Το Πάσχα είναι αφορμή για συνάντηση, προσωρινό επαναπατρισμό, εκεχειρία. Είναι η περίοδος που επιστρατεύονται όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να καταφέρεις να βρεθείς με τους μακρινούς Άλλους· τους συγγενείς, τους παλιούς φίλους, τους πάλαι ποτέ συντρόφους, τους εν δυνάμει συνδαιτημόνες, ξε-περνώντας κι εσύ τα προσωπικά σου πάθη για να φτάσεις στην ανάσταση.
Το Πάσχα, επίσης, είναι αφορμή για τέσσερις ιστορίες με τέσσερα πιθανά στιγμιότυπα των ημερών της Λαμπρής.
Το άδειο σπίτι
(Μεγάλη Δευτέρα)
Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο μικρό στενό μπροστά από την αυλή. Οχτώ ώρες οδηγούσε και ο κόμπος στο στομάχι δεν έφυγε ούτε λεπτό. Πρώτη φορά που θα έπρεπε να ξεκλειδώσει αυτή η ίδια, την καγκελόπορτα.
Όλα φαίνονται στη θέση τους· η πετροκερασιά, το υπαίθριο βρυσάκι που ο πατέρας της ξέπλενε τα εντόσθια για το κοκορέτσι, το χαλάκι μπροστά από τη σκάλα που οδηγεί στο μπαλκόνι και έχει γίνει ένα με τις πλάκες της αυλής.
Οποιαδήποτε χρονιά από τις προηγούμενες, θα την περίμενε η μάνα της στο μπαλκόνι, που θα καταλάβαινε ότι κοντοζυγώνει ήδη από την πλατεία του χωριού. Κι αν ήταν και λίγα χρόνια ακόμη πιο πίσω, θα φώναζε και τον πατέρα της που είχε εγκατασταθεί για χρόνια στο υπόγεια διαμερίσματα, «Λευτέρηηηη. Ανέβα, έρχεται το παιδί».
Σήμερα όμως, Μεγάλη Δευτέρα του 2021, θα αδειάσει μόνη της το αυτοκίνητο με τα απαραίτητα εφόδια των πασχαλινών ημερών, θα χρειαστεί να βάλει το ψυγείο στην πρίζα και να ανοίξει την κεντρική βάνα του νερού. Θα καθαρίσει την αυλή από τα ξερά φύλλα και τα χόρτα που έχουν φυτρώσει ανάμεσα στα πλακάκια, και θα ανοίξει τα παράθυρα της αποθήκης για να φύγει η υγρασία. Θα ανοίξει τα μπαούλα να θυμηθεί τα ρούχα που διάλεγε κάθε χρόνο τέτοιες μέρες η μάνα της για να πηγαίνει στις ολονυχτίες στην εκκλησία και το κοστουμάκι που επέλεγε για τον πατέρα της για την μέρα της Ανάστασης. Αυτή η μυρωδιά του μπαούλου θα της θυμίζει πάντα παιδικά χρόνια μέσα στην αγκαλιά τους. Αυτό το πουά ντεπιεδάκι θα το πάρει μαζί της φεύγοντας.
Κοντοστέκεται μπροστά από τη φλοράλ φορμάικα της κουζίνας και επεξεργάζεται τις χτυπημένες γωνίες της. Άραγε θα θελήσει ποτέ να αλλάξει κάτι από το σπίτι;
Θα ανοίξει τα ντουλάπια ένα ένα να δει τι υπάρχει μέσα, θα κάνει μια λίστα με ό,τι λείπει για τις επόμενες μέρες και θα κατέβει στο μίνι μάρκετ της κυρά-Μαρίας. Αλάτι, γάλα, ζάχαρη, καφές, χαρτί κουζίνας, ΜΑΜΑ, ΜΠΑΜΠΑΣ. Ποτέ δεν μπόρεσε να χωνέψει πώς οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα στο χώμα και γίνονται τίποτα. Κι ούτε μία ανάσταση γι’ αυτούς.
