Αυτό είναι ένα δύσκολο άρθρο. Γράφω και σβήνω, ξανά και ξανά γιατί η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο να σεβαστείς την γνώμη του επιστήμονα χωρίς να χάσεις την κριτική σου σκέψη δεν είναι εύκολη. Γιατί το να θίξεις θέματα που αφορούν παιδιά, χωρίς καμία διάθεση να καταδικάσεις τον γονιό είναι περίπλοκο. Γιατί το να ασκήσεις κοινωνική κριτική χωρίς να κάνεις φθηνό πολιτικό σχολιασμό είναι ζόρικο. Εύχομαι τα παιδιά μας πάντα να είναι καλά. Εύχομαι επίσης να μπορούμε διεκδικήσουμε όποιες αλλαγές χρειάζονται για το πετύχουμε αυτό.
Παρατηρώ να ανοίγουν σε κάθε τετράγωνο κέντρα στήριξης και μελέτης, εργοθεραπείας και λογοθεραπείας. Ακούω παιδιά όλο και νωρίτερα να παραπέμπονται για θεραπείες. Για να γλυτώσουμε μελλοντικά θέματα. Για να τα πάνε καλύτερα στο σχολείο. Γιατί μόνο η εξειδικευμένη παρέμβαση μπορεί να φέρει αποτέλεσμα. Ξεχωριστά λογοθεραπεία για το ρ, ξεχωριστά εργοθεραπεία για τη διάσπαση προσοχής, ξεχωριστά οι βιταμίνες, ξεχωριστά η μαμά… Δεν είναι φαινόμενο ελληνικό, αν και ευδοκιμεί και σε ελληνικό έδαφος. Σύμφωνα με εκτιμήσεις απο τις ΗΠΑ το ρεαλιστικό ποσοστό των παιδιών με ΔΕΠΥ είναι 5% του γενικού πληθυσμού, την ώρα που τα διαγνωσμένα περιστατικά σε ορισμένες χώρες φτάνουν το 30%. Εκείνο το 25% παραπάνω λοιπόν, πως προκύπτει;
Αναμφισβήτητα, oι τελευταίες δεκαετίες έδωσαν όνομα και κλινική υπόσταση σε πολλές παθήσεις . Παιδιά, που ασφυκτιούσαν στον σχολικό χώρο (ο οποίος μην γελιόμαστε, ένα προαύλιο του ακαδημαϊκού καλουπιού είναι) και υπέφεραν για αυτό, δικαιώθηκαν επιτέλους. Δεν είναι τεμπέλικα, δεν είναι χαζά, δεν είναι ατίθασα. Διαφέρουν νευρολογικά. Ο εγκέφαλός τους είναι πλασμένος με παραλλαγές από αυτό που ονομάζουμε νευροτυπικό. Τελικά πόσοι έχουμε όμως αυτόν τον νευροτυπικό εγκέφαλο, και πόσο σημαντικός είναι πια για την επιβίωση;
Πως πουλάς την θεραπεία σε ένα κέντρο μετά την σχολική μελέτη σαν “μπονουσάκι”; Πόσο επιθετικό αλλά και εξευτελιστικό είναι αυτό για εκείνους που πραγματικά την έχουν ανάγκη και βιώνουν το στίγμα;
Δημιουργείται η αίσθηση οτι ο νευροτυπικός εγκέφαλος είναι εκείνος που σου επιτρέπει να περάσεις πιο ομαλά από το εκπαιδευτικό σύστημα ( το οποίο κατά βάση είναι εκείνο που βρίσκει το “πρόβλημα”). Να έχεις δηλαδή περισσότερη υπομονή, καλή μνήμη και να επικοινωνείς ορθά. Δεν γίνεται λόγος για τις υπόλοιπες ικανότητες, την δημιουργικότητα, την ηγετικότητα, το ταλέντο στα αθλήματα ή τη μουσική. Ενδεχομένως, σε ένα διαφορετικό σύστημα εκπαίδευσης να μην γινόταν λόγος για τις συγκεκριμένες ελλείψεις. Σε ένα σύστημα με λιγότερους μαθητές ανά εκπαιδευτικό, με προετοιμασμένους δασκάλους που έχουν περιθώριο να στηρίξουν την δυσκολία του μαθητή, ίσως το ίδιο το σχολείο να ήταν θεραπευτικό. Δεν μειώνω καθόλου της αξίας της κάθε παρέμβασης, ούτε αμφισβητώ την αποτελεσματικότητα τους, αλλά κρατάω κατά νου οτι ο σκοπός της όποιας θεραπείας είναι να σε κάνει να λειτουργήσεις καλύτερα σε σχέση με τον “υγιή” μέσο όρο. Ως εκεί, έχει σπουδαίες δυνατότητες, ειδικά όταν έρχεται στην ώρα της και εφαρμόζεται ολιστικά.
