Όμως, ο ίδιος είναι πιο «φυσιολογικός» από όσο θα ήλπιζαν οι ορκισμένοι θαυμαστές του έργου του: παθαίνει σοκ στη θέα του αίματος, είχε μια ανέμελη και όμορφη παιδική ηλικία και του αρέσει να το ρίχνει έξω. Ίσως είναι οι πέντε γάτες που αλωνίζουν στα γραφεία παραγωγής των σειρών του που δημιουργούν το κλισέ ενός καλλιτέχνη που εμπνέεται από την ανθρώπινη ψυχή όταν αυτή ξεφεύγει από τα όριά της και επιτρέπει στο σώμα να καταστρέψει και να καταστραφεί.
Τον καλώ και δεν το σηκώνει. Απογοητεύομαι. Ύστερα, θυμάμαι ότι δεν απαντά σε νούμερα που δε γνωρίζει-πολλοί το κάνουν και καλώς. Ενδεικτικό του πόσο συχνά χτυπά το κινητό τους, ίσως.
Του Πάνου Κοκκινόπουλου χτυπά ασταμάτητα από φίλους, θαυμαστές, επίδοξους συμπαίκτες στο μεγάλο κινηματογραφικό παιχνιδοτάξιδο που ξεκίνησε πριν πολλά, πολλά χρόνια στην ελληνική τηλεόραση και συνεχίζει με επιτυχία. Πέντε φίλοι μου ηθοποιοί με παρακάλεσαν να μιλήσω για αυτούς σε εκείνον, μόλις έμαθαν ότι θα τον συναντούσα, κανονίζοντάς το τελικώς μαζί του μέσω sms.
Εγώ ακόμα δεν το έχω πιστέψει ότι τον συνάντησα. Ζητώ συγγνώμη προκαταβολικά για αυτό το κείμενο-δεν πρέπει να παίρνουμε συνεντεύξεις από ανθρώπους που θαυμάζουμε υπερβολικά. Όμως, κι αυτό είναι μια πρόκληση, έτσι δεν είναι;
Ο Πάνος Κοκκινόπουλος αγαπά τις προκλήσεις και, ήρεμος καθώς παρατηρεί τα πάντα, με τον ρυθμό που αναβοσβήνει ένα από τα κουβανέζικα πούρα του, ζει μια ζωή αρμονική και μάλλον όμορφη, ανάμεσα σε Τέχνη και Ζωή. Όπου Τέχνη, βάλε κυρίως μουσικές (αρκετές από τις οποίες του έμαθε η κόρη του να ακούει ) και ταινίες. Μας έμαθε τόσα και τόσα κορυφαία ξένα κομμάτια και μας έσχιζε στα δύο όταν τα συνδύαζε με επικές σκηνές αιματοχυσίας ή θρήνων. Όπου Ζωή, βάλε… ποιος ξέρει; Κοκκινόπουλος είναι αυτός. Το βέβαιο είναι ότι αγαπούσε ανέκαθεν-η ίδια η ζωή του το έχει δείξει- τις γυναίκες. Είχε σπουδαίες και ωραίες στο πλευρό του. Και ανυπομονώ να του ζητήσω να μου μιλήσει για τη Γυναίκα μέσα από τον φακό του, που πολύ συχνά τη δικαιώνει, την αγαπά, την προστατεύει. «Η γυναίκα είναι ανώτερο είδος στην τροφική αλυσίδα. Ξέρετε πολλούς χήρους; Εγώ χήρες ξέρω! Έχουν ανεπτυγμένα πράγματα και λειτουργίες που δεν διαθέτουν οι άντρες, όπως ας πούμε τους γευστικούς κάλυκες. Έχουν 1.200 περισσότερους από τους άντρες. Αυτό το έμαθα τυχαία στην Κούβα, γιατί οι περισσότεροι δοκιμαστές πούρων είναι γυναίκες.»
Η γυναίκα της ζωής του, το alter ego του και ο οικονομικός εγκέφαλος πίσω από τα καλλιτεχνικά του projects δεν είναι άλλος από την πρώην σύζυγό του, Μπέση Βουδούρη, που διευθύνει τη Frenzy Films.
Στα γραφεία της Frenzy, πίσω από το Hilton και με το ρολόι να κάνει τα δεκαπέντε λεπτά χρόνου που είχα με τον Κοκκινόπουλο να μοιάζουν δευτερόλεπτα, πραγματοποιήθηκε η συνέντευξή μας. Έξω από το γραφείο του, καλεσμένοι φίλοι και ηθοποιοί σχολιάζουν το πρώτο επεισόδιο της νέας σειράς «Ου φονεύσεις» που προβάλλεται εκείνο το βράδυ από το καινούργιο κανάλι Open.
θέλω μαζί του 5 ώρες. Τουλάχιστον.