Η υπόλοιπη οικογένεια θα αρχίσει να φτάνει από αύριο και τότε ίσως αλαφρύνει λίγο αυτό το βάρος στο στήθος. Από μεθαύριο ίσως μπορέσει να πλησιάσει και το νεκροταφείο, μαζί με την αδερφή της.
«Ἡ ζωὴ πῶς θνῄσκεις;
πῶς καὶ τάφῳ οἰκεῖς;
τοῦ θανάτου τὸ βασίλειον λύεις δέ,
καὶ τοῦ ᾅδου τοὺς νεκροὺς ἐξανιστᾶς.»
Άντε να δούμε και φέτος.
Η νονά από την Αυστραλία
(Μεγάλη Τετάρτη)
Χτύπησε ένα απόγευμα το τηλέφωνο στο σπίτι της Φωτεινής και από τη μακρινή Μελβούρνη ακούστηκε η φωνή της Τασίας: «Ξαδέρφη, θα πάρω το airplane και θα ‘ρθω στην Ελλάδα φέτος. Θα έρθω να σας βρω στο χωριό».
Μεγάλη Τετάρτη κατέφθασε η Τασία. Λίγο αγχωμένη και καμιά εικοσαριά κιλά πιο βαριά. Ένα για τον κάθε χρόνο απουσίας της. Το βαφτιστήρι της το άφησε θάμνο και το βρήκε κυπαρίσσι. Η μπλούζα που του ‘φερε από την Αυστραλία, με το ζόρι του μπήκε. Όπως και όλα τα υπόλοιπα δώρα που ήταν σαν να προορίζονται για ανθρώπους άλλων μεγεθών και γούστων. Όλοι όμως έκαναν ότι χάρηκαν πολύ και ότι όλα είναι εντάξει. Γιατί όλα τελικά, εντάξει ήταν.
«Oh family. Δεν ξέρετε πόσο πολύ μου λείψατε. Θέλω ένα greek coffee, ένα piece of τσουρέκι και να κάτσουμε στο μπαλκονάκι να τα πούμε, όπως παλιά».
Με το που έφυγε το αρχικό μάγκωμα και ήρθε το τσουρέκι, η γλώσσα της Τασίας πήγαινε ροδάνι – όπως τη θυμόντουσαν δηλαδή. Και να λέει, να λέει ιστορίες για τα παλιά Πάσχα, τότε που μαζευόταν όλη η οικογένεια και ο καθένας αναλάμβανε για κάθε μέρα της μεγάλης εβδομάδας μια διαφορετική δουλειά να κάνει. Άλλος στα αυγά, άλλος στα τσουρέκια, άλλος στο αρνί, άλλος στη μαγειρίτσα, άλλος αναλάμβανε να φτιάξει αυτοσχέδια κεραία για το παλιό ραδιόφωνο, να είναι έτοιμο την Κυριακή στο τραπέζι να παίξει δημοτικά. Και δεν θα ξεχάσει ποτέ, λέει, όταν ήτανε μικρά, το τρέξιμο που κάνανε μετά την Ανάσταση από την εκκλησία στο σπίτι για το ποιος θα φέρει πρώτος στη γιαγιά το άγιο φως. Κέρδιζε όχι μονάχα αυτός που θα έφτανε πρώτος, αλλά αυτός που θα είχε καταφέρει να μη του σβήσει στη διαδρομή το κερί.
«Θυμάσαι Λάμπρο; Θυμάσαι που όλο έκλεβες και έκανες στάσεις στο δρόμο για να ανάβεις το candle με τον αναπτήρα;»
«Από ένα σημείο και μετά έμαθα όμως… Όταν έσβηνε, το άφηνα έτσι, και το άναβα μια και καλή έξω απ’ το σπίτι. Μη χάνουμε και χρόνο».
