Δεν είναι μόνο ότι φιλοξενεί σχεδόν όλους τους Έλληνες, λειτουργεί και σαν ένα τεράστιο «κοιμητήριο», όπου εύκολα, μέσα στην «ανωνυμία» που προσφέρει λόγω πλήθους, βρίσκεις έστω κι έναν «πρόχειρο τάφο» για να «θάψεις» ένα παρελθόν που θέλεις να ξεχαστεί και που μόνο εσύ ξέρεις — άγνωστος μεταξύ αγνώστων τώρα. τι βάσανο είναι να το κουβαλάς σαν κακή κληρονομιά.
Άτυχοι έρωτες, αμαρτίες γονέων, πολιτικά μαρκαρίσματα, ξεφτίλες κάθε είδους, τραγωδίες, κωμωδίες, φαρσοκωμωδίες, αθετήσεις, νιτερέσα κακοφορμισμένα, φτώχεια που με κουρέλιασες, συγγνώμες που δεν ζητήθηκαν ποτέ, δανεικά κι αγύριστα, βεντέτες ανολοκλήρωτες, αλήθειες και ψέματα. Στις επαρχίες και στα χωριά κάθε ματιά επικυρώνει το ανεξίτηλό τους, εδώ μεμιάς παραγράφονται, μ’ ένα εισιτήριο χωρίς επιστροφή αντί για συχωροχάρτι, κι όλα καλά κι όλα απ’ την αρχή. Γιατί πάνω απ’ όλα η πόλη μας, για να ζήσουμε εμείς, προσποιείται ακόμα και το απέραντο νεκροταφείο του κακού παρελθόντος μας, αλτρουιστικά, χωρίς κανέναν εγωϊσμό, αφού με την πολύχρονη πείρα της έχει εμπεδώσει το βαθύτερο μυστικό της ύπαρξής της: «Οτιδήποτε εμποδίζει τη ζωή σου, θάψ’ το βαθιά μου κι εγώ θα ζω μαζί σου».
Άγγελος Παπαδημητρίου