Η ομάδα Dulcinea κατέφθασε Αθήνα με την ανατρεπτική παράσταση «Τρώμε Παιδιά» σε σκηνοθεσία Άννας Μαρίας Ιακώβου: Μετά τον θάνατό τους, τρία παιδιά έχουν βρεθεί σε έναν μεταιχμιακό τόπο, που θυμίζει μεσημεριανό τραπέζι μιας μέσης ελληνικής οικογένειας, μπροστά από την ελληνική τηλεόραση.
Αυτή και μόνο η περιγραφή ήταν αρκετή για να τραβήξει την προσοχή μου. Ο Σαρτρ συναντά τη γενιά των millenials στο θέατρο 104; Ίσως ναι. Μια γενιά που ταλανίστηκε και διαμορφώθηκε από την τηλεόραση και τα οικογενειακά τραπέζια και μια παράσταση για «όλα αυτά που μας έκαναν αυτό που γίναμε» έρχεται στο αθηναϊκό σανίδι σε μια σουρρεαλιστική μαύρη εκδοχή και εμείς δεν γινόταν να μη μιλήσουμε με την Άννα Μαρία Ιακώβου.
Αν και ακόμη δεν έχω παρακολουθήσει την παράσταση, ήδη από το Δελτίο Τύπου εγείρονται πολλά ενδιαφέροντα ερωτηματικά. Κατ’ αρχάς ο τίτλος, είναι μία φράση που έχει συνοδεύσει τα παιδικά μου χρόνια: «Τρώμε Παιδιά» άρα η τηλεόραση κλείνει, σε μια δεκαετία, αυτήν των 90s, που η τηλεόραση ήταν κεντρικό σημείο του σπιτιού. Ισχύει και για εσάς το ίδιο;
Ο τίτλος είναι και για εμάς μια αξέχαστη ανάμνηση, αλλά για μένα και ένα παρόν, καθώς αναπαράγω την αγαπημένη προσφώνηση σε φιλικά τραπέζια. Η τηλεόραση στην παράσταση διαδραματίζει έναν ρόλο όχι κεντρικό, αλλά κυκλωτικό. Περικυκλώνει το τραπέζι του φαγητού και τις ζωές μας, είναι εκεί ακόμη και χωρίς να είναι, γιατί ως millennials έχουμε μεγαλώσει με αυτήν. Αυτόν τον κυκλωτικό ρόλο της τηλεόρασης τον φέρνει επί σκηνής ο Σταύρος, που εκτελεί και χρέη κονφερασιέ, ενός κονφερασιέ πολύπλοκου, εμπνευσμένου από τον Θαλαμηπόλο του «Κεκλεισμένων των θυρών».
Τι «επιρροές» έχει το έργο από το Κεκλεισμένων των Θυρών; Δομικές, θεματικές (λόγω του ότι διαδραματίζεται μετά θάνατον) ή και τα δύο;
Έχουμε δανειστεί τη δραματική συνθήκη, δηλαδή τον μεταθανάτιο τόπο, ως ένα δωμάτιο, στο οποίο βρίσκονται τρία πρόσωπα –τα παιδιά– με τη βοήθεια ενός τέταρτου, που είναι ήδη από πριν εκεί. Επιπλέον, κρατάμε ότι όλα τα πρόσωπα είναι εγκλωβισμένα εκεί· με τον εαυτό τους και τους άλλους. Στην περίπτωση του δικού μας έργου προστίθεται και το ό,τι φέρουν από την οικογένεια, κυρίως τους γονείς τους. Θεματικά, είναι πιο πολύπλοκο, εμφανώς, με μια πρώτη ματιά, δεν υπάρχουν κοινά. Το «Τρώμε, Παιδιά» είναι ένα έργο που δημιουργήθηκε εξαρχής και εξ ολοκλήρου από την ομάδα: εμπεριέχει δικά μας κείμενα, προσωπικές ιστορίες και φυσικά πολλές αναφορές και σε άλλα έργα και καλλιτέχνες που μας έχουν επηρεάσει. Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Μπέκετ.