Και όλοι γέλασαν πολύ εκείνη τη μέρα στο μπαλκονάκι. Μέθυσαν από τις πασχαλιές, τα γέλια, τις συγκινήσεις και το κρασί. Και τα γέλια τους, φέραν νωρίτερα την Ανάσταση και σκόρπισαν σαν το άγιο φως σε όλο το χωριό. Τα γέλια αυτά που λέγανε: ήρθε η νονά από την Αυστραλία και είναι μέρα χαράς σήμερα γιατί είμαστε όλοι μαζί, όπως παλιά, στο χωριό, στο μπαλκονάκι.
Ραντεβού στον Επιτάφιο
(Μεγάλη Παρασκευή)
Η Ερατώ και ο Κωστής από μωρά παιδιά μεγάλωσαν μαζί. Από τα χέρια των μανάδων τους, στο σχολείο, όλες τις τάξεις μαζί, στα παιχνίδια στην πλατεία, στα πρώτα τσιγάρα στο προαύλιο της εκκλησίας. Το χωριό πολύ γρήγορα είχε αρχίσει να τους πιάνει στο καλαμπούρι. «Τι να μας πούνε τα βιβλία! Έρωτας σαν της Ερατώς και του Κωστή δεν έχει ματαδεί ο τόπος», λέγανε μέσα από τα καφενεία οι άντρες. Και οι γυναίκες στα πρωινά ψώνια, παρομοιάζανε την σχέση των μικρών με τους πρωταγωνιστές των Άρλεκιν που είχανε διαβάσει το προηγούμενο βράδυ.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και η ενηλικίωση τους πήρε απ’ το χωριό και τους έριξε σε διαφορετικές πόλεις. Αθήνα ο ένας, Γιάννενα η άλλη. Ο καθένας τράβηξε τον δικό του δρόμο, μα για πολλά χρόνια ακόμη όποτε ο ένας από τους δύο γυρνούσε στο χωριό, έψαχνε τον άλλον. Της το είχε πει ένα Σάββατο βράδυ της Ανάστασης, γύρω στα είκοσι θα ήτανε τότε, που τα πίνανε στην καφετέρια του χωριού: «Ερατώ να το δεις που στο τέλος εμείς θα είμαστε μαζί». Η Ερατώ τότε χαμήλωσε τα μάτια της και ήπιε μονορούφι τις τελευταίες γουλιές μπύρας.
Οι εξορμήσεις στο χωριό μειώνονταν με τα χρόνια. Μόνο οι μέρες του Πάσχα παρέμεναν σταθερές στο χρόνο, και η συνάντηση στον Επιτάφιο άρχισε να παίρνει διαστάσεις καθιερωμένου άτυπου ραντεβού. Και η καρδούλα τους τρεμόπαιζε στο πρώτο βλέμμα, όπως οι φλόγες στα κεριά των ακόλουθων του Επιταφίου.
Ένα βράδυ μίζερο, χτύπησε το τηλέφωνο του Κωστή στο διαμέρισμά του στη Χαριλάου. Ήταν η μάνα του και ήταν από κείνα τα τηλέφωνα που ξέρεις από πριν ότι κάποια μαλακία θα ακούσεις. «Κωστή, σου ‘χω νέα. Η Ερατούλα είναι έγκυος, τεσσάρων μηνών. Κάπου προς το Πάσχα θα γεννήσει. Αγοράκι είναι». Έτσι έχασε τις ελπίδες του ο Κωστής, μαζί με τη γη κάτω απ’ τα πόδια του.
