Το έργο του Γάλλου μυθιστοριογράφου, ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Ζαν Κοκτώ (Jean Maurice Eugène Clément Cocteau) με τίτλο “Ανθρώπινη Φωνή” (La Voix Humaine) σκηνοθετεί ο Νικορέστης Χανιωτάκης στο Μικρό Χορν.
Γράφτηκε το 1928 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά δύο χρόνια αργότερα στην Comédie-Française. Είναι ένα μονόπρακτο στο οποίο πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα που έχει χωρίσει από τον εραστή της, διακατέχεται από έντονη μοναξιά, βιώνει έντονα, σχεδόν απελπισμένα, την απουσία του και ψάχνει εναγωνίως μια διέξοδο για να κρατηθεί σε επαφή μαζί του και να τροφοδοτήσει την εσωτερική της ψευδαίσθηση, ότι υπάρχει κάποια χαραμάδα ελπίδας στη μεταξύ τους σχέση. Το τηλεφώνημά του δείχνει να είναι η μοναδική της ελπίδα για να συντηρήσει αυτή την ψευδαίσθηση, είτε κατηγορώντας τον εαυτό της για ότι κακό συνέβη μεταξύ τους (“αγιοποιώντας” σχεδόν τις δικές του αντιδράσεις και ενέργειες), είτε εκφράζοντάς του ανοιχτά, σχεδόν απροκάλυπτα, τον πόνο και το κενό που αισθάνεται συνεχώς. Ο άνδρας αυτός παραμένει μια μορφή που ούτε ακούγεται, ούτε εμφανίζεται ποτέ, αλλά ο θεατής τον “νιώθει” μόνο μέσα από τα δικά της λεγόμενα. Ένα κείμενο που διερευνά με αιχμηρό τρόπο την ανθρώπινη ανάγκη για συντροφικότητα και επικοινωνία και πως ο ερωτικός πόνος μπορεί να γίνει ένας αργός και συχνά βασανιστικός ψυχικός θάνατος. Η μετάφραση του Αντώνη Γαλέου είχε ροή και συνέχεια και αποτύπωσε με ικανοποιητικό τρόπο το περιεχόμενο των σκέψεων και των συναισθημάτων του αρχικού κειμένου.
Ο Νικορέστης Χανιωτάκης αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της θεατρικής αυτής δουλειάς, επιχειρώντας να αναδείξει τον πόνο, την εγκατάλειψη, την ψυχική οδύνη με τα οποία παλεύει ο γυναικείος χαρακτήρας του έργου. Συναισθήματα γνώριμα, καθημερινά, που όλοι βιώνουμε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Ο λόγος οφείλει να γίνει το όχημα με το οποίο ο θεατής θα καταδυθεί στον εσώτερο ψυχισμό της ηρωίδας και θα προσπαθήσει να την κατανοήσει και να ταυτιστεί μαζί της. Η αρχή της παράστασης ήταν μάλλον αμήχανη με τη νευρώδη κίνηση της ηθοποιού να μην αφήνει γόνιμο έδαφος στο λόγο να φτάσει δυνατός και καθαρός στην πλατεία. Οι ισορροπίες ανακτήθηκαν γρήγορα και η αιχμηρότητα του κειμένου άρχισε να συμβαδίζει με τη γεμάτη εσωτερική ένταση κίνηση, αλλά και πάλι ένιωσα ότι κάτι έλειπε. Ήταν αυτή η φλόγα, η εσωτερική τρικυμία εκείνη που θα με παρέσυρε και θα με έκανε κοινωνό του παλλόμενου πάθους της ψυχής της ηρωίδας. Τα συναισθήματα υπάρχουν, είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού, χωρίς όμως να διερευνώνται, να αναπτύσσονται και να εξελίσσονται, παραμένοντας έτσι σε ένα πρωτόλειο επίπεδο, μια ακατέργαστη πρώτη ύλη που η σκηνοθετική προσέγγιση δεν κατάφερε να μετατρέψει σε θεατρική ουσία.
Η Λουκία Μιχαλοπούλου έχει αναμφισβήτητη τεχνική και θεατρική παιδεία κι ερμηνεύει το ρόλο της με ένταση, δυναμική και συνέπεια, χωρίς όμως να αποφεύγει κάποιες υπερβολές φωνητικές, αλλά (κυρίως) κινητικές. Ο λόγος της ακούγεται σωστός, αλλά απόμακρος, χωρίς την αμεσότητα της απεύθυνσης στο κοινό, που θα έπρεπε να κρέμεται από τα χείλη της. Συχνά ταξιδεύει άσκοπα, ενώ οι εκφράσεις του προσώπου της μοιάζουν σαν μία ασθενική παντομίμα που προσπαθεί να επικοινωνήσει με το θεατή και να τον κάνει κοινωνό του δράματός της, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η ερμηνεία παρόλο που σε καμία περίπτωση δεν είναι διεκπεραιωτική, αδυνατεί να φτάσει στην επιθυμητή κορύφωση, στον πυρήνα του ισοπεδωμένου εσωτερικού της κόσμου. Οι σιωπές της είναι συχνά αμήχανες και επιβαρύνουν τη ροή του έργου, αποσυντονίζοντας το τελικό αποτέλεσμα.
Το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα με ένα κρεβάτι κι ένα δωμάτιο όπου σχεδόν τα πάντα είναι ατάκτως ερριμμένα καθρεφτίζει την απόλυτη σύγχυση που επικρατεί στον εσωτερικό κόσμο της γυναίκας. Τα πλαστικά χωρίσματα στο πίσω μέρος της σκηνής όμως, αδυνατούν να παίξουν το ρόλο καθρέφτη και περιορίζουν το διαθέσιμο χώρο για την κίνησή της. Τα κοστούμια της ίδιας αρκετά προσεγμένα, αν και δεν τραβάνε το μάτι και την προσοχή, ώστε ο θεατής να εστιάσει στην ψυχολογική κατάσταση της ηρωίδας και όχι στην εμφάνισή της. Η μουσική του Γιάννη Μαθέ σε κάποιες στιγμές συμβάδισε και ενίσχυσε το λόγο, αλλά σε κάποιες άλλες δεν τον ακολούθησε δημιουργικά. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα θα ήθελα να είναι λιγότερο έντονοι, ώστε να ενισχύουν το ταραγμένο σκότος της ψυχολογίας της πρωταγωνίστριας.
Συμπερασματικά, στο Μικρό Χορν, παρακολούθησα μια παράσταση ενός σημαντικού κειμένου του οποίου η κεντρική ιδέα υπήρχε στη σκηνή, αλλά δεν αναπτύχθηκε και δεν εξελίχθηκε επαρκώς. Ψηλάφισε τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας, τα άγγιξε, τα αναγνώρισε, αλλά δεν εμβάθυνε σε αυτά και δε διερεύνησε όλα τους τα επίπεδα. Η ερμηνεία με καλές και λιγότερο καλές στιγμές, χωρίς τη σπαρακτική κορύφωση που αναμενόταν, με πολύ καλή τεχνική, αλλά κι ένα συναισθηματικό έλλειμμα που γίνεται εμφανές. Μια θεατρική προσπάθεια η οποία δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της εμφατικά, παρουσιάζοντας εμφανείς ατέλειες και αδυναμίες.