Τον Πάνο τον γνώρισα σε μια πλατεία της Κυπριάδου, την ώρα του εγκλήματος, όπως λένε. Σε ένα από τα παγκάκια που κάθεται ατελείωτες ώρες σκαλίζοντας, κόβοντας, βάφοντας και σκιτσάροντας τα έργα του. Το παρατσούκλι του στη γειτονιά είναι “ ο καλλιτέχνης”.
Όχι τυχαία. Οι κατασκευές του δεν είναι ούτε παιχνίδια, ούτε οικιακές εφευρέσεις. Είναι γελοιογραφίες. Πολιτικές. Κοινωνικές. Σατυρικές. Πικρές και χαρούμενες. Τρισδιάστατες. Μικρά αγάλματα στο χιούμορ, το κατεστημένο και τα κακώς κείμενα. Μα για ποιό λόγο, θα αναρωτηθείτε, να μπει κανείς σε τόσο κόπο, να σκαλίζει πρόσωπα και να εκπονεί συνθέσεις για την “πει” στη κρίση ;
“Δεν μπορώ αλλιώς, έχω ανησυχίες εφήβου” απαντάει ο Πάνος Φλώρος. Αυτές οι ανησυχίες τον έφεραν κάποτε από την επαρχία στην Αθήνα, τον ώθησαν να ασχοληθεί με τις γραφικές τέχνες και τελικά να υπηρετήσει, για πολλά- πολλά χρόνια τον ελληνικό τύπο, ως σκιτσογράφος. Την τελευταία δεκαετία, έχοντας αισίως πάρει σύνταξη αυτός, και την κάτω βόλτα η ζήτηση στη γελοιογραφία, συνεχίζει ατάραχος να κάνει αυτό που αγαπά, δοκιμάζοντας μια νέα προσέγγιση, όπως λέει, που πριν από αυτόν είχε χρησιμοποιήσει μόνο “ ο μεγάλος Μποστ”.
Γιατί δουλεύει έξω; “Γιατί έχω το φως και τη φύση”. Ενίοτε έχει και απροσδόκητο κοινό. “ Την εποχή που κυνηγούσαν τον Κουφοντίνα, καθόμουν σε ένα αλσάκι, πρωί- πρωί με το Νεσκαφέ μου. Έφτιαχνα μια βόμβα από φελιζόλ- σάτιρα στα τελευταία γεγονότα. Με το φιτίλι της, το ρολογάκι της, το κουρδιστήρι. Βλέπω λοιπόν ξαφνικά πίσω από τον θάμνο δυο κεφάλια αστυνομικών να με κοιτάνε. Μόλις γύριζα- σκύβανε. Σου λέει, αυτός ετοιμάζει βόμβα, πιάσαμε λαυράκι.”
Αγαπάει την παλιά Αθήνα, θαυμάζει την Ακρόπολη, όχι σαν μνημείο, σαν έργο τέχνης. Μιλάει με συγκίνηση για τον τρόπο που είναι τοποθετημένοι οι κίονες, πως υψώνεται σαν προέκταση του ιερού βράχου. Αναρωτιέμαι αν έχω ακούσει ποτέ ξεναγό να μιλάει με τέτοια αγάπη για τα αξιοθέατα. Παραπονιέται που η πόλη έγινε “τσιμεντόπετρα”. “Είχε δίκιο ο Τσαρούχης που είπε, οτι μεγάλος ευεργέτης θα είναι όχι αυτός που θα χτίσει την Αθήνα, αλλά αυτός που θα τα την γκρεμίσει”.
Προσπαθούμε να ιχνηλατήσουμε την έμπνευσή του, αλλά όπως κάθε Μούσα δεν αποκαλύπτει εύκολα τα βήματά της. “ Οι πρωινές εφημερίδες. Πράγματα που μου έρχονται. Έχω δανειστεί και γκράφιτι, ορισμένα είναι πανέξυπνα.” Όπως κάθε καλλιτέχνης, ανησυχεί για τα μηνύματα των έργων του. Διστάζει μην προκαλέσει με τα πολιτικά σχόλια. “ Όταν μίλησα με ένα χώρο για να κάνω έκθεση, με ρώτησαν κατευθείαν με ποιο κόμμα είμαι. Δεν μου άρεσε. Δεν δουλεύουμε για προπαγάνδα.” Η γνώμη του για τα πολιτικά εξάλλου είναι ξεκάθαρη: “Κουλουβάχατα, η λέξη παρεμπιπτόντως είναι αραβική, έχω κάνει στη Λιβύη και το έμαθα. Έκανα και κει γελοιογραφίες, για τα προοδευτικά στοιχεία. “Μπάνος” με φωνάζανε” – γελάει.
Στις κατασκευές του δένουν πάσης φύσεως υλικά. Παλιά κουκλάκια, φυσικά υλικά, καθημερινά αντικείμενα. Κάποια είναι έντεχνα σκαλισμένα από τον ίδιο, όπως το φίδι για το σκάνδαλο της Novartis. “ Έμφυτο” λέει. “ Από μικρός αποσυναρμολογούσα όλα τα παιχνίδια για να φτιάξω νέα, δικά μου. Με τη γελοιογραφία πρέπει να είσαι και σεναριογράφος, και σκηνογράφος και ζωγράφος. Πρέπει να είσαι απίκο”. Ο σύγχρονος γκαλερίστας θα τα ονόμαζε αντικείμενα τέχνης – art object. Είναι παράξενη, σχεδόν εξωτική η παρουσία τους στο παγκάκι, στο τραπεζάκι του καφενείου. Είναι αντικείμενα που περιμένεις να δεις σε ένα εκθεσιακό χώρο.
Αυτό είναι και το όνειρο του Πάνου. Να κάνει μια έκθεση, με τα περισσότερα από εκατό πια έργα του. Έχει διαλέξει και τίτλο: “Ο τροϊκανικός πόλεμος και η Οδύσσεια ενός λαού”. Με ξεναγεί σε μερικά από αυτά και χαίρομαι σαν μικρό παιδί την ώρα που “πιάνω” το χιούμορ του σε κάθε λεζάντα. Άραγε “καλλιτέχνης” γεννιέσαι η γίνεσαι; Και αν γίνεσαι, που; Στην Καλών Τεχνών ή μέσα στα τυπογραφεία και τα παγκάκια της πλατείας; Σε κάθε περίπτωση ο Πάνος με γεμίζει αισιοδοξία. Όσο υπάρχει ήλιος, όσο υπάρχει έμπνευση και όσο υπάρχουν αυτές οι “εφηβικές” ανησυχίες, η κρίση, η ηλικία, τα κακώς κείμενα θα είναι απλά κακομούτσουνες μάγισσες που κουνάνε τις γροθιές τους επάνω στις γελοιογραφίες του.
Discussion about this post