Η φτώχεια κυκλοφορεί πολύ πλέον στο δρόμο. Στα πεζοδρόμια. Αιωρείται στον αέρα.
Δεν μπορείς να μη τη δεις. Είναι ενοχλητική. Εκνευριστική. Κουραστική. Άσχημη.
Από την Ελίνα Λαζαρίδη
Είναι ένα φαινόμενο των τελευταίων λίγων ετών. Τη δεκαετία του ‘80 φυσικά – όπως όλοι θυμόμαστε- δεν υπήρχε. Τη δεκαετία του ‘90 επίσης, δεν υπήρχε. Ήταν οι δεκαετίες του πολύ. Γενικά, για να μη το κουράζουμε, μέχρι το 2008-2009 δεν έτυχε να τη συναντήσουμε και το γιατί το ξέρουμε όλοι: Η Ελλάδα ήταν από την αρχαιότητα μέχρι πρόσφατα μία χώρα με πολύτιμο υπέδαφος.
Τα τεράστια ορυχεία χρυσού σε όλη τη Μακεδονία και οι αλλεπάλληλες εξορύξεις πετρελαίου σε νησιά και πελάγη, την είχαν καταστήσει μία από τις πιο ανθηρές οικονομικά χώρες της Ευρώπης και του κόσμου ολόκληρου.
Ουδείς τα χρόνια εκείνα τα παλιά, μιλούσε για τη φτώχεια, εκτός από κάποια αριστερά κόμματα που εντελώς αδικαιολόγητα τα ψήφιζε λίγος κόσμος, είτε λόγω συγγένειας με αντιστασιακούς εντός και εκτός Ελλάδας ή οικογενειακής παράδοσης ή χτυπημένου DNA, ή συνήθειας ή ακόμη και εξ’ αιτίας του πεπερασμένου της ηλικίας.
Υπήρχαν πάντα κάποιοι εκνευριστικοί δημοσιογράφοι «ξερόλες», που επέμεναν να γράφουν (με υφάκι) στις εφημερίδες πως έξω υπάρχει φτώχεια, υπάρχει κόσμος που πεινάει! Ευτυχώς όμως, ουδείς τους έδινε σημασία. Ο αναγνώστης έστρεφε, ενοχλημένος, το βλέμμα στην απέναντι σελίδα για να μελετήσει την πολύχρωμη προσφορά διακοποδάνειου που δεν βάρυνε την καρδιά του, όπως εκείνο το σκληρό και δυσοίωνο άρθρο που μιλούσε για έναν κάποιο, αόρατο μάλλον κόσμο που τα ’φερνε βόλτα δύσκολα, σε εποχές που οι περισσότεροι περνούσαμε εύκολα ή σχεδόν εύκολα.
Εκεί λοιπόν, την εποχή της ευδαιμονίας, ακούστηκε το Μπουμ!
Είμαστε εμείς που είχαμε πέσει από τα σύννεφα. Τέζα. Οι κυβερνήσεις ήταν πεσμένες κι εκείνες κάπου δεξιά και λίγο πιο αριστερά. Κάποιοι φώναζαν και διαμαρτυρόντουσαν. Κάποιοι –λίγοι- ούρλιαζαν ότι είχαν προειδοποιήσει για τα καύσιμα. Επικράτησε κομφούζιο. Ήρθαν ξένοι ανταποκριτές. Ξένοι στρατοί σωτηρίας. Μας έδεσαν με επιδέσμους. Μας δάνεισαν, μας μάλωσαν, μας έδωσαν και ένα ωρολόγιο πρόγραμμα για να επανέλθουμε.
Τα ορυχεία γκρεμίστηκαν. Κάτι εργάτες με μία αξίνα στο χέρι, έφυγαν γρήγορα κι αυτοί, γιατί δεν ήταν Έλληνες. Εμείς -που είμαστε- Έλληνες δεν πήραμε την αξίνα. Πήραμε μόνο ανάποδες, λαντόζ και ηρεμιστικά. Αρχίσαμε το ξεπούλημα. Στις 3 σανέλ η μία δώρο.
-“Αχ θα ξαναγυρίσω στο χωριό μου να καλλιεργήσω σαλιγκάρια”, ξεφύσησε σηκώνοντας τα λουράκια της μια Λουί Βουιτόν, όταν είδε πως θα ξέπεφτε σε υποχρεωτικό μπαζάρ, για τα μάτια κάποιου Ένφια.
–“Εγώ σαλαμάνδρες”, είπε η φίλη μου η Λόλα, που ήτανε ξανθιά.
Μαθαίνουμε –με το ζόρι – τις προσωπικές ιστορίες τρόμου, αρρώστιας και αποφυλάκισης εκατοντάδων συνανθρώπων μας που μπαίνουν στο τρένο μαζί μας κάθε μέρα και απαιτούν να τους δώσουμε λίγα από τα λεφτά που δεν έχουμε, για να συνεχίσουν να ζουν. Να ζουν; Λίγο.
