Όλοι γύρω μας είναι κακοί. Σεξιστές. Παρανοϊκοί. Δυνάμει δολοφόνοι και βιαστές. Εμείς, οι καλοί, βρισκόμαστε πάντα στην σωστή πλευρά της ιστορίας και καλά θα κάνουν να μας φοβούνται.
Υπάρχει ένα φουντωμένο, φουσκωμένο κύμα οργής. Σαν κανόνας κάθε (μάλλον) εποχής. Όλα έχουν φτάσει τώρα σε επίπεδα υψηλά, δεν πεθαίνουμε από πανούκλα, ξέρουμε να γράφουμε το όνομά μας οι περισσότεροι πολίτες της πλάσης. Όμως, μαίνεται τρίτος παγκόσμιος πόλεμος και διχαζόμαστε συνεχώς. Έχουμε, ορισμένοι πολίτες της πλάσης, πολυτέλειες ανείπωτα πολυτελείς: να συζητάμε για την Παλαιστίνη σε ακριβά καφέ των urban downtown μας Ελλάδα Ευρώπη Αμερική, ρουφώντας μάτσα λάτε, με τα πατουσάκια μας μες στα ολοκαίνουργια παστέλ μπανανί μας Crocs. Δεν πιστεύω ότι δικαίωμα άποψης έχουν οι ξυπόλητοι άνθρωποι που ζουν εκτός πολιτισμού/καπιταλισμού και τρώνε καρύδια και χόρτα για να ζήσουν –αλλά να, πολύ παραδέχτηκα τους συμπολίτες μου που συμμετείχαν στην πορεία για την Αίγυπτο, για να δώσουν βοήθεια την κατακρεουργημένη Γάζα.
Οι συγκεκριμένοι που περπάτησαν (κι ας αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω) είμαι βέβαιη ότι δεν απασχολούνται σε αναρτήσεις και comments να καθυβρίζουν όσους και όσες μπορεί να διαφωνούν μαζί τους. Οι άνθρωποι που κάνουν, που πράττουν, που φέρονται σύμφωνα με την ιδεολογία τους, δεν σπαταλιούνται σε υστερικές κατατάξεις εαυτών τε και άλλων στη σωστή και τη λάθος πλευρά της ιστορίας.
Αυτές και άλλες φαιδρότητες (με μισανδρικό συνήθως πρόσημο) εξαπολύουν καθημερινά τόνους ηθικού πανικού, κάνοντας ανθρώπους με σώας τας φρένας να αμφισβητούν τις γνώσεις τους, τις εμπειρίες τους, τις απόψεις τους. Κι αν είναι πολύ εντάξει (έως και γαμάτο) να μπαίνεις σε διαδικασία αμφισβήτησης μιας άποψής σου, είναι πολύ τρομακτικό πράγμα η κατάφωρη απροθυμία των 24/7 υπερασπιστών της δικαιοσύνης να επανεξετάσουν τις δικές τους. Πέφτουμε συνεχώς σε παράδοξα: ακραίοι κομμουνιστές και ακραίοι δεξιοί βλογάνε τον Πούτιν. Ακραιφνείς φεμινιστικές φωνές και βαθιά σκοταδιστές άνθρωποι συγκλίνουν στο ότι, άιντε, πολλά θάρρητα δώσαμε στις «πουστάρες» και τις λεσβίες.
Κάποτε, ψάχναμε το δίκιο μας. Το εδραιώναμε με επαναστάσεις, μεταρρυθμίσεις, καταλήψεις. Ζητώ συγγνώμη για το καταχρηστικό πρώτο πληθυντικό. Το ζυμώναμε, το κουβεντιάζαμε, το συναποφασίζαμε, το διαμορφώναμε. Τώρα, μου φαίνεται πως ψάχνουμε συνεχώς το άδικό μας. Το πού αδικούμαστε εμείς. Η κωλάρα μας. Η αποψάρα μας. Που συχνά είναι η άποψη της παρέας μας ή ακόμα χειρότερα αγνώστων-που-συμπαθούμε-από-τα-σόσιαλ-άρα-αυτό. Και μου φαίνεται ακόμα (όχι ότι δεν το αιτιολογώ και καθόλου) ότι λυσσάμε για αδικίες παγκόσμιες, εθνικές, πολιτικές, κοινωνικές. Λυσσάμε για να βγάλουμε, υπερασπιζόμενοι και αλαλάζοντες, το άχτι το δικό μας. Τον πόνο τον δικό μας. Λυσσάμε (καλά, ανέκαθεν αυτό) να ανήκουμε κάπου. Εύκολα αποθεώνουμε ιδεολογικούς αρχηγούς, ξεχνώντας ή κάνοντας τα στραβά μάτια στα οφέλη που αποκομίζουν εκείνοι χαϊδεύοντας τ’ αυτάκια μας. Δεν μπορούμε να χωνέψουμε τις μεγάλες αλήθειες, που πάντοτε έχουν πολλά πρίσματα, φάσματα και μετερίζια. Μέχρι που μας βρίσκει, καμιά φορά, η αλήθεια εμάς, χτυπά την πόρτα μας.