Ο δαιμόνιος, μαυροντυμένος σκηνοθέτης, μετά το πέρας της βραδιάς, όμως, κατάκοπος πια, θα επιστρέψει στο διαμέρισμά του στο Κολωνάκι, να ξεκουραστεί λίγες ώρες πριν τα αυριανά γυρίσματα. Όλη του η ζωή, αυτό το πάθος: με μια κάμερα στο χέρι να φυλακίζει ομορφιές κι ασχήμιες, να καδράρει και να εντοπίζει την αλήθεια των ηρώων του, πασπαλίζοντάς τη με τρυφερότητα, σαρκασμό, απαξίωση και μια μεγάλη ακόμα γκάμα συναισθηματικών αποχρώσεων. Τα πρότυπά του , άλλωστε, βρίσκονται μέσα σε αριστουργήματα της μεγάλης οθόνης, όπως αυτά του αγαπημένου του Χίτσκοκ, αλλά και του Αγγελόπουλου. Γύρω από τα πόδια του, μεγάλοι γάτοι, πανέμορφοι, λιγάκι τρομακτικοί όπως περιφέρονται ανάμεσα από ράφια με τρομακτικά gadgets για τα γυρίσματα. Και να τα σφυριά, τα κομμένα χέρια, τα κόκαλα…
Ο Πάνος Κοκκινόπουλος καθισμένος στη δερμάτινη καρέκλα του, τρώει κοτόπουλο και καπνίζει πούρο. Ατάραχος. Με αυτά τα μεγάλα μάτια του και από κάτω το σταθερό, μα ειλικρινές χαμόγελο. Απόλυτα ανοιχτός και φιλόξενος. Ταυτοχρόνως, ερμητικά κλειστός και διακριτικά αποτραβηγμένος από το μαγνητόφωνό μου, από τους εορτασμούς έξω από την κλειστή πόρτα, από όλα τα τρέχοντα και ρευστά.
«Αυτό που σε τυφλώνει είναι
το δικό σου το σκοτάδι» λέει ο ίδιος στο teaser του Ου Φονεύσεις. Και ίσως, για τους φανατικούς πλην νεότερους θαυμαστές του, ήταν η πρώτη φορά που άκουσαν την απαλή και απρόσμενα ζεστή φωνή του αγαπημένου τους σκηνοθέτη. Αυτού που ξεκίνησε να βρίσκεται στην ελληνική τηλεόραση το 1983 και να γίνεται στ’ αλήθεια αγαπητός από το 1992, με την διάσημη «Ανατομία Ενός Εγκλήματος» που ήταν η αρχή μιας πολύ, πολύ επιτυχημένης πορείας.
Το 1974 του ζήτησαν να κάνει ένα ντοκιμαντέρ για την πρώτη επέτειο της Μεταπολίτευσης και το 1975 χρονιά κάτι αντίστοιχο για την 28η Οκτωβρίου. «Από το ντοκιμαντέρ λίγο ως πολύ έβγαινε ότι οι φαντάροι είπαν το ΟΧΙ και όχι οι αξιωματικοί. Έγινε της τρελής. Έπεσε η διοίκηση της ΕΡΤ, μου έβγαλαν το παρατσούκλι ο “Κόκκινος Κοκκινόπουλος”. Για πολλά χρόνια κόπηκα από την τηλεόραση. Επανήλθα για κάποια ντοκιμαντέρ και όταν άνοιξε πια η ιδιωτική τηλεόραση βρήκα τον δρόμο μου», έχει δηλώσει ο μετρ της Κομμένης Ανάσας, των σιωπών, ο σκηνοθέτης-ανατόμος των ανθρώπινων ψυχών, αλλά και ο υπερταλαντούχος μουσικός επιμελητής των δουλειών του.