Η κόλαση είναι οι άλλοι κατά τον Σαρτρ, η κόλαση είναι οι γονείς μας κατά την ομάδα Dulcinea. Ισχύουν και τα δύο; Ή μήπως απλά η κόλαση αλλάζει μορφές ανά τις δεκαετίες;
Η κόλαση αλλάζει μορφή και από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αλλά δεν νομίζω ότι είναι τόσο μεμονωμένο τελικά. Εμείς στην ουσία, εξειδικεύουμε λίγο αυτό που ο Σαρτρ έγραψε αξιομνημόνευτα στο έργο. Το εξειδικεύουμε εννοώ και το πάμε προς τα εκεί που μας ενδιαφέρει εμάς τώρα. Το «Κόλαση είναι οι άλλοι» έχει κάτι το αναπόφευκτο, μιας και ως άνθρωποι δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τους άλλους. Και το «Κόλαση είναι οι γονείς μας» έχει κάτι το αναπόφευκτο, γιατί όλα τα άτομα έρχονται σε αυτόν τον κόσμο, χωρίς να επιλέγουν τους γονείς τους. Αυτό που δεν είναι αναπόφευκτο νομίζω είναι το (για) πόσο αφήνουμε αυτές τις «κολάσεις» να μας καίνε. Επομένως, όχι, δεν θα έλεγα πως αλλάζει μορφή η κόλαση με τον καιρό. Αλλάζει η οπτική του εαυτού μας μέσα της.
Ποια είναι η δική σας κόλαση;
Η δική μου κόλαση –και να με συγχωρέσουν γι’ αυτό κάποιοι άνθρωποι– έχει τη μορφή ενός δημόσιου νοσοκομείου στην Ελλάδα. Όπου περιμένεις ώρες, ασθενής, χωρίς ειδοποιήσεις και ενημερώσεις κι όταν κάποτε, κάποιο άτομο σου μιλάει, σε στέλνει στο κτίριο Γ, στο δεύτερο όροφο για να λύσεις κάτι γραφειοκρατικό. Δεν εννοώ φυσικά ότι τα ιδιωτικά νοσοκομεία είναι παράδεισος, απλά αυτά είναι μια άλλη συζήτηση.
Τι αναμνήσεις έχετε από τα δικά σας οικογενειακά τραπέζια;
Υπάρχει μια διαρκής ανάμνηση της παιδικής μου ηλικίας, που κάθε Κυριακή πηγαίναμε οικογενειακώς για φαγητό στο Applebee’s και μετά για μπόουλινγκ και αυτή η συνήθεια, παρά την «αμερικανιά» μας, θυμάμαι να μου προσφέρει μια ασφάλεια. Μετέπειτα βέβαια και κυρίως σε μεγαλύτερη ηλικία, έχω και πολύ τραγικές αναμνήσεις από οικογενειακά τραπέζια, με ξεσπάσματα, παράπονα που δεν ειπώθηκαν ποτέ και φωνές. Είναι ακριβώς αυτό που γίνεται και στο έργο: πρέπει να κάτσεις στο οικογενειακό τραπέζι να φας και να αντιμετωπίσεις οτιδήποτε πέσει σε αυτό το τραπέζι. Και να συνεχίσεις. Να συνεχίσεις να τρως, να συνεχίσεις να νιώθεις, όπως νιώθεις.
«Μια παράσταση για όλα εκείνα που ήθελαν οι γονείς μας να γίνουμε, αλλά δεν γίναμε.
Και για όλα εκείνα που θέλαμε εμείς να γίνουμε, αλλά δεν γίναμε.
Μια παράσταση για όλα αυτά που μας έκαναν αυτό που γίναμε». Είμαστε τελικά μια γενιά ευχαριστημένη από αυτό που γίναμε;
Μάλλον όχι. Κι εγώ αναρωτιέμαι. Ποιοι παράγοντες συντελούν σε αυτό; Ήταν πάντα έτσι και κανείς δεν το ‘λεγε; Κι απλά τώρα μπορούμε και μιλάμε; Μπορούμε να πηγαίνουμε στην ψυχοθεραπεία μας ανενόχλητα (περίπου) και να αναγνωρίζουμε επιτέλους όλα εκείνα τα δυσλειτουργικά γύρω μας και μέσα μας και να τα λέμε; Μπορούμε τελικά να αλλάξουμε αυτό που έχουμε γίνει, όταν το καταλάβουμε; Είμαστε μια γενιά που έχει καταλάβει τι έγινε; Μάλλον όχι. Όχι ακόμα.
