Αυτές οι Κυριακές, φοράνε κορδέλα στα φρεσκολουσμένα μαλλιά τους, μυρίζουν το κοκκινιστό της μαμάς που τσιγαρίζεται με το κρεμμύδι σε πρώιμο στάδιο και έχουν μια την ίδια γεύση, ακόμα…
Το «ακόμα», είναι που με τρομάζει, η διάρκεια η ρουφιάνα, σαν μάλλινο πουλόβερ με φαγουρίζει! Η συστολή της υπακοής στο σύνταγμα που ποτέ δεν είχα σε εκτίμηση, η ουρά μου που κουνιέται ακούσια και με εμποδίζει να πετάξω.
Τις Κυριακές δεν τις θέλω, με αργίες ή χωρίς την επομένη, με σχολείο ή όχι, ακόμα και με τα μάτια κλειστά μετά από βαθύ λήθαργο, πάλι θα τις αναγνώριζα σαν λαγωνικό.
Στρώνω χρόνια το τραπέζι βέβαια, πάνω κάτω όπως το θυμάμαι από παιδί, είμαι εγώ η αποδομημένη οικοδέσποινα, ολωσδιόλου «δεσποσύνη» και με ένα χαμόγελο ως έπειτα από αποτυχημένη υαλουρονική παρέμβαση στο στόμα.
Μέσα μου τσιγαρίζομαι σαν το μοσχαράκι της μαμάς, ακούω ακόμα τα αθλητικά στην ατσούμπαλη τηλεόραση του παλιού καθιστικού μας και ας μην υπάρχει τίποτα εκεί, εκτός από την ουρά που με συνδέει άρτια με το παράλληλο σύμπαν μου. Δεν ξεφεύγεις γαμώτο από τις μύριες εγγραφές, τότε που σου φαινόταν ψηλά ο νεροχύτης και τα ντουλάπια δεν τα έφτανες… Δεν ξεφεύγεις, μπορεί να φεύγεις και να ψηλώνεις λιγουλάκι παραπάνω, αλλά παίρνεις όρκο πως θα χτυπήσει κάποιο κουδούνι, για να προλάβεις.
Κακά τα ψέματα, ζηλεύω όσους αγαπούν τις Κυριακές! Ψάχνω να δω τι τους βρίσκουν, τι βλέπουν; Ή τι δεν έχουν δει ως τώρα, κι έτσι τις χαίρονται… Τις βάζω κάτω κάθε φορά, τις ψηλαφίζω, τις θωπεύω διακριτικά, με την πρόθεση να μου παραδοθούν, κι αυτή να είναι και η μοναδική συμφωνία που μπορώ να κάνω μαζί τους. Μάταιο. Όλα ανελλιπώς πέφτουν στο κεφάλι μου τις Κυριακές· θέλω να τις απαξιώνω, πώς το λένε;
Νομίζω είναι αιμοβόρες και ύπουλες, έχουν ανακαλύψει την αχίλλειο πτέρνα μου και έτσι ξέρουν καλά την επιρροή που μου ασκούν και την υπεροχή τους! Ίσως πάλι επιδιώκουν να τις αγαπήσω, ποιος ξέρει;
Πίνω τον καφέ διπλοπόδι, διώχνω τους κακούς λογισμούς, βάζω λαϊκά έτσι για να πιάσω πάτο, σε μια ομοιοπαθητική διαδικασία, με την ελπίδα της ανάδυσης και τον εγωισμό πως δεν παραδίδομαι αμαχητί. Και τους γυρίζω τις πλάτες. Κάνω βέβαια τη σάλτσα μου κόκκινη και ψάχνω τα ελληνικά τα μεσημέρι τους, αλλά…
Εγώ προτιμώ τις Τετάρτες, αγαπητές, κομπλεξικές μου Κυριακές!
Δε ζητάνε τίποτα, είναι άλουστες, στη «μέση του δρόμου» και μπορούν να πάνε ακόμα, όπου γουστάρουν!