Τη Δήμητρα Κονδυλάκη τη γνωρίζω προσωπικά, καθώς είχα τη χαρά να παρακολουθήσω μαζί της το Σεμινάριο Θεατρικής Μετάφρασης, που εδώ και αρκετά χρόνια λαμβάνει χώρα στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Όταν είδα ότι άρχισε να ασχολείται – πέρα από τη μετάφραση – και με τη σκηνοθεσία, χάρηκα ιδιαιτέρως και ανυπομονούσα να παρακολουθήσω το Spoon River Quartet στο Θέατρο Σταθμός. Εξ’ού και η επιθυμία μου για μια συζήτηση μαζί της, πέρα από τη σχέση δασκάλου-μαθητή. Σήμερα, η παράσταση κάνει πρεμιέρα και αύριο σταματάει πάλι λόγω των μέτρων κατά του COVID-19. Όμως, η κουβέντα μας αξίζει να δημοσιευθεί. Με την ευχή, οι παραστάσεις να ξεκινήσουν σύντομα, ξανά!
Περισσότερο σας γνωρίζουμε μέσα από τις θεατρικές μεταφράσεις έργων από τα γαλλικά στα ελληνικά. Πότε αποφασίσατε να ασχοληθείτε και με τη σκηνοθεσία;
Η σκηνοθεσία στο θέατρο είναι ένα πάρα πολύ ακριβό «σπορ», χρειάζεται συντονισμό πολλών ανθρώπων, συλλογική πίστη σ’ ένα καλλιτεχνικό όραμα και γερή παραγωγή – είναι σπάνιο και πολύτιμο να πληρούνται ταυτόχρονα όλες αυτές οι συνθήκες.
Είναι πολύ πιο εύκολο, αντικειμενικά, να δουλεύει κανείς μόνος του, γράφοντας, μεταφράζοντας, ετοιμάζοντας τα μαθήματά του για το πανεπιστήμιο, κάνοντας έρευνα… Αλλά όταν εργάζεται κανείς δημιουργικά για το θέατρο –με οποιαδήποτε ιδιότητα κι αν είναι αυτό–, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να μπορεί να δει ένα έργο, που έχει γράψει ή μεταφράσει ο ίδιος, να παίρνει σάρκα και οστά στη σκηνή.
Στην πραγματικότητα, μετάφραση και σκηνοθεσία είναι πολύ συγγενείς δραστηριότητες, καθώς και οι δύο έχουν να κάνουν με την Ερμηνεία.
Ως λειτουργία είναι αντίστοιχες: πηγαίνω προς ένα άλλο έργο και προσπαθώ να βρω μία ακριβή του αντιστοιχία σε μια άλλη γλώσσα: είτε πρόκειται για μια γλώσσα κειμενική, είτε για μια γλώσσα σκηνική, που αγκαλιάζει βέβαια και το κείμενο αλλά και όλες τις άλλες τέχνες που συνενώνει το θέατρο (την υποκριτική, τα εικαστικά, τη μουσική, τον φωτισμό κτλ.). Με τη σκηνοθεσία ασχολούμαι από πάντα – όλα είναι σκηνοθεσία.
Αφετηρία μου όμως είναι το κείμενο για το οποίο έχω ιδιαίτερη ευαισθησία, γι’ αυτό και δίνω μεγάλο βάρος στη μετάφραση και τη δραματουργία. Αυτό δε σημαίνει ότι η σχέση μου με το θέατρο εξαντλείται εκεί: το ζήτημα είναι πώς η δραματουργία θα περάσει μέσα απ’ το σώμα των ηθοποιών για να φτάσει στον αποδέκτη, που κάθεται στην πλατεία. Έχω μια αξίωση καθολικότητας από τη σκηνοθεσία, με την έννοια ότι θεωρώ πως πρέπει να ξεκινάει πάνω απ’ όλα από την επιθυμία να μοιραστείς ένα κείμενο, ένα νόημα. Πρέπει να υπάρχει ένα ισχυρό κίνητρο και το κίνητρο είναι αυτή η αναγκαιότητα να ειπωθεί κάτι που περνάει μέσα από συγκεκριμένες λέξεις (και συγκεκριμένα σώματα βέβαια).
Όπως λέει και ο Κομπέρ στην παράσταση, «η ζωή μας είναι οι λέξεις μας» ‒ για να καταλάβω, όμως, ποιες είναι πραγματικά αυτές οι λέξεις και να μεταδώσω κάτι αληθινό, αισθάνομαι πως πρέπει να ξεκινάω πάντα από το σημείο μηδέν. Κι αυτό ακριβώς προσπαθώ να κάνω: το ίδιο έκανα στη Σόνιετσκα με αφετηρία μια αυτοβιογραφική αφήγηση της ποιήτριας Μαρίνας Τσβετάγεβα (2006, Θέατρο Φούρνος), στο Σβήσε το πρόσωπό μου και ξαναρχίζουμε μια παράσταση για την πρώτη Ελληνίδα σουρεαλίστρια ποιήτρια, τη Μάτση Χατζηλαζάρου (2012-2013 Θέατρο Νέου Κόσμου), το ίδιο κάνω και τώρα με το Spoon River Quartet με αφετηρία και αυτό μια ποιητική Ανθολογία, την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ του Έντγκαρ Λη Μάστερς.