Για ποιο λόγο θα λέγατε σε κάποιον να δει την παράσταση;
Για τον ίδιο λόγο που το θέατρο μπορεί να είναι ανακουφιστικό. Για τη ζωντανή σύνδεση –μακριά από την τηλεόραση. Για εκείνο το συναίσθημα που νιώθεις όταν βλέπεις κάτι που είναι για όλα τα άτομα και για το καθένα ξεχωριστά, όπως έλεγε ο Σαίξπηρ. Εμείς φτιάξαμε μια παράσταση με ευαισθησία και σκληρό χιούμορ, για εκείνο το συναίσθημα που έχεις όταν ενηλικιώνεσαι: αντιλαμβάνεσαι την ευθύνη και το βάρος της, αλλά παράλληλα νιώθεις και την προσωπική ελευθερία, την επιλογή του να κάνεις ό,τι θέλεις. Νομίζω πως είναι ωραίο να γίνει το κοινό μέρος αυτής της εμπειρίας.
Ποιο είναι το πιο ωραίο σχόλιο που ακούσατε από θεατή – εφόσον η παράσταση παρουσιάστηκε πρώτα στη Θεσσαλονίκη;
Σε μια από τις παραστάσεις, ήρθε μια γυναίκα σημαντική για εμένα, που με ξέρει από πολύ μικρή και έχει μια κόρη στην ηλικία μου. Όταν χαιρετηθήκαμε στο τέλος, μέσα σε όλα της είπα πως η μαμά μου είδε την παράσταση ως γονέας και μου επεσήμανε ότι αποτυπώνει όμορφα τις ανησυχίες των «παιδιών». Και τη ρώτησα: «εσύ τι πιστεύεις ως γονιός; Είναι μακριά σου αυτές οι ανησυχίες;». Εκείνη με κοίταξε πολύ συγκινημένη και μου είπε: «Όχι, όχι. Εγώ παρακολούθησα την παράσταση ως παιδί». Κι εκεί κατάλαβα πως μιλάμε για όλα τα παιδιά. Κάθε ηλικίας.
Η Θεσσαλονίκη ζει;
Ωραία ερώτηση για να γράψω ένα δοκίμιο. Η Θεσσαλονίκη, συνοπτικά, βρίσκεται σε έναν μεταιχμιακό τόπο λήθης και αδράνειας, ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Γι’ αυτό και δεν αλλάζει. Και μιας και είδα τη σειρά KAOS πρόσφατα, η Θεσσαλονίκη είναι σαν τον Ασφόδελο Λειμώνα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Ο Όμηρος λέει ότι όταν ο Οδυσσέας κατεβαίνει στον Άδη, συναντά τις ψυχές των νεκρών, που κατοικούν σε αυτό το πεδίο και περιφέρονται χωρίς ιδιαίτερη αίσθηση της ζωής που έζησαν. Περιγράφει τις ψυχές σαν σκιές ή φαντάσματα, δίνοντας την αίσθηση της λησμονιάς και της αδράνειας.
Έτσι κι οι Θεσσαλονικείς περιφέρονται άσκοπα στα ίδια μέρη, χωρίς σαφή σκοπό, κυρίως γιατί ξεχνούν την ιστορία (παλιά και πρόσφατη), την ιστορία αυτή που τους κάνει τόσο ιδιαίτερους.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων:
Δευτέρα – Τρίτη στις 21:00
Διάρκεια παραστάσεων: 4 Νοεμβρίου – 30 Δεκεμβρίου 2024
Αγορά εισιτηρίων:
https://www.more.com/theater/trome-paidia/
Θέατρο 104
Ευμολπιδών 41, Αθήνα 118 54
Τηλέφωνο: 2103455020
Βιογραφικό της ομάδας Dulcinea
Η Dulcinea Compania ιδρύθηκε με σκοπό τη δημιουργία καλλιτεχνικών δράσεων, ερευνητικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Έχει επιχορηγηθεί από το ΥΠΠΟΑ (2022, 2023) και έχει συνεργαστεί με την Ισπανική Πρεσβεία στην Αθήνα, τους Los Torreznos, το ThessFringe Festival, τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» κ.α. Συμμετείχε στην Biennale Θεσσαλονίκης (‘#thehead | Onbecomingananimal‘ του Πάνου Σκλαβενίτη), ενώ παραστάσεις της έχουν παρουσιαστεί στο Pikap Kato, Θέατρο Άνετον, Space Lab, Artbox Φαργκάνη, Ρομαντικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Tavros Art Space κ.α. Περισσότερα: www.dulcineacompania.gr
Περισσότερες πληροφορίες εδώ: Oμάδα Dulcinea «ΤΡΩΜΕ, ΠΑΙΔΙΑ» | Από 4/11 στο Θέατρο 104