Δέκατη Εντολή, Κόκκινος Κύκλος, Τρίτος Νόμος… Τώρα Ου Φονεύσεις. Κιλά κόκκινης μπογιάς, κιλά αλήθειας βγαλμένης απευθείας από τα σπλάχνα του κάθε συνεργάτη του. Στο ενεργητικό του, έχει σπουδαίες συνεργασίες. Από συμμετοχή του ως ηθοποιού σε ταινία του Αγγελόπουλου, μέχρι τηλεοπτική μεταφορά μυθιστορήματος του φίλου του Πέτρου Μάρκαρη. Χώρια όλοι αυτοί οι τεράστιοι Έλληνες ηθοποιοί, πολλοί από τους οποίους μέσα από δουλειές του έχουν αναδειχθεί. Ποιος άλλος άραγε θα μπορούσε να τους τσαλακώσει τόσο μαγικά; Ποιος άλλος θα μπορούσε να φανταστεί την αγγελική φιγούρα της Παναγιώτας Βλαντή να πρωταγωνιστεί ως η απόλυτη σκύλα στα «Μαύρα Μεσάνυχτα»; Την αισθησιακή, απόλυτη θηλυκιά Καραμπέτη να ικετεύει έναν άντρα να τη σκοτώσει, για να απαλλαγεί από τη δυστυχία της;
Του αρέσει να γράφει και να μοντάρει βράδυ. Όποτε ξενυχτά, έχει τη δυνατότητα να ξυπνά αργά το επόμενο πρωινό. Εκτός κι αν είναι μέρα γυρίσματος. Ο Πάνος Κοκκινόπουλος καταπιάνεται εδώ και χρόνια με αποτρόπαια εγκλήματα, ορισμένα από τα οποία έχουν στ’ αλήθεια συγκλονίσει τη χώρα. Κυρίως, όμως, σκιαγραφεί τους πρωταγωνιστές τους, τους θύτες και τα θύματα. Σε τροχιά παράλληλη με αυτή της λογικής και της δικαιοσύνης, ο σκηνοθέτης χαράσσει τη δική του εικαστική και ψυχαναλυτική πορεία μέσα στη συνείδηση κάποιας ή κάποιου που αφαιρεί σε μια στιγμή τη ζωή ενός ανθρώπου.
«Είμαστε όλοι δυνάμει δολοφόνοι. Καθένας μας μπορεί να ξεπεράσει τα όριά του. Αυτό αποδεικνύεται με τον πόλεμο. Όταν ξεσπούν πόλεμοι ανάμεσα στα κράτη, όλοι σκοτώνουν όλους, χωρίς να είναι, αυτό που λέμε… δολοφόνοι. Γίνονται, όμως.»
Η παιδοφιλία και το trafficking τον πληγώνουν. Με την παιδοφιλία, έχει δηλώσει πως δεν επιθυμεί, δεν αντέχει να ασχοληθεί. Για το trafficking δημιούργησε πάντως ένα εκπληκτικό επεισόδιο με πρωταγωνίστρια τη Λένα Παπαληγούρα στον τελευταίο κύκλο της 10ης Εντολής. Δεν ενδιαφέρεται, όμως, να γνωρίσει δολοφόνους και εγκληματίες, δεν είναι ερευνητής, ψυχολόγος ή δημοσιογράφος. Σκηνοθέτης είναι και τον αφορά ο τρόπος με τον οποίο οι ηθοποιοί με τους οποίους δουλεύει θα ενσαρκώσουν τους ρόλους τους.
Όμως, ο Πάνος Κοκκινόπουλος έχει σπουδάσει ψυχανάλυση. Στο Παρίσι, μετά τις σπουδές του στο σινεμά. Κι ίσως αυτό τον βοηθά να καταλαβαίνει τι μπορεί να βγάλει ο ίδιος από κάποιον ηθοποιό. «Δεν κάνω οντισιόν. Μιλάω με έναν ηθοποιό, τον περιεργάζομαι. Το προτιμώ. Όταν σπούδαζα και δούλευα στη Γαλλία, ήμουν βοηθός σκηνοθέτη και οργάνωνα οντισιόν για θέατρο και σινεμά. Είχα δει λοιπόν τότε πόσο απάνθρωπα φέρονται οι παραγωγοί και οι σκηνοθέτες στους ηθοποιούς. Ορκίστηκα ότι αν γίνω ποτέ σκηνοθέτης δεν θα κάνω ακροάσεις. Πλέον, σαράντα χρόνια φούρναρης… καταλαβαίνετε! Με τους ηθοποιούς, αλλά και τους συνεργάτες στην παραγωγή είμαστε, πλέον, μία οικογένεια. Παίζουμε σφαλιάρες, πίνουμε, τρώμε μαζί, γελάμε, πάμε στο γήπεδο. Δηλαδή, ζούμε. Το συνεργείο μας είναι όλοι Παναθηναϊκοί.»
Απολύτως. Κι ας παραξενεύομαι λίγο όταν μου εξηγεί ότι δεν αγαπά το θέατρο ως περιβάλλον εργασίας-κι ας έχει ασχοληθεί, φυσικά, με πιο πρόσφατη δουλειά το Frozen. Ο λόγος; Δεν μπορεί να ελέγξει τους ηθοποιούς του. «Στο θέατρο, θα βγει να παίξει μόνος του. Στο γύρισμα, μετά από 15 λήψεις, θα το βγάλει αυτό που πρέπει! Είπα, λοιπόν, να μην κάνω πια θέατρο, δεν το αντέχω τελικά.»