Και στις τρεις περιπτώσεις, αφετηρία είναι η ποίηση. Η ποίηση είναι το ανάχωμα στην πραγματικότητα που ζούμε. Η ποίηση είναι ένας τρόπος αντίστασης στον κακώς εννοούμενο ρεαλισμό που μας πολιορκεί (είτε πρόκειται για τα τηλεοπτικά ριάλιτι, είτε για τον ρεαλισμό στον οποίο μας εγκαλεί η πολιτική και η ανάγκη της επιβίωσης), ο οποίος τείνει να μας αποξενώσει από οτιδήποτε βαθύτερο – κυρίως την επιθυμία μιας αυθεντικής σύνδεσης με τον εαυτό μας και με τους άλλους. Γι’ αυτή την επιθυμία μιλάει κυρίως το Spoon River.
Γιατί διαλέξατε αυτό το συγκεκριμένο έργο; Τι ήταν αυτό που σας μαγνήτισε;
Αυτό που με μαγνήτισε καταρχάς στο έργο είναι η πυκνή, επιγραμματική γλώσσα του Μάστερς. Η ιδιότητά του να συμπυκνώνει μια ολόκληρη ιστορία ζωής μέσα σε λιγοστούς στίχους με αρχή, μέση, τέλος – κάτι που σύγχρονα κείμενα γραμμένα για το θέατρο δεν μπορούν να καταφέρουν, συχνά, σε ατελείωτες αφηγηματικές σελίδες.
Έχω την αίσθηση ότι είναι ζωτικής σημασίας η οικονομία του λόγου σε μια εποχή που κατακλυζόμαστε από ποταμούς ανουσιότητας στα κοινωνικά δίκτυα, στο ίντερνετ, την τηλεόραση, παντού. Έπειτα, με μαγνήτισαν οι ίδιες οι φωνές των κατοίκων του Spoon River που επινόησε ο Μάστερς, αντρών και γυναικών, κατατρεγμένων και ισχυρών, συζύγων και εραστών, συντηρητικών και ελευθεριακών, αστών και καλλιτεχνών–, των περισσότερων αιχμάλωτων ενός φοβερού εσωτερικού διχασμού ανάμεσα στην επιθυμία και στο κοινωνικά αναμενόμενο, που δεν μπόρεσαν να λύσουν και αυτό ακριβώς τους οδήγησε στον θάνατο.
Ο αγαπημένος μου στίχος είναι:
Η ζωή μου ήταν αντίξοη
κι όλα μέσα μου ήταν τόσο διχασμένα
που έκανα τον εαυτό μου πεδίο μάχης
στο οποίο και έπεσα.
Μέσα σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, επιλέξατε να ανεβάσετε την παράσταση. Πώς το αποφασίσατε;
Δεν αποφάσισα να ανεβάσω το έργο σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Η συγκυρία το αποφάσισε. Η πρεμιέρα της παράστασης, που ανεβαίνει με την υποστήριξη του ΥΠ.ΠΟ.Α ήταν προγραμματισμένη για τον περασμένο Απρίλιο. Εκείνη η πρεμιέρα ματαιώθηκε λόγω του lockdown που ζήσαμε την Άνοιξη.
Μετά το καλοκαίρι, ξαναρχίσαμε πρόβες σε συνθήκες ασφυξίας οικονομικής και σωματικής, μάσκες στην πρόβα, αγωνία για τον ιό, αγωνία για τη ματαίωση της παράστασης, ένα αίσθημα ότι βαδίζουμε στο πουθενά.
Ήμασταν τυχεροί όμως μέσα στην ατυχία: Πρώτον, τα εμπόδια δυνάμωσαν την επιθυμία μου να κάνω αυτό το έργο και δυνάμωσαν και τη σχέση με τους ανθρώπους δίπλα μου. Δεύτερον, είχα πάντα την έγνοια πώς θα αποδοθεί καλύτερα η χορικότητα που είναι το κύριο στοιχείο των αφηγήσεων ‒όλοι αυτοί μετέχουν μιας συλλογικής ιστορίας‒, κάτι που με απασχολούσε και πριν το lockdown και στο οποίο δεν είχα δώσει απάντηση.
