για το μονοπάτι που έχει διαγραφεί.
Μια πρόσκληση στο διεθνές Angouleme Festival ανοίγει τα φτερά της σε ένα κοινό που δεν την γνωρίζει και μαγεύεται από την απλότητα, τη βαθιά ερμηνεία και τα “ξυπόλητα” τερτίπια της. Σε σύντομο χρονικό μεταμορφώθηκε στην “Ξυπόλητη ντίβα της Αφρικής“, που τραγουδάει και πίνει πολύ. Η επόμενη δισκογραφική δουλειά της Mar Azul (1991) κατακτά τα παρισινά ραδιοφωνικά chat.
Ο δρόμος για την δόξα
Η έκρηξη ενδιαφέροντος των κριτικών και κοινού που διψάει να μάθει περισσότερα για την βελούδινη φωνή έρχεται με τον τέταρτο δίσκο Miss Perfumando (1992). H Cesaria γίνεται για άλλη μια φορά η μικρούλα που τραγουδάει με πάθος τη νοσταλγία της ελευθερίας, την προδομένη αγάπη, τα ακυρωμένα όνειρα , τα σκλαβοπάζαρα, την έλλειψη δουλειάς και βροχής, και την ελπίδα.
Η πρώτη θέση σε γαλλικά και διεθνή μουσικά chart ξεκινάει για πρώτη φορά παγκόσμια περιοδεία. Η παρθενική της εμφάνιση στο Paris Olympia ξεσηκώνει τους πάντες, ενώ αστυνομικοί προσπαθούν να συγκρατήσουν το κοινό που δεν καταφέρνει να μπει στους χώρους.
Αν και ικανοποιημένη και παράλληλα αποσβολωμένη ομολογεί: “Η επιτυχία δεν έρχεται σε όλους -δυστυχώς- και ίσως δεν αξίζει σε όλους. Εγώ, όμως, πάλεψα σκληρά γι’αυτή και νομίζω ότι μου αξίζει… στον τόπο μου λέμε ότι είναι καλύτερα να πίνεις το δηλητήριο πρώτα και μετά το μέλι. Τώρα πίνω το μέλι.”
Ο μύθος της εμπλουτίζεται από την αγάπη της για το κονιάκ, το τσιγάρο, την σκληρή ζωή στο αρχιπέλαγος της Δυτικής Αφρικής, τους ανεκπλήρωτες έρωτές της, τα παιδιά και τα εγγόνια που μεγάλωσε μόνη της.
To 1995 θα σημειώσει τεράστια επιτυχία η αμερικανική περιοδεία της, στο πλαίσιο του νέου δίσκου με τον τίτλο Cesaria και έτσι εκτοξεύετε ανάμεσα στα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας μουσικής. Κάποιοι από τους μεγαλύτερους αστέρες που την τίμησαν και δήλωσαν θαυμαστές της ήταν οι Madonna, D. Byrne, Brandford Marsalis ενώ η πρώτη υποψηφιότητα για Grammy ήταν γεγονός. Την ίδια χρονιά ο συνθέτης Goran Bregovich την προσκαλεί στην ηχογράφηση του κομματιού “Ausencia” για λογαριασμό της ταινίας του Emir Kusturicha, Underground.
H ίδια στέκεται αγέρωχη, συνεπής, ήρεμη και μιλά παντού για την παγκόσμια γλώσσα της μουσικής.
Παράλληλα αποφασίζει να κόψει το αλκοόλ και τα καταφέρνει! Σύντομα έρχεται και η δεύτερη υποψηφιότητα για Grammy με τον δίσκο Cabo Verde (1997) την στιγμή που η τρίτη περιοδεία συμβάλλει στην τελική καθιέρωσή της επί αμερικανικού εδάφους. Η συλλογή Best of Cesaria Evora (1998 ) στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η μεγάλη επιτυχία “Besame Mucho“, που ακούγεται στην ταινία Great expectations γίνεται τρεις φορές χρυσή σε πωλήσεις στη Γαλλία και όλοι πλέον μιλούν για την αισθαντική φωνή που πρωτοακούστηκε και λατρεύτηκε στην Πόλη του φωτός.