Πάντα φτάνει η αλήθεια. Αλλά, δυστυχώς, καμιά φορά αργεί. Δεν έχουμε υπομονή. Απλώς λυσσάμε. Και κάπου ανάμεσα στον απισχνασμένο μας τραπεζικό λογαριασμό, στην ανάγκη μας να αντιδράσουμε, στην επιθυμία μας να είμαστε κι εμείς ρε παιδάκι μου κάπως αρεστοί, στην ατολμία μας να δούμε καθαρότερα, βαθύτερα, συνολικότερα, πέφτουμε θύματα. Να ζητήσουμε από τ’ αφεντικό μια μέρα άδεια, κωλώνουμε. Να υπερασπιστούμε τον δόλιο Πακιστανό που βρίζει η κυρία στο λεωφορείο, κωλώνουμε. Να πούμε στη μάνα μας ότι δεν θα παντρευτούμε τον Άκη γιατί πηδιόμαστε με τη Σούλα και μας αρέσει, κωλώνουμε. Αλλά να βρίζουμε όποιον έχει απορίες για την ομιλία του Τζούντιθ Μπάτλερ στην Δημοτική Αγορά Κυψέλης, δεν κωλώνουμε. Διαδικτυακά πάντα. Χαζά παραδείγματα τούτα. Ή και όχι.
Εάν εσύ, αναγνώστη, αναγνώστρια, νιώθεις πως όλοι γύρω σου είναι ηλίθιοι, μαλάκες, παραβιαστές και καραδεξιοί φασίστες, κοιτάξου λιγάκι, ψυχούλα μου. Άμεσα. Εάν νομίζεις πως εσύ είσαι καλός, άμεμπτη (google it), δίκαιος, σωστή, επειδή προσυπογράφεις χωρίς συλλογιστική επεξεργασία όσα σού λέει η Σολωμού, η Γιάμαλη, το Λούμπεν και ο «Μη γεννήσεις κοριτσάκι», έχω κάτι να σου πω: σκέψου. Σκέψου λιγάκι. Μη φοβάσαι που θα διαφωνήσεις και κάπου με ανθρώπους που θαυμάζεις. Είναι φυσικό και λογικό. Μη φοβάσαι αν θα σε κατηγορήσουν για μια αντιδημοφιλή άποψη – την έχουν δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες σου. Αλλά σκέφτονται όπως εσύ, καμιά φορά: άστο τώρα, πού να βάζουμε το μαχαίρι βαθύτερα στο κόκκαλο. Ο κόσμος είναι δύσκολα. Δεν θα αλλάξει όταν τα λέμε μεταξύ μας και κάνουμε ο ένας πατ πατ στην πλάτη του άλλου.
Α! Κι η Ιστορία δεν έχει πλευρές. Ποτάμι είναι και κυλάει. Ζητά να τη μελετήσουμε, να την κατανοήσουμε. Και φυσικά να τη γράψουμε. Πιστεύεις, αλήθεια, ότι συμμετέχεις στο γράψιμό της όταν κάθε δυο μέρες αποκαλείς κι άλλον άνθρωπο φασίστα; Τον ξε-φασίζεις, δηλαδή, έτσι;
Μήπως δεν μας ενδιαφέρει η εξάλειψη του φασισμού, όσο το πρόταγμα του δικού μας αντιφασισμού; Κι αυτός; Πόσο αντιφασισμός είναι, τελικά; Σκέψεις. Απλά σκέψεις. Αλήθεια, αν μετά από αυτό το κείμενο, ερχόταν μία κοπέλα να με βρίσει κατάμουτρα, εσύ ποια από τις δύο θα υπερασπιζόσουν; Σε ποια πλευρά της Ιστορίας θα τασσόσουν; Είναι φεμινιστικό να χτυπάμε μια γυναίκα; Μήπως δικαιολογείται όταν αυτή η γυναίκα γράφει ένα κείμενο με το οποίο διαφωνούμε και μας μυρίζει συντήρηση, μισογυνισμό και μπερδεψουάζ απόψεις για το μεσανατολικό;
Ανάβω τσιγάρο κι αναμένω. Θα σε δω στο Tsoula Festival (sic), εκεί όπου θα ανατρέψουμε για άλλη μια φορά τους κακούς και άδικους συμπολίτες μας, πίνοντας μπάφους και τσεκάροντας στο Insta τα στόρυ του πρώην μας.