Το lockdown με βοήθησε να το βρω: εφόσον η απόσταση μεταξύ των ηθοποιών έπρεπε να γίνει πλέον δομικό στοιχείο της παράστασης, επινοήσαμε με τον Κωνσταντίνο Τζήκα τη συνθήκη αυτού του επαρχιακού μιούζικ χωλ και του κουαρτέτου ερμηνευτών, κατά το πρότυπο των φωνητικών συνόλων του ’50, που διαμεσολαβούν, γίνονται ένα είδος μέντιουμ, μεταξύ των κατοίκων του Σπουν Ρίβερ και των θεατών. Αφού το πνεύμα τους, ανήσυχο ακόμα από τις εκκρεμότητες που άφησε πίσω στη γη, εναποθέτει απεγνωσμένα στους ηθοποιούς την ελπίδα να αναπαυτεί.
Υπάρχει ερμηνευτικά μια διαρκής είσοδος και έξοδος από τους χαρακτήρες, που σημαίνει, υπάρχει ειρωνία, υπάρχει σχόλιο, υπάρχει γέλιο, υπάρχει χαρά, υπάρχει θυμός, υπάρχει ένταση, υπάρχει ζωή. Κι έτσι νιώθω ότι είμαστε πολύ κοντά στο πνεύμα του Μάστερς και στο κοντράστ που η ποίησή του ζητάει: είναι μονόλογοι νεκρών αλλά μιλάνε για τη ζωή, για το αίτημα της ζωής ενάντια στην απονέκρωση του σώματος, του πνεύματος και της πραγματικής επιθυμίας – που πολλές φορές γίνεται προϋπόθεση της επιβίωσης. Αλλά ζωή και επιβίωση δεν είναι το ίδιο πράγμα.
Πόσο σχετίζεται η παράσταση με το σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι;
Κι έτσι ερχόμαστε στο πόσο σχετίζεται η παράσταση με το σημερινό κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν θα μπορούσε να σχετίζεται περισσότερο. Αυτό ήταν ένα ακόμα δώρο του Covid και του lockdown, όσο κι αν είναι παράδοξο. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος δάσκαλος από τα εμπόδια. Μετάφραση, δραματουργία και παράσταση αξεδιάλυτα δεμένα επιχειρούν να φωτίσουν αυτούς τους δύο αυτούς κόσμους σε διαρκή μάχη και αντιπαράθεση – τον κόσμο της ζωής και τον κόσμο του θανάτου.
Ειδικά σήμερα, που ζούμε σ’ ένα καθεστώς γενικευμένης διάχυσης του φόβου για τον θάνατο, η παράσταση έρχεται να σχετικοποιήσει αυτές τις έννοιες: ποιος είναι νεκρός και ποιος ζωντανός, πώς ακριβώς οι διαρκείς ματαιώσεις, οι κοινωνικές ανισότητες, η καταστροφική ασφυξία των αδυνάμων μέσα σε πατριαρχικά πρότυπα παράγουν άτομα και κοινωνίες ανελεύθερες, επικεντρωμένες αποκλειστικά στην ύλη και παραδομένες στην ύλη. Κοινωνίες όπου πρώτιστο αγαθό είναι η ασφάλεια και όχι η ελευθερία. Τέτοιες κοινωνίες όμως δεν αφήνουν κανένα περιθώριο στη ζωή. Έτσι, συνδέοντας πολυπρισματικά τον χώρο του ιδιωτικού με τον χώρο του δημόσιου, ο Μάστερς σπέρνει το μικρόβιο της κοινωνικής αμφισβήτησης, λέει: Όλοι αυτοί, οι άλλοτε ζωντανοί, δεν θα μπορέσουν ποτέ να επιστρέψουν για να αλλάξουν τη ζωή –και την κοινωνία– που έζησαν. «Εσείς;»
Τι εύχεστε για το μέλλον; Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Εύχομαι να τελειώσει το συντομότερο αυτή η ασφυκτική περίοδος και ν’ ανασάνουμε ελεύθεροι χωρίς μάσκες. Εύχομαι να μπορούσαν οι άνθρωποι να έχουν λίγο μεγαλύτερη ενσυναίσθηση και σεβασμό για τους άλλους, όσο διαφορετικοί κι αν είναι. Εύχομαι να μπορέσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να δουν αυτή την παράσταση το συντομότερο και να μην χρειαστεί να ξαναγίνει αυτό που γίνεται σήμερα: να μπει λουκέτο στα θέατρα, στα σινεμά, στις συναυλίες – που δεν είναι χώροι «ψυχαγωγίας», είναι χώροι συνύπαρξης, πνευματικής ανάτασης, ελευθερίας και στοχασμού και η λειτουργία τους είναι ζωτικής σημασίας για τη ζωή αλλά και την επιβίωση μιας κοινωνίας ολόκληρης.