Σε ένα επάγγελμα μη κατοχυρωμένο, όπως για παράδειγμα ο λογοθεραπευτής στην Ελλάδα, πως ξέρεις ότι πραγματικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος με έναν ειδικό επιστήμονα που αμερόληπτα συστήνει κάτι για το καλό του παιδιού;
Ολιστικά σημαίνει οτι 1 ώρα λογοθεραπεία από μόνη της δεν πρόκειται να μεταμορφώσει ένα παιδί σε κάτι που επιθυμεί ο γονιός. Ειδική θεραπεία δεν έπρεπε σημαίνει περισσότερες ώρες (κατ)αναγκαστικής μελέτης για το παιδί. Δεν θα έπρεπε να σημαίνει περισσότερη μοναξιά. Οι θεραπείες δεν είναι συμπληρώματα διατροφής ή ενισχυτική μελέτη (να κάνει λίγα ιδιαίτερα στα μαθηματικά να βελτιώσει τον βαθμό του). Έρχονται μετά από διάγνωση και αυτό κουβαλάει ένα τεράστιο βάρος επάνω του, που μόνο ο ειδικός θεραπευτής μπορεί να σηκώσει σε συνεργασία με ολόκληρη την οικογένεια. Μην υποτιμάμε τη σημασία της λέξης διαταραχή. Πως πουλάς την θεραπεία σε ένα κέντρο μετά την σχολική μελέτη σαν “μπονουσάκι”; Πόσο επιθετικό αλλά και εξευτελιστικό είναι αυτό για εκείνους που πραγματικά την έχουν ανάγκη και βιώνουν το στίγμα;
Οι οικογένειες που αντιμετωπίζουν τεράστια ανάγκη τέτοιων παρεμβάσεων τρέχουν ξανά και ξανά σε εκτιμήσεις ειδικών στα παιδιατρικά νοσοκομεία για να εξασφαλίσουν το αυτονόητο της κρατικής συμμετοχής στο κόστος. Όταν μπαίνει στην εξίσωση ο ιδιωτικός τομέας, και πόσο μάλλον όταν κυριαρχεί στον χώρο των ειδικών θεραπειών, πως μπορεί κανείς να διασφαλίσει την αφιλοκερδή και αντικειμενική αντιμετώπιση; Σε ένα επάγγελμα μη κατοχυρωμένο, όπως για παράδειγμα ο λογοθεραπευτής στην Ελλάδα, πως ξέρεις οτι πραγματικά βρίσκεσαι αντιμέτωπος με έναν ειδικό επιστήμονα που αμερόληπτα συστήνει κάτι για το καλό του παιδιού;
Πιστεύω ακόμα ακράδαντα, ότι καμία γενιά δεν πρέπει να θεωρείται πιο “άρρωστη” από τα τις προηγούμενες.
Για το παιδί τι νόημα άραγε αποκτούν όλα αυτά; Από τη μια, με τόσες διαγνώσεις, κάπως περιορίζεται η περιθωριοποίηση, αφού όλοι “έχουν” από κάτι. Από την άλλη, φαίνεται το νέο φυσιολογικό είναι να ζεις με παρεμβάσεις από ειδικούς. Άραγε τα παιδιά σε θεραπεία νιώθουν οτι πρόκειται για βοήθεια, για υποστήριξη; Εφ’ όσον είναι τόσο συχνό το φαινόμενο, μήπως θα έπρεπε να το αναλύσουμε και λίγο κοινωνικά; Η πρόληψη είναι ανύπαρκτη όπως και η παρέμβαση “μείωσης βλάβης”. Ψυχολόγοι στα δημόσια σχολεία υπάρχουν σποραδικά και όχι σε όλα. Τα παιδιά τελικά, ανάμεσα στις οθόνες, το ολοήμερο σχολείο, τις επιπλέον ώρες για θεραπείες, πότε μπορούν να είναι απλά παιδιά, χωρίς προσδιορισμούς και διαγνώσεις;
Καθώς γραφόταν αυτό το άρθρο, με κάθε παράγραφο, οι ερωτήσεις μου γίνονταν περισσότερες από τις απαντήσεις που υπήρχαν. Πιστεύω ακόμα ακράδαντα, οτι καμία γενιά δεν πρέπει να θεωρείται πιο “άρρωστη” από τα τις προηγούμενες. Θέλω να πιστεύω επίσης, οτι όλοι, καθώς θεραπεύουμε το σύμπτωμα, ταυτόχρονα ψάχνουμε την αιτία. Ειδάλλως, απλά προσθέτουμε ένα ακόμα φάρμακο στη συλλογή μας, την ώρα που τα παιδιά μας μένουν νηστικά από τα πιο βασικά πράγματα που θρέφουν την ανάπτυξη τους.