Ακόμη και σήμερα όμως, είκοσι χρόνια αργότερα, κάθε Πάσχα, ο καθένας με την οικογένειά του πλέον, βρίσκονται στον επιτάφιο. Στο ραντεβού που τους θυμίζει τα χρόνια της νιότης τους, τις ποδηλατάδες, τα ματωμένα γόνατα και τα φιλιά στο μάγουλο για να γιάνει το τραύμα να μη το δει η γιαγιά και τους αρχίσει στις φωνές. Και κάθε χρονιά, Μεγάλη Παρασκευή, ρίχνουνε ακόμη μία τελευταία κλεφτή ματιά στον καθρέφτη της εισόδου πριν βγούνε από το σπίτι για να σιγουρευτούνε ότι θα είναι όμορφοι στο καθιερωμένο ραντεβού.
Μύγες στο αρνί
(Κυριακή του Πάσχα)
Είναι η μέρα που μπορεί να συμβούν τα πιο απρόοπτα περιστατικά, όπως για παράδειγμα να μεθύσει ο παππούς και να αρχίσει να κυνηγάει τη γιαγιά τραγουδώντας με σουφρωμένα χείλη «ένα φιλάκι είναι λίγο πολύ λίγο». Είναι και η μέρα όμως με τις καθιερωμένες πολιτικές, αλλά όχι πολιτισμένες, συζητήσεις μεταξύ του θείου Κώστα και του θείου Γιάννη, που όλα τα ξαδέρφια, όσο μεγαλώναμε, αυτό περιμέναμε περισσότερο από εκείνη τη μέρα, για να γελάσουμε μέχρι δακρύων.
Υπήρχε πάντα μία στιγμή που πυροδοτούσε αυτές τις κουβέντες, την οποία ακόμη και σήμερα δεν έχουμε καταλάβει. Ήτανε το έκτο ποτήρι κρασί; Ήτανε η τσίκνα; Ήτανε το όνομα του Στάλιν που κάποια στιγμή έκοβε σαν ξυράφι τα αυτιά μας; Κανείς δεν θα μάθει. Η συνέχεια όμως πάντα μας αποζημίωνε.
«Και για πες ρε Γιάννη, εσύ τόσα χρόνια δηλαδή με τους αγώνες και τα τέτοια, τι κατάλαβες;»
«Εγώ αυτό που έχω καταλάβει Κώστα όλα αυτά τα χρόνια, είναι ότι ζούμε σε ένα κόσμο άδικο που κάποιοι πατάνε κάποιους άλλους. Και άπαξ και το κατάλαβα, νιώθω ότι έχω χρέος να κάνω κάτι γι’ αυτό».
«Εγώ ένα έχω καταλάβει. Όλοι τους μας έχουν πηδήξει. Τώρα τι μου λες εσύ για κομμουνισμούς και κέρατα, δεν ξέρω».
«Ενώ εσύ που ψηφίζεις κάθε τετραετία άλλο κόμμα ενώ όλοι μας έχουν πηδήξει κιόλας, και ψάχνεις εχθρούς στα λάθος μέρη, το κάνεις καλά θες να μου πεις. Την έχεις βρει τη λύση».
Και κάπου εκεί, ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση, στην Αμερική, στον Λένιν, στον Τρούμαν, στον Τσώρτσιλ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον ρόλο της Αριστεράς, στο δίκιο και στο άδικο, στην σπειροειδή εξέλιξη της ιστορίας, στο οργανωμένο σχέδιο των μεταναστών για τον εξισλαμισμό της Ελλάδας, στον Λιακόπουλο, στα νεφελίμ και στα ελοχίμ, εγώ παρατηρούσα τις μύγες που γυρνούσαν σαν όρνια πάνω από το αρνί, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να το κατασπαράξουν.
Πάντα όμως η μέρα έκλεινε με αγκαλιές, τραγούδια και γλυκόλογα.
«Α ρε μπαγάσα μπατζανάκη, τι να κάνουμε που αγαπήσαμε τις αδερφές Τατά κι αγαπηθήκαμε και εμείς. Αλλιώς δε θα μου τη γλίτωνες!»
Μέχρι την ανακωχή βέβαια, εμείς τρωγόμασταν με τα ρούχα μας, κι οι μύγες τρώγανε το αρνί.