Όλοι οι παρευρισκόμενοι ηθοποιοί ομολόγησαν ότι αγαπούν και σέβονται τον Κοκκινόπουλο. Τα γυρίσματα είναι κοπιαστικά και μπορεί να κρατούν ατελείωτες ώρες. Αφού, βέβαια, έχουν προηγηθεί εξίσου ατελείωτες πρόβες. Λεπτομέρεια. Τεχνική. Χτίσιμο ατμόσφαιρας. Η επιτυχία δεν είναι και τόσο τυχαία τελικά…
«Ο σκηνοθέτης πρέπει να πείθει τους συνεργάτες του ότι ξέρει τι θέλει. Ακόμα κι αν δεν ξέρει. Πρέπει να είναι ετοιμόλογος, άμεσος, να στέκει δυνατός απέναντι στους ηθοποιούς
και να τους δίνει τη δυνατότητα να προτείνουν πράγματα.
Από αυτά, ο σκηνοθέτης κρατά τα καλά, αν αξίζουν. Είναι μεγάλη υπόθεση να μπορείς να βγάζεις το καλύτερο από τον συνεργάτη σου», λέει ο Πάνος Κοκκινόπουλος και συνεχίζει : «Οι σειρές μου δεν είναι αστυνομικές, κι ας είναι όλοι οι αστυνομικοί φαν μας -μην το γράψετε αυτό.» Αυτό το γράφω, το παρακάτω που μου είπε και γελάσαμε, όχι. «Μία φορά, εξ αφορμής ενός επεισοδίου, είχαμε δεχθεί μια αγωγή περίεργη για ένα επεισόδιο που κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι είναι απαράλλαχτη η ιστορία της αδερφής τους. Ουσιαστικά, λεφτά θέλανε.»
Τα λεπτά τελειώνουν, ο χρόνος του είναι πολύ λίγος. Είναι τόσες οι ενδιαφέρουσες ιστορίες… Ανάμεσα από τις ερωταπαντήσεις μας γελάμε. Είναι αργά, είναι νύχτα, είναι η αγαπημένη μας ώρα. Ο Πάνος Κοκκινόπουλος είναι εξαιρετική συντροφιά.
Γιατί αρέσουν τόσο πολύ, σε τόσους πολλούς και για τόσα πολλά χρόνια αυτά τα καλοφτιαγμένα επεισόδια ανθρώπινου πόνου και τρέλας; Αυτά, που φέρνουν και λίγο σε θρίλερ και που χαράσσονται μέσα μας ανεξίτηλα; Μας είναι, βέβαια, και οικεία, καθώς η ματιά του Κοκκινόπουλου και οι ακονισμένες, φυσικά, πένες των συνεργατών του, διεισδύουν στον πυρήνα της ελληνικής οικογένειας, αλλά και ψυχοσύνθεσης. Το μίζερο οικογενειακό, κυριακάτικο τραπέζι. Τα ψέματα. Η απιστία. Τα πάθη των ανθρώπων, ενώ στο βάθος από ένα τρανζίστορ ακούγεται ένας Καζαντίζδης. Ο Αλβανός εργάτης. Η μαύρη νύφη μιας ρατσίστριας, επαρχιώτισσας πεθεράς. Ο ειδικός, πάντως, στο θέμα του «κολλήματος» που έχει φάει το κοινό απαντά με ένα χαμόγελο που, προσωπικά, θα χαρακτήριζα… σαρδόνιο, σαν ορισμένων του ηρώων: «Οι θεατές νιώθουν τον primitive φόβο, τον αρχέγονο, τον ενστικτώδη, αυτόν που ένιωθαν οι άνθρωποι από αρχής του κόσμου, που νιώθουμε από όταν είμαστε παιδιά, χωρίς να ξέρουμε το γιατί. Αυτό ο φόβος δε συγκρίνεται με τον πραγματικό φόβο, αυτόν απέναντι στον αληθινό, εδώ και τώρα κίνδυνο και απειλή. Το να βλέπουμε ηθοποιούς να παριστάνουν ότι βασανίζονται, ξυπνά μέσα μας τον αρχετυπικό φόβο, τον ηδονικό φόβο. Η αδρεναλίνη αυτή κάνει τα πάντα…»
«Κάθε τελευταίο επεισόδιο είναι και το αγαπημένο μου», λέει στο τέλος, μιλώντας όμως εξίσου αργά και σταθερά. Εκτός από το «Ου φονεύσεις», το οποίο θα έχει και πιο… αστεία επεισόδια, όπως οι παλιότερες παραγωγές, ο Πάνος Κοκκινόπουλος και η Frenzy Films συζητούν και για μια μαύρη κωμωδία που, συνθηκών επιτρεπουσών, θα κυκλοφορήσει την επόμενη σεζόν στο Open. Αναμένουμε κι άλλη, κι άλλη τηλεοπτική ποίηση! Δεν χορταίνεται εύκολα, βλέπεις, αγαπημένε σκηνοθέτη…
Discussion about this post