Μια τρίτη υποψηφιότητα για Grammy έρχεται αυτή τη φορά, λίγο καθυστερημένη, για τον δίσκο Miss Perfumado, που κυκλοφόρησε μεν στη Γαλλία το 1992, όμως στην Αμερική επτά χρόνια μετά στο άλμπουμ Cafe Atlantico (1999) θα κάνει μια σύμπραξη με κουβανούς μουσικούς, που αποτελεί προσφιλή δουλειά της Cesaria αφιερωμένη στον τόπο της και ιδιαίτερα στο λιμάνι Mindelo… με τα νυχτερινά μαγαζιά που φιλοξενούν εδώ και χρόνια βασανισμένες ψυχές, προδομένες καρδιές και ανέλπιστες επιθυμίες. Η ζωή είναι γεμάτη αντιφατικά δίπολα που τυραννούν και ταλαιπωρούν κάθε λογής ανθρώπους, από τα χαμηλά ως τα ψηλά.
Στ’ αυτιά της όταν τραγουδάει έχει τις ιστορίες του τόπου, τη νοσταλγία των μεταναστών και το κλάμα της γειτονιάς.
Αυτή είναι η πολύτιμη “περιουσία” της. Η τέταρτη υποψηφιότητα για το άλμπουμ Cafe Atlantico τη βρίσκει με την σημαντική γαλλική βράβευση του “Victoire de la Musigue” ως ο καλύτερος έθνικ δίσκο της χρονιάς. Παράλληλα φροντίζει πολλές φτωχές οικογένειες, υποστηρίζει οικονομικά πολλά σχολεία και παιδιά που θέλουν να σπουδάσουν μουσική, ενώ το σπίτι της φιλοξενεί κατά καιρούς πολλά “χαμένα” και ανήμπορα παιδιά.
Η όγδοη εκλεκτική δουλειά της θα υλοποιηθεί με πάνω από εξήντα μουσικούς, ενορχηστρωτές και ηχολήπτες. Η εποχή που δούλευε σε μικρά στούντιο στην αρχή της καριέρας της έχει παρέλθει. Τώρα έχει τη δυνατότητα να επιβλέπει και να συνεργάζεται με την καλύτερη κάστα μουσικών ανά τον κόσμο. Το άλμπουμ So Vincente Di Longe (2001) της χαρίζει την πέμπτη υποψηφιότητα για Grammy & Victoire de la Musique, ενώ περιοδεύει μαζί με μία πλειάδα καλλιτεχνών από το Πράσινο Ακρωτήρι για περισσότερες από 120 συναυλίες.
Η συγκομιδή εικοσιενών χρόνων δημιουργικής παρουσίας αντλείται μέσα από 11 επιτυχημένα άλμπουμ, δεκάδες συλλογές, έξι υποψηφιότητες για Grammy, πλατινένιους και χρυσούς, χιλιάδες συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Συνεργάζεται με πολλούς καλλιτέχνες από τον Salif Keita, Marisa Monte, Ismael Lo, Jacques Morelenbaum, Veloso, με Ελευθερία Αρβανιτάκη και Δήμητρα Γαλάνη και νιώθει ότι τα τραγούδια της αποκτούν οικεία αίσθηση με τη χώρα που επισκέπτεται.
“Είμαι άνθρωπος της στιγμής και του τώρα” συνήθιζε να λέει χαμογελαστά
Τον Σεπτέμβριο του 2011 ανακοίνωσε πως θέτει τέλος στη μουσική της καριέρα, ακυρώνοντας τις προγραμματισμένες συναυλίες της, καθώς βρισκόταν «σε κατάσταση μεγάλης εξάντλησης». To 2010 υποβλήθηκε σε επέμβαση ανοιχτής καρδιάς, στο Παρίσι, έπειτα από σοβαρά προβλήματα που παρουσίασε στην στεφανιαία αορτή. Έφυγε τελικά από τη ζωή στις 17 Δεκεμβρίου 2011 ενώ νοσηλευόταν στην εντατική σε κρίσιμη κατάσταση.
Η Cesaria Evora ήταν ένας μουσικός χείμαρρος που ξέφυγε από τα υδάτινα όρια του νότου Ατλαντικού και κέρδισε την καρδιά όλου του κόσμου σε κάθε γωνιά του πλανήτη!