Οι νεότεροι την κοπανάνε έξω. «Να φύγεις να βρεις την τύχη σου αλλού», λέει η γιαγιά στον εγγονό με ύφος μέντιουμ. Η χώρα δεν θα βγει από την κρίση πριν το 2045. Το ξέρει. Όπως ακριβώς ήξερε για το ότι το 2007 θα αρχίσει η κατάρρευση, αλλά δεν το λέγε η άτιμη και άφηνε τα εγγόνια της να ψωνίζουν 100 τηλεκατευθυνόμενα αεροπλανάκια το μήνα σε διαφορετικά χρώματα. Την ίδια στιγμή τρέχουμε σε (λάθος) περιοχές για να καθαρίσουμε λίγο την Ελλάδα από τα σκουπίδια της, απαντώντας έμπρακτα στο ερώτημα : καλά παιδί μου άλλη δουλειά δεν έχεις;
Ασχολιόμαστε λιγάκι με την εκκλησία, λιγάκι με τη φιλανθρωπία, λιγάκι με τους φτωχούς όλου του κόσμου που ενώθηκαν και ήρθαν στη χώρα μας, τους άστεγους που κάποτε –κάποιοι από αυτούς – αγόραζαν 1000 κομμάτια ψάρια ή κλωνάρια στη Σοφοκλέους, περπατώντας στην αμμουδιά με ένα κινητό στο χέρι (για αυτούς που ξέρουν την χρηματιστηριακή αργκό).
Ζούμε στη σφαίρα της απόλυτης καλοσύνης, συμπόνιας και συμπαράστασης. Κάνουμε το σταυρό μας για να σωθεί η ψυχή μας και ξαφνικά αγαπάμε λίγο πιο πολύ την οικογένειά μας και τους φίλους μας.
Κάποιοι κάνουν τη διαφορά (!) και προσεύχονται κρυφά να βγει η χώρα από την κρίση για να αγοράσουν πάλι όσα δεν πρόλαβαν. Πηγαίνετε σε ένα ξεπούλημα στοκ και δείτε το πανηγύρι. (Θα τα αγοράσω όλα, ακόμη και αν δεν τα χρειάζομαι, έστω και με ένα ευρώ. Έστω και για λίγο. Δεν αντέχω άλλη καλοσύνη!) Στο Κεθεά θα πάνε και οι εξαρτημένοι της κατανάλωσης σε λίγο. Όχι μόνο του τζόγου.
Τα μαγαζιά ανοιγοκλείνουν. Τα σουβλάκια είναι παντού. Όλοι οι καφέδες 1 ευρώ. Ακόμη και ο γνήσιος, ελληνικός εσπρέσο μακιάτο.
Ευτυχώς γιατί τις λίγες έστω χαρές πρέπει να τις διατηρούμε. Sites με προσφορές κατακλύζουν την οθόνη του pc μας. Η ίδια η χώρα προσφέρεται γενικά στη μισή τιμή. Σπίτια, νησιά και παραλίες στη μισή τιμή. Βλέπουμε τη χώρα να λιγοστεύει και δεν έχουμε πλεόνασμα να τη γεμίσουμε. Γι’ αυτό και είμαστε έτοιμοι σε λίγο να δαγκώσουμε τη λαμαρίνα, να επαναστατήσουμε αύριο το πρωί με αιτία, αλλά χωρίς ιδεολογία. Να ακολουθήσουμε όποιον μας επιστρέψει λίγα έστω από αυτά που χάσαμε. Χωρίς δεύτερη ανάγνωση. Να γίνουμε πάλι θύματα του ανατριχιαστικού λαϊκισμού και του ξεχειλώματος της είδησης μέχρι ξεράσματος.
Ο πανικός κυριεύει τα πρωινά μας.
Πλένουμε δόντια βλέποντας ή μάλλον ακούγοντας, έντρομοι, τα ανθρωπάκια/δημοσιογράφους/παρουσιαστές –αυτά τα τόσο λίγα- που μέχρι πρόσφατα έπαιρναν 132 μισθούς ανειδίκευτου εργάτη σε ένα μήνα, να συγκινούνται με το δράμα της άνεργης μάνας και του συνταξιούχου αγρότη που καταφέρνει να ζει με τα ελάχιστα 200 ευρώ το δίμηνο. Συμπάσχουν. Διαμαρτύρονται. Φωνάζουν «καλημέρα, καλημέρα». Διπλός εκνευρισμός. Φεύγουμε από το σπίτι με το κεφάλι κάτω. Πάμε στη δουλειά που κάποιοι ακόμη έχουμε, νοσταλγώντας την εποχή που δεν λέγαμε αυτό το ενοχλητικό «ευτυχώς» που σε κάνει αμέσως να αισθάνεσαι «λίγος» «έντρομος» και «αναλώσιμος».
Ζούμε στην πιο όμορφη χώρα του κόσμου, έλεγε κάποτε η εθνική τουριστική καμπάνια. Στη χώρα του «όλο και κάτι λιγότερο» θα λέει η τωρινή.
